Εἶναι μεγάλο ἀγαθὸ ἡ προσευχή, ὅταν γίνεται μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ ἄγρυπνη καρδιά. Καὶ πῶς θὰ γίνει εὐχάριστη; Ἐὰν ἐκπαιδεύσουμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ, ὄχι μόνο ὅταν παίρνουμε αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε ἄλλα καὶ ὅταν δὲν τὸ παίρνουμε. Διότι ὁ Θεὸς ἄλλοτε δίνει, ἄλλοτε δὲν δίνει• καὶ τὰ δύο ὅμως τὰ κάνει γιὰ τὸ καλό μας, ὥστε, εἴτε λάβεις εἴτε δὲν λάβεις, καὶ χωρὶς νὰ πάρεις ἔλαβες.
Εἴτε ἐπιτύχεις εἴτε δὲν ἐπιτύχεις, πέτυχες μὲ τὸ νὰ μὴν ἐπιτύχεις. Διότι μερικὲς φορές το νὰ μὴν παίρνουμε αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε, γίνεται ὠφελιμότερο ἀπὸ τὸ νὰ τὸ πάρουμε.
«Θὰ σὲ δοξολογήσω, Κύριε» λέγει «μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, θὰ διηγηθῶ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα σου» (Ψάλμ. 9, 1). Ἐδῶ βέβαια ἐννοεῖ τὴν εὐχαριστία. Τί σημαίνει «μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά»; Μὲ ὅλη τὴν προθυμία, τὴ διάθεση, λέγει. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐημερία ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἀντιξοότητες. Διότι αὐτὸ εἶναι κυρίως τὸ γνώρισμα τῆς εὐγνώμονος καὶ φιλόσοφης ψυχῆς, τὸ νὰ εὐχαριστεῖ καὶ στὰ λυπηρά, τὸ νὰ δοξάζει γιὰ ὅλα, ὄχι μόνο γιὰ τὶς εὐεργεσίες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς τιμωρίες.
Ἐπειδὴ αὐτὸ προξενεῖ περισσότερο μισθό. Ὅταν δηλαδὴ εὐχαριστεῖς γιὰ τὰ ἀγαθά, ἀνταποδίδεις χρέος, ἐνῶ γιὰ τὰ κακά, κάνεις τὸ Θεὸ ὀφειλέτη. Γι’ αὐτὴ λοιπὸν τὴν εὐχαριστία, πολλὰ ἄλλα ἀγαθὰ ἀνταποδίδει ὁ Θεὸς πάντοτε• ὥστε οὔτε κἂν θὰ αἰσθανθοῦμε τὰ δεινά. Διότι κανεὶς δὲν πονᾶ γι’ αὐτὰ, ποὺ εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ• ὥστε καὶ ἄλλο κέρδος θὰ καρπωθοῦμε, τὸ νὰ ἀπομακρύνουμε τὴν ἀθυμία.
Πρῶτα λοιπὸν, νὰ προσφέρει κανεὶς ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ τὶς εὐεργεσίες του καὶ τότε νὰ ζητᾶ αὐτὰ ποὺ θέλει καὶ, πάλι, νὰ τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔλαβε.
Καὶ ὅταν δὲν εἰσακούεται ἡ προσευχή μας, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ τὸν δοξάζουμε. Διότι αὐτὸ ὀφείλεται, ἢ στὸ ὅτι ζητοῦμε πράγματα ποὺ δὲν μᾶς συμφέρουν, ὁπότε μὲ τὸ νὰ μὴν τὰ παίρνουμε κερδίζουμε, ἢ ζητοῦμε μὲ ραθυμία καὶ ὁ Θεὸς καθυστερῶντας μᾶς βοηθᾶ σοφὰ νὰ αὐξηθεῖ ὁ ζῆλος μας μὲ τὴν παραμονὴ κοντὰ Του, καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι μικρὸ κέρδος. Ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς, παίρνοντας αὐτὸ ποὺ ζητήσαμε, χαλαρώνουμε τὴν προθυμία μας γιὰ προσευχή, θέλοντας ὡστόσο ὁ Θεὸς νὰ ἐντείνουμε τὴν προσπάθειά μας ἱκετεύοντάς Τον, ἀναβάλλει τὴν δωρεά.
Ἂς ντραποῦμε λοιπόν, ἂς ντραποῦμε, ἀγαπητοί, καὶ ἂς στενάξουμε γιὰ τὴν πολλὴ ραθυμία μας. Τριάντα ὀκτὼ χρόνια ἐπέμενε ἐκεῖνος ὁ Παράλυτος (Ἰωαν. 5, 6-13), χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ἐκεῖνο ποὺ ἤθελε, καὶ παρὰ ταῦτα δὲν ἀπομακρυνόταν καὶ ἡ ἀποτυχία δὲν ὀφειλόταν στὴν ἀμέλειά του ἀλλὰ στὸ ὅτι ἐμποδιζόταν καὶ σπρωχνόταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους• ἀλλὰ οὔτε ἔτσι ἀπογοητευόταν. Ἐνῶ ἐμεῖς, ἂν γιὰ δέκα ἡμέρες παραμείνουμε παρακαλῶντας μὲ προθυμία τὸ Θεὸ γιὰ κάτι καὶ δὲν τὸ ἐπιτύχουμε, γινόμαστε μετὰ ὀκνηροὶ στὸ νὰ δείξουμε τὴν ἴδια προθυμία… Καὶ πόση τιμωρία ἀξίζουν αὐτά; Διότι, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἐπρόκειτο νὰ πάρουμε τίποτε, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ συνεχὴς συνομιλία μαζὶ Του δὲν ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ἀντάξια ἀπείρων ἀγαθῶν; Ἀλλὰ εἶναι κοπιαστικὸ ἔργο ἡ διαρκὴς προσευχή; Καὶ ποιό, πές μου, ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι κοπιαστικό; Θὰ πεῖς, ὅτι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς προξενεῖ μεγάλη ἀπορία, ὅτι στὴν μὲν κακία συνυπάρχει ἡ εὐχαρίστηση, στὴν δὲ ἀρετὴ κόπος. Καὶ νομίζω, ὅτι πολλοὶ τὸ ρωτοῦν αὐτό. Ποιά εἶναι λοιπὸν ἡ αἰτία;
Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μία ζωὴ ἐλεύθερη ἀπὸ φροντίδα καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους• δὲν χρησιμοποιήσαμε τὸ δῶρο, ὅπως ἔπρεπε, ἀλλὰ ἡ ἀργία μας ἔγινε ἀφορμὴ διαστροφῆς καὶ ἐκπέσαμε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Γι’ αὐτὸ ἔκανε ἔπειτα κοπιαστικὴ τὴ ζωή μας, σὰν νὰ ἀπολογεῖται στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ λέγει: σᾶς ἔδωσα στὴν ἀρχὴ εὐχάριστη καὶ ἀνέμελη ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄνεση γίνατε χειρότεροι• γι’ αὐτὸ, λοιπὸν, διέταξα νὰ σᾶς δοθοῦν κόποι καὶ ἱδρῶτες.
Ποτὲ νὰ μὴν παύουμε νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας ἀλλὰ νὰ δείχνουμε φλογερὴ προθυμία καὶ νὰ μὴν ἀνυπομονοῦμε, οὔτε νὰ γινόμαστε ὀκνηρότεροι, ἂν δὲν εἰσακουσθοῦμε γρήγορα. Διότι ἴσως ὁ Κύριος σοφὰ ἀναβάλλει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν διαρκῆ παραμονή μας κοντὰ Του μὲ τὴν προσευχή, θέλοντας νὰ πάρουμε καὶ τὸν μισθὸ τῆς ὑπομονῆς καὶ γνωρίζοντας τὴν κατάλληλη στιγμὴ, ποὺ μᾶς συμφέρει νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὰ ποὺ ἐπιδιώκουμε. Διότι ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε τὸ συμφέρον μας τόσο καλὰ ὅπως Αὐτός, ποὺ γνωρίζει μὲ ἀκρίβεια τὰ ἀπόκρυφα τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός.
Γι’ αὐτὸ, πρέπει νὰ μὴν περιεργαζόμαστε καὶ πολυεξετάζουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ νὰ δείχνουμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη. Ὅπως ἀκριβῶς κανεὶς δὲν τολμᾶ νὰ προσέλθει σὲ ἕναν βασιλιᾶ γιὰ κάποιο ἔνδυμα ποὺ τοῦ σχίσθηκε οὔτε γιὰ δέκα νομίσματα ποὺ τοῦ πῆραν, ἔτσι καὶ σύ, καὶ μάλιστα πολὺ περισσότερο, νὰ μὴ ζητᾶς ἀσήμαντα καὶ μηδαμινὰ πράγματα, ὅπως ἂν κάποιος σὲ ἀδίκησε χρηματικὰ ἢ καὶ σὲ ἔβρισε, ἀλλὰ γι’ αὐτὰ στὰ ὁποῖα σὲ ἀδικεῖ ὁ διάβολος, ποὺ κυρίως χρειάζεται ἡ συμπαράσταση ἀπὸ ψηλά.
Μᾶς διδάσκει δὲ νὰ κάνουμε τὴν προσευχή μας κοινὴ καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας. Διότι δὲν λέγει «Πατέρα μου ποὺ εἶσαι στοὺς οὐρανούς» ἀλλὰ «Πατέρα μας», προσφέροντας τὶς δεήσεις γιὰ ὅλο τὸ σῶμα (τῆς Ἐκκλησίας) καὶ μὴν ἀποσκοπῶντας ποτὲ στὰ δικά μας ἀλλὰ πάντοτε στά τοῦ πλησίον. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, καὶ τὴν ἔχθρα ἐξαφανίζει καὶ τὴν ὑπερηφάνεια ἐλαττώνει πολὺ καὶ τὸν φθόνο διώχνει καὶ φέρνει τὴ μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν, τὴν ἀγάπη, καὶ ἐξομαλύνει τὶς διαφορὲς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων δείχνοντας τὴ μεγάλη ἰσοτιμία τοῦ βασιλιᾶ μὲ τὸν φτωχό, ἀφοῦ στὰ μεγάλα καὶ ἀναγκαῖα μετέχουμε ὅλοι ἐξίσου.
Αὐτὸς ποὺ προσεύχεται πρέπει νὰ ἔχει στάση καὶ διάθεση καὶ φρόνημα δούλου• γιατί λοιπὸν χρησιμοποιεῖς ἄλλο προσωπεῖο, τὸ προσωπεῖο τῆς κατηγορίας; Διότι, πῶς θὰ μπορέσεις νὰ λάβεις τὴ συγχώρηση τῶν δικῶν σου ἁμαρτημάτων, ὅταν ἔχεις τὴν ἀξίωση ὁ Θεὸς νὰ γίνει τιμωρὸς τῶν ξένων παραπτωμάτων; Ἂς εἶναι λοιπὸν ἡ προσευχὴ ἤρεμη, γαλήνια, ἂς ἔχει χαρούμενο καὶ ἁπαλὸ πρόσωπο. Καὶ τέτοια προσευχὴ εἶναι αὐτὴ, ποὺ γίνεται μὲ πραότητα και δὲν καταφέρεται ἐναντίον τῶν ἔχθρων, ὅπως ἡ ἀντίθετη μοιάζει μὲ ρυπαρὴ καὶ ἄγρια γυναῖκα, ποὺ παραπατᾶ μεθυσμένη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ οὐρανὸς γι’ αὐτὴν εἶναι κλειστός. Δὲν εἶναι ὅμως τέτοια, ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ πραότητα, ἀλλὰ ἔχει κάτι τὸ μελωδικὸ καὶ καταδεκτικὸ καὶ ἄξιο νὰ ἀκουστεῖ ἀπὸ βασιλιᾶ, εὐχάριστο, ὅλο ἁρμονία καὶ μουσικότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν διώχνεται ἀπὸ τὸ θέατρο ἀλλὰ πηγαίνει στεφανωμένη, ἐπειδὴ ἔχει χρυσῆ κιθάρα καὶ χρυσῆ στολὴ• καὶ εὐχαριστεῖ τὸν δικαστὴ μὲ τὴν στάση, μὲ τὸ βλέμμα καὶ τὴ φωνή. Γι’ αὐτὸ κανεὶς δὲν τὴν διώχνει ἀπὸ τὶς οὐράνιες ἁψῖδες- ἐπειδὴ ὅλο ἐκεῖνο τὸ θέατρο σηκώνεται ὄρθιο ἀπὸ εὐφροσύνη γι’ αὐτήν. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι ἄξια τῶν οὐρανῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν Ἀγγέλων, ἐκείνη, ποὺ τίποτε πικρὸ δὲν προφέρει ἀλλὰ ὅ,τι εἶναι ἤπιο καὶ γλυκό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου