Η μακαριστή Παναγιώτα Χατζηκτωρή γεννήθηκε στις 10-3-1909 στο κατεχόμενο σήμερα κεφαλοχώρι Κάτω Ζώδια της Κύπρου.
Οι γονείς της Χαράλαμπος Καρής και Θεογνωσία Χατζηπαναγιώτου απέκτησαν ακόμη πέντε παιδιά.
Όταν
ήταν δέκα ετών περίπου, ένα απόγευμα την πήρε η αδελφή της γιαγιάς της
σ’ ένα εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου για ν’ ανάψουν τα καντήλια.
Όταν έφθασαν είπε με απλότητα η γιαγιά:
- «Ήρθαμε στον Αγιο, μας θέλει άραγε; Ας τον ρωτήσουμε»,
και φωνάζει έξω από το ναό:
-«Αγιέ μας Γεώργιε, μας θέλεις ή όχι;».
Τότε ακούστηκε φωνή μέσα από την Εκκλησία να λέη:
-«Ναι, σας θέλω».
Αυτό
επαναλήφθηκε τρεις φορές, και άκουσαν έκπληκτες και οι δύο την φωνή
του. Εισήλθαν μέσα στο εξωκκλήσι αλλά διεπίστωσαν ότι δεν υπήρχε κανείς.
Έψαξαν έξω αλλά πάλι δεν είδαν άνθρωπο.
Σε ηλικία 14 ετών αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε τον Χρήστο Χαραλάμπους Χατζηκτωρή.
Στα 19 της απέκτησε το πρώτο της παιδί με μεγάλη δυσκολία.
Αυτό επισφράγισε ολόκληρη την ζωή της.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά της.
Τα είχε συνέχεια κοντά της, τα νουθετούσε, κάθε Σάββατο τα έπλενε και την Κυριακή εκκλησιάζετο όλη η οικογένεια μαζί.
Αν και ήταν φιλάσθενη και αδύνατη, τηρούσε κατά γράμμα όλες τις νηστείες και αυτό απαιτούσε να κάνουν και τα παιδιά της.
Δεν σύχναζε σε γειτονικά σπίτια για να πίνη καφέ και να κουβεντιάζη.
Έλεγε ότι ο καφές βλάπτει, δεν είναι καλό πράγμα.
Μετά
την εισβολή των Τούρκων ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Κάτω Λακατάμια,
στον συνοικισμό προσφύγων του Αγίου Μάμαντος, μαζί με την κόρη της
Θεογνωσία και τον σύζυγό της.
Εκεί
γνώρισε τον π. Ανδρέα, πρώην Σιναΐτη ιερομόναχο, που ζούσε ασκητικά
μέσα σε παράγκα με λαμαρίνες χειμώνα-καλοκαίρι, και το πάτωμα ήταν
χώμα.
Η
Παναγιώτα εξωμολογήθηκε στον π. Ανδρέα και αυτός της έδωσε ένα μικρό
προσευχητάρι και ένα μικρό βιβλιαράκι με τους χαιρετισμούς της Παναγίας.
Αυτή με απλότητα κράτησε ό,τι της είπε ο Πνευματικός και τα τηρούσε με ακρίβεια.
Είχε εν τω μεταξύ κοιμηθή ο σύζυγός της και αυτή έμενε μόνη στο δωμάτιό της στον επάνω όροφο.
Από
τις δυσκολίες στους πολλούς τοκετούς και ίσως εξ αιτίας της
οστεοπόρωσης είχε αρχίσει να κυρτώνη και στα τελευταία της είχε γίνει
σαν την συγκύπτουσα του Ευαγγελίου.
Την ημέρα διάβαζε τους Χαιρετισμούς με τον ίδιο τρόπο, συλλαβιστά, στο αυτοσχέδιο αναλόγιό της.
Τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας προσηύχετο με το κομποσχοίνι της, λέγοντας την ευχή..
Την ρώτησε ένας ιερέας τί διαβάζει, και του ανέφερε το Προσευχητάρι.
Την έβαλε να διαβάση. Αρχισε από τον Εσπερινό - «Κύ-ριε (ε) κέ-κρα-ξα προς σε».
Διάβαζε
την κάθε λέξη συλλαβιστά, τονίζοντας την κάθε συλλαβή, και έβγαινε η
φωνή της από μέσα απ’ την καρδιά της με δύναμη τρεμουλιαστά.
Την ρώτησε ακόμη τί σημαίνουν αυτά και αν τα καταλαβαίνη.
Και απάντησε:
-«Ακούεις; ακούεις; Όταν εκέκραξεν ο πετεινός».
Αυτή ήταν η μετάφραση της γιαγιάς.
Η
Παναγιώτα εκκλησιαζόταν τακτικά και κοινωνούσε συχνά. Καθόταν σε μία
καρέκλα μπροστά και ήταν πολύ αφοσιωμένη στην Λειτουργία. Παρατηρούσε με
συγκεντρωμένη την προσοχή της στο Ιερό. Ήταν εντυπωσιακά και απόλυτα
προσηλωμένη.
Κάποια ημέρα μετά την Λειτουργία είπε στην κόρη της:
-«Πάνω στην Αγία Τράπεζα ήταν ο Χριστός με τέσσερους άλλους που έκαναν έτσι»,
και με τα χέρια της προσπαθούσε να δείξη τις κινήσεις που έκαναν.
Έβλεπε συχνά Αγίους και Αγγέλους κατά την θεία Λειτουργία, και ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Το θεωρούσε πολύ φυσικό και νόμιζε ότι όλοι βλέπουν αυτά που έβλεπε η ίδια.
Την ρώτησε κάποιος ιερέας τί βλέπει, και αυτή δεν μιλούσε, μόνο κοίταζε αθώα.
Στην επιμονή του τον ρώτησε :
-«εσύ δεν βλέπεις;». - «Όχι», απάντησε.
Αυτή χαμογέλασε και είπε με απορία,
-«δεν γίνεται».
Υποχρεώθηκε να της πη τί βλέπει για να πη κι αυτή,
-«να δούμε αν βλέπουμε τα ίδια πράγματα».
Είπε λοιπόν:
-«Ο Χριστός, η Παναγία και οι Αγιοί μας είναι κρυμμένοι κάτω από την Αγία Τράπεζα. Άμα γίνεται Λειτουργία βγαίνουν».
Εκοιμήθη εν τω μεταξύ ο γαμπρός της και ήταν με την κόρη της.
Κάποια
μέρα πήγε η Θεογνωσία να ποτίση το χωράφι και νυχτώθηκε. Δεν πρόλαβε να
γυρίση και κοιμήθηκε στο σπιτάκι που είχαν στο χωράφι. Η γιαγιά ήταν
μόνη της.
Όταν επέστρεψε η κόρη της την άλλη μέρα διηγήθηκε:
-«Εψές, σαν εκαθόμουν στο κρεββάτι μου και κρατούσα το κομποσχοίνι μου και προσευχόμουν γέμισε το σπίτι Φως .
Ήταν ένα Φως σαν την λίρα την χρυσή.
Εγώ έκλαια, έκλαια και έκανα συνέχεια τον Σταυρό μου.
Δεν ήξερα τι να κάνω.
Έμεινε κάμποση ώρα το Φως και ύστερα λίγο-λίγο έφυγε από τον διάδρομο και εχάθη.
Τί είναι τούτον το πράμα;».
Κάποτε έμεινε στην κόρη της Αιμιλία και την έβαλε να κοιμηθή στο δωμάτιο που ήταν τα εικονίσματα.
Όλη τη νύχτα έβλεπε δύο καντήλια που φώτιζαν το δωμάτιο. Όταν ξημέρωσε το ένα χάθηκε.
Επίσης κατά την παραμονή της εκεί αρρώστησε.
Μία νύχτα της παρουσιάστηκε μία γυναίκα με άσπρα ρούχα που έμοιαζε σαν νοσοκόμα, και της είπε ότι θα γίνει καλά, όπως και έγινε.
Την Μ. Σαρακοστή του έτους 1998 η γιαγιά Παναγιώτα, παρά το ότι πλησίαζε τα 90, νήστεψε κανονικά, αλλά ένιωθε μεγάλη αδυναμία.
Μετά το Πάσχα τον περισσότερο καιρό ήταν ξάπλα.
Στις 8-5-98 το απόγευμα πονούσε στα πόδια και δεν είχε διάθεση. Ζήτησε να φάη μούσμουλα.
Εκείνη την ώρα έμπαινε η κόρη της Ελένη με μία σακκούλα μούσμουλα και έφαγε δύο-τρία.
Τα κορίτσια της την έπλυναν και την άλλαξαν.
Λέει στην κόρη της,
-«θα πεθάνω».
Σε λίγο έγειρε το κεφάλι της και παρέδωσε το πνεύμα της ειρηνικά.
Το λείψανό της έμεινε μαλακό και ευλύγιστο μέχρι την επομένη ημέρα που το έβαλαν στον τάφο.
Την
ίδια στιγμή που ξεψυχούσε η γιαγιά, το δισεγγονάκι της, ο Μάριος,
ηλικίας 4-5 ετών, έδειχνε προς τις σκάλες ψηλά και έλεγε: - «Μαμά, να, η
γιαγιά η Παναγιωτού».
Το παιδί με τα αθώα ματάκια του έβλεπε την εξαστράπτουσα ψυχή της γιαγιάς του που ανέβαινε στον ουρανό.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο τ. Β’», Ιερόν Ησυχαστήριον «Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Αγιον Όρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου