Δευτέρα 6 Μαΐου 2024

κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο χαριτωμένος προ – κρούστης και λαλητής της λαμπριάτικης ευωχίας!

 


Ανάσταση έρχεται και ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πάλι μας κυνηγά! Εγώ λέω να τον αποφύγω, προσπαθώ, αλλά σαν να βρίσκομαι πάντα μέσα σε ένα γνωστό επεισόδιο, το οποίο επαναλαμβάνεται! Ό,τι και να κάνω με ακολουθεί, με προλαβαίνει, με προφταίνει!

Ναι! και από τον φεγγίτη παρεισφρέει και από την καμινάδα! Ίδιος ένα δώρο! Ο ίδιος δώρο!

Ακόμη, και αν του φωνάζεις πως δεν θες τα δώρα του! Και πως πάει τελείωσε, σώθηκε η δική του παραμυθία τα Χριστούγεννα, ο Άι Βασίλης, τα Φώτα, το Πάσχα, ο Ρεμβασμός του!

Δεν νοιάζεται! Δεν τον κόφτει!

«Τελείωσες», του λέω, «Μπάρμπα μου», και εκείνος είναι περίχαρης που τέλειωσε και μένει ατελείωτος!

«Δεν είναι πολλά και ας είναι μερικά του λέω! Δεν καταξοδεύτηκες κιόλας»!

Και δεν είναι λίγα… Εννοώ τα πασχαλινά του διηγήματα. Αλλά τι να του πω για να με απαρατήσει;

Και ως επωδό, ρεφρέν δηλαδή, αναφωνούμε και οι δυο ταυτοχρόνως:
- Λίγη Ανάσταση και λίγη άνοιξη!

Εγώ για να τον προβοκάρω κι' αυτός για να με επιβεβαιώσει!

- Αμάν! Δεν παίζεσαι! του λέω και δεν παίζεται!

Και συνεχίζει να παίζει μαζί μου, σαν να είναι το μόνο πέρασμα, Πάσχα, που έχω να διαβώ και το ελέγχει απολύτως! Μια πασχαλινή σκιαθίτικη... κλεισούρα που βγάζει στην ολίγη άνοιξη και στην μεγάλη Πασχαλιά!

“Δύο αυγά κόκκινα, και τι ευτυχία! Τι νίκη”!

Αλλά δεν είναι και κανένας Προκρούστης και δεν θα με τανύσει στην περιώνυμη κλίνη του! Και δεν θα περισσέψω και δεν θα αποδειχθώ λειψός ενώπιον του... Προκλίνη γίγαντα! Θα ταιριάξω απόλυτα!

Στέκομαι και παρακολουθώ τον τρόπο του! Όλους τους βολεύει! Όλους τους ταιριάζει, κανέναν δεν ξεπαστρεύει! Δεν θα ξεκάνει και δεν θα... αυτοκτονήσει ούτε και την Φραγκογιαννού, την «Φόνισσά» του!

Η δική του θα μένει εσαεί «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης»!

Δεν είναι σινεμά! Και εδώ του κλείνω το μάτι! Και το πιάνει! Συνεννοούμαστε!

- Εμ! του λέω.

Και αρχίζει να γελά ο αγέλαστος!

«Όταν εμειδία [...], δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ᾽ εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ᾽ επικλινής προς το ους, όλα παρ᾽ αυτώ εμειδίων».

Ένα τέτοιο πράμα ή κάπως έτσι!

“Τι χαρά! Τι αγαλλίασις”!

Έχει πάντα τον τρόπο του:
- Βγες έξω, μου λέει, μην κλείνεσαι! Εξοχική λαμπρή είναι και Χριστός Ανέστη, μπρε!
- Αληθώς Ανέστη και πάλιν, μπρε, του λέω! (Σαν να πήρα και πολύ θάρρος)!
- Εμ, τι σου λέω και γιατί σε κυνηγώ!

Εδώ, όμως, αρχίζει να σοβαρεύει το πράμα. Αυτός έχει τον σκοπό του. Και εκεί το πάει!

Σαν να τον ακούω να υποψιθυρίζει:
«Κανένας αλιβάνιστος σήμερα! Κανείς χωρίς ‘Καλόν λόγον’»!

Και τι τον νοιάζει αυτόν; Τι ζόρι τραβά; Πραγματικά!

Μα θα μου πείτε πως αυτός «τα ήξευρεν απ᾽ έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής»! Για τον εαυτό του θα τα κρατήσει;

Και να τος γυρνά από την εκκλησίαν, όπου έψαλλε το «‘ω γλυκύ μοι έαρ’ και άλλα ακόμη παθητικά άσματα».

Και ιδιαίτερα συμπαθητικά! Με εκείνα τα «Ω γλυκύ μου έαρ»!

“Τι χαρά, τι δόξα”!

Και όλα αυτά πρέπει να τα σκορπά! Ακόμα και στον αέρα! Ποτέ δεν ξέρεις ποιο μίζερο λουλούδι θα το κάνει λαμπριάτικο και ποιο χαριτωμένο θα το μετατρέψει σε σούπερ λαμπριάτικο!

Για τον λόγο αυτό, κατασκευάζει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες «πρόχειρον σήμαντρον εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον» και περιέρχεται τα καλύβιά μας θορυβωδώς! Κρούοντάς το όπως μας εξεγείρει!

Μετά μανίας, θα 'λεγα! Να μας ξεσηκώσει γενικώς και αναστασίμως!

Και ποιος δεν τον ακούει!

Το κάνει, και γίνεται και ο ίδιος ένα πέρασμα, ένα Πάσχα! Και περνά, διαβαίνει.

Κάνει το χάζι του, δηλαδή; Κάτι πολύ παραπάνω! Και σίγουρα, έχει την χάρη του!

Χαριτωμένα και διακριτικά προστάζει και χαριτωμένα ανακρούει την Ανάσταση σε όποιον μπορεί να ακούσει το αυτοσχέδιο τάλαντό του, το εκ καρυάς, που εκ καρδίας κρούει και λαλεί ο χαριτωμένος προ - κρούστης και λαλητής της λαμπριάτικης ευωχίας, της πανηγύρεως! Η οποία εστί πανήγυρις πανηγύρεων!

Ότι ο ίδιος το κατέχει και το μηνύει μέσα από της τέχνης του το δώρο!

Κύματι θαλάσσης διαβαίνει και περιπατεί επί των κυματισμών της, αν δεν ξενοδοχείται κιόλας στην πλάτη του κάμπου της που απλώνεται πλήρης και φωταγωγημένη με φως εξώκοσμο!

“Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός”!

Ήδη άναψαν οι λέξεις του και φωσφορίζουν τα κύματα-κείμενά του, προκείμενα κύματα αναστάσεως με μοσχοβολιές Αναστάνοιξης! Και τι διακείμενα, υπο-κείμενα και τι υπερκείμενα! Τι κόσμοι!

“Γλυκεία Πασχαλιά, η μήτηρ της χαράς”!

Και αυτός με περισσή δεινότητα μας καλεί να βαδίσουμε αντάμα απάνω τους κορυβαντιούντες σεμνοπρεπώς και αγαλλόμενοι, αναστενάρηδες θερμαινόμενοι και δροσιζόμενοι από την φλόγα που άναψε την πυρφόρα θάλασσα, τον ωκεανό της τέχνης της γραφής του.

Ποίηση που δώρα φέρει, μόνον! Πτερόεντα!

Σε μια αέναη γιορτή, αλλά και συναίσθηση πικρή ενίοτε, αφού μιλά και για φρικτές τραγωδίες, τρικυμίες και ναυάγια του βυθού, όπως και σε πηγάδια, αλλά και του έσω βυθού, του έσω και έξω κόσμου!

- Εντάξει δεν ήθελα να πω κάτι παραπάνω κύριε Παπαδιαμάντη μου, ούτε κάτι λιγότερο! Μην σκοτεινιάζεις, λοιπόν, μέρες που είναι! Δικό σου είναι το πέλαγο τούτο και όπως θες το ορίζεις! Πε-ζωγράφησε εσύ όπως θες να βάλω και εγώ μια τελεία στην συνέχεια.

- «Το επ᾽ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ᾽ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. 'Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσά μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ'».

- Εντάξει, γνωστό είναι και δεν το παραβιάσαμε! Νομίζω... Μπορεί και να ενοχλεί ορισμένους! Τι να πω; Φώτα ολόφωτα λαμπριάτικα! «Ακέραιος Παπαδιαμάντης» που έγραψε ο ποιητής! Εσύ ξέρεις καλύτερα! Και αν μας έδινες και ένα μικρό δείγμα γραφής τι θα πρότεινες;

- Το εξής:
«Ο Ευαγγελινός και η Μόρφω εξήλθον εις το προαύλιον. Τι ωραίον, τι ήμερον, τι λευκόμαλλον που ήτο το αρνί! Και πως εβέλαζε (μπε! μπε!) το καημένο. Εν τούτοις δεν εφαίνετο πολύ δυσαρεστημένον, διότι έμελλε να σφαγή. Και άλλος Αμνός άμωμος, Αμνός αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, και άλλος ατίμητος Αμνός εσφάγη…».

- Χρίστος Ανέστη, λοιπόν, και χρόνια πολλά!
- Αληθώς Ανέστη και εις έτη πολλά! Αξιούσθε!

Στέλιος Κούκος

Δεν υπάρχουν σχόλια: