Τὸ πεζὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ Γ΄ κεφαλαίου τοῦ μυθιστορήματος Λεωνὴς (1940) τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ. O ἀφηγητής, πίσω ἀπὸ τὸν ὁποῖο κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας, μᾶς μεταφέρει στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα στὴν πολυεθνικὴ Κωνσταντινούπολη, ἀπ’ ὅπου ἀντλεῖ ὑλικὸ καὶ μοιράζεται νοσταλγικὰ μαζί μας τὶς νεανικὲς ἀναμνήσεις του. Παράλληλα ὅμως, ἀναπαριστάνει τὸ κλίμα τῆς πόλης καὶ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, καθὼς καὶ τὸν ἑλληνικὸ χαρακτῆρα της, μέσα ἀπὸ τὰ ἔθιμα, τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, τοὺς κοινοὺς χώρους, τὰ ἀξιοθέατα καὶ τὰ ἱδρύματά της.
Βασίλειος Χατζής, Κεράτιος κόλπος
Ὁ Δημοτικὸς Κῆπος τοῦ Ταξιμιοῦ ἤτανε κόσμος ὁλόκληρος. Γιὰ νὰ μπεῖς πλήρωνες εἰσιτήριο, οἱ μεγάλοι ἕνα γρόσι, τὰ παιδιὰ μισὸ γρόσι, τὰ μωρὰ τίποτα. Τὰ ὅρια ὅμως ἀνάμεσα στὶς διάφορες ἡλικίες δὲν ἤτανε χαραγμένα πολὺ καθαρὰ καὶ γινότανε, στὴν εἴσοδο, μεγάλες συζητήσεις μὲ τοὺς δημοτικοὺς ὑπαλλήλους, γιὰ τὸ τί ἔπρεπε νὰ πληρώσει ὁ καθένας. Μόλις ἔμπαινες, ἀντίκριζες τοὺς φύλακες, ποὺ φορούσανε στολὴ καὶ κρατούσανε μεγάλες βίτσες. Γυρνούσανε παντοῦ καὶ παραμονεύανε τὰ παιδιά. Ἂν περπατοῦσες στὰ φυτεμένα μέρη, ἂν ἔκοβες λουλούδια ἢ κλαδιά, σὲ κυνηγούσανε καὶ σὲ δέρνανε μὲ τὴ βίτσα. Τὸ ζήτημα ἤτανε νὰ μὴ σὲ πιάσουν, ἂν σ’ ἔπιαναν, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γλιτώσει. Ἀριστερὰ καθὼς ἔμπαινες, ἦταν ἡ μεγάλη χαβοῦζα μὲ τὰ κόκκινα ψάρια. Εἶχε καὶ μικρότερες χαβοῦζες, ἄλλες μὲ ψάρια καὶ ἄλλες χωρίς. Εἶχε καὶ βατράχους πλῆθος, φωνακλᾶδες καὶ ἀστείους. Δεξιὰ ἤτανε μιὰ παράγκα ποὺ πουλοῦσε τσοκολάτες, κουφέτα, παστέλι, σιμίτια, φιστίκια, στραγάλια, κολοκυθόσπορους, ψημένους καὶ ἁλατισμένους, καὶ κορόμηλα πράσινα. Δέκα κορόμηλα μία δεκάρα, ἂν παζάρευες μπορεῖ νὰ ἔπαιρνες καὶ ἕντεκα, τὸ βράδυ ἀρρωστοῦσες λιγάκι, μὰ ἄξιζε ὁ κόπος.
Δεξιὰ κι ἀριστερὰ ἦταν οἱ ἐπίσημοι περίπατοι τοῦ Κήπου, ποὺ ἔκαναν κύκλο καὶ πήγαιναν πρὸς τὴ μεγάλη πλατεῖα τοῦ κέντρου. Σ’ αὐτοὺς τοὺς δρόμους ἦταν ὅλο νταντάδες, γκουβερνάντες καὶ παιδιὰ φρόνιμα. Ἐκεῖ συναντοῦσες καὶ τὶς δυὸ Ἰταλίδες ἀδελφές, τὴν Ἴντα καὶ τὴν Τζίλντα, πάντα ντυμένες μὲ ὅμοια ροῦχα. Ἤτανε τόσο λεπτοκαμωμένες καὶ μυγιάγγιχτες καὶ τόσο γλυκιές! Ὁ Λεωνὴς χαιρότανε σὰν τὶς ἔβλεπε, μὰ δὲν ἤξερε, τί νὰ πεῖ μαζί τους. Στεκότανε καὶ τὶς παρακολουθοῦσε ποὺ πηδοῦσαν σκοινί, ὕστερα συλλογιζότανε: «Τώρα τί θὰ λένε γιὰ μένα, ποὺ κάθομαι ἔτσι καὶ τὶς βλέπω;». Ντρεπότανε κι ἔφευγε. Μὰ σὲ λίγο ξαναπερνοῦσε ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος, μὲ ὕφος ἀδιάφορο, προφασιζότανε πὼς κάποιον γύρευε ἢ πὼς κάτι εἶχε χάσει, καὶ ξανάφευγε βιαστικὰ καὶ πάλι ξαναπερνοῦσε. Ἐκεῖ παρουσιαζότανε καμιὰ φορὰ κι ἡ Λουίζα ἡ Γαλλίδα, ντυμένη μὲ ἄσπρα δαντελένια φουστάνια, μὲ τὶς μακριὲς καστανὲς μποῦκλες της χυμένες στοὺς ὤμους της. Αὐτὴ ἔκανε τὴ μεγάλη, διάβαζε μοναχή της ἢ μιλοῦσε μὲ τὶς δασκάλες. Ὁ Λεωνὴς τὴν πείραζε, εἶχε θάρρος μαζί της.
Ἡ Κωνσταντινούπολη: Τὸ Πέραν καὶ ὁ Γαλατάς (ἐπιστολικὸ δελτάριο)
Ἀνάμεσα στοὺς δυὸ περιπάτους, καθὼς καὶ στὰ πλάγια τοῦ Κήπου, ἤτανε πυκνὴ πρασινάδα, μεγάλα δέντρα καὶ στενὰ μονοπάτια. Ἐκεῖ βασίλευαν οἱ συμμορίες, τὰ ἀγόρια τοῦ Λυκείου μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Πάρη, τὸν Μένο καὶ τὸν Δήμη, τὰ ἀγόρια τοῦ Ζωγραφείου, τὰ ἀγόρια τῆς Σχολῆς Γλωσσῶν καὶ Ἐμπορίου, τὰ ἀγόρια τῶν καθολικῶν φρέρηδων καὶ διάφορα ἀδέσποτα ἀγόρια, ποὺ δὲν ἀνήκανε σὲ κανένα σχολειὸ καὶ τὰ λέγανε: ἡ μορταρία. Ἡ κάθε συμμορία διάλεγε μιὰ περιοχὴ ποὺ ἦταν ἡ ἕδρα της καὶ δὲν ἄφηνε κανένα ἀγόρι, ἔξω ἀπὸ τὰ μέλη της, νὰ πλησιάσει ἐκεῖ. Τὰ σύνορα ὅμως δὲν ἤτανε σεβαστὰ καὶ γινότανε συχνὰ μεγάλοι καβγᾶδες ἀνάμεσα στὶς συμμορίες καὶ, καμιὰ φορὰ, καὶ πετροπόλεμος.
Τὰ κυριότερα παιχνίδια τους ἤτανε τὰ βαρελάκια, τὰ σκλαβάκια, ὁ μπίκος καὶ τὸ κλέφτικο. Τὰ βαρελάκια παιζόντανε μὲ πολὺ περίπλοκους κανονισμούς, περιορισμοὺς καὶ διαγωνισμούς, ποὺ ἂν ἤθελε κανεὶς νὰ τὰ βάλει ὅλα αὐτὰ στὸ χαρτὶ, μποροῦσε νὰ γίνει ὁλόκληρη διατριβή. Ὅλοι ὅμως ἤξεραν τοὺς νόμους τοῦ παιχνιδιοῦ, ἀπ’ ἔξω κι ἀνακατωτά, χωρὶς νὰ τοὺς ἔχουνε διδαχτεῖ ποτέ. Ἤτανε παραδομένοι ἀπὸ ἀμνημονεύτους χρόνους, μαζὶ μὲ τοὺς θρύλους τοῦ Βυζαντίου, τοὺς ἅρπαζε κανεὶς μὲς στὸν ἀέρα τοῦ Κήπου, τὸν ἴδιο καιρὸ ποὺ μάθαινε καὶ τὸ ἄλφα-βῆτα. Ἐπίσης, τὰ σκλαβάκια ἦταν ἕνα παιχνίδι περίπλοκο, ποὺ χρειαζότανε εὐστροφία καὶ τέχνη. Σ’ αὐτὸ, λάβαιναν μέρος συχνὰ καὶ κορίτσια καὶ τότε παιζότανε μὲ μεγάλη εὐγένεια καὶ ἀξιοπρέπεια. Ὁ μπίκος ἦταν ἕνα παιχνίδι σκοποβολῆς, ποὺ παιζότανε μὲ μεγάλες πλατιὲς πέτρες, κατὰ προτίμηση μὲ κομμάτια μάρμαρο ἀπὸ σπασμένα τραπεζάκια τοῦ καφενείου, κι εἶχε κι αὐτὸς τὴ νομοθεσία του, τὸ κλέφτικο ὅμως ἦταν ἕνα παιχνίδι ἡρωικό. Τὰ παιδιὰ μοιραζόντανε σὲ δυὸ μερίδες, ποὺ παράσταιναν τοὺς κλέφτες καὶ τοὺς ἀστυνόμους. Ἡ κάθε μερίδα εἶχε τὸν ἀρχηγό της καὶ τὸ μοίρασμα γινότανε μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ ὑπάρχει ἰσορροπία στὶς δυνάμεις. Ὕστερα, οἱ κλέφτες ἔπαιρναν δρόμο καὶ χανόντανε μὲς στὰ φυλλώματα τοῦ Κήπου κι οἱ ἀστυνόμοι ξεκινοῦσαν νὰ τοὺς ἀνακαλύψουν. Ὁ νόμος τοῦ κλέφτικου ἤτανε, πώς, ἂν οἱ ἀστυνόμοι ἔπιαναν ἕναν κλέφτη καὶ τὸν χτυποῦσαν στὴ ράχη, αὐτὸ ἐσήμαινε, πὼς τὸν εἴχανε συλλάβει ἢ σκοτώσει, καὶ τὸν ἔβγαζαν ἀπὸ τὸ παιχνίδι. Ὁ νόμος αὐτὸς ὅμως ἤτανε δίκοπο μαχαίρι, γιατί κι οἱ κλέφτες μποροῦσαν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ βγάλουν ἀπὸ τὸ παιχνίδι τοὺς ἀστυνομικούς. Ὁ καθένας, λοιπὸν, πρόσεχε, νὰ μὴ βρεθεῖ μοναχός του ἀπέναντι σὲ πιὸ δυνατοὺς ἀντιπάλους καὶ τὸν πιάσουνε καὶ τὸν χτυπήσουνε στὴ ράχη. Ἂν δὲν πρόφταινες νὰ τὸ σκάσεις, μποροῦσες νὰ κολλήσεις σὲ κανένα τοῖχο ἢ νὰ πέσεις καταγῆς ἀνάσκελα, φυλάγοντας τὴ ράχη σου, μὲ μπουνιὲς καὶ κλοτσιές, ὥσπου νὰ ἔρθουν οἱ δικοί σου νὰ σὲ σώσουν. Ὅλη ἡ τέχνη ἤτανε νὰ τὰ καταφέρνεις νὰ ἀπομονώνεις τὸν ἀντίπαλο καὶ νὰ τὸν βγάζεις ἀπὸ τὸ παιχνίδι. Μποροῦσε ὅμως κανεὶς καὶ νὰ ταμπουρωθεῖ σὲ καμιὰ ἐγκαταλειμμένη παράγκα, σὲ κανένα ὑπόγειο ἢ σὲ ἄλλο βολικὸ μέρος καὶ νὰ ἀμυνθεῖ μὲ ὅλα τα μέσα, μὲ ξύλα, μὲ πέτρες, μὲ χώματα. Τότε γινότανε πολιορκία. Ἕνας ἄλλος νόμος ἤτανε, πὼς δὲν εἶχες τὸ δικαίωμα νὰ ξεφύγεις ἔξω ἀπὸ τὰ κάγκελα τοῦ Κήπου. Ἂν τὸ ἔκανες αὐτό, ἤτανε προδοσία κι ὅλοι σὲ κατηγοροῦσαν.
Ἡ Κωνσταντινούπολη: O Κεράτιος κόλπος (ἐπιστολικὸ δελτάριο)
Στὴν κεντρικὴ πλατεῖα ἤτανε δυὸ κτίρια, τὸ οἴκημα τοῦ καφενείου, ποὺ ἀντιλαλοῦσε συνεχῶς ἀπὸ ξεφωνητὰ τῶν γκαρσονιῶν, κι ἡ πέτρινη ἐξέδρα τῆς μεγάλης ὀρχήστρας, ψηλή, ἀνοιχτὴ ἀπὸ τὰ πλάγια καὶ σκεπασμένη μ’ ἕναν τροῦλο σὰν ἐκκλησία. Ἐκεῖ, τὶς Κυριακές, ὁδηγοῦσε τὴν ὀρχήστρα ὁ περίφημος Τοῦρκος μαέστρος Ἰσχὰν μπέης καὶ μαζευότανε ἀπὸ κάτω μεγάλο πλῆθος καὶ τὸν σεριάνιζε, γιατί ἔκανε τέτοια σκέρτσα μὲ τὴν μπαγκέτα του, ποὺ ἤτανε σωστὸ θέαμα. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, ἦταν ἄλλος κόσμος. Ἦταν τὰ τραπεζάκια τοῦ καφενείου, κάτω ἀπὸ τὰ πλατάνια καὶ τὶς καστανιές, τὸ μεγάλο ὑπαίθριο μπὰρ μὲ τὶς ψάθινες πολυθρόνες καὶ τὰ τραπεζάκια του στολισμένα μὲ λουλούδια, οἱ κομψοὶ νέοι μὲ ψαθάκι, σκληρὸ κολάρο, σκοῦρο σακάκι καὶ ἄσπρο λινὸ παντελόνι, οἱ ὡραῖες κυρίες, σφιχτοδεμένες μὲς στοὺς κορσέδες, μὲ στενόμακρα φουστάνια καὶ πελώρια καπέλα φορτωμένα ψεύτικα λουλούδια καὶ πουλιά, ἦταν οἱ οἰκογένειες, ἦταν οἱ βοερὲς πολιτικὲς συζητήσεις, τέλος πάντων ὁ κόσμος τῶν μεγάλων. Τὰ τραπεζάκια ἔπιαναν μεγάλη ἔκταση κι ἔφταναν ἴσαμε τὴν ἄκρη τοῦ Κήπου, ποὺ σχημάτιζε σὰν ἕνα μπαλκόνι κι ἔβλεπε ἀπὸ κάτω του τὸν Βόσπορο κι ἀντίκρυ τὴν ὄχθη τῆς Ἀσίας καὶ τὸ Σκούταρι. Δεξιὰ ξανοιγότανε ὁ ὁρίζοντας τῆς Προποντίδας μὲ τὰ Πριγκηπόνησα, μισοσβησμένα μὲς στὴν ἐλαφριὰ ὁμίχλη. Ἦταν ἕνα πανόραμα ποὺ σοῦ γέμιζε τὸ μάτι, κι οἱ ξένοι περιηγητὲς στεκόντανε καὶ τὸ θαύμαζαν μὲ τὶς ὧρες. Ἐκεῖ, ἔπαιζε τὸ καλοκαίρι ὁ ὑπαίθριος κινηματογράφος καί, κάθε βράδυ, σὰν ἤτανε νὰ ἀρχίσει, γινότανε ἕνα εἶδος ἱεροτελεστίας. Μαζευόντανε ὅλες οἱ συμμορίες πίσω ἀπὸ τὴν ὀθόνη, ἀπὸ ὅπου ἔβλεπε κανεὶς περίφημα, μονάχα ποὺ τὰ ἔβλεπε ὅλα ἀνάποδα, καὶ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γράμματα, μὰ αὐτὸ δὲν εἶχε ἰδιαίτερη σημασία. Μόλις λοιπὸν ἄρχιζε καὶ σκοτείνιαζε κι εἶχε πιὰ συναχτεῖ τὸ παιδοθέμι καὶ ἀδημονοῦσε καὶ κλοτσοῦσε τὸ χῶμα, ἐρχότανε ἕνας ὅμιλος ἀπὸ ὑπαλλήλους τοῦ Κήπου, ποὺ κουβαλοῦσαν, μὲ ὕφος τελετουργικό, ἕνα πελώριο λάστιχο τοῦ ποτίσματος. Τὸ συνδέανε μὲ μιὰ βρύση, τὸ ξεδίπλωναν κι ἄρχιζαν νὰ καταβρέχουν τὴν ὀθόνη. Καμιὰ φορὰ τὸ νερὸ δὲν ἐρχότανε, οἱ ὑπάλληλοι ἔφερναν ἐργαλεῖα, γινότανε ἱστορία ὁλόκληρη. Τέλος, τὸ νερὸ πιτσιλοῦσε μὲ δύναμη τὸ πανὶ κι οἱ συμμορίες, ἔξαλλες, χειροκροτοῦσαν, πετοῦσαν τα καπέλα τους στὸν ἀέρα καὶ φώναζαν ζήτω. Κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ λείψει ἀπ’ αὐτὴν τὴ σκηνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου