Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε. Γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας.

 ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΜΕΓΑΣ-Арсений Великий-arsenios the great-222222334

Λαθείν βιώσας Αρσένιος ηγάπα,
Ος ου δε πάντως εκβιώσας λανθάνει.

Αρσένιε, μέμνησο δι’ ό εξήλθες.


 

Ο Αββάς Αρσένιος, ενώ ακόμη ήταν στο παλάτι, προσευχήθηκε στον Θεό, λέγοντας: «Κύριε, οδήγησέ με πως να σωθώ ». Και άκουσε φωνή οπού του έλεγε: «φεύγε τους ανθρώπους και σώζου».

Ο ίδιος, όταν αποσπάσθηκε από τον κόσμο και εισήλθε στον μοναστικό βίο, πάλι έκανε την ίδια προσευχή. Και άκουσε φωνή να του λέγη: «Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε. Γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας».

Ο Όσιος αββάς Αρσένιος ο Μέγας απέφευγε να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις των Μοναχών, και κατά τις γιορτές όταν πήγαινε στην εκκλησία, κρυβόταν πίσω από μία κολώνα ή πήγαινε σε μία γωνιά για να μην τον βλέπουν. Είχε πάντα το πένθος γι’ αυτό συνέχεια τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Έλεγαν δε ότι σε όλη του την ζωή, ενώ καθόνταν στο εργόχειρό του, είχε στον κόρφο του ένα πανί για να σφουγγίζει τα δάκρυά του. Σαν άκουσε δε ο αββάς Ποιμήν ότι κοιμήθηκε, δάκρυσε και είπε: «Μακάριος είσαι Αββά Αρσένιε, γιατί έκλαψες τον εαυτό σου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Γιατί όποιος δεν κλαίει τον εαυτό του εδώ, θα κλαίει αιωνίως εκεί».

Ένας αδελφός ζήτησε από τον Αββά Αρσένιο να του πη ωφέλιμο λόγο. Και του απαντά ο γέρων: «Όσο μπορείς αγωνίσου, ώστε η εσωτερική ζωή σου να είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Έτσι θα νικήσης τα εξωτερικά πάθη».

Άλλοτε πάλι έλεγε: «Όσες φορές μίλησα μετανόησα, όσες φορές σιώπησα δεν μετανόησα ποτέ».

Είπε ο Αββάς Μάρκος στον Αββά Αρσένιο: «Γιατί μας αποφεύγεις;». Του λέγει ο γέρων: «Ο Θεός ξέρει ότι σας αγαπώ. Αλλά δεν μπορώ να είμαι με τον Θεό και με τους ανθρώπους. Οι Ασώματες Δυνάμεις, οι Άγγελοι, οπού, καθώς λέγει η Γραφή, είναι χιλιάδες και μυριάδες, ένα θέλημα έχουν. Ενώ οι άνθρωποι πολλά θελήματα έχουν. Δεν μπορώ λοιπόν να αφήσω τον Θεό και να πάω με τους ανθρώπους».

***

Έφθασε κάποτε ο αββάς Αρσένιος σε ένα τόπο, όπου υπήρχαν καλαμιές. Κάποια στιγμή κινήθηκαν οι καλαμιές απ’ τον αέρα. Και ρώτησε ο Γέροντας τους αδελφούς: «Τι είναι το θρόϊσμα αυτό;» Του λένε: «Οι καλαμιές είναι». Και τότε τους είπε ο Γέροντας: «Είναι αλήθεια πως αν κάποιος μένει σε ήσυχο τόπο και ακούσει τη φωνή από ένα σπουργίτι, η καρδιά του παύει να έχει την ίδια ησυχία. Πόσο περισσότερο εσείς βέβαια που έχετε το σεισμό των καλαμιών αυτών».

Κάποιος από τους πατέρες επισκέφθηκε τον αββά Αρσένιο. Κτύπησε την πόρτα και ο Γέροντας του άνοιξε νομίζοντας πως είναι ο υποτακτικός του. Όταν όμως είδε άλλον, έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Εκείνος του λέγει: «Σήκω, αββά μου, να σε ασπασθώ». Και ο Γέροντας του απάντησε: «Δεν σηκώνομαι, πριν αναχωρήσεις». Και ενώ πολλή ώρα τον παρακαλούσε, εκείνος δεν σηκώθηκε, έως ότου αναχώρησε ο επισκέπτης.

Έλεγαν οι γέροντες πως κανείς απ’ όλους τους πατέρες της ερήμου δεν  αποστρέφονταν την δόξα των ανθρώπων όπως ο Όσιος Αρσένιος και ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης. Και ο μεν Αρσένιος σπανιότατα και με δυσκολία συζητούσε με άνθρωπο, ο δε Θεόδωρος συζητούσε μεν, αλλά τα λόγια του έβγαιναν κοφτά σαν μαχαίρι.


 

ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΜΕΓΑΣ ΑΣΚΗΤΗς ΑΈλεγε ο Αββάς Δανιήλ: «Κάποιοι αδελφοί, οπού επρόκειτο να πάνε στη Θηβαΐδα, για να προμηθευτούν λινάρι, είπαν: Με την ευκαιρία αυτή, ας δούμε και τον Αββά Αρσένιο. Και μπαίνει ο Αββάς Αλέξανδρος και λέγει στον γέροντα: Μερικοί αδελφοί, οπού ήλθαν από την Αλεξάνδρεια, θέλουν να σε δουν. Του λέγει ο γέρων: Ρώτησέ τους για ποιά αιτία βρίσκονται εδώ. Και μαθαίνοντας ότι πηγαίνουν στη Θηβαΐδα για λινάρι, το είπε στον γέροντα. Τότε και αυτός του λέγει: Λοιπόν δεν πρέπει να δουν το πρόσωπο του Αρσενίου, γιατί δεν ήλθαν για μένα, αλλά για τη δουλειά τους. Καλοκάρδισέ τους και στείλε τους στο καλό, λέγοντάς τους ότι ο γέρων δεν μπορεί να τους συναντήση ».

Πήγε κάποτε ο μακάριος Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος στον Αββά Αρσένιο, μαζί με κάποιον άρχοντα. Και ζητούσε από τον γέροντα να τους πη κάποιο λόγο ωφέλιμο. Μετά από σύντομη σιωπή λοιπόν, ο γέρων του αποκρίνεται: «Και αν σας πω κάτι, θα το τηρήσετε;». Και αυτοί υποσχέθηκαν ότι θα το τηρήσουν. Τότε τους λέγει ο γέρων: «Όπου ακούσετε ότι βρίσκεται ο Αρσένιος, μη πλησιάσετε».

Ένας αδελφός πήγε στο κελλί του Αββά Αρσενίου, σε Σκήτη. Σκύβει λοιπόν και κοιτάζει από τη θυρίδα και βλέπει τον γέροντα να είναι όλος σαν φωτιά. Και ήταν άξιος ο αδελφός εκείνος να το δη. Ύστερα έκρουσε και βγαίνει ο γέρων. Βλέποντας δε τον αδελφό σαν θαμπωμένο, του λέγει: «Χτυπούσες πολλή ώρα την πόρτα; Μήπως είδες τίποτε εδώ;». Και απάντησε εκείνος: «Όχι». Και μετά απ’ αυτή τη στιχομυθία, τον έστειλε στο καλό.

Έλεγαν πάλι γι’ αυτόν: «Το βράδι του Σαββάτου, παραμονή της Κυριακής, άφηνε τον ήλιο πίσω του και άπλωνε τα χέρια του κατά τον ουρανό, προσευχόμενος, ωσότου πάλι έλαμπε ο ήλιος στο πρόσωπό του. Και έτσι, καθόταν».

Κάποτε ένας Μοναχός, ρώτησε τον Αββά Αρσένιο.
– Αββά μου, οι λογισμοί μου μου λέγουν, αφού δεν μπορείς νηστεύεις ούτε να εργασθείς, πήγαινε να επισκέπτεσαι στην λαύρα τους ασθενείς Μοναχούς και να τους βοηθάς επειδή αυτό είναι αγάπη.
Ο δε Αρσένιος, του απάντησε:
Πήγαινε, τρώγε, πίνε, κοιμήσου, όσο θέλεις, μην εργάζεσαι, αλλά να μένεις στο κελί σου, αυτό είναι Μοναχός.

Έλεγαν για κάποιον αδελφό, που ήλθε στη Σκήτη να δει τον αββά Αρσένιο, ότι πήγε στην εκκλησία και παρακαλούσε τους κληρικούς να συναντήσει τον αββά. Του είπαν λοιπόν αυτοί: «Αναπαύσου λίγο, αδελφέ, και θα τον δεις». Αλλά αυτός είπε: «Δεν θα φάγω τίποτε αν δεν τον συναντήσω». Έστειλαν λοιπόν έναν αδελφό μαζί του να τον πάει στον Γέροντα, επειδή το κελί του ήταν μακριά. Κτύπησαν την πόρτα, μπήκαν μέσα και, αφού ασπάσθηκαν τον Γέροντα, κάθησαν και έμεναν σιωπηλοί.
Είπε τότε ο αδελφός της εκκλησίας: «Εγώ ας πηγαίνω, εύχεσθε για μένα». Και ο φιλοξενούμενος αδελφός, επειδή δεν βρήκε παρρησία κοντά στον Γέροντα, είπε στον αδελφό: «Έρχομαι και εγώ μαζί σου» και έφυγαν. Τότε τον παρεκάλεσε ο ξένος και του’ πε: «Πήγαινέ με στον αββά Μωυσή, στον τέως ληστή». Όταν έφθασαν εκεί, τους υποδέχθηκε εκείνος με πολλή χαρά και, αφού τους περιποιήθηκε φιλικά, τους ξεπροβόδισε.
Ο αδελφός τότε που τον είχε οδηγήσει εκεί, τον ρώτησε: «Σε πήγα λοιπόν στον ξένο και στον Αιγύπτιο. Ποιος από τους δύο σου άρεσε;» Του αποκρίθηκε εκείνος: «Μέχρι αυτή τη στιγμή μου άρεσε ο Αιγύπτιος».
Όταν τα άκουσε αυτά κάποιος από τους πατέρες, προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας: «Κύριε, αποκάλυψέ μου την αλήθεια του πράγματος, γιατί ο ένας αποφεύγει τους ανθρώπους για το όνομά σου και ο άλλος τους αγκαλιάζει για το όνομά σου». Και να, βλέπει σε οπτασία δύο μεγάλα πλοία μέσα στο ποτάμι. Στο ένα βλέπει τον αββά Αρσένιο και το Πνεύμα του Θεού να πλέει μαζί του εν ησυχία και στο άλλο ήταν ο αββάς Μωυσής και οι άγγελοι του Θεού που έπλεαν μαζί και τον τάϊζαν μελοκηρήθρες.

 

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο που λέει "AиHecTй cй HMb, ЛOcЛABb HE rлABO uapb BoCγoTb "Φεύγε, σιώπα, ησύχαζε" Όσιος Αρσένιος"

1 σχόλιο:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

... ϕαντάσου μέτρα ἡσυχίας
(...ἐπιούσιας...;)

ποὺ τὸ θρόισμα τῶν καλαμιῶν
νὰ γίνεται κρότος...

...

(μᾶλλον... κάπου στό προνήπιο θἄμαστε οἱ ταλαίπωροι...)