Τὸν καιρὸ ποὺ γύριζα τὸν κόσμο, βρέθηκα μία φορᾶ στὴ Μαρσίλια, κι ἐπειδὴ μ’ ἄρεζε αὐτὴ ἡ πολιτεία, κι εἶχα καὶ κάμποσους καλοὺς φίλους ἐκεῖ πέρα, κάθισα ἕνα – δυὸ μῆνες.
Ἔκανα παρέα μὲ κάποιους Μαρσεγιέζους, ποὺ ἤτανε ὅλοι τους ἀνοιχτόκαρδοι καὶ καλοὶ ἄνθρωποι, πρὸ πάντων ἕνας ζωγράφος, Γιάννης Λασὰ τ’ ὄνομά του, ἀπὸ καλὸ σπίτι, κι ἕνας ἄλλος Μποτρού, θαλασσινός, κι οἱ δυό τους ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, ὅσο ἤμουνα κι ἐγώ. Μὰ ἤτανε καὶ κάμποσοι Ρωμιοί, ὁ Νικόλας ὁ Βαγὴς καὶ ὁ Παναγὴς ὁ Γκαγκάνης, κι οἱ δυὸ πατριῶτες μου, ὁ Νίκος ὁ Σαμιωτάκης ἀπὸ τὶς Φώκιες καὶ κάποιοι ἄλλοι.
Στὴ Μαρσίλια ἤμουνα ξαναπηγαιμένος ἄλλες δυὸ φορὲς πρωτύτερα, ἀλλὰ τούτη τὴ φορὰ ἔτυχε νὰ κάνω γνωριμιὰ μ’ ἕνα γέρικο σκυλόψαρο, ἕναν θαλασσινὸ κοσμογυρισμένον, ποὺ καθότανε στὴν παλιὰ Μαρσίλια, στὸ μαχαλά τοῦ Σὰν Βικτόρ, κι ἀπὸ κεῖνον ἔμαθα ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ Παλαιοῦ Πόρτου.
Ἐγὼ καθόμουνα κοντὰ στὴν πλατεία Καστελᾶν. Δυὸ μῆνες ποὺ κάθισα, πέρασε πολὺ ἔμορφα. Τὶς περισσότερες φορὲς κοιμόμουνα τὰ ξημερώματα, γιατί τὴ νύχτα καθόμαστε ὡς τὴν αὐγὴ σὲ καμιὰ ταβέρνα τοῦ λιμανιοῦ, σὲ κανέναν καφενὲ τῆς Καναμπιὲρ ἢ στὴ ροῦ ντὲ Μελάν, μὲ τὰ ἔμορφα τὰ δέντρα, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι Παράδεισος τὸ καλοκαίρι, ὅλο δροσιὰ κι ἀνοιχτῆ καρδιὰ κι ἀλεγρία.
Σὰν τύχαινε νὰ σηκωθῶ πρωί, πήγαινα πότε στὸν ζωολογικὸ κῆπο κι ἔβλεπα τὰ θεριὰ καὶ τὰ ἄλλα ζῶα, πότε στὸ μουσεῖο ποὺ ‘ναι στὸν πύργο τοῦ Μπορελί, πότε σὲ καμιὰ παλιὰ ἐκκλησιά, πότε τὸ μουσεῖο ποὺ ‘ναὶ μέσα στὸ παλάτι τοῦ Λονσᾶν. Αὐτὸ τὸ μουσεῖο ἀπόμεινε μέσα στὴν καρδιά μου, γιατί ἐκεῖ πέρα βλέπεις ὅ,τι θαλασσινὸ ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἀπὸ τὰ πιὸ μικρὰ κοχλίδια ὡς τὰ πιὸ μεγάλα θεριόψαρα, καὶ καταλαβαίνεις πὼς βρίσκεσαι στὴ Μαρσίλια, τὴ βασίλισσα τῆς θάλασσας.
Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς σεργιάνιζα μονάχος στὸ λιμάνι, μέσα στὴ φασαρία. Κόσμος παρδαλὸς πηγαινοερχότανε, ἄλλος μ’ ἀνασκουμπωμένα τὰ παντελόνια του, ἄλλος μ’ ἕνα κόκκινο μαντίλι στὸ κεφάλι, ἄλλος μεθυσμένος, ἄλλος φορτωμένος ψάρια, ἄλλος χούγιαζε, ἄλλος χαχάνιζε, ἄλλος βλαστημοῦσε, ἄλλος κυλοῦσε ἕνα βαρέλι, ἄλλος πουλοῦσε μύδια, ἄλλος τὰ τηγάνιζε, ἄλλος βαστοῦσε μία μποτίλια στὸ χέρι του κ’ ἔπινε κρασὶ σὰ νὰ ‘τανε νερὸ καὶ κουνιότανε ὁ χαλκὸς ἀπὸ τὸ σκουλαρίκι ποὺ ‘χε στὸ ‘να τ’ αὐτί του, ὅλοι τους ξυπόλητοι κι ἡλιοκαμένοι, οἱ πιὸ πολλοὶ γελαζούμενοι, κόσμος κουρσάρικος. Μυρουδιὲς βαριὲς ἀπὸ κατράμια, ἀπὸ πιπέρια καὶ κανέλες, τηγανιά, ψαρίλα, ἀνθρωπίλα, ἁρμύρα, κι ὁ ἥλιος ἔβραζε ἀπὸ πάνω. Πολλοὶ τρώγανε μέσα στὶς ταβέρνες καὶ τραγουδούσανε μὲ κάτι φωνὲς βραχνιασμένες, γυναῖκες ξεστηθωμένες μπαινοβγαίνανε, ἴδιες γύφτισσες, μὲ τὰ λουλούδια στ’ αὐτί, μ’ ἕνα σωρὸ χάντρες στὸ λαιμό, σκουλαρίκια καὶ βραχιόλια, μ’ ἀνασηκωμένα τὰ φουστάνια τους, μὲ κάτι φρύδια σὰν τοῦ κοράκου τὸ φτερό. Ἄντρες καὶ γυναῖκες φωνάζανε σὰν ζουρλοί, μὲ κεῖνα τὰ φραντσέζικα ποὺ τὰ λένε σὰν ἰταλιάνικα. Πολλοὶ ναῦτες μασούσανε καπνὸ καὶ φτύνανε δῶ κι ἐκεῖ, ἄλλος τραβοῦσε ταμπάκο, ἄλλος εἶχε μία μαϊμοὺ καθισμένη ἀπάνω στὸν ὦμο του, ἄλλος ἕναν παπαγάλο ποὺ ἔσκουζε πιὸ πολὺ ἀπὸ τ’ ἀφεντικό του. Χέρια καὶ ποδάρια μαλλιαρά, ψημένα ἀπὸ τὴν ἅρμη, πιτσιλισμένα ἀπὸ τὴν πίσσα, μὲ κάτι δαχτυλιδάρες περασμένες στὰ δάχτυλα κι ἀπὸ τὰ δυὸ χέρια, ποὺ ἤτανε πλουμισμένα μὲ λογιῶν – λογιῶν ἀνάλια. Καράβια κρεμόντανε ἀπὸ τὸ ταβάνι, γολέτες μ’ ἀνοιχτὰ πανιά, κι ὀρτσάρανε ἀπάνου ἀπὸ τὰ κεφάλια, ὄποτε φυσοῦσε ὁ ἀγέρας. Οὐρὲς καὶ φτεροῦγες ἀπὸ θεριόψαρα ἤτανε καρφωμένες ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὶς πόρτες.
Μία μέρα, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, γύρισα νὰ κοιτάξω ἕναν καραβίσιον ποὺ ἔστριβε τσιγάρο μὲ τὸ ‘να χέρι, γιατί μὲ τ’ ἄλλο σήκωνε ἕνα ἀγκουρέτο, κι ἔπεσα ἀπάνω σ’ ἕναν ἄλλον βιαστικόν, ποὺ ἐρχότανε ἀπὸ τ’ ἄλλο μέρος. Αὐτὸς μ’ ἔσπρωξε θυμωμένος καὶ σήκωσε τὸ χέρι του νὰ μὲ χειροτονήσει· μά, σὰν γύρισα κατὰ κεῖνον τὸ μοῦτρο μου, μὲ γνώρισε καὶ μοῦ λέγει γελαστά:
«Βρὲ πατριωτάκι, ἐσὺ βρέθηκες νὰ πέσεις ἀπάνω μου, νὰ μὲ ξενυχιάσεις;»
Κι ἐγὼ τὸν γνώρισα, μ’ ὅλο ποὺ εἶχα νὰ τὸν δῶ κάμποσα χρόνια, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πήγαινα στὸ σκολειό. Τὸν λέγανε Πέτρο, κι ἤτανε ἀπὸ τ’ Ἀϊβαλί, γυιὸς τοῦ Παναγῆ τοῦ Παγίδα, ποὺ τὸν λέγανε Στριγκάρο. Ὁ πατέρας του ἤτανε κοντραμπατζής, ἀπὸ τὰ πρῶτα παλληκάρια τ’ Ἀϊβαλιού, ἄνθρωπος ἄφοβος, ἀφοῦ κι οἱ Τοῦρκοι τὸν λέγανε ἐφὲ Παναγή.
Μὲ πῆρε καὶ πήγαμε σὲ μία ταβέρνα, ποὺ ἤτανε τραπεζωμένοι πέντ’ ἕξι ναυτικοὶ Ρωμιοί, ποὺ δουλεύανε στὸ ἴδιο παπόρι μὲ τὸν Πέτρο.
Εἴπαμε τὸ ‘να καὶ τ’ ἄλλο, ὅπως συνηθίζουνε οἱ ξενιτεμένοι. Στὸ τέλος, μοῦ ‘πε ὁ Πέτρος πὼς τὴν ἄλλη μέρα θὰ φεύγανε γιὰ τὴ Σμύρνη, φορτωμένοι ποτάσα. Νὰ μὴν πολυλογοῦμε, τὴν ἄλλη μέρα μπαρκάρισα μαζί τους κι ἀφήσαμε ὑγεία στὴν ὡραία Μαρσίλια.
Τὸ παπόρι ἤτανε μεγάλο, ἀλλὰ γέρικο καὶ φορτωμένο ἴσαμε τὰ μπούνια.
Στὸ κανάλι τῆς Μάλτας μᾶς ἔπιασε μία φουρτούνα, ποὺ εἴπαμε «τετέλεσται»! Μέσα σὲ μίαν ὥρα ὁ ἀγέρας σκύλιαξε καὶ δὲν μποροῦσες νὰ σταθεῖς πουθενά· ἡ θάλασσα ἀπὸ τὸ θυμὸ της ἔβγαζε φίδια. Κατὰ τὸ μεσημέρι, μᾶς ἦρθε μία νεροποντὴ μὲ μπουμπουνητὰ καὶ μ’ ἀστροπελέκια, π’ ἀχολογοῦσε τὸ πέλαγο, σὰ νὰ σκιζόντανε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ καράβι τὰ σύννεφα, ποὺ εἴχανε κατεβεῖ χαμηλὰ ἴσαμε τ’ ἄλμπουρα, σὰν πηχτὸς καπνός, πιὸ μαῦρος ἀπὸ κεῖνον ποὺ ‘βγαζε τὸ φουγάρο. Τ’ ἀστροπελέκια κι ἡ βροχὴ βαστάξανε παραπάνω ἀπὸ μίαν ὧρα καὶ λέγαμε πὼς θὰ ξεθυμάνει· μά, ἀντὶ νὰ ξεθυμάνει, ἡ φουρτούνα χειροτέρεψε. Κατὰ τὸ βράδυ, μᾶς μοιράσανε τὰ φελλὰ καὶ τὰ βάλαμε στὸ προσκεφάλι μας. Ὁ καπετάνιος πρόσταξε νὰ πετάξουνε ὅσα σακκιὰ μπορέσουνε, γιὰ ν’ ἀλαφρώσει τὸ παπόρι. Ὧρα βασίλεμα, ἡ θάλασσα πῆρε τὴ μία βάρκα. Σὰν νύχτωσε, ξαναπιάσανε τ’ ἀστροπελέκια κι ἄρχισε νὰ ρίχνει καὶ χαλάζι. Ἡ θάλασσα μάνιασε τόσο πολύ πού, μουράγιο νὰ ‘τανε, θὰ τὸ βουλίαζε, ὄχι καράβι. Ἐγὼ καθόμουνα τρυπωμένος στὸ κάσαρο. Τὸν Πέτρο τὸν εἶχαν χαμένον.
Ἐκεῖ ποὺ καθόμουνα, τὸν βλέπω γιὰ μία στιγμὴ μπροστά μου βρεμένον καὶ τρομαγμένον, κι ἔτρεχε κοντά μου καὶ μοῦ λέγει στ’ αὐτί, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσω:
«Σὲ πῆρα στὸ λαιμό μου!»
Καὶ δὲν τὸν ξαναεῖδα.
Ὅσο νύχτωνε, τόσο σκυλίαζε ὁ καιρός. Ἀπ’ τὸ μούγκρισμα ποὺ ἔκανε ἡ θάλασσα, κι ἀπὸ τὸ τριζοβόλημα τοῦ παποριοῦ, κι ἀπὸ τὸ ἀδιάκοπο βροντολόγημα ἤμουνα σὰν ψοφίμι. Ὡστόσο, δὲν πίστευα πὼς θὰ πνιγοῦμε.
Πρὶν ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα σύρθηκα μὲ τὴν κοιλιὰ καὶ βγῆκα ἀπὸ τὸ κάσαρο. Μονομιᾶς, μ’ ἅρπαξε ἕνας παγωμένος ἀγέρας καὶ κουφάθηκα ἀπὸ τὸ βουητὸ ποὺ ‘βγαζε τὸ πέλαγο. Ἀπὸ σταβέντο οἱ μπουκαπόρτες ἤτανε ξεπαρταλωμένες ἀπὸ τὶς θάλασσες καὶ μπαίνανε μέσα. Ἐγὼ ἔπιασα ἕναν χαλκὰ καὶ κάθισα πεσμένος μπρούμυτος. Τὸ θεόρατο καράβι μία ἀνέβαινε, μία κατέβαινε, σὰ νὰ βουλίαζε στὸν πάτο τῆς θάλασσας, σίδερο βαρὺ ποὺ χώνευε βουβὰ μέσα στὸ νερὸ μονομιᾶς, κι ἄμπωχνε ἀπὸ τὶς μπάντες του τὰ νερά, ποὺ πηδούσανε θυμωμένα ἴσαμε τέσσερα μπόγια ψηλά. Κατάλαβα πὼς θαμπόφεγγε τὸ φεγγάρι ἀπᾶν’ ἀπὸ τὰ σύννεφα. Κάθε φορὰ ποὺ κατέβαινε τὸ παπόρι, ἔβλεπα ὁλόγυρα τὸ πέλαγο κατάμαυρο σὰν πίσσα, ἔρημο, σὰν νὰ μὴν ἤτανε πιὰ κόσμος, εἴτε στεριές, εἴτε πολιτεῖες, εἴτε ἀνθρῶποι, εἴτε Μαρσίλια. Ἔτρεμα! Τὸ καράβι ἤτανε καὶ κεῖνο ἔρημο σὰν νεκρόκασα, ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἔβλεπες, σὰ νὰ πήγαινε μονάχο του μέσα στὸ χάος, κι ἀναστέναζε ἀμίλητο τὸ καημένο. Τ’ ἄλμπουρα ἀνεβοκατεβαίνανε κάτ’ ἀπὸ τὰ σύννεφα. Οἱ θάλασσες γιουργιάρανε μελανιασμένες, ἡ μία ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἄλλη, χιλιάδες τόνοι νερό, κι ὅποτε χώνευε τὸ καράβι τὶς ἔβλεπα ἀπὸ πάνω μου κ’ ἔκανα τὸν σταυρό μου καί, γιὰ μία στιγμή, σκάζανε ἀπάνω στὴ λαμαρίνα, κι οἱ ἀφροὶ γεμίζανε τὴν κουβέρτα. Στὸ βίντσι κρεμόντανε δυὸ βόδια σφαγμένα καὶ γδαρμένα, ὁλόκορμα, δίχως κεφάλι, μὲ τὰ πισινὰ πόδια τους τεντωμένα κατ’ ἀπάνω, καὶ μὲ τὸ κούνημα τοῦ καραβιοῦ κουνιόντανε καὶ κεῖνα σὰν ζωντανά, ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ. Τ’ ἄλμπουρα, οἱ σκαλιέρες, τὰ φουγάρα, τὰ βίντσια, οἱ μακαράδες, τὰ σκοινιά, ὅλα σφυρίζανε θρηνητερὰ, κι ὧρες – ὧρες θαρροῦσες πὼς μουγκρίζανε τὰ βόδια.
Κατὰ τὶς δυὸ τὰ ξημερώματα, λασκάρισε ὁ ἀγέρας καὶ πῆγα καὶ κοιμήθηκα, κι ἔβλεπα στὸν ὕπνο μου τὰ γδαρμένα κεφάλια τῶν βοδιῶν, ποὺ κρεμόντανε ἀπὸ πάνω μου καὶ μουγκρίζανε.
Τὴν ἄλλη μέρα καλοσύνεψε. Ἴσαμε τὴ Σμύρνη ὁ καιρὸς ἤτανε χαρὰ Θεοῦ.
Ὁ Πέτρος μοῦ ‘δειξε ἕνα γράμμα τοῦ πατέρα του, ποὺ ἔγραφε ἀνάμεσα στ’ ἄλλα:
«Ἀγαπητὲ υἱέ μου Πέτρο, ἀπεφάσισα νὰ βάλω τὸ ράσο, νὰ γίνω μοναχός, ἴσως καὶ συγχωρηθοῦν αἱ ἁμαρτίαι μου. Θὰ πάγω εἰς τὸ Ὄρος μαζὶ μὲ τὸν Σγουρὴν τὸν καλόγερον!»
Μοῦ παράγγειλε νὰ πῶ στὸν πατέρα του, πὼς δὲν εἶναι γιὰ καλόγερος καὶ νὰ κάτσει στ’ αὐγά του, γιὰ νὰ μὴν κολαστεῖ πιὸ πολύ. Μοῦ ‘δωσε κι ἕνα γράμμα καὶ κάτι λεφτὰ νὰ τοῦ δώσω.
Στὶς 14 τ’ Αὐγούστου, παραμονὴ τῆς Παναγίας, ἔφταξα στὴν πατρίδα μου. Μόλις ἤβγα στὴ στεριά, ἔστειλα τὸ γράμμα μ’ ἕνα παιδὶ στὸν Στριγκάρο κι ὕστερα πῆγα στὸ σπίτι μου.
Τὸ βράδυ ἦρθε ὁ Στριγκάρος καὶ μὲ καλωσόρισε καὶ τοῦ εἶπα τὰ τοῦ ταξιδιοῦ μου καὶ τί μοῦ εἶπε ὁ γυιός του γιὰ τὴν καλογερική. Ὁ μπάρμπα- Παναγὴς κάθισε σκεφτικός, δάγκωσε τὸ μουστάκι του καὶ μοῦ ‘πε:
«Δίκιο ἔχει! Γιὰ τὸ Ὄρος εἴμαστε ἢ γιὰ σκότωμα; Τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσα, μωρὲ Φωτάκη, οὖλοι οἱ ἅγιοι δὲν μποροῦν νὰ τὸ ξεπλύνουνε! Ὁ Θεὸς πιὸ εὔκολα θὰ βάλει στὸν Παράδεισο τὸν διάβολο, παρὰ ἐμένα! Ξέρω γῶ τί λέγω!»
Κι ἔφυγε συλλογισμένος.
Εἴχαμε ἕνα νησὶ πατρογονικό μας, ποὺ τὸ λέγανε Ἁγία – Παρασκευή. Παράδεισος ἐπίγειος! Ἐκεῖ πέρα, λοιπὸν, πῆγα καὶ ξέχασα τὸν ἀνακατεμένο κόσμο ποὺ εἶχα δεῖ στὰ μέρη ποὺ ταξίδεψα. Καλότυχος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει ἕνα καταφύγιο νὰ πάγει ν’ ἀποτραβηχτεῖ, σὰν κουραστεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο.
Μία μέρα, βλέπω ἀπὸ ψηλὰ ποὺ καθόμουνα, γιατί τὸ παλάτι μου ἤτανε σωστὸ κάστρο, χτισμένο ἀπάνω σ’ ἕναν κρεμασμένο βράχο, βλέπω λοιπὸν νὰ ‘ρχεται μία βάρκα καί, σὰν ἔφταξε στὴν ἀραξιά, βγῆκε ἀπὸ μέσα ὁ Στριγκάρος μ’ ἕνα τουφέκι στὸν ὦμο, κι ἄρχισε ν’ ἀνεβαίνει τὸν ἀνήφορο.
Ἤβγα καὶ τὸν καλωσόρισα. Μοῦ λέγει:
«Ἦρθα νὰ κάτσω μαζί σου κανέναν μήνα. Μ’ ἔπιασε κάτι τὶς σὰ μελαγχολία καὶ λέγω, ἂς πάγω στὸν Φωτάκη, τὸ καλὸ τὸ παιδί, νὰ τὸν κάνω συντροφιά, νὰ σκοτώσουμε καὶ κανένα λαγό, ποὺ ‘ναι κοπάδια σὰν τὸ πρόβατα ἐδῶ πέρα, στὸ βασίλειό σου. Μόνε θὰ σὲ περικαλέσω, στὸ λάδι ποὺ σ’ ἔβαλε ὁ νουνός σου ποὺ σὲ βάφτισε, νὰ μοῦ πεῖς, ἐσὺ ποὺ διάβασες πολλὰ γράμματα, ἂν ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισος. Ὄχι τίποτ’ ἄλλο, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξέρουμε. Νὰ μελετήσουμε τὰ βιβλία ποὺ εἶναι μέσα στὸ ντουλάπι τῆς ἐκκλησίας, νὰ δοῦμε τί λογὴς τὰ λένε καὶ τὰ παριστάνουνε…»
Ἕναν μήνα καὶ παραπάνω δὲν χωρίσαμε ἐγὼ καὶ ὁ Στριγκάρος. Μαζὶ τρώγαμε, μαζὶ κοιμόμαστε.
Ὁ καιρὸς ἔπιασε καὶ χειμωνίαζε. Παράγγειλε καὶ τοῦ φέρανε τὴ γούνα του, τὰ χοντρὰ τὰ ροῦχα του, καὶ μία νταμιτζάνα ρακί, αὐγοτάραχο καὶ καπνὸ καλὸν, τράνα τῆς Ἀβούνιας.
Κεῖνον τὸν καιρὸ ἤτανε ἴσαμε ἐξηνταπέντε χρονῶν, ἄντρας δυνατός, πλαταράς. Ὁ λαιμὸς του ἤτανε χοντρὸς σὰν τὴ μέση του, ἡ μύτη του πρησμένη, τὸ πρόσωπό του μελανὸ ἀπὸ τὸ ρακί. Δὲν πολυομιλοῦσε. Τὰ μικρὰ τὰ μάτια του τὰ ‘χε σφαλιστὰ σὰ νὰ κοιμότανε καὶ κάθε τόσο ἀναστέναζε:
«Ὤωχ! Ψεύτη κόσμε!»
Στὸ κεφάλι του φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχὰν σὰν Τσερκέζος. Τὴ μέση του τὴν εἶχε τυλιγμένη μ’ ἕνα ζουνάρι μαῦρο, πλατὺ δυὸ πιθαμές. Φοροῦσε καὶ μαῦρο πουκάμισο, πάντα καθαρό. Τὴ γούνα τὴν ἔριχνε στὴν πλάτη του, ποτὲ δὲν τὴν ἔβαζε μὲ τὰ μανίκια. Σὰν σουλατσάριζε συλλογισμένος, ἔχωνε τὸ ‘να χέρι του μέσα στὸ μανίκι τ’ ἀλλουνοῦ, κι ὁλοένα μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Ὧρες – ὧρες παραπατοῦσε ἀπὸ τὸ πιοτό.
Ἔπινα κι ἐγὼ μαζί του. Μοῦ ‘λεγε:
«Κάνεις καλὴ παρέα, Φωτάκη, καὶ δέ μοῦ κάνει καρδιὰ νὰ φύγω. Ἔχω μεγάλη ἀδυναμία ἀπάνω σου, μὰ τὸ τίμιο ξύλο!»
Κι ἔκανε τὸν σταυρό του.
«Αὐτὰ ποὺ ἄκουσα ἀπὸ τὸ στόμα σου, δὲν τ’ ἀκούγει κανένας ἀπὸ τὸν ἀρχιμαντρίτη τὸν Κουκουτό, ποὺ ‘ναι στὸ μετόχι, στὸν Ἅγιο Νικόλα… Ἂν ὑπάρχει, λέγει, ἡ Παράδεισο κι ἡ Κόλαση; Ἐμ ἐδῶ, μέσα στὰ βιβλία, εἶναι ὁλοφάνερα! Αὐτὰ τὰ ψηφιά, Φωτάκη, ποὺ ἀναγνώνεις, μὲ τὰ χέρια τους τὰ γράψανε ἢ εἶναι τύπος; Ποῦ νὰ βάνει κανένας μὲ τὸ νοῦ του, ἅμα εἶναι ἀγράμματος σὰν κι ἐμένα, τί ἔννοια ἔχουνε αὐτὰ τὰ μερμηγκάκια! Τί κάνει ἡ φώτιση τοῦ Θεοῦ! Ἀπ’ αὐτὰ μαθαίνει ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε στραβὸς σὲ τοῦτον τὸν ντουνιά, πὼς ὁ Χριστὸς κι οἱ Δώδεκα Ἀποστόλοι λένε, πὼς ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο καὶ παραγγείλανε νὰ τὸ γράψουνε στὰ χαρτιά, γιὰ νὰ τὸ μάθει ὁ κόσμος, νὰ μὴν κάνει ἁμαρτίες! Μπά, μπά, μπά! Μεγάλο πράμα εἲν’ αὐτό, Φωτάκη! Ποιὸς ἄλλος νὰ μᾶς τὸ ‘λεγε νὰ τὸ πιστέψουμε, ἂν δὲν κατέβαινε ὁ Χριστὸς νὰ τὸ γράψει στὸ Βαγγέλιο!… Γιὰ δῶσε μου νὰ καταλάβω, αὐτὸς ὁ ληστὴς ποὺ μοῦ διάβασες ἐχτὲς ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ Βαγγέλιο, πόσους ἀνθρώπους λέγει πὼς σκότωσε; Ἅ! … Δὲν εἶναι γραμμένο μέσα στὸ Βαγγέλιο! Κρίμα!…»
Καὶ δάγκωνε τὸ μουστάκι του πολλὴν ὧρα συλλογισμένος.
«Μήπως, μωρὲ Φωτάκη, εἶναι γραμμένο σὲ κανένα ἄλλο ἁγιωτικὸ βιβλίο πόσους νοματαίους χάλασε αὐτὸς ὁ ληστής; Δὲν ὑπάρχει τέτοιο βιβλίο πουθενά, νὰ πὰ νὰ τὸ βροῦμε; Μήπως τὸ ‘χει ὁ παπὰ – Ναθαναήλ, νὰ τοῦ τὸ γυρέψουμε;… Γιὰ νὰ βρεῖ ἔλεγος καὶ νὰ μπεῖ στὴν Παράδεισο ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, θὰ πεῖ πὼς εἶχε σκοτώσει ἕναν, τὸ πολὺ δυό… Ἄχ! Ἒμ ἐγὼ χάλασα πολλοὶ ἀνθρῶποι, καὶ γυναῖκες καὶ μωρά, κι ἔγλειφα καὶ τὸ μαχαίρι πολλὲς φορές! Μὲ τὸ καμάκι τῆς βάρκας κάρφωσα ἄνθρωπο… Τότες ποὺ φεύγανε οἱ ἀλλόφυλοι ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη γιὰ νὰ περάσουνε στὴν Ἀνατολή, ἐγὼ εἶχα πιάσει τὸ Γυμνό, κι ὅποια βάρκα περνοῦσε, τὴ χούγιαζα νὰ ‘ρθει γιαλό, κι ἀφοῦ τοὺς ξεγύμνωνα, τοὺς χαλοῦσα! Τί μάλαμα μάζεψα! Ποῦ ν’ το; Στάχτη γίνηκε! Τί γυναῖκες ἀτίμασα, τί βυζανιάρικα ἔπνιξα, τὸ τί ἔκανα, καλέμι δὲν μπορεῖ νὰ τὰ γράψει! Τότες ποὺ τὰ ‘κανα δὲν τὰ καταλάβαινα. Τώρα ποὺ γέρασα καὶ ἄσπρισα, γίνηκα ἄσπρη περιστερά! Ὄρσε!»
Καὶ μούντζωνε τὸν ἑαυτό του. Μιλοῦσε πάντα ἥσυχα, σιγανά, δίχως νὰ θυμώνει. Καμιὰ φορᾶ δάκρυζε:
«Γιατί δὲ ρίχνει φωτιὰ ὁ μεγαλοδύναμος, νὰ μὲ κάψει;»
Ἕνα βράδυ φυσοῦσε βοριὰς φρέσκος, κι ὁλόγυρα βογγοῦσε τὸ πέλαγο. Ὁ Στριγκάρος κι ἐγὼ πίναμε ρακὶ καὶ φουμάραμε, δίχως νὰ μιλᾶμε.
Μονομιᾶς, βλέπω κι ἀγριέψανε τὰ μάτια του καὶ ζάρωσε ἡ μύτη του, σὰν τὸ σκύλο ποὺ θέλει νὰ δαγκάσει. Ἐγὼ φοβήθηκα, μπᾶς καὶ τὸν ἔπιασε ὁ διάβολος καὶ μὲ σκοτώσει, γιατί πολλοί μοῦ λέγανε νὰ φυλάγουμαι, κι ἐγὼ δὲν τοὺς ἄκουγα.
«Ξέρεις τί θέλω νὰ σοῦ πῶ;» μοῦ λέγει. «Ἐγώ, ὅπως κατάντησα, ἂν γεράσω πιὸ πολύ, κακὰ στερνὰ θᾶν ἔχω. Τὸ φῶς μου κόντυνε, ἐμένα ποὺ περνοῦσα τὴ ρεβολβοριὰ ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα καὶ ποὺ ἔκοβα τ’ ἀστάχυ. Τὰ ποδάρια μου δὲ μὲ βαστοῦνε καὶ παραπατῶ. Τὸ πιὸ καλύτερο φαγὶ δὲν τὸ τραβὰ πιὰ ἡ καρδιά μου. Ἄνθρωπο νὰ μ’ ἀγαπᾶ δὲν ἔχω, ἐξὸν ἀπὸ σένα, ποὺ τὸ κάνεις ἀπὸ λύπηση. Ἐγὼ εἶμαι κολασμένος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάννας μου. Ἐψὲς εἶδα ἕνα ὄνειρο, σὰ νὰ βρέθηκα μέσα στὴ Χάρη της, κι ἦβγε ἡ Ἁγιὰ – Παρασκευὴ στὴν Ἅγια Πόρτα καὶ μ’ εἶπε: Μὲ τὸ ρακὶ ἦρθες ἐδῶ πέρα νὰ μετανοήσεις; Αὔριο νὰ φύγεις, νὰ μὴ χαλάσεις καὶ τὸν ἄλλον, νὰ πᾶς στὸ σπίτι σου, νὰ πέσεις σὲ προσευχὴ καὶ σὲ νηστεία!»
Τὴν ἄλλη μέρα τὸν ἔβαλα μέσα στὴν βάρκα καὶ τὸν πῆγα στὴν πολιτεία.
Ὕστερα ἀπὸ ἕναν μήνα ἔμαθα πὼς τὸν βρῆκαν σκοτωμένον μέσα στὴν ταβέρνα του, ποὺ εἶχε μία ταμπέλα κι ἔγραφε: «Ταβέρνα ὁ Διάβολος». Σκοτώθηκε ξαπλωμένος, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πατήσει μὲ τὸ ποδάρι του τὸν κόκορα τοῦ τουφεκιοῦ του. Τὸ κεφάλι του πρήστηκε καὶ γίνηκε τρεῖς φορές πιὸ μεγάλο.
Τὸν θάψανε δίχως παπά, μέσα σ’ ἕναν ξερότοπο.
1. Ἀνάλια εἶναι τὰ μαῦρα σκέδια, ποὺ τὰ κεντοῦνε μὲ μπαρούτι καὶ μὲ βελόνα ἀπάνω στὸ κορμί.
2. Ἕνα ρημονήσι.
1 σχόλιο:
Ω τον ευλογημένο!!! Η αλήθεια είναι ότι περίμενα άλλο τέλος.. αλλά πάλι δεν σού πάει η καρδιά να πεις ότι χάθηκε, Θεός νά τόν αναπαύσει..
Δημοσίευση σχολίου