Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ

Η εικόνα ίσως περιέχει: σύννεφο, ουρανός και υπαίθριες δραστηριότητες
Αποτέλεσμα εικόνας για Κώστα Βάρναλη
Η Ποίηση του Κώστα Βάρναλη. 

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Έδειξε σε νεαρή ηλικία την κλίση του προς τα γράμματα, καθώς τελειώνοντας τις σπουδές του στο Ελληνικό Σχολείο ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Εκτός από συγγραφέας δούλεψε ως δάσκαλος αλλά και ως δημοσιογράφος. Σε μια βιογραφία που έγραψε ένας άλλος σπουδαίος συγγραφέας ο Μενέλαος Λουντέμης για τον Βάρναλη αναφέρει: "Αν τον εξετάσεις στο βάθος ο Βάρναλης δεν είχε ποτέ πρώτη άγουρη φάση. Μ’ άλλα λόγια δεν έχει «νεανικά αμαρτήματα». Η ποίησή του δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε απ’ την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά «γυμνάσματα» και δοκιμές και περιπλανήσεις, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν απ’ την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που ’πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού.." Λάτρευε να είναι μέσα στους λαϊκούς ανθρώπους. Πρώτα με αυτούς μοιραζότανε την ποίηση του. Πήγαινε σε ταβέρνες που δεν μπορούσε να πάει ο οποιοσδήποτε και γινόταν ένα με τις παρέες. Ο Λουντέμης περιγράφει: "Ο Βάρναλης είναι διπλωματούχος σ’ αυτά. Έχει δικαίωμα εισόδου και ελευθέρας κυκλοφορίας σ’ όλους αυτούς τους χώρους και τις ταβέρνες όπου όλοι —πελατεία και λειτουργοί— και να μην τον ξέρουν προσωπικά, τον μυρίζονται με την όσφρηση. Φαίνεται αμέσως, απ’ την πρώτη ματιά, ότι βρίσκεται στα δικά του νερά. Ότι δεν είναι «ξένο σώμα» εδώ μέσα. Οι ταβερνιάρηδες πολύ θολή ιδέα είχαν για το τι άλλο —εκτός απ’ τον διαλεχτό και ανώτερης κατηγορίας πελάτη— ήταν ο «κυρ-Κώστας». Τις πληροφορίες τις έπαιρναν απ’ τα κατώτερα όργανα του μαγαζιού — τα γκαρσόνια και τους μαγείρους. Αυτοί λέγανε το τι ήτανε και στήνανε και καυγάδες με τους άλλους τους άμουσους.
— Ποιητής… λέγανε.
— Δηλαδή;
— Θέλει και ρώτημα; Ποιητής. Να, δουλεύει με τα μαράζια του κόσμου. Γράφει αράδα στιχάκια, κρασί, αγάπη, φτώχεια.
— Ε, και… Τόσο δύσκολο πράμα δηλαδή είναι;
— Βουνό.
— Έχω δει ένα σωρό τέτοιους.
— Δεν είναι το ίδιο μωρέ.
— Τι παραπάνω έχει αυτός;
— Στάσου. Αυτά που γράφανε οι δικοί σου τ’ απαγγέλλανε στον κόσμο;
— Αμέ. Κάθε μέρα.
— Και τι κάνανε αυτοί πού τ’ ακούγανε;
— Τι ήθελες να κάνουνε; Ακούανε, βαρούσανε δυο παλαμάκια και φεύγανε.
— Χίμηξε, μωρέ, κανένας και τον αγκάλιασε; Σκίστηκε κανείς στο κλάμα; Κέρασε κανείς σαν τρελός όλο το μαγαζί;
— Όχι. Γιατί;
— Δεν έχω μαζί σου κουβέντες. Έκλεισ’ η συζήτηση."
Στην εφημερίδα που δούλευε του έστελναν νέοι ποιητές τις συλλογές τους. Μια μέρα τον βρήκε ο Λουντέμης να κουβαλάει πολλά βιβλία στο σπίτι του και του είπε να τον βοηθήσει.. "— Τι θ’ απογίνω εγώ μ’ αυτούς τους… φορτοεκφορτωτές της ποίησης μπορείς να μου πεις; Δεν αδειάζω ούτε να γράψω ούτε να πιω ένα ποτήρι. Να ‘στελναν τουλάχιστον τα βιβλία τους στο σπίτι. Θα γλίτωνα τη μεταφορά. Αλλά αυτοί τα στέλνουν στην εφημερίδα.
— Δεν ξέρεις… του λέω. Δεν πρέπει να τους ξεμπροστιάζεις έτσι αναπολόγητους. Μπορεί ανάμεσα σ’ αυτούς νά ‘ναι και καμιά μεγάλη δόξα.
— Να μου επιτρέψεις ν’ αμφιβάλλω. Για κοίτα… Μου ‘δειξε τη στοίβα των βιβλίων. Μπορείς να ξεφυλλίσεις κανέναν απ’ αυτούς τους φρόνιμους τόμους των στίχων; (Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί τούς έλεγε «φρόνιμους».) Ξεφύλλα… Και θα δεις.
— Ε, τι είναι;
— Δεν τους βλέπεις; Όγκοι άσπρου χαρτιού με ελαφρά ίχνη τυπογραφικών στοιχείων. Τι να τους πεις τώρα! Τι πρεμούρα είν’ αυτή, βρε παιδί; Δε σου λέω; Και μεις «μεγαλοφυΐες» ήμασταν στην ηλικία τους, άλλα είχαμε και λιγάκι υπομονή. Αυτοί μόλις σκαρώσουν κάνα-δυό τετράστιχα τρέχουν να τα τυπώσουν για να μην τύχει και χάσουν το βαπόρι της αθανασίας. Χμ. Δεν ξέρουν ότι το βαπόρι σαλπάρει μετά θάνατον. Ο ποιητής, αγαπητέ… Ο ποιητής… Αλλά δε σου λέω. Εσύ καμιά μέρα μπορείς να τα γράψεις όλα αυτά και να με κάνεις ρεζίλι.
— Εγώ;
— Ναι! ναι… Σε ξέρω. Δηλαδή τι σε ξέρω; Ξέρω τον εαυτό μου.
— Θα μου πεις τώρα τι ‘ναι ο ποιητής;
— Καλά. Άντε ας στο πω. Καλύτερα να γράψεις αυτό που ‘ναι αλήθεια παρά να γράψεις κανένα ψεύτικο. Εξάλλου τι νομίζεις πώς είναι το γράψιμο; Κουτσομπολιό υψηλής ποιότητας. Ο ποιητής λοιπόν —δε θα ξανασταματήσω— ο ποιητής είναι κλώσα, δεν είναι κότα!
— Δηλαδή;
— Δηλαδή δεν τρέχει με το πρώτο αυγό που γεννάει να το κάνει πουλί. Το μαζεύει πρώτα, τα κλωσάει, συμπληρώνει τα «τέρμενα»… Κι ύστερα βγαίνει στην αυλή και τα διαλαλεί. Τώρα το ‘χει το δικαίωμα. Έγινε ποιήτρια. Έβγαλε έναν τόμο πουλάκια."
 
Ο Κώστας Βάρναλης μας ταξιδέψει με θέα την θάλασσα : "Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω, απ’ το βουνό ψηλά στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά..." Θα μας θυμίσει όμως τι σημαίνει ευτυχία και τι σημαίνει ελευθερία. "Την ευτυχία την γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μισθό. Την λευτεριά στο σκλάβωμα σ΄ένα ιδανικό σωστό..." Το λέει καθαρά "Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα! Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου! Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού, η λεφτεριά η δικιά του θα ναι λεφτεριά σου.." γιατί "Κι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς..."

Μουσική: Λουκάς Θάνος
Στίχοι: Κώστας Βάρναλης
Τραγούδι: Νίκος Ξυλούρης


Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό

Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ
για τ’ αφέντη το φαί

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εικοσι χρονώ
γομάρι
μεσ στο τάμπλετ
όλο χάρι
εν ακέφαλο
νταμάρι

Ανώνυμος είπε...

Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, στο σύγγραμμά του ‘’Φιλολογικά απομνημονεύματα’’* επεξηγεί το λόγο που χρησιμοποίησε την Παναγία ως Μάνα – Σύμβολο, σε ποιητική δημιουργία του, με αυτά τα λόγια : ‘’Όσο για μένα όλες οι υπερφυσικότητες και οι μεταφυσικότητες είναι έξω από την πνευματική και από τη συναισθηματική ζωή μου. Αν η Παναγία μου κίνησε το ποιητικό μου ενδιαφέρο, είναι γιατί μπορούσε να γίνει η Μάνα – Σύμβολο, ο τύπος όλων των μανάδων, που κλαίνε και δέρνονται, όταν τους αδικοσκοτώνουνε τα παιδιά τους, ο τύπος και το σύμβολο της πραγματικής μητρότητας, που μπορεί να φτάσει ίσαμε την έσχατη προστυχιά και ίσαμε το έγκλημα για να σώσει το πλάσμα της’’.
Στο ποίημά του ‘’Η Μάνα του Χριστού’’ για την Παναγία, βάζει την Παναγία να λέγει στον σταυρωμένο Χριστό :
‘’Ωσάν και τ’ άλλα αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα, κι αλάργα από μίση!’’
Ας μη βιαστεί κάποιος να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, γιατί μας προλαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής Κώστας Βάρναλης. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βάρναλης στο σύγγραμμά του ‘’Φιλολογικά απομνημονεύματα’’ : ‘’Μα τούτος ο καημός της Μάνας του Χριστού μπορεί να μην είναι πολύ ορθόδοξος, όμως είναι ανθρώπινος και δεν είναι βλαστήμια. Αν δε συμφωνεί με τα δόγματα της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου, μα με το γράμμα της Βίβλου και με την πίστη πολλών προτεσταντικών εκκλησιών, αυτό δεν είναι απιστία!’’. Αυτός ήταν ο Βάρναλης.
Β. Χαραλάμπους.

Ανώνυμος είπε...

Το θύμα ξύπνησε,ο ντουνιάς ήρθε τ απάνω κάτω η υπόγεια η ταβέρνα έγινε κλάμπ και μα το φαρμάκι φαρμάκι

Ανώνυμος είπε...

κ. Χαραλάμπους, δέν εἶχε ἄλλα ἀδέλφια ὁ Χριστὸς γεννημένα ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἦταν τὰ παιδιά τοῦ προστάτη Ἰωσήφ ἀπὸ τὴν πρώτη του γυναίκα.
Κι οὔτε ἡ Παναγία θὰ ἔλεγε ΠΟΤΕ στὸν Χριστὸ νὰ μὴν εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἄνθρωπος σὰν ὅλους τοὺς θνητοὺς.
Φυσικὰ καὶ εἶναι προσβολὴ καὶ πρὸς τὴν Παναγία καὶ πρὸς τὸν Ἴδιο τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεό.

Φιλικὰ
Α.Γ.