ΠΟΙΟΥΣ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
-Πόσα χρόνια έχετε, πάτερ Βασίλειε, στο Άγιον Όρος;
-Σαράντα πέντε στα
σαράντα έξι.
-Άραγε γνωρίσατε κάποιους ανθρώπους του Θεού στα χρονιά που
είσαστε εδώ; -Μας αξίωσε ή Παναγία µας να γνωρίσουµε αρκετούς ενάρετους
αδελφούς, µοναχούς και λαϊκούς. -
Θα µπορούσατε να µας διηγηθείτε κάτι γι' αυτούς;
-Θα προσπαθήσω να θυµηθώ κάποια περιστατικά, αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε:
Ο π. Μάξιµος ,ο π. Γεννάδιος Ιβηρίται ο π. Γεώργιος και π. Παχώµιος από το κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωµένου.
Ή υπόθεση αυτή, που θα διηγηθώ, συνέβη πριν από είκοσι χρόνια. Ήρθε ένας µοναχός από την Μονή των Ιβήρων, ο π. Γεννάδιος, και ζήτησε την ευλογία από τον γέροντα µου, τον π. Ιωασάφ. Του λέγει: «Να πάρω τον πατέρα Βασίλειο και να πάµε να επισκεφθούµε τον γέροντα Γεώργιο του Φανερωµένου;» Με τον π. Γεννάδιο είχαµε πάει και άλλη φορά µαζί στον π. Γεώργιο. Τότε µας είχε πει, ότι ο γέροντας του, του είχε πει πριν από σαράντα χρόνια: «Μόλις εσύ παιδί µου φθάσης στα ογδόντα σου χρόνια, τότε θα κοιµηθείς. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». ο π. Γεώργιος ήτανε από το Σουφλί και έµενε πολλά χρόνια στο κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωµένου. ο γέροντας του λεγότανε Ευλόγιος και Παχώµιος ο παραδελφός του.
Εκείνη την χρονιά, απ' ότι υπολογίσαµε, συµπλήρωνε τα ογδόντα του χρόνια. Ήλθε λοιπόν ο π. Γεννάδιος από την Μονή Ιβήρων -ήταν Ιούνιος µήνας- και είπε στον γέροντα µου: «Έχει ευλογία να πάµε να δούµε για τελευταία φορά τον π. Γεώργιο, γιατί απ` ότι µας έχει πει, αυτή την χρονιά θα κοιµηθεί». Ό π. Γεννάδιος ήταν µοναχός της Μονής Ιβήρων. Ήταν και οδοντίατρος. ο γέροντας µου τον είχε βοηθήσει, όταν ερχόταν να γίνει µοναχός, θαυµαστώ τω τρόπω. Έτυχε να συνταξιδεύουνε µαζί από την Θεσσαλονίκη για την Ουρανούπολη και το Άγιον Όρος. ο π. Γεννάδιος παρακαλούσε την Παναγία, γιατί είχε ένα πρόβληµα: «Παναγία µου, τώρα πού θα µπω στο λεωφορείο να ταξιδέψω στο Άγιο Όρος, σε παρακαλώ, ας βρεθεί ένας γέροντας να καθίσω κοντά του, ένας Αγιορείτης».
Τότε βλέπει εκεί ότι το νούµερο πού είχε στο εισιτήριο του, όταν µπήκε, ήταν δίπλα σε ένα γέροντα, και αυτός ήταν ο γέρων Ιωασάφ, ο γέροντας µας. Συνταξιδέψανε λοιπόν µαζί µέχρι τις Καρυές και στον δρόµο συνοµιλούσαν. Από τότε συνάψανε φιλία, που κράτησε µέχρι το τέλος της ζωής τους. Λοιπόν ο γέροντας µου τον πήγε στον γέροντα Μάξιµο στην Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί έγινε υποτακτικός του γέροντος Μαξίµου, που ήταν προσµονάριος 50 χρόνια στην Παναγία την Πορταΐτισσα. Θα κάνω µία παρένθεση: ο γέροντας Μάξιµος, δεν ξέρω αν τον γνωρίζετε, πήγαινε και άναβε το καντηλάκι κάθε βράδυ σε ένα προσκύνηµα της Μονής των Ιβήρων που το λένε Φλουρί, επειδή εκεί ή Παναγία µας είχε δώσει σ' ένα φτωχό -το γνωστό αυτό θαύµα- ένα φλουρί.
Ένα βραδάκι ακούει ο π. Μάξιµος µία φωνή που του έλεγε: «Γέροντα Μάξιµε, να µου κτίσης µία Εκκλησία εδώ πέρα». ο γέρο-Μάξιµος λέει: «Πειρασµός θα είναι». ∆εν έδωσε σηµασία. Έκανε τον σταυρό του. Στην συνέχεια επαναλαµβάνεται ή ίδια φράση: «Γέροντα Μάξιµε, θέλω να µου κτίσης µία Εκκλησία εδώ». «Μπα!», λέει· «ποιος να µιλάη; Πειρασµός θα είναι». Έκανε τον σταυρό του. Για τρίτη φορά: «Γέροντα Μάξιµε, θέλω µία Εκκλησία να µου κτίσης εδώ». «∆εν µπορώ, δεν έχω δυνατότητες», απαντάει ο γέρο-Μάξιµος. «Θα σε βοηθήσω εγώ», του λέει. Εκεί ήταν ένα πολύ µικρό προσκυνηταράκι -από αυτά τα εκκλησάκια που βάζουν στους δρόµους-
και κάθε απόγευµα πήγαινε µετά τον Εσπερινό και άναβε το καντηλάκι. Υπήρχε και το τεράστιο δένδρο εκεί, που είχε καθίσει ο φτωχός από κάτω και έκλαιγε, ο πεινασµένος.
Πήρε από τότε µια µεγάλη χαρά ο γέρο-Μάξιµος και πολλή ψυχική δύναµη και άρχισε να συλλέγει µόνος του τα υλικά εκεί πέρα, κουβαλώντας, απ' ότι µας έλεγε ο καηµένος, στον ώµο τις πέτρες, τα χαλίκια και τα τσιµέντα. Έτσι έκτισε αυτό που µέχρι σήµερα υπάρχει και το αγιογράφησε από µέσα. Εκεί έζησε τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του. Κοιµήθηκε βέβαια στο µοναστήρι. Αυτός ο π. Γεννάδιος, που σας λέω, ήταν υποτακτικός του γέροντος Μαξίµου. Έρχεται, λοιπόν, ο π. Γεννάδιος στον γέροντα εδώ και του λέγει: «Γέρο-Ιωασάφ δώσε µου τον πατέρα Βασίλειο, να µη πάω µόνος µου, να πάµε παρέα, να δούµε τον πατέρα Γεώργιο, γιατί φέτος µας είπε ότι θα κοιµηθεί». «Παρ' τον», του λέει ο γέροντας. Στον δρόµο, καθώς πηγαίναµε προς το κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωµένου, µου λέει ο π. Γεννάδιος:
«Πάτερ Βασίλειε, εσύ που είσαι παλαιότερος εδώ πέρα, έχω µια σφοδρά επιθυµία. Να βρούµε κανέναν ξυλόγλυπτη, να µου κάνη µία καρδιά από ξύλο, και εγώ να κάνω µέσα την Παναγία χρυσή, γιατί ξέρω από σχέδιο. Να κάνω την Παναγία µας χυτή χρυσή, να την βάλουµε µέσα στην καρδιά. Μάλιστα θα ήθελα στην καρδιά να έχει και τριαντάφυλλα», µου έλεγε. Του λέγω: «Αυτό είναι πανεύκολο». Τότε υπήρχαν πολλοί ξυλογλύπται. «Θα πούµε σ' ένα ξυλόγλυπτη να σου κάνη µία καρδιά. ∆εν είναι τίποτα αυτό. Εύκολο είναι. Μη στεναχωριέσαι». Μου λέγει: «Ξέρεις, πάτερ Βασίλειε; Την έχω την Παναγία µέσα στην καρδιά µου». Και όντως την αγαπούσε, την υπεραγαπούσε την Παναγία µας ο π. Γεννάδιος. Εκείνη την στιγµή που τα λέγαµε αυτά, από την απέναντι µεριά του δρόµου, να ένας γέροντας, ψηλός, ασπρογένης, µακρυγένης. Του βάζουµε µετάνοια. Του φιλάµε το χέρι.
Στον πατέρα Γεννάδιο, ο όποιος του φίλησε δεύτερος το χέρι, του δίνει ένα µαντηλάκι λέγοντας του: «Πάτερ Γεννάδιε, αυτό για σένα». Τον αποκάλεσε µε το όνοµά του. Τον κοιτάζω εγώ και του λέγω: «Τον ξέρεις τον γέροντα αυτόν;». «Όχι», µου λέει. «Εσύ; Έχεις πολλά χρόνια εδώ πέρα, εγώ είµαι νέος µοναχός». «Όχι», του λέω. «Και εγώ πρώτη φορά τον βλέπω». Κοιτάµε πίσω, για να δούµε τον γέροντα. Εξαφανίστηκε από τον δρόµο. «"Ε!», λέω «κάπου θα πήγε µέσα στο δάσος. Για να δούµε τί σου έδωσε. Έµενα δεν µου έδωσε τίποτα», παραπονέθηκα. Ανοίγει το µαντηλάκι και βλέπουµε µία καρδιά µε την Παναγία χρυσή µέσα, και µάλιστα την Πορταΐτισσα. ∆εν ήταν οποιαδήποτε Παναγία, αλλά ή Πορταΐτισσα. Τότε και εγώ πονήρεψα και του λέω: «Είχατε ραντεβού µε τον γέροντα και µε κορόιδευες τόσην ώρα λέγοντας µου, να βρούµε κάποιον ξυλόγλυπτη να σου κάνη µια καρδιά». «Όχι», λέει. «Ούτε τον ξέρω, ούτε τον έχω ξαναδεί».
Αλλά τον αποκάλεσε µε το όνοµα του· εκείνη την στιγµή που επιθυµούσε. Τανκ! Αυτήν την καρδιά την κρατούσε πάντα επάνω του. Όταν κοιµήθηκε ο π. Γεννάδιος -έχει τρία χρόνια τώρα-, ο υποτακτικός του την άφησε επάνω του, και τον θάψαµε µαζί µε την καρδιά. Μάλιστα σήµερα σκεφτόµουνα ότι µπορεί το ξύλο να σάπισε, αλλά το µέταλλο το χρυσό... Αν θα ανοίξουνε τον τάφο στα 3 ή" 7 χρόνια -πότε θα τον ανοίξουνε δεν ξέρω-, µπορεί να την βρούµε την Παναγίτσα αυτή. ∆εν έπρεπε να την βάλει µέσα στον τάφο, αλλά δυστυχώς την έβαλε. Μετά προχωράµε. Πάµε στον γέροντα Γεώργιο. Του βάλαµε µετάνοια και µας διηγήθηκε εκεί τα θαύµατα του αγίου Γεωργίου.
Θα ξέρετε φυσικά, γιατί ονοµάζεται άγιος Γεώργιος του Φανερωµένου. Γιατί παρουσιάστηκε ο Άγιος σε κάποιους πειρατές, που πήγαν να κάνουν εκεί κακό στους πατέρες. Τους άνοιξε την πόρτα τα µεσάνυκτα και τους έδεσε στο αρχονταρίκι. Τους έδεσε αοράτος και τους είπε: «Περιµένετε να φωνάξω τους γέροντες- Περνούσε όµως ή ώρα. Κάνουν να σηκωθούν. Όµως δεν µπορούσαν να σηκωθούν δεθήκανε. Τα χαράµατα που σηκώθηκαν οι γέροντες για τον Όρθρο, αντιλαµβάνονται ξένους ανθρώπους µέσα στο κελί τους. Τότε τους ρωτάνε: «Από που µπήκατε; Πώς µπήκατε εσείς µέσα στο κελί µας;». Και αυτοί απαντούν: «Το καλογέρι σας µας άνοιξε». «Μα εµείς δεν έχουµε καλογέρι. Τρία γεροντάκια είµαστε εδώ». Εκείνη την στιγµή οµολόγησαν «∆υστυχώς ήρθαµε για κακό σκοπό εδώ πέρα, να σας ληστέψουµε, και δεθήκαµε αοράτος. ∆εν µπορούµε να κουνηθούµε. Κάντε προσευχή.
Σε ποιόν Άγιο τιµάται εδώ ή Εκκλησία σας;». Οι πατέρες πήγαν στην Εκκλησία· έκαναν προσευχή και οι κλέφτες λύθηκαν. Τους λένε: «Ελάτε τώρα να ευχαριστήσετε τον Άγιο µας. Μόλις είδαν στο τέµπλο την εικόνα του αγίου Γεωργίου, φώναξαν: «Να! Το καλογέρι σας! Αυτό το καλογέρι µας άνοιξε και µπήκαµε µέσα». Μετά από το γεγονός αυτό µετανόησαν, και από λησταί έγιναν µοναχοί στο κελί αυτό, και πέθαναν εκεί.
Μας είπε και αλλά θαύµατα -να µη σας τα λέω τώρα-, όπως ότι κάποτε δεν είχανε ψάρια για το πανηγύρι, και τους λέει ο γέροντας τους: «ετοιµάσατε όλα τα υπόλοιπα τα της πανηγύρεως και ο άγιος Γεώργιος θα φροντίσει για ψάρια», διότι είχε φουρτούνες εκείνες τις ήµερες. Και όντως! Την παραµονή του αγίου Γεωργίου ένα µεγάλο καΐκι ήρθε από την Καβάλα στο Βατοπέδι γεµάτο ψάρια. Ένας ψαράς φόρτωσε δυο κάσες εκλεκτά ψάρια σ' ένα µουλάρι, για να τα πούληση στις Καρυές. Όταν έφθασε στην περιοχή εκείνη του κελίου του αγίου Γεωργίου, φεύγει το καπίστρι από το χέρι του ψαρά και τρέχει το µουλάρι µπροστά. Εκείνη την στιγµή είχε και οµίχλη εκεί πέρα. «"Ε!», λέει. «Ξέρει τον δρόµο. Θα πάει στις Καρυές. Θα το βρω. Το ζώο δεν χάνεται. Ένας είναι ο δρόµος». Το ζώο όµως δεν ήρθε στις Καρυές. Έκανε µία παρακαµπτήριο και πήγε στο κελί του αγίου Γεωργίου. Με το κεφάλι του χτύπησε την πόρτα, και ανοίγοντας οι πατέρες βλέπουνε το µουλάρι φορτωµένο µε ψάρια. Έτσι τα κατέβασαν, έκαναν το πανηγύρι και την άλλη ηµέρα έµαθε ο ψαράς ότι τα ψάρια έφτασαν στον άγιο Γεώργιο. Και αλλά τέτοια θαύµατα µας είπε.
Εµείς στο τέλος τον ρωτήσαµε: «Γέροντα Γεώργιε, σε βλέπουµε υγιέστατο». Γέρος µεν 80 χρονών, αλλά στεκόταν πολύ καλά στην υγεία του. Θυµόµαστε, ότι ήταν πολύ φιλακόλουθος και ερχότανε σ' όλες τις αγρυπνίες του ναού του Πρωτάτου. Μάλιστα περνούσε από το κελί µας λίγο νωρίτερα για να ξεκούραστη, έπινε ένα τσαγάκι µέχρι να χτυπήσει ή καµπάνα και µετά πήγαινε στην αγρυπνία και καθόταν όλη την νύκτα. Ήταν και φιλόµουσος. Έψαλλε κι' ολας. Παρ' ότι ήτανε αγράµµατος, είχε πολύ µεράκι και πόθο. Εµείς που είµαστε νέοι δεν έχουµε τέτοιο πόθο. Αυτό, γεροντάκι, µε τόση αδυναµία, να έρχεται µε το µπαστουνάκι του από εκεί µία ώρα -τόσο απείχε το κελί του- σ' όλες τις αγρυπνίες και να κάθεται ώρες ολόκληρες!
Γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ µεγάλες οι αγρυπνίες. Τώρα διαρκεί 6-7 ώρες ή αγρυπνία. Τότε 11, 12, 13 ώρες... Πώς άντεχε αυτό το γεροντάκι! Και όλοι οι πατέρες τότε, πιο σκληροί ήταν. Είχε και πολλή αγάπη και ελεηµοσύνη. ∆εν έλεγε για κανέναν κακό. Όλους τους αγαπούσε και ήθελε να προσφέρει ότι µπορούσε. Έκανε πανηγύρι κάθε χρόνο του αγίου Γεωργίου.
Έκανε λουκουµάδες και µοίραζε στον κόσµο. Αυτό πού µου έκανε ιδιαιτέρα εντύπωση ήταν ότι ότι έκανε το έκανε µε πολλή χαρά και προθυµία. Όσο περισσότεροι πατέρες πηγαίνανε, τόσο περισσότερο χαιρότανε. Αυτά ήταν ευλογηµένα γεροντάκια. Του λέµε τότε: «Γέροντα, µας είπες ότι στα ογδόντα σου θα κοιµηθείς. Φέτος συµπληρώνεις ογδόντα». «Ναι», λέει. «Εγώ το πιστεύω, πατέρες, ότι φέτος φεύγω». «Μα πως θα φυγής;». «Φέτος φεύγω από την ζωή αυτή, διότι έτσι µου είχε πει ο γέροντας µου πριν 40 χρόνια, ότι όταν φτάσεις στα ογδόντα σου, τότε θα κοιµηθείς». Πήραµε την ευλογία του και του φιλήσαµε το χέρι. Φύγαµε χαρούµενοι, και περισσότερο ο π. Γεννάδιος, πού είχε και την καρδιά µε την Παναγία στο χέρι. Και όντως! Ήταν Ιούνιος µήνας τότε πού πήγαµε. Τον Σεπτέµβριο αρρωσταίνει για µια βδοµάδα.
Τον παίρνουν οι πατέρες οι Τριγωνάδες, ο πατήρ Νικόλαος µε τον παπά-∆ηµήτρη, και σε µια βδοµάδα κοιµήθηκε. Ακριβώς εκείνη την χρονιά, όπως του το 'χε πει ο γέροντας του πριν 40 χρόνια. Μάλιστα είχε δει και µερικά οράµατα. Μας έλεγε ο π. Νικόλαος, ότι ο π. Γεώργιος µια-δυό µέρες πριν κοιµηθεί είχε δει µία πλούσια τράπεζα, στην οποία συµµετείχε και αυτός, και είχε πολλή χαρά. Του έλεγε ο π. Νικόλαος: «Αύτη θα είναι ή τράπεζα του Παραδείσου». «Εγώ δεν είµαι άξιος να πάω εκεί πέρα», απαντούσε.
Μάλιστα είχε δει και τον παραδελφό του και τον γέροντα του, τον π. Ευλόγιο, µε πολύ φωτεινά πρόσωπα στην τράπεζα. Πιθανόν να ήταν όλα αυτά σηµεία αγιότητας, γιατί ο καηµένος ήρθε απ' το Σουφλί µικρό παιδί και µέχρι τα βαθειά του γεράµατα -µέχρι τα ογδόντα του- παρέµεινε εδώ στο περιβόλι της Παναγίας µας, διακονώντας τον άγιο Γεώργιο και τους πατέρες. Πριν 4-5 χρόνια ο π. Παχώµιος, ο παραδελφός του -ζούσε τότε- έστειλε τον π. Γεώργιο να κάλεση για τον άγιο Γεώργιο όλους τους πατέρες µε τα εξής λόγια: «Ευχάς και ευλογίας του αγίου Γεωργίου. Να ρθήτε να κάνουµε φέτος διπλό πανηγύρι». Ήρθε και σε µας εδώ. Μάλιστα ήµασταν στο εργαστήριο. Του λέει ο γέροντας, ο π. Ιωασάφ: «τί διπλό πανηγύρι θα 'χουµε;». «Ε!», άπαντα. «Θα 'χουµε την εξόδιο ακολουθία του γέροντος, του παραδελφού µου πατρός Παχωµίου, και µετά τον άγιο Γεώργιο». «Καλά, πέθανε ο γέροντας;», του λέµε. Ήταν 15 µέρες πριν τον Αι-Γιώργη. «Όχι», λέει. «∆εν πέθανε, αλλά µου είπε να σας πω έτσι. Ορίστε να πανηγυρίσουµε διπλό πανηγύρι φέτος». Και ενώ παραξενευτήκαµε εµείς, πώς 15 µέρες πριν το πανηγύρι του αγίου Γεωργίου και ενώ ζούσε ο π. Παχώµιος µας καλεί τώρα, να κάνουµε την κηδεία του γέροντα (του π. Παχωµίου) καινά κάνουµε και το πανηγύρι, όντως την προπαραµονή της πανηγύρεως κοιµήθηκε ο παραδελφός του, ο π. Παχώµιος, την παραµονή έγινε ή κηδεία του και µετά ο Μέγας Εσπερινός του αγίου Γεωργίου.
Πήγε ο γέροντας Ιγνάτιος Εγώ µε τον γέρο-Ιωασάφ τον γέροντα µας, πήγαµε στην Μονή Ζωγράφου, πού και σ' αυτήν γιορτάζει ο άγιος Γεώργιος.
Θα µπορούσατε να µας διηγηθείτε κάτι γι' αυτούς;
-Θα προσπαθήσω να θυµηθώ κάποια περιστατικά, αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε:
Ο π. Μάξιµος ,ο π. Γεννάδιος Ιβηρίται ο π. Γεώργιος και π. Παχώµιος από το κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωµένου.
Ή υπόθεση αυτή, που θα διηγηθώ, συνέβη πριν από είκοσι χρόνια. Ήρθε ένας µοναχός από την Μονή των Ιβήρων, ο π. Γεννάδιος, και ζήτησε την ευλογία από τον γέροντα µου, τον π. Ιωασάφ. Του λέγει: «Να πάρω τον πατέρα Βασίλειο και να πάµε να επισκεφθούµε τον γέροντα Γεώργιο του Φανερωµένου;» Με τον π. Γεννάδιο είχαµε πάει και άλλη φορά µαζί στον π. Γεώργιο. Τότε µας είχε πει, ότι ο γέροντας του, του είχε πει πριν από σαράντα χρόνια: «Μόλις εσύ παιδί µου φθάσης στα ογδόντα σου χρόνια, τότε θα κοιµηθείς. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». ο π. Γεώργιος ήτανε από το Σουφλί και έµενε πολλά χρόνια στο κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωµένου. ο γέροντας του λεγότανε Ευλόγιος και Παχώµιος ο παραδελφός του.
Εκείνη την χρονιά, απ' ότι υπολογίσαµε, συµπλήρωνε τα ογδόντα του χρόνια. Ήλθε λοιπόν ο π. Γεννάδιος από την Μονή Ιβήρων -ήταν Ιούνιος µήνας- και είπε στον γέροντα µου: «Έχει ευλογία να πάµε να δούµε για τελευταία φορά τον π. Γεώργιο, γιατί απ` ότι µας έχει πει, αυτή την χρονιά θα κοιµηθεί». Ό π. Γεννάδιος ήταν µοναχός της Μονής Ιβήρων. Ήταν και οδοντίατρος. ο γέροντας µου τον είχε βοηθήσει, όταν ερχόταν να γίνει µοναχός, θαυµαστώ τω τρόπω. Έτυχε να συνταξιδεύουνε µαζί από την Θεσσαλονίκη για την Ουρανούπολη και το Άγιον Όρος. ο π. Γεννάδιος παρακαλούσε την Παναγία, γιατί είχε ένα πρόβληµα: «Παναγία µου, τώρα πού θα µπω στο λεωφορείο να ταξιδέψω στο Άγιο Όρος, σε παρακαλώ, ας βρεθεί ένας γέροντας να καθίσω κοντά του, ένας Αγιορείτης».
Τότε βλέπει εκεί ότι το νούµερο πού είχε στο εισιτήριο του, όταν µπήκε, ήταν δίπλα σε ένα γέροντα, και αυτός ήταν ο γέρων Ιωασάφ, ο γέροντας µας. Συνταξιδέψανε λοιπόν µαζί µέχρι τις Καρυές και στον δρόµο συνοµιλούσαν. Από τότε συνάψανε φιλία, που κράτησε µέχρι το τέλος της ζωής τους. Λοιπόν ο γέροντας µου τον πήγε στον γέροντα Μάξιµο στην Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί έγινε υποτακτικός του γέροντος Μαξίµου, που ήταν προσµονάριος 50 χρόνια στην Παναγία την Πορταΐτισσα. Θα κάνω µία παρένθεση: ο γέροντας Μάξιµος, δεν ξέρω αν τον γνωρίζετε, πήγαινε και άναβε το καντηλάκι κάθε βράδυ σε ένα προσκύνηµα της Μονής των Ιβήρων που το λένε Φλουρί, επειδή εκεί ή Παναγία µας είχε δώσει σ' ένα φτωχό -το γνωστό αυτό θαύµα- ένα φλουρί.
Ένα βραδάκι ακούει ο π. Μάξιµος µία φωνή που του έλεγε: «Γέροντα Μάξιµε, να µου κτίσης µία Εκκλησία εδώ πέρα». ο γέρο-Μάξιµος λέει: «Πειρασµός θα είναι». ∆εν έδωσε σηµασία. Έκανε τον σταυρό του. Στην συνέχεια επαναλαµβάνεται ή ίδια φράση: «Γέροντα Μάξιµε, θέλω να µου κτίσης µία Εκκλησία εδώ». «Μπα!», λέει· «ποιος να µιλάη; Πειρασµός θα είναι». Έκανε τον σταυρό του. Για τρίτη φορά: «Γέροντα Μάξιµε, θέλω µία Εκκλησία να µου κτίσης εδώ». «∆εν µπορώ, δεν έχω δυνατότητες», απαντάει ο γέρο-Μάξιµος. «Θα σε βοηθήσω εγώ», του λέει. Εκεί ήταν ένα πολύ µικρό προσκυνηταράκι -από αυτά τα εκκλησάκια που βάζουν στους δρόµους-
και κάθε απόγευµα πήγαινε µετά τον Εσπερινό και άναβε το καντηλάκι. Υπήρχε και το τεράστιο δένδρο εκεί, που είχε καθίσει ο φτωχός από κάτω και έκλαιγε, ο πεινασµένος.
Πήρε από τότε µια µεγάλη χαρά ο γέρο-Μάξιµος και πολλή ψυχική δύναµη και άρχισε να συλλέγει µόνος του τα υλικά εκεί πέρα, κουβαλώντας, απ' ότι µας έλεγε ο καηµένος, στον ώµο τις πέτρες, τα χαλίκια και τα τσιµέντα. Έτσι έκτισε αυτό που µέχρι σήµερα υπάρχει και το αγιογράφησε από µέσα. Εκεί έζησε τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του. Κοιµήθηκε βέβαια στο µοναστήρι. Αυτός ο π. Γεννάδιος, που σας λέω, ήταν υποτακτικός του γέροντος Μαξίµου. Έρχεται, λοιπόν, ο π. Γεννάδιος στον γέροντα εδώ και του λέγει: «Γέρο-Ιωασάφ δώσε µου τον πατέρα Βασίλειο, να µη πάω µόνος µου, να πάµε παρέα, να δούµε τον πατέρα Γεώργιο, γιατί φέτος µας είπε ότι θα κοιµηθεί». «Παρ' τον», του λέει ο γέροντας. Στον δρόµο, καθώς πηγαίναµε προς το κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωµένου, µου λέει ο π. Γεννάδιος:
«Πάτερ Βασίλειε, εσύ που είσαι παλαιότερος εδώ πέρα, έχω µια σφοδρά επιθυµία. Να βρούµε κανέναν ξυλόγλυπτη, να µου κάνη µία καρδιά από ξύλο, και εγώ να κάνω µέσα την Παναγία χρυσή, γιατί ξέρω από σχέδιο. Να κάνω την Παναγία µας χυτή χρυσή, να την βάλουµε µέσα στην καρδιά. Μάλιστα θα ήθελα στην καρδιά να έχει και τριαντάφυλλα», µου έλεγε. Του λέγω: «Αυτό είναι πανεύκολο». Τότε υπήρχαν πολλοί ξυλογλύπται. «Θα πούµε σ' ένα ξυλόγλυπτη να σου κάνη µία καρδιά. ∆εν είναι τίποτα αυτό. Εύκολο είναι. Μη στεναχωριέσαι». Μου λέγει: «Ξέρεις, πάτερ Βασίλειε; Την έχω την Παναγία µέσα στην καρδιά µου». Και όντως την αγαπούσε, την υπεραγαπούσε την Παναγία µας ο π. Γεννάδιος. Εκείνη την στιγµή που τα λέγαµε αυτά, από την απέναντι µεριά του δρόµου, να ένας γέροντας, ψηλός, ασπρογένης, µακρυγένης. Του βάζουµε µετάνοια. Του φιλάµε το χέρι.
Στον πατέρα Γεννάδιο, ο όποιος του φίλησε δεύτερος το χέρι, του δίνει ένα µαντηλάκι λέγοντας του: «Πάτερ Γεννάδιε, αυτό για σένα». Τον αποκάλεσε µε το όνοµά του. Τον κοιτάζω εγώ και του λέγω: «Τον ξέρεις τον γέροντα αυτόν;». «Όχι», µου λέει. «Εσύ; Έχεις πολλά χρόνια εδώ πέρα, εγώ είµαι νέος µοναχός». «Όχι», του λέω. «Και εγώ πρώτη φορά τον βλέπω». Κοιτάµε πίσω, για να δούµε τον γέροντα. Εξαφανίστηκε από τον δρόµο. «"Ε!», λέω «κάπου θα πήγε µέσα στο δάσος. Για να δούµε τί σου έδωσε. Έµενα δεν µου έδωσε τίποτα», παραπονέθηκα. Ανοίγει το µαντηλάκι και βλέπουµε µία καρδιά µε την Παναγία χρυσή µέσα, και µάλιστα την Πορταΐτισσα. ∆εν ήταν οποιαδήποτε Παναγία, αλλά ή Πορταΐτισσα. Τότε και εγώ πονήρεψα και του λέω: «Είχατε ραντεβού µε τον γέροντα και µε κορόιδευες τόσην ώρα λέγοντας µου, να βρούµε κάποιον ξυλόγλυπτη να σου κάνη µια καρδιά». «Όχι», λέει. «Ούτε τον ξέρω, ούτε τον έχω ξαναδεί».
Αλλά τον αποκάλεσε µε το όνοµα του· εκείνη την στιγµή που επιθυµούσε. Τανκ! Αυτήν την καρδιά την κρατούσε πάντα επάνω του. Όταν κοιµήθηκε ο π. Γεννάδιος -έχει τρία χρόνια τώρα-, ο υποτακτικός του την άφησε επάνω του, και τον θάψαµε µαζί µε την καρδιά. Μάλιστα σήµερα σκεφτόµουνα ότι µπορεί το ξύλο να σάπισε, αλλά το µέταλλο το χρυσό... Αν θα ανοίξουνε τον τάφο στα 3 ή" 7 χρόνια -πότε θα τον ανοίξουνε δεν ξέρω-, µπορεί να την βρούµε την Παναγίτσα αυτή. ∆εν έπρεπε να την βάλει µέσα στον τάφο, αλλά δυστυχώς την έβαλε. Μετά προχωράµε. Πάµε στον γέροντα Γεώργιο. Του βάλαµε µετάνοια και µας διηγήθηκε εκεί τα θαύµατα του αγίου Γεωργίου.
Θα ξέρετε φυσικά, γιατί ονοµάζεται άγιος Γεώργιος του Φανερωµένου. Γιατί παρουσιάστηκε ο Άγιος σε κάποιους πειρατές, που πήγαν να κάνουν εκεί κακό στους πατέρες. Τους άνοιξε την πόρτα τα µεσάνυκτα και τους έδεσε στο αρχονταρίκι. Τους έδεσε αοράτος και τους είπε: «Περιµένετε να φωνάξω τους γέροντες- Περνούσε όµως ή ώρα. Κάνουν να σηκωθούν. Όµως δεν µπορούσαν να σηκωθούν δεθήκανε. Τα χαράµατα που σηκώθηκαν οι γέροντες για τον Όρθρο, αντιλαµβάνονται ξένους ανθρώπους µέσα στο κελί τους. Τότε τους ρωτάνε: «Από που µπήκατε; Πώς µπήκατε εσείς µέσα στο κελί µας;». Και αυτοί απαντούν: «Το καλογέρι σας µας άνοιξε». «Μα εµείς δεν έχουµε καλογέρι. Τρία γεροντάκια είµαστε εδώ». Εκείνη την στιγµή οµολόγησαν «∆υστυχώς ήρθαµε για κακό σκοπό εδώ πέρα, να σας ληστέψουµε, και δεθήκαµε αοράτος. ∆εν µπορούµε να κουνηθούµε. Κάντε προσευχή.
Σε ποιόν Άγιο τιµάται εδώ ή Εκκλησία σας;». Οι πατέρες πήγαν στην Εκκλησία· έκαναν προσευχή και οι κλέφτες λύθηκαν. Τους λένε: «Ελάτε τώρα να ευχαριστήσετε τον Άγιο µας. Μόλις είδαν στο τέµπλο την εικόνα του αγίου Γεωργίου, φώναξαν: «Να! Το καλογέρι σας! Αυτό το καλογέρι µας άνοιξε και µπήκαµε µέσα». Μετά από το γεγονός αυτό µετανόησαν, και από λησταί έγιναν µοναχοί στο κελί αυτό, και πέθαναν εκεί.
Μας είπε και αλλά θαύµατα -να µη σας τα λέω τώρα-, όπως ότι κάποτε δεν είχανε ψάρια για το πανηγύρι, και τους λέει ο γέροντας τους: «ετοιµάσατε όλα τα υπόλοιπα τα της πανηγύρεως και ο άγιος Γεώργιος θα φροντίσει για ψάρια», διότι είχε φουρτούνες εκείνες τις ήµερες. Και όντως! Την παραµονή του αγίου Γεωργίου ένα µεγάλο καΐκι ήρθε από την Καβάλα στο Βατοπέδι γεµάτο ψάρια. Ένας ψαράς φόρτωσε δυο κάσες εκλεκτά ψάρια σ' ένα µουλάρι, για να τα πούληση στις Καρυές. Όταν έφθασε στην περιοχή εκείνη του κελίου του αγίου Γεωργίου, φεύγει το καπίστρι από το χέρι του ψαρά και τρέχει το µουλάρι µπροστά. Εκείνη την στιγµή είχε και οµίχλη εκεί πέρα. «"Ε!», λέει. «Ξέρει τον δρόµο. Θα πάει στις Καρυές. Θα το βρω. Το ζώο δεν χάνεται. Ένας είναι ο δρόµος». Το ζώο όµως δεν ήρθε στις Καρυές. Έκανε µία παρακαµπτήριο και πήγε στο κελί του αγίου Γεωργίου. Με το κεφάλι του χτύπησε την πόρτα, και ανοίγοντας οι πατέρες βλέπουνε το µουλάρι φορτωµένο µε ψάρια. Έτσι τα κατέβασαν, έκαναν το πανηγύρι και την άλλη ηµέρα έµαθε ο ψαράς ότι τα ψάρια έφτασαν στον άγιο Γεώργιο. Και αλλά τέτοια θαύµατα µας είπε.
Εµείς στο τέλος τον ρωτήσαµε: «Γέροντα Γεώργιε, σε βλέπουµε υγιέστατο». Γέρος µεν 80 χρονών, αλλά στεκόταν πολύ καλά στην υγεία του. Θυµόµαστε, ότι ήταν πολύ φιλακόλουθος και ερχότανε σ' όλες τις αγρυπνίες του ναού του Πρωτάτου. Μάλιστα περνούσε από το κελί µας λίγο νωρίτερα για να ξεκούραστη, έπινε ένα τσαγάκι µέχρι να χτυπήσει ή καµπάνα και µετά πήγαινε στην αγρυπνία και καθόταν όλη την νύκτα. Ήταν και φιλόµουσος. Έψαλλε κι' ολας. Παρ' ότι ήτανε αγράµµατος, είχε πολύ µεράκι και πόθο. Εµείς που είµαστε νέοι δεν έχουµε τέτοιο πόθο. Αυτό, γεροντάκι, µε τόση αδυναµία, να έρχεται µε το µπαστουνάκι του από εκεί µία ώρα -τόσο απείχε το κελί του- σ' όλες τις αγρυπνίες και να κάθεται ώρες ολόκληρες!
Γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ µεγάλες οι αγρυπνίες. Τώρα διαρκεί 6-7 ώρες ή αγρυπνία. Τότε 11, 12, 13 ώρες... Πώς άντεχε αυτό το γεροντάκι! Και όλοι οι πατέρες τότε, πιο σκληροί ήταν. Είχε και πολλή αγάπη και ελεηµοσύνη. ∆εν έλεγε για κανέναν κακό. Όλους τους αγαπούσε και ήθελε να προσφέρει ότι µπορούσε. Έκανε πανηγύρι κάθε χρόνο του αγίου Γεωργίου.
Έκανε λουκουµάδες και µοίραζε στον κόσµο. Αυτό πού µου έκανε ιδιαιτέρα εντύπωση ήταν ότι ότι έκανε το έκανε µε πολλή χαρά και προθυµία. Όσο περισσότεροι πατέρες πηγαίνανε, τόσο περισσότερο χαιρότανε. Αυτά ήταν ευλογηµένα γεροντάκια. Του λέµε τότε: «Γέροντα, µας είπες ότι στα ογδόντα σου θα κοιµηθείς. Φέτος συµπληρώνεις ογδόντα». «Ναι», λέει. «Εγώ το πιστεύω, πατέρες, ότι φέτος φεύγω». «Μα πως θα φυγής;». «Φέτος φεύγω από την ζωή αυτή, διότι έτσι µου είχε πει ο γέροντας µου πριν 40 χρόνια, ότι όταν φτάσεις στα ογδόντα σου, τότε θα κοιµηθείς». Πήραµε την ευλογία του και του φιλήσαµε το χέρι. Φύγαµε χαρούµενοι, και περισσότερο ο π. Γεννάδιος, πού είχε και την καρδιά µε την Παναγία στο χέρι. Και όντως! Ήταν Ιούνιος µήνας τότε πού πήγαµε. Τον Σεπτέµβριο αρρωσταίνει για µια βδοµάδα.
Τον παίρνουν οι πατέρες οι Τριγωνάδες, ο πατήρ Νικόλαος µε τον παπά-∆ηµήτρη, και σε µια βδοµάδα κοιµήθηκε. Ακριβώς εκείνη την χρονιά, όπως του το 'χε πει ο γέροντας του πριν 40 χρόνια. Μάλιστα είχε δει και µερικά οράµατα. Μας έλεγε ο π. Νικόλαος, ότι ο π. Γεώργιος µια-δυό µέρες πριν κοιµηθεί είχε δει µία πλούσια τράπεζα, στην οποία συµµετείχε και αυτός, και είχε πολλή χαρά. Του έλεγε ο π. Νικόλαος: «Αύτη θα είναι ή τράπεζα του Παραδείσου». «Εγώ δεν είµαι άξιος να πάω εκεί πέρα», απαντούσε.
Μάλιστα είχε δει και τον παραδελφό του και τον γέροντα του, τον π. Ευλόγιο, µε πολύ φωτεινά πρόσωπα στην τράπεζα. Πιθανόν να ήταν όλα αυτά σηµεία αγιότητας, γιατί ο καηµένος ήρθε απ' το Σουφλί µικρό παιδί και µέχρι τα βαθειά του γεράµατα -µέχρι τα ογδόντα του- παρέµεινε εδώ στο περιβόλι της Παναγίας µας, διακονώντας τον άγιο Γεώργιο και τους πατέρες. Πριν 4-5 χρόνια ο π. Παχώµιος, ο παραδελφός του -ζούσε τότε- έστειλε τον π. Γεώργιο να κάλεση για τον άγιο Γεώργιο όλους τους πατέρες µε τα εξής λόγια: «Ευχάς και ευλογίας του αγίου Γεωργίου. Να ρθήτε να κάνουµε φέτος διπλό πανηγύρι». Ήρθε και σε µας εδώ. Μάλιστα ήµασταν στο εργαστήριο. Του λέει ο γέροντας, ο π. Ιωασάφ: «τί διπλό πανηγύρι θα 'χουµε;». «Ε!», άπαντα. «Θα 'χουµε την εξόδιο ακολουθία του γέροντος, του παραδελφού µου πατρός Παχωµίου, και µετά τον άγιο Γεώργιο». «Καλά, πέθανε ο γέροντας;», του λέµε. Ήταν 15 µέρες πριν τον Αι-Γιώργη. «Όχι», λέει. «∆εν πέθανε, αλλά µου είπε να σας πω έτσι. Ορίστε να πανηγυρίσουµε διπλό πανηγύρι φέτος». Και ενώ παραξενευτήκαµε εµείς, πώς 15 µέρες πριν το πανηγύρι του αγίου Γεωργίου και ενώ ζούσε ο π. Παχώµιος µας καλεί τώρα, να κάνουµε την κηδεία του γέροντα (του π. Παχωµίου) καινά κάνουµε και το πανηγύρι, όντως την προπαραµονή της πανηγύρεως κοιµήθηκε ο παραδελφός του, ο π. Παχώµιος, την παραµονή έγινε ή κηδεία του και µετά ο Μέγας Εσπερινός του αγίου Γεωργίου.
Πήγε ο γέροντας Ιγνάτιος Εγώ µε τον γέρο-Ιωασάφ τον γέροντα µας, πήγαµε στην Μονή Ζωγράφου, πού και σ' αυτήν γιορτάζει ο άγιος Γεώργιος.
Πατήρ Χαράλαµπος ο κοµποσκοινάς
Εδώ αξιωθήκαµε να γνωρίσουµε και έναν άλλο σεβαστό γέροντα, πού και αυτός είχε δείξει σηµεία αγιότητος, τον π. Χαράλαµπο τον κοµποσκοινά. Αυτός, απ' ότι µας έλεγε, αξιώθηκε να δη πολλά σηµεία- την Παναγία µας, αγίους Αγγέλους, και ότι πολλά θαύµατα του συνέβησαν. Μια µέρα κατεβαίναµε µ ε τον πρωτοσύγκελο Θεσσαλονίκης (τον π. Ιωάννη Τασία) στην Ιβήρων και τον βλέπουµε να είναι ξαπλωµένος σ' ένα χαντάκι πού περνάν τα νερά δίπλα στον δρόµο. Ενώ περνούσανε τα αυτοκίνητα συνέχεια και κάνανε πολλή σκόνη, αυτός εκεί έπλεκε κοµποσκοίνι, και τα ρούχα του παλιόρασα- νόµιζες ότι άστραφταν, ότι ήτανε από µετάξι δεν τον άγγιζε ή σκόνη. Είχε ένα χωράφι µε κουκιά.
Θυµάµαι µια µέρα πού πήγαµε εκεί, είχε µπει σε µια τρύπα πού υπήρχε στο χωράφι, είχε βάλει χόρτα µέσα και, επειδή του πονούσαν τα πόδια του καηµένου, τα είχε βάλει λίγο ψηλά. Έπλεκε συνέχεια κοµποσκοίνι και έλεγε συνέχεια την ευχή. Αυτό µας έκανε εντύπωση. Συνέχεια έλεγε την ευχή, δεν σταµατούσε καθόλου. Τον φωνάζουµε: «Γέροντα Χαραλάµπη, που είσαι;». «Εδώωω! είµαι». Ψάχνουµε, -ψάχνουµε µέσα στα κουκιά και τον βρήκαµε µέσα σε µια γούβα. Αυτός ένα διάστηµα είχε κάνει σ' ένα κελί εδώ στις Καρυές, του αγίου Χαραλάµπους, που είναι πίσω από τον ναό του Πρωτάτου. Μια µέρα καθότανε στην απλωταριά του και έπλεκε κοµποσκοίνι.
Όπως ακουµπούσε επάνω στην κουπαστή -ήταν ετοιµόρροπη ή κουπαστή- από το βάρος του, επειδή ήταν και γιγαντόσωµος, υποχωρεί ή κουπαστή και πέφτει κάτω. Φωνάζει: «Παναγία µου, µ' αυτό τον θάνατο θα φύγω απ' αυτή την ζωή;» Από κάτω ήταν όλο πέτρες, θα σκοτωνότανε. Εκείνη την στιγµή µία αόρατη δύναµη ήρθε και τον έβαλε επάνω στο µπαλκόνι, και βρέθηκε καθήµενος στο µπαλκόνι. Πολλά σηµεία µας έλεγε αυτός, πάρα πολλά είδε. Στο τέλος γηροκοµήθηκε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Τον πήρανε εκεί οι πατέρες, γιατί δεν µπορούσε άλλο να υπηρέτηση τον εαυτό του. Έµενε στην Καψάλα. Αυτός ήτανε από την Μικρά Ασία. Στο Άγιο Όρος ήρθε µεγάλος, αν και καλογέρευε από λαϊκός και ήτανε γενειοφόρος. Έλαβε µέρος και στον ανταρτικό πόλεµο, στα αντάρτικα του '40, µε τους Γερµανούς. Ήταν στον πόλεµο µε τους Γερµανούς και µετά στα αντάρτικα.
Μάλιστα µας είπε ότι κουβαλούσε πολεµοφόδια µε τα µουλάρια επάνω στα βουνά. «Κάποτε», µας είπε, «βρεθήκαµε σ' έναν λόφο που έβαλλαν θεριστική βολή οι Γερµανοί. Όσοι βρεθήκανε εκεί στον λόφο όλοι σκοτωθήκανε εκτός ελαχίστων. Έπεφταν δίπλα οι οβίδες και εγώ προσπαθούσα να διαπιστώσω αν τα 'χω τα χέρια µου, το 'χω το στήθος µου η µου έφυγε; Με σκέπασαν τα χώµατα και δεν µε έπιανε βολή, γιατί είχα Τίµιο Ξύλο πάνω µου, και πίστευα. Όσοι φαντάροι το αντιλήφθηκαν, πιάστηκαν απ' τα ρούχα µου. Μόνο αυτοί σωθήκανε. Όλοι οι άλλοι σκοτωθήκανε πάνω στον λόφο».
Ήταν νεαρός τότε. Μια µέρα µου λέει ο πρωτοσύγκελος της Θεσσαλονίκης: «Πάµε, πάτερ Βασίλειε, να δούµε τον γέροΧαραλάµπη απ' την Σταυρονικήτα, γιατί έχω µια στεναχώρια µεγάλη. Έχω την Ροτόντα και αυτοί οι Αρχαιολόγοι δεν µας αφήνουν να λειτουργήσουµε µέσα. Πάµε να δούµε, τί θα µας πει. Να του πούµε γι' αυτό το θέµα που µε προβληµατίζει, γιατί µε έχουν βάλει στο στόχαστρο οι Αρχαιολόγοι». Του λέω: «Γέροντα είναι λίγο αργά -σούρουπο ήτανε- στο µοναστήρι είναι λίγο δύσκολα να πάµε τέτοια ώρα». «∆εν πειράζει, µια και βρίσκοµαι εδώ πέρα, γιατί αύριο το πρωί θα φύγω και δεν έχω χρόνο». Τρέχουµε. Πηγαίνουµε στου Σταυρονικήτα. Iσα - ίσα που προλάβαµε την πόρτα. Προσκυνήσαµε τον άγιο Νικόλαο και πήγαµε στον
γέροντα Χαραλάµπη. Μας λέει: «Τέτοια ώρα δεν κάνουν επισκέψεις στα µοναστήρια, αλλά κάνουν προσευχή». Πριν προλάβει ο Πρωτοσύγκελος να τον ρωτήσει για τον Άγιο Γεώργιο, την Ροτόντα, τί θα γίνει, του λέει ο π. Χαραλάµπης: «Να ξέρετε όµως πατέρες, ότι ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος έχει ένα κοντάρι τρία µέτρα! Και όσους του πάνε ενάντια θα τους αρχίσει µε αυτό το κοντάρι». Τα 'χασε ο πρωτοσύγκελος. Και άλλα τέτοια µας είπε, πού θαύµασε ο πρωτοσύγκελος: «Για δες! Που ήξερε αυτός ο άνθρωπος ότι εµείς ήλθαµε γι' αυτόν τον λόγο εδώ, για να τον ρωτήσουµε για τον ναό του αγίου Γεωργίου, για το τί θα γίνει, και µας είπε ότι θα τους κυνηγήσει µε το κοντάρι του ο άγιος Γεώργιος!».
Από αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ερχότανε πολύ τακτικά στο κελί µας, ωφεληθήκαµε πάρα πολύ, γιατί µόνο που καθόµασταν δίπλα του, γαληνεύαµε. Καθόταν εδώ πέρα και έπλεκε, ή καθόταν κάτω στο εργαστήρι και συνέχεια έπλεκε και έλεγε την ευχή και µας έλεγε ιστορίες από την πατρίδα του, από τα νεανικά του χρόνια, από το Άγιον Όρος. Όλα πνευµατικά, δεν έλεγε τίποτα κοσµικό. Όλα όσα είχαν σχέση µε την ωφέλεια της ψυχής. Τίποτα περιττό. Και µάλιστα µεµφόµενος τον εαυτό του έλεγε: «Ουαί ο λάλων και µη ποιών». Ερχόταν καµιά φορά κοσµικοί. Τον ρωτούσαν: «Τί να κάνουµε γέρο-Χαραλάµπη; Πες µας µονολεκτικά κάτι, κάποια διδαχή». Και τους έλεγε: «Έκκλινον από κάκου και ποίησον αγαθόν». Και πολλές παρόµοιες σοφές κουβέντες. Αυτά µε τον γέροντα Χαραλάµπη.
Υπάρχουν πολλές βέβαια ιστορίες του, αλλά δεν τις θυµάµαι. Και ο π. Ιγνάτιος έχει ακούσει πάρα πολλές. Πάντως αυτό πού έµεινε στην µνήµη µας είναι, ότι είχαµε µία χαρά όταν πηγαίναµε να συναντήσουµε αυτούς τους ανθρώπους, διότι είχανε πολλή αγάπη και ανεξικακία. ∆εν είχανε κακία για κανέναν, και αν τους έκανε κάτι κάποιος τον συγχωρούσανε. ∆εν κρατούσανε. Ήταν σαν προβατάκια αθώα. Και χαιρόσουν αυτούς τους ανθρώπους να τους συναναστρέφεσαι. ∆εν έβλεπες κακία και µίσος, αν και τους πολεµούσε και αυτούς ο πειρασµός µε διαφόρους τρόπους µέσω των αδελφών.
Ό Ρουµάνος µε τα πουλάκια
ο Γέροντας µας, ο π. Ιωάσαφ, έµαθε µουσικά στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα στον µέγα πρωτοψάλτη τότε, στον Συνέσιο τον Σταυρονικητιανό, πού τον λέγανε «το αηδόνι του Αγίου Όρους». Μια µέρα -γιατί σαν νέο και αυτόν τον έπιανε καµιά φορά πειρασµός, µελαγχολία-, σκεφτότανε να φυγή στον κόσµο, και τα λοιπά, γιατί τάχα εδώ δεν έχει πνευµατικούς ανθρώπους. Του λέει τότε ο δάσκαλος του, ο π. Συνέσιος: «Έλα να σε πάω να δεις ότι και µέχρι σήµερα υπάρχουν άγιοι άνθρωποι εδώ στο Άγιον Όρος». Πάνε προς την Μονή Παντοκράτορας. Είχε κάτι ασκητήριο εκεί. Σε µια περιοχή εκεί έχει ένα κελλάκι πάνω από την θάλασσα πολύ όµορφο, τον Τίµιο Πρόδροµο. Εκεί κοντά βρίσκουν έναν Ρουµάνο γέροντα, δεν θυµάµαι πώς τον λέγανε, στον πατέρα Συνέσιο βέβαια γνωστό. «Να δεις», του λέει, «αυτός πόσο έχει εξοικειωθεί µε την φύση, και τα ζώα δεν τον φοβούνται και έρχονται κοντά του». «Όταν φθάσαµε εκεί», συνέχισε ο Γέροντας µας, «µας κέρασε ένα σύκο, λίγο νεράκι και λίγο τσίπουρο». Του λέει ο π. Συνέσιος: «Γέροντα, θα φωνάξεις να έρθουν τα πουλάκια εδώ πέρα;». Αµέσως αρχινάει ο Ρουµάνος µε την δική του γλώσσα να τα καλή. Τότε απ' όλα τα σηµεία του ορίζοντος τρέχανε τα πουλάκια και ερχότανε σ' αυτόν. Καθότανε επάνω του, από το κεφάλι του µέχρι τα πόδια του, επάνω στα ρούχα του, πάνω στα χέρια του, στον ώµο του, στο κεφάλι του. Όλο γεµάτο πουλάκια. Μόλις το είδε ο γέροντας µας θαύµασε. Απόρησε που υπάρχουνε τέτοιοι άνθρωποι, που δεν τους φοβούνται τα ζώα.
Είχε ηµερέψει και άλλα ζωάκια, αλεπούδες, λαγούς κ.τ.λ. Μας έλεγε ο Γέροντας: «Για, να δοκιµάσω τώρα και εγώ. Πάω και εγώ να πω κάποια λόγια παρόµοια µε αυτά του Ρουµάνου ασκητή, αλλά κανένα πουλί δεν πάτησε σε µένα, µόνο στον Ρουµάνο». Το είδε αυτό το πράγµα ο Γέροντας µας και θαύµασε. Όχι ένα πουλάκι. Γεµάτο! Γέµισε πουλάκια! Γύρω-γύρω φτερουγίζανε. Ένα θαυµαστό πράγµα ήταν αυτό. Άγρια πουλιά. Μας έκανε και εµάς εντύπωση αυτό το πράγµα πού µας διηγήθηκε ο Γέροντας. Αυτά για τον Ρουµάνο. Αυτά εκεί στην Καψάλα, κοντά στην Μονή Σταυρονικήτα προς Παντοκράτορα.
Γέρων Πανάρετος Παντοκρατορινός
Στην Μονή Παντοκράτορας υπήρχε ένας απλούστατος γέροντας, αγράµµατος αλλά πολύ καλόκαρδος, ο π. Πανάρετος, -τον προλάβαµε και µείς-. Αυτός έκανε τον ταχυδρόµο του Μοναστηρίου. Τότε δεν είχε δρόµους· µε τα ζώα πηγαίνανε. Αυτός όµως επειδή ήτανε δυνατός στον οργανισµό, πήγαινε µε τα πόδια κάθε µέρα. Είχε έναν µεγάλο σάκο. Του είχε αναθέσει το Μοναστήρι να έρχεται εδώ στις Καρυές να παίρνει το ταχυδροµείο και να το πηγαίνει στο Μοναστήρι. Μάλιστα, για να τον πειράξουνε λίγο, για να γελάν οι πατέρες εκεί πέρα -ό π. Ευθύµιος και άλλοι προϊστάµενοι-, του αγοράσανε µια ντουντούκα, όπως είχανε οι παλιοί ταχυδρόµοι. «Ντούουου!», φυσούσε και σφύριζε. Του είπαν: «Όταν θα έρχεσαι πάνω στον Σταυρό, απ' οπού φαίνεται το µοναστήρι, θα σφυρίζεις, να ακούµε ότι έρχεσαι». Αυτός όµως είχε τέτοια παιδική ψυχή, πού έκανε τόσο µεγάλη χαρά, σαν να του είχαν δώσει το πιο πολύτιµο πράγµα, επειδή είχε πολλή απλότητα· σαν παιδί ήτανε.
Μια µέρα του λέει ένας αδελφός της Μονής, ο γέρο-Παρθένιος απ' την Πάρο: «Σε παρακαλώ, πάτερ Πανάρετε, τώρα πού ανεβαίνεις στις Καρυές, επειδή έχω γρίπη, πάρε µου λίγα πορτοκάλια από τον Ταλέα να φάω, γιατί µε ταλαιπωρεί τώρα λίγες µέρες ή ίωση αυτή· για να δυναµώσει ο οργανισµός µου. Έφθασε στις Καρυές. Όµως, σαν άνθρωπος και αυτός, ξέχασε να πάρει τα πορτοκάλια. Πήρε το ταχυδροµείο και επέστρεψε. Όταν όµως πλησίασε στο Μοναστήρι, το θυµήθηκε, αφού όµως είχε σφυρίξει όταν έφτασε στο ύψωµα απ' οπού φαίνεται το Μοναστήρι. «Έρχεται ο ταχυδρόµος», είπαν οι πατέρες, αλλά αν και περνούσε ή ώρα δεν φαινόταν. Μόλις θυµήθηκε τα πορτοκάλια, γύρισε πίσω στις Καρυές, -ή απόσταση είναι µιάµιση ώρα ανηφόρα-. ο καηµένος τόση αγάπη είχε, πού αναλογίσθηκε: «Πώς θα πάω να παρουσιαστώ στον γέροντα χωρίς τα πορτοκάλια». Γυρνάει πίσω, παρ' ότι ήταν χειµωνιάτικη ηµέρα και είχε αρχίσει να βραδιάζει. Παίρνει τα πορτοκάλια και επιστρέφει. Όµως νύχτωσε στον δρόµο και τον έπιασε και µία χιονοθύελλα ξαφνικά.
Αναγκάσθηκε να καθίσει κάτω από ένα δένδρο. «Παναγία µου», άρχισε να παρακαλεί, «σώσε µε να µην παγώσω». Τότε εµφανίζεται ξαφνικά µια µαυροφόρα κυρία µε ένα φαναράκι και του λέει: «Γέρο-Πανάρετε, ακολούθησε µε». Την ακολουθεί ο γέρο-Πανάρετος, και χωρίς να καταλάβει το πώς, βρέθηκε µέσα στον περίβολο του Μοναστηρίου. Μόλις τον είδανε, τρόµαξαν οι πατέρες. «Πώς; Ποιος;». «Αυτό και αυτό», τους λέει, «µία κυρία µ' έφερε». Μάλιστα παρήγγειλε σ' έναν αγιογράφο µία εικόνα της Παναγίας. Σ' αυτήν εικονίζεται ή Παναγία να οδηγεί τον γέρο-Πανάρετο στο Μοναστήρι. Και εγώ την είδα την εικόνα αύτη, και µου διηγήθηκαν µετά οι πατέρες το θαύµα αυτό. Αυτά επί των ηµερών µας τώρα, όχι εκείνον τον καιρό. -Τα σηµεία ακολουθούν την αρετή των ανθρώπων. Αυτός είχε τις αρετές της ταπεινώσεως και της αγάπης...
Οι «ζεύγαλοι» - ο γέρο-Κώστας
Αλλά και οι λαϊκοί πού µένουνε εδώ στο Άγιον Όρος παίρνουνε µία χάρη, παρ' ότι πολλές φορές βλέπουµε ότι δεν έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως µας σκανδαλίζουν. Μερικοί λένε: «Τί τους θέλουµε αυτούς τους κοσµικούς εδώ πέρα και δεν τους βγάζει έξω ή Ιερά Κοινότης». Σε παλαιότερη εποχή, απ' ότι µας λέει ο παπά-Ακάκιος των Παχωµαίων πού είναι µεγαλύτερος, αποφάσισε ή Ιερά Κοινότης να τους µαζέψει όλους αυτούς -εµείς τους λέγαµε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»- και να τους βγάλει έξω, να τους κάνη εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι περισσότεροι από αυτούς µεθούσανε, πέφτανε στους δρόµους, ζούσαν άσωτη ζωή. Τότε υπήρχαν τα καράβια τα µεγάλα, όπως το «Γεώργιος Φ», πού ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήµερο περνούσε από την ∆άφνη. Αυτή ήταν ή συγκοινωνία του Αγίου Όρους. Όταν τους µαζέψανε εκεί στην ∆άφνη, είπαν: «Μια πού είναι τώρα µαζεµένοι όλοι -ίσως να ήταν καµιά πενηνταριά άτοµα- να τους βγάλουµε µία φωτογραφία, έτσι για ανάµνηση, για την ιστορία, να τους έχουµε». Όταν έβγαλαν την φωτογραφία και έµφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ' όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία µας να τους σκεπάζει.
Παρουσιάστηκε ή Παναγία στην πλάκα, οπότε αποφάσισαν οι πατέρες να µη τους διώξουν: «Αφού ή Παναγία µας τους σκεπάζει, ποιοι είµαστε εµείς πού θα τους διώξουµε;». Γνωρίσαµε έναν απ' αυτούς, πού τον έλεγαν γέρο-Κώστα, ο όποιος έµενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε
ακόµα εκεί οι πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσοι. Είχανε εξώσπιτα απ1 έξω και ζούσανε κάποιοι απ5 αυτούς τους «ζεύγαλους»· Σ' ένα καλυβάκι εκεί ζούσε και ο γέρο-Κώστας. Έναν βαρύ χειµώνα είχε πέσει πολύ χιόνι και ο γέρο-Κώστας αρρώστησε από γρίπη. Είχε πέσει 60-70 πόντους χιόνι και δεν µπορούσε κανείς να πάει να τον δη. Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να τον δουν, και του λένε: «Γέρο-Κώστα πώς τα πέρασες µε το χιόνι; Ποιος σου έφερνε ψωµί εδώ πέρα; Είχες τρόφιµα να πέρασης;». «Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχηµα και θα πέθαινα από γρίπη, αλλά µία µαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόµπα µου και µ' έκανε και τσάι. Μου 'δινε και παξιµάδι και έτσι πέρασα αυτή την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήµουν πεθαµένος». Τον υπηρετούσε ή Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό...
Γέρο-Άντώνης Τσούκας
Επίσης ένας άλλος, ο γέρο-Αντώνης που ήταν στις ηµέρες µας -Τσούκας λεγόταν το επώνυµο του- ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του µεταξύ Ξηροποτάµου και Ρωσικού. Ήταν πολύ απλός. Από τεσσάρων χρονών τον είχε φέρει ο πατέρας του εδώ πέρα και δούλευε µαζί του στα δάση. Κόβανε ξύλα. Όποτε ερχόταν εδώ σε διάφορα πανηγύρια, τον θαύµαζα. Φορούσε κάτι ρούχα, που δεν γνώριζες από ποιο ύφασµα ήταν το ρούχο από τα µπαλώµατα. Μπάλωµα πάνω στο µπάλωµα και δεν τον πείραζε. Ήταν τόσο απλός, απέρριτος. Ζούσε πολύ ασκητικά, απ' ότι µας έλεγαν και οι πατέρες της Ξηροποτάµου. Μια µέρα ανεβαίνει από το Ξηροποτάµου εδώ στις Καρυές να µάθη πότε είναι ή Πασχαλιά, για να κοινωνήσει, γιατί νήστευε πολύ καιρό. Βρίσκει τον παπά-∆ηµήτρη τον Τρίγωνα. Μιλούσε έτσι χοντρά, και τον ρωτά: «Βρε παπά, δεν µου λες, πότε είναι φετο ή Πασχαλιά;». «Ε!», του λέει, «γέρο-Αντώνη τώρα ή Πασχαλιά; Ή Πασχαλιά πέρασε, έχει τρεις µήνες τώρα. Μεθαύριο έχουµε ∆εκαπενταύγουστο». «Ά.! καλά, δεν ξέρης εσύ απ' αυτά. Θα ρωτήσω καναν' άλλον πάτερ». Βρίσκει παρακάτω έναν άλλον: «∆ε µου λες πάτερ, πότε είναι φετο ή Πασχαλιά;», «Ε! γέρο-Άντώνη, τώρα ή Πασχαλιά; Ή Πασχαλιά πέρασε. Τώρα κοντεύει ∆εκαπενταύγουστος». «Σοβαρά; Αµ! εγώ δεν ξέρ' απ' αυτά. Βλέπεις τα χαρτιά τα 'χουν τα µοναστήρια και αυτοί ξέρουν πότε είναι ή Πασχαλιά. ∆εν έχω τα χαρτιά. Εγώ ακόµα δεν αρτύθηκα. Εγώ νηστεύω, θέλω να πάρω την µεταλαβιά. Γι' αυτό κατέβηκα, να µάθω πότε είναι ή Πασχαλιά». Λοιπόν, νήστευε τόσους µήνες, για να φτάσει το Πάσχα. ∆εν είχε πάρει χαµπάρι ότι πέρασε το Πάσχα. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Όταν κοιµήθηκε -τον βρήκαν κάποιοι προσκυνηταί πεθαµένο µέσα στο κελί του-, φωνάξαµε τον κυρΠαναγιώτη τον γιατρό απ' εδώ πέρα.
Μας έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης, πού ήτανε σοβαρός άνθρωπος: «Πήγα. ∆ιαπίστωσα ότι είχε κοιµηθεί πριν 20-30 ήµερες -έναν µήνα περίπου-, και ότι δεν είχε καµία δυσοσµία, καµία αλλοίωση το σώµα του. Απεναντίας ευωδίαζε όλος ο χώρος. Αυτό µ' έκανε φοβερή εντύπωση». Αυτά έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης ο Χατζηεµµανουήλ από την Μυτιλήνη. Πρέπει να ζει ακόµη. Στην Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι. Εδώ τον είχαµε δίπλα. Μας το έλεγε και µας συγκλόνισε αυτό το πράγµα. Αυτοί ήταν άγιοι, παρ' ότι ήταν λαϊκοί.
Γέρων Φανούριος, ο Ρουµάνος ασκητής από την Καψάλα
Οι γεροντάδες µας ήταν πολύ αυστηροί. Πηγαίναµε την Κυριακή στην Θ. Λειτουργία στο Πρωτάτο. Μετά το «Άξιον εστί» µας έπαιρναν -για να µη τελείωση ή Θ. Λειτουργία και µας πιάσει κουβέντα κανείς άλλος· να µη δούµε κανέναν- και το απόγευµα της Κυριακής µας έπαιρνε ή ο π. Ιωάσαφ ή ο π. Αγαθάγγελος και κάναµε καµιά βόλτα. Πηγαίναµε στα εξωκέλλια, πότε προς τα δω, πότε προς τα κάτω, πότε προς τα πέρα. Αυτή ήταν όλη ή έξοδος µας από το κελί µόνοι µας πουθενά. Ως επί το πλείστον πηγαίναµε στην Καψάλα και βλέπαµε ασκητές. Αυτό µας άρεσε πολύ, γιατί αναπαυόµασταν εκεί πέρα. Βλέπαµε πώς ζούσανε απλά, πολύ άπλα. Πάµε µια µέρα και βλέπουµε έναν γέροντα να διαβάζει ένα βιβλίο. Ήταν ο π. Φανούριος από την Ρουµανία. Έµενε στο κελί του αγίου Βασιλείου, εκεί που είχε ζήσει και αγίασε ο άγιος Θεόφιλος ο Μυροβλύτης.
Βλέπω µέσα στο κελί πού έµενε ότι είχε ένα κρεβάτι µε τάβλες ξύλινες και µια πέτρα για προσκέφαλο. Εγώ πρώτη φορά έβλεπα προσκέφαλο πέτρας. «Σ' αύτη την εποχή;», λέω. Κι' όµως! Το έκανε για άσκηση. Πόσα χρόνια έχει; Ίσως από το 1964. Το 1961-62 ήρθαµε εµείς εδώ πέρα. Μας έκανε µεγάλη εντύπωση, να βλέπεις έναν να κοιµάται στην πέτρα επάνω. Ούτε κουβέρτα από κάτω ούτε τίποτα· εξεπλάγηµεν. Μάλιστα, όταν πήγαµε εκεί πέρα, αυτός εξακολουθούσε να διαβάζει, σαν να µην ήταν άνθρωποι τριγύρω του. Τόσο αφοσιωµένος ήταν στην προσευχή. Προς ανατολάς κοιτούσε και προσευχότανε. Αυτά µας άρεζαν, γι' αυτό και µας πήγαιναν οι γεροντάδες µας προς τα εκεί. Ρώσους, Ρουµάνους, αλλά και Έλληνες είχε πολλούς.
Ηρωδίων ο Ρουµάνος Κάποτε πήγαµε µ ε ένα αδελφό, -τον πατέρα Νικόλαο, τον υποτακτικό του πατρός Αρσενίου του οδοντιάτρου-, να δούµε τον πατέρα Ήρωδίωνα, πού ήταν έγκλειστος 40 χρόνια. ο π. Νικόλαος του πήγαινε τρόφιµα στα τελευταία του. Μάλιστα, όταν ανακαλύφθηκε-παρουσιάστηκε τελευταία ο π. Ηρωδίων, ο π. Παίσιος όλους τους προσκυνητάς τους έστελνε εκεί: «Εγώ», τους έλεγε, «δεν είµαι τίποτε, δεν έχω αρετή.
Πηγαίνετε να πάρετε από κει την ευλογία του πατρός Ηρωδίωνος, γιατί αυτός έκανε µεγάλη άσκηση· έµεινε 40 χρόνια έγκλειστος µέσα σ' ένα κελλάκι». Όταν πήγαµε, άνοιξε µια µισόπορτα πού ήτανε κλεισµένη. Ήτανε σκεπασµένος µε µια κουρελιασµένη κουβέρτα. Επειδή ήτανε καµπούρης, λέω στον π. Νικόλαο: «∆ίνε του ένα-ένα τα τρόφιµα, και µάλιστα σήκωνε τα λίγο ψηλά, ώστε, καθώς θα τα παίρνει, να µπορέσω εγώ να τον φωτογραφήσω». Σήκωνε λίγο το κεφαλάκι του για να τα βλέπει, και έτσι του έβγαλα µερικές φωτογραφίες. Μετά από λίγο καιρό -κανέναν χρόνο-κοιµήθηκε. Λέγεται γι' αυτόν -µάλιστα έχει γράψει και ο π. Νικόλαος ο Μεσογαίας- ότι 40 χρόνια είχε κλεισθεί µέσα στο κελί. Λένε ότι, όταν λειτουργούσε, τον ξελειτουργούσαν Άγγελοι. Έτσι λένε οι πατέρες οι πέριξ.
Μόνο ένα παραθυράκι είχε, πού του αφήνανε οι πατέρες και οι προσκυνηταί κάποια τρόφιµα. ∆εν άνοιγε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Ήτανε έγκλειστος 40 χρόνια. Φοβερή άσκηση.
Πατήρ ∆αµασκηνός από την Κουτλουµουσιανή σκήτη
Τον π. ∆αµασκηνό από την Κουτλουµουσιανή σκήτη τον θαύµαζα. Του δίναµε κάθε χρόνο, όταν κάναµε την θεία Λιτανεία την δεύτερη µέρα του Πάσχα, ένα σκαµνί της Παναγίας, που το βάζουνε σε διάφορες στάσεις που κάνει ή Εικόνα (του «Άξιον εστίν»). Το σκαµνί αυτό ήτανε πολύ βαρύ, από ξύλο βαρύ. Όµως µε πολύ ζήλο και αγάπη το κουβαλούσε στους ώµους του ο π. ∆αµασκηνός, αν και ήταν γεροντάκι. Το είχε τάµα να κάνη αυτό το διακόνηµα. Να κουβαλάει το σκαµνί της Παναγίας. Πολύ ταπεινός, πάρα πολύ ταπεινός γέροντας. Ούτε µεγαλεία ήθελε ούτε τίποτε. Σ' όλη την Λιτανεία! Στα γεράµατα του πώς άντεχε! Και τον θαυµάζαµε.
Γέρο-Γιάννης ο λαϊκός από την Λήµνο
Ερχόταν από την Λήµνο µ' έναν γάιδαρο. Τον έβαζε και στο καράβι µέσα. Στον γέρο-Γιάννη µας έκανε εντύπωση ή απλότητα και ή ευλάβεια του. Αυτός δούλευε χρόνια πολλά εδώ στο Άγιο Όρος και στο τέλος ήρθε να πάρει ένα χαρτί από την Ιερά Κοινότητα, για να εισαχθεί στο γηροκοµείο Μυτιλήνης. Πριν από καιρό µ ε είχε ανταµώσει και µου λέει: «Πάτερ, θα µου κάνης µια εικονίτσα;». Του λέω: «Μπάρµπα-Γιάννη, εσύ δεν έχεις χρήµατα να πλήρωσης. Είναι ακριβές οι εικόνες». Λέει: «Αµ συ πολλά θα µου ζητήσεις, εγώ λίγα θα σου δώκω». «Ποια εικονίτσα θέλεις;» «Να! Είδα την Παναγία µια µέρα ξεκινώντας από το Ιβήρων να πάω στο Καρακάλου και µου λέει· "γύρνα πίσω και να πας αύριο, διότι θα πάθεις απόψε κακό". Εγώ έκανα υπακοή και γύρισα, αλλά είχα τόση χαρά». «Πώς την είδες την Παναγία;» «Την είδα πάνω σε συννεφάκια άσπρα, και όλα αυτά πού φορούσε, τα ενδύµατα της, ήταν λευκά. Πήρα τόση χαρά, και πήγα την άλλη µέρα στην Μονή Καρακάλου». Την παρήγγειλε τελικά την εικόνα στους Αναναίους. Ήρθε εδώ στο κελί µας την τελευταία µέρα της ζωής του, για να πάρουµε τηλέφωνο στους Αναναίους, αν ετοίµασαν την εικόνα, γιατί ο Μπάρµπα-Γιάννης ετοιµαζόταν να εισαχθεί στο γηροκοµείο Μυτιλήνης. Ήρθε να πάρει το χαρτί από την Κοινότητα, ότι δούλεψε
εδώ στο Άγιον Όρος. ο καηµένος ανέβαινε βογκώντας την σκάλα, γιατί είχε καρδιά, είχε ανεπάρκεια. Αύτη την τελευταία φορά πού ήρθε µας είπε ότι κοινώνησε.
Μάλιστα τον έπιασε και µια κρίση µέσα στην Πορταΐτισσα. Τον έβγαλαν λίγο έξω, συνήλθε, και ανέβηκε στις Καρυές για να πάρει το χαρτί. Το βράδυ όµως κοιµήθηκε εδώ πίσω από τον Ταλέα, τον έπιασε ή καρδιά του και πέθανε. ∆εν πρόλαβε να πάει στην Μυτιλήνη, γιατί ή Παναγία τον ήθελε εδώ πέρα. Τον έθαψαν εδώ στο κοιµητήρι στις Καρυές. Μας έλεγε, πώς είδε την Παναγία µας πάνω στα σύννεφα, και όταν πήραµε τηλέφωνο από εδώ στους Άναναίους του είπαν: «Μπαρµπα-Γιάννη, ή εικόνα εστάλη στο νησί. Όταν θα πάς, θα την βρεις εκεί». Είχε απλή ζωή. Φορούσε γουρουνοτσάρουχα -εµάς µας έκαναν εντύπωση-. Είχε και ένα ντουρβαδάκι από έναν τράγο, πού το έκανε µόνος του. Εγώ τον πείραζα: «Μπαρµπα-Γιάννη, να µου κάνης δώρο ένα ζευγάρι τσαρούχια». Έρχεται µια µέρα, µε την απλότητα πού είχε, και µου λέει: «Πάτερ, πάτερ, σου έφερα ένα δώρο». Μ' έφερε ένα ζευγάρι γουρουνοτσάρουχα. «Αυτά θα τα βάλετε στην έκθεση, και θα 'ρχονται οι Ευρωπαίοι να τα βλέπουνε, και να! θα πέφτει το χρήµα!». Γελούσα µε την απλότητα του ανθρώπου. Για αυτό και τον αξίωσε ή Παναγία και κοιµήθηκε εδώ πέρα. «Κλωνάρη», τον λέγανε. Μετά τον έβγαλαν «Μπάρµπα-Γιάννη». ∆εν λεγόταν «Μπάρµπα-Γιάννης». «Κλωνάρης» το επίθετο του ήτανε. Ήτανε απ' το Καρπενήσι και µετά πήγε στην Λήµνο. Κοιµόταν έξω στο δάσος, γιατί σ' όλη του την ζωή βοσκός ήτανε. Τότε είχαµε λύκους στο Άγιο Όρος. Πάει ένας λύκος µ ια νύχτα που κοιµόταν έξω στο δάσος και τον µύριζε γύρω-γύρω, επειδή τα γουρουνοτσάρουχα µυρίζανε. Λέει ο Μπάρµπα-Γιάννης: «Παναγία µου -έτρεµα από τον φόβο µου- αν µε βοηθήσεις και δεν µε πειράξει ο λύκος...». «Άντε που θα 'ταν λύκος, κανένας σκύλος θα 'τανε», του λέω. «Μια ζωή βοσκός ήµουνα. ∆εν ξέρω, δεν γνωρίζω τους λύκους;... Και αν δεν µε πειράξει, θα σου φέρω ένα δοχείο λάδι, Παναγία µου». Έφυγε ο λύκος. Τον µύρισε και έφυγε. Την άλλη µέρα πήρε από τον Ταλέα ένα δοχείο λάδι και το πήγε στο «Άξιον εστί», στην Παναγία µας. Απλοί άνθρωποι. Πολύ αστείος ήτανε.
Μιλούσε και έκανε αυτό το «άάχα-χααα». Του έλεγε ο γέροντας µας: «Τί κάνεις έτσι και θορυβείς; Αναστατώνεις τον κόσµο. Φωνάζεις». «Ά! γέροντα. Από µέσα µου έρχεται, από µέσα µου. Θα πάω Σαλώνικα. Οι γιατροί θα µου το θεραπεύσουν αυτό». Μας έκανε εντύπωση πού αξιώθηκε να δη την Παναγία µας επάνω στα σύννεφα µε λευκά φορέµατα, και έτσι αγιογράφησαν οι αδελφοί Αναναίοι την εικόνα.
Εδώ αξιωθήκαµε να γνωρίσουµε και έναν άλλο σεβαστό γέροντα, πού και αυτός είχε δείξει σηµεία αγιότητος, τον π. Χαράλαµπο τον κοµποσκοινά. Αυτός, απ' ότι µας έλεγε, αξιώθηκε να δη πολλά σηµεία- την Παναγία µας, αγίους Αγγέλους, και ότι πολλά θαύµατα του συνέβησαν. Μια µέρα κατεβαίναµε µ ε τον πρωτοσύγκελο Θεσσαλονίκης (τον π. Ιωάννη Τασία) στην Ιβήρων και τον βλέπουµε να είναι ξαπλωµένος σ' ένα χαντάκι πού περνάν τα νερά δίπλα στον δρόµο. Ενώ περνούσανε τα αυτοκίνητα συνέχεια και κάνανε πολλή σκόνη, αυτός εκεί έπλεκε κοµποσκοίνι, και τα ρούχα του παλιόρασα- νόµιζες ότι άστραφταν, ότι ήτανε από µετάξι δεν τον άγγιζε ή σκόνη. Είχε ένα χωράφι µε κουκιά.
Θυµάµαι µια µέρα πού πήγαµε εκεί, είχε µπει σε µια τρύπα πού υπήρχε στο χωράφι, είχε βάλει χόρτα µέσα και, επειδή του πονούσαν τα πόδια του καηµένου, τα είχε βάλει λίγο ψηλά. Έπλεκε συνέχεια κοµποσκοίνι και έλεγε συνέχεια την ευχή. Αυτό µας έκανε εντύπωση. Συνέχεια έλεγε την ευχή, δεν σταµατούσε καθόλου. Τον φωνάζουµε: «Γέροντα Χαραλάµπη, που είσαι;». «Εδώωω! είµαι». Ψάχνουµε, -ψάχνουµε µέσα στα κουκιά και τον βρήκαµε µέσα σε µια γούβα. Αυτός ένα διάστηµα είχε κάνει σ' ένα κελί εδώ στις Καρυές, του αγίου Χαραλάµπους, που είναι πίσω από τον ναό του Πρωτάτου. Μια µέρα καθότανε στην απλωταριά του και έπλεκε κοµποσκοίνι.
Όπως ακουµπούσε επάνω στην κουπαστή -ήταν ετοιµόρροπη ή κουπαστή- από το βάρος του, επειδή ήταν και γιγαντόσωµος, υποχωρεί ή κουπαστή και πέφτει κάτω. Φωνάζει: «Παναγία µου, µ' αυτό τον θάνατο θα φύγω απ' αυτή την ζωή;» Από κάτω ήταν όλο πέτρες, θα σκοτωνότανε. Εκείνη την στιγµή µία αόρατη δύναµη ήρθε και τον έβαλε επάνω στο µπαλκόνι, και βρέθηκε καθήµενος στο µπαλκόνι. Πολλά σηµεία µας έλεγε αυτός, πάρα πολλά είδε. Στο τέλος γηροκοµήθηκε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Τον πήρανε εκεί οι πατέρες, γιατί δεν µπορούσε άλλο να υπηρέτηση τον εαυτό του. Έµενε στην Καψάλα. Αυτός ήτανε από την Μικρά Ασία. Στο Άγιο Όρος ήρθε µεγάλος, αν και καλογέρευε από λαϊκός και ήτανε γενειοφόρος. Έλαβε µέρος και στον ανταρτικό πόλεµο, στα αντάρτικα του '40, µε τους Γερµανούς. Ήταν στον πόλεµο µε τους Γερµανούς και µετά στα αντάρτικα.
Μάλιστα µας είπε ότι κουβαλούσε πολεµοφόδια µε τα µουλάρια επάνω στα βουνά. «Κάποτε», µας είπε, «βρεθήκαµε σ' έναν λόφο που έβαλλαν θεριστική βολή οι Γερµανοί. Όσοι βρεθήκανε εκεί στον λόφο όλοι σκοτωθήκανε εκτός ελαχίστων. Έπεφταν δίπλα οι οβίδες και εγώ προσπαθούσα να διαπιστώσω αν τα 'χω τα χέρια µου, το 'χω το στήθος µου η µου έφυγε; Με σκέπασαν τα χώµατα και δεν µε έπιανε βολή, γιατί είχα Τίµιο Ξύλο πάνω µου, και πίστευα. Όσοι φαντάροι το αντιλήφθηκαν, πιάστηκαν απ' τα ρούχα µου. Μόνο αυτοί σωθήκανε. Όλοι οι άλλοι σκοτωθήκανε πάνω στον λόφο».
Ήταν νεαρός τότε. Μια µέρα µου λέει ο πρωτοσύγκελος της Θεσσαλονίκης: «Πάµε, πάτερ Βασίλειε, να δούµε τον γέροΧαραλάµπη απ' την Σταυρονικήτα, γιατί έχω µια στεναχώρια µεγάλη. Έχω την Ροτόντα και αυτοί οι Αρχαιολόγοι δεν µας αφήνουν να λειτουργήσουµε µέσα. Πάµε να δούµε, τί θα µας πει. Να του πούµε γι' αυτό το θέµα που µε προβληµατίζει, γιατί µε έχουν βάλει στο στόχαστρο οι Αρχαιολόγοι». Του λέω: «Γέροντα είναι λίγο αργά -σούρουπο ήτανε- στο µοναστήρι είναι λίγο δύσκολα να πάµε τέτοια ώρα». «∆εν πειράζει, µια και βρίσκοµαι εδώ πέρα, γιατί αύριο το πρωί θα φύγω και δεν έχω χρόνο». Τρέχουµε. Πηγαίνουµε στου Σταυρονικήτα. Iσα - ίσα που προλάβαµε την πόρτα. Προσκυνήσαµε τον άγιο Νικόλαο και πήγαµε στον
γέροντα Χαραλάµπη. Μας λέει: «Τέτοια ώρα δεν κάνουν επισκέψεις στα µοναστήρια, αλλά κάνουν προσευχή». Πριν προλάβει ο Πρωτοσύγκελος να τον ρωτήσει για τον Άγιο Γεώργιο, την Ροτόντα, τί θα γίνει, του λέει ο π. Χαραλάµπης: «Να ξέρετε όµως πατέρες, ότι ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος έχει ένα κοντάρι τρία µέτρα! Και όσους του πάνε ενάντια θα τους αρχίσει µε αυτό το κοντάρι». Τα 'χασε ο πρωτοσύγκελος. Και άλλα τέτοια µας είπε, πού θαύµασε ο πρωτοσύγκελος: «Για δες! Που ήξερε αυτός ο άνθρωπος ότι εµείς ήλθαµε γι' αυτόν τον λόγο εδώ, για να τον ρωτήσουµε για τον ναό του αγίου Γεωργίου, για το τί θα γίνει, και µας είπε ότι θα τους κυνηγήσει µε το κοντάρι του ο άγιος Γεώργιος!».
Από αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ερχότανε πολύ τακτικά στο κελί µας, ωφεληθήκαµε πάρα πολύ, γιατί µόνο που καθόµασταν δίπλα του, γαληνεύαµε. Καθόταν εδώ πέρα και έπλεκε, ή καθόταν κάτω στο εργαστήρι και συνέχεια έπλεκε και έλεγε την ευχή και µας έλεγε ιστορίες από την πατρίδα του, από τα νεανικά του χρόνια, από το Άγιον Όρος. Όλα πνευµατικά, δεν έλεγε τίποτα κοσµικό. Όλα όσα είχαν σχέση µε την ωφέλεια της ψυχής. Τίποτα περιττό. Και µάλιστα µεµφόµενος τον εαυτό του έλεγε: «Ουαί ο λάλων και µη ποιών». Ερχόταν καµιά φορά κοσµικοί. Τον ρωτούσαν: «Τί να κάνουµε γέρο-Χαραλάµπη; Πες µας µονολεκτικά κάτι, κάποια διδαχή». Και τους έλεγε: «Έκκλινον από κάκου και ποίησον αγαθόν». Και πολλές παρόµοιες σοφές κουβέντες. Αυτά µε τον γέροντα Χαραλάµπη.
Υπάρχουν πολλές βέβαια ιστορίες του, αλλά δεν τις θυµάµαι. Και ο π. Ιγνάτιος έχει ακούσει πάρα πολλές. Πάντως αυτό πού έµεινε στην µνήµη µας είναι, ότι είχαµε µία χαρά όταν πηγαίναµε να συναντήσουµε αυτούς τους ανθρώπους, διότι είχανε πολλή αγάπη και ανεξικακία. ∆εν είχανε κακία για κανέναν, και αν τους έκανε κάτι κάποιος τον συγχωρούσανε. ∆εν κρατούσανε. Ήταν σαν προβατάκια αθώα. Και χαιρόσουν αυτούς τους ανθρώπους να τους συναναστρέφεσαι. ∆εν έβλεπες κακία και µίσος, αν και τους πολεµούσε και αυτούς ο πειρασµός µε διαφόρους τρόπους µέσω των αδελφών.
Ό Ρουµάνος µε τα πουλάκια
ο Γέροντας µας, ο π. Ιωάσαφ, έµαθε µουσικά στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα στον µέγα πρωτοψάλτη τότε, στον Συνέσιο τον Σταυρονικητιανό, πού τον λέγανε «το αηδόνι του Αγίου Όρους». Μια µέρα -γιατί σαν νέο και αυτόν τον έπιανε καµιά φορά πειρασµός, µελαγχολία-, σκεφτότανε να φυγή στον κόσµο, και τα λοιπά, γιατί τάχα εδώ δεν έχει πνευµατικούς ανθρώπους. Του λέει τότε ο δάσκαλος του, ο π. Συνέσιος: «Έλα να σε πάω να δεις ότι και µέχρι σήµερα υπάρχουν άγιοι άνθρωποι εδώ στο Άγιον Όρος». Πάνε προς την Μονή Παντοκράτορας. Είχε κάτι ασκητήριο εκεί. Σε µια περιοχή εκεί έχει ένα κελλάκι πάνω από την θάλασσα πολύ όµορφο, τον Τίµιο Πρόδροµο. Εκεί κοντά βρίσκουν έναν Ρουµάνο γέροντα, δεν θυµάµαι πώς τον λέγανε, στον πατέρα Συνέσιο βέβαια γνωστό. «Να δεις», του λέει, «αυτός πόσο έχει εξοικειωθεί µε την φύση, και τα ζώα δεν τον φοβούνται και έρχονται κοντά του». «Όταν φθάσαµε εκεί», συνέχισε ο Γέροντας µας, «µας κέρασε ένα σύκο, λίγο νεράκι και λίγο τσίπουρο». Του λέει ο π. Συνέσιος: «Γέροντα, θα φωνάξεις να έρθουν τα πουλάκια εδώ πέρα;». Αµέσως αρχινάει ο Ρουµάνος µε την δική του γλώσσα να τα καλή. Τότε απ' όλα τα σηµεία του ορίζοντος τρέχανε τα πουλάκια και ερχότανε σ' αυτόν. Καθότανε επάνω του, από το κεφάλι του µέχρι τα πόδια του, επάνω στα ρούχα του, πάνω στα χέρια του, στον ώµο του, στο κεφάλι του. Όλο γεµάτο πουλάκια. Μόλις το είδε ο γέροντας µας θαύµασε. Απόρησε που υπάρχουνε τέτοιοι άνθρωποι, που δεν τους φοβούνται τα ζώα.
Είχε ηµερέψει και άλλα ζωάκια, αλεπούδες, λαγούς κ.τ.λ. Μας έλεγε ο Γέροντας: «Για, να δοκιµάσω τώρα και εγώ. Πάω και εγώ να πω κάποια λόγια παρόµοια µε αυτά του Ρουµάνου ασκητή, αλλά κανένα πουλί δεν πάτησε σε µένα, µόνο στον Ρουµάνο». Το είδε αυτό το πράγµα ο Γέροντας µας και θαύµασε. Όχι ένα πουλάκι. Γεµάτο! Γέµισε πουλάκια! Γύρω-γύρω φτερουγίζανε. Ένα θαυµαστό πράγµα ήταν αυτό. Άγρια πουλιά. Μας έκανε και εµάς εντύπωση αυτό το πράγµα πού µας διηγήθηκε ο Γέροντας. Αυτά για τον Ρουµάνο. Αυτά εκεί στην Καψάλα, κοντά στην Μονή Σταυρονικήτα προς Παντοκράτορα.
Γέρων Πανάρετος Παντοκρατορινός
Στην Μονή Παντοκράτορας υπήρχε ένας απλούστατος γέροντας, αγράµµατος αλλά πολύ καλόκαρδος, ο π. Πανάρετος, -τον προλάβαµε και µείς-. Αυτός έκανε τον ταχυδρόµο του Μοναστηρίου. Τότε δεν είχε δρόµους· µε τα ζώα πηγαίνανε. Αυτός όµως επειδή ήτανε δυνατός στον οργανισµό, πήγαινε µε τα πόδια κάθε µέρα. Είχε έναν µεγάλο σάκο. Του είχε αναθέσει το Μοναστήρι να έρχεται εδώ στις Καρυές να παίρνει το ταχυδροµείο και να το πηγαίνει στο Μοναστήρι. Μάλιστα, για να τον πειράξουνε λίγο, για να γελάν οι πατέρες εκεί πέρα -ό π. Ευθύµιος και άλλοι προϊστάµενοι-, του αγοράσανε µια ντουντούκα, όπως είχανε οι παλιοί ταχυδρόµοι. «Ντούουου!», φυσούσε και σφύριζε. Του είπαν: «Όταν θα έρχεσαι πάνω στον Σταυρό, απ' οπού φαίνεται το µοναστήρι, θα σφυρίζεις, να ακούµε ότι έρχεσαι». Αυτός όµως είχε τέτοια παιδική ψυχή, πού έκανε τόσο µεγάλη χαρά, σαν να του είχαν δώσει το πιο πολύτιµο πράγµα, επειδή είχε πολλή απλότητα· σαν παιδί ήτανε.
Μια µέρα του λέει ένας αδελφός της Μονής, ο γέρο-Παρθένιος απ' την Πάρο: «Σε παρακαλώ, πάτερ Πανάρετε, τώρα πού ανεβαίνεις στις Καρυές, επειδή έχω γρίπη, πάρε µου λίγα πορτοκάλια από τον Ταλέα να φάω, γιατί µε ταλαιπωρεί τώρα λίγες µέρες ή ίωση αυτή· για να δυναµώσει ο οργανισµός µου. Έφθασε στις Καρυές. Όµως, σαν άνθρωπος και αυτός, ξέχασε να πάρει τα πορτοκάλια. Πήρε το ταχυδροµείο και επέστρεψε. Όταν όµως πλησίασε στο Μοναστήρι, το θυµήθηκε, αφού όµως είχε σφυρίξει όταν έφτασε στο ύψωµα απ' οπού φαίνεται το Μοναστήρι. «Έρχεται ο ταχυδρόµος», είπαν οι πατέρες, αλλά αν και περνούσε ή ώρα δεν φαινόταν. Μόλις θυµήθηκε τα πορτοκάλια, γύρισε πίσω στις Καρυές, -ή απόσταση είναι µιάµιση ώρα ανηφόρα-. ο καηµένος τόση αγάπη είχε, πού αναλογίσθηκε: «Πώς θα πάω να παρουσιαστώ στον γέροντα χωρίς τα πορτοκάλια». Γυρνάει πίσω, παρ' ότι ήταν χειµωνιάτικη ηµέρα και είχε αρχίσει να βραδιάζει. Παίρνει τα πορτοκάλια και επιστρέφει. Όµως νύχτωσε στον δρόµο και τον έπιασε και µία χιονοθύελλα ξαφνικά.
Αναγκάσθηκε να καθίσει κάτω από ένα δένδρο. «Παναγία µου», άρχισε να παρακαλεί, «σώσε µε να µην παγώσω». Τότε εµφανίζεται ξαφνικά µια µαυροφόρα κυρία µε ένα φαναράκι και του λέει: «Γέρο-Πανάρετε, ακολούθησε µε». Την ακολουθεί ο γέρο-Πανάρετος, και χωρίς να καταλάβει το πώς, βρέθηκε µέσα στον περίβολο του Μοναστηρίου. Μόλις τον είδανε, τρόµαξαν οι πατέρες. «Πώς; Ποιος;». «Αυτό και αυτό», τους λέει, «µία κυρία µ' έφερε». Μάλιστα παρήγγειλε σ' έναν αγιογράφο µία εικόνα της Παναγίας. Σ' αυτήν εικονίζεται ή Παναγία να οδηγεί τον γέρο-Πανάρετο στο Μοναστήρι. Και εγώ την είδα την εικόνα αύτη, και µου διηγήθηκαν µετά οι πατέρες το θαύµα αυτό. Αυτά επί των ηµερών µας τώρα, όχι εκείνον τον καιρό. -Τα σηµεία ακολουθούν την αρετή των ανθρώπων. Αυτός είχε τις αρετές της ταπεινώσεως και της αγάπης...
Οι «ζεύγαλοι» - ο γέρο-Κώστας
Αλλά και οι λαϊκοί πού µένουνε εδώ στο Άγιον Όρος παίρνουνε µία χάρη, παρ' ότι πολλές φορές βλέπουµε ότι δεν έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως µας σκανδαλίζουν. Μερικοί λένε: «Τί τους θέλουµε αυτούς τους κοσµικούς εδώ πέρα και δεν τους βγάζει έξω ή Ιερά Κοινότης». Σε παλαιότερη εποχή, απ' ότι µας λέει ο παπά-Ακάκιος των Παχωµαίων πού είναι µεγαλύτερος, αποφάσισε ή Ιερά Κοινότης να τους µαζέψει όλους αυτούς -εµείς τους λέγαµε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»- και να τους βγάλει έξω, να τους κάνη εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι περισσότεροι από αυτούς µεθούσανε, πέφτανε στους δρόµους, ζούσαν άσωτη ζωή. Τότε υπήρχαν τα καράβια τα µεγάλα, όπως το «Γεώργιος Φ», πού ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήµερο περνούσε από την ∆άφνη. Αυτή ήταν ή συγκοινωνία του Αγίου Όρους. Όταν τους µαζέψανε εκεί στην ∆άφνη, είπαν: «Μια πού είναι τώρα µαζεµένοι όλοι -ίσως να ήταν καµιά πενηνταριά άτοµα- να τους βγάλουµε µία φωτογραφία, έτσι για ανάµνηση, για την ιστορία, να τους έχουµε». Όταν έβγαλαν την φωτογραφία και έµφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ' όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία µας να τους σκεπάζει.
Παρουσιάστηκε ή Παναγία στην πλάκα, οπότε αποφάσισαν οι πατέρες να µη τους διώξουν: «Αφού ή Παναγία µας τους σκεπάζει, ποιοι είµαστε εµείς πού θα τους διώξουµε;». Γνωρίσαµε έναν απ' αυτούς, πού τον έλεγαν γέρο-Κώστα, ο όποιος έµενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε
ακόµα εκεί οι πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσοι. Είχανε εξώσπιτα απ1 έξω και ζούσανε κάποιοι απ5 αυτούς τους «ζεύγαλους»· Σ' ένα καλυβάκι εκεί ζούσε και ο γέρο-Κώστας. Έναν βαρύ χειµώνα είχε πέσει πολύ χιόνι και ο γέρο-Κώστας αρρώστησε από γρίπη. Είχε πέσει 60-70 πόντους χιόνι και δεν µπορούσε κανείς να πάει να τον δη. Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να τον δουν, και του λένε: «Γέρο-Κώστα πώς τα πέρασες µε το χιόνι; Ποιος σου έφερνε ψωµί εδώ πέρα; Είχες τρόφιµα να πέρασης;». «Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχηµα και θα πέθαινα από γρίπη, αλλά µία µαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόµπα µου και µ' έκανε και τσάι. Μου 'δινε και παξιµάδι και έτσι πέρασα αυτή την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήµουν πεθαµένος». Τον υπηρετούσε ή Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό...
Γέρο-Άντώνης Τσούκας
Επίσης ένας άλλος, ο γέρο-Αντώνης που ήταν στις ηµέρες µας -Τσούκας λεγόταν το επώνυµο του- ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του µεταξύ Ξηροποτάµου και Ρωσικού. Ήταν πολύ απλός. Από τεσσάρων χρονών τον είχε φέρει ο πατέρας του εδώ πέρα και δούλευε µαζί του στα δάση. Κόβανε ξύλα. Όποτε ερχόταν εδώ σε διάφορα πανηγύρια, τον θαύµαζα. Φορούσε κάτι ρούχα, που δεν γνώριζες από ποιο ύφασµα ήταν το ρούχο από τα µπαλώµατα. Μπάλωµα πάνω στο µπάλωµα και δεν τον πείραζε. Ήταν τόσο απλός, απέρριτος. Ζούσε πολύ ασκητικά, απ' ότι µας έλεγαν και οι πατέρες της Ξηροποτάµου. Μια µέρα ανεβαίνει από το Ξηροποτάµου εδώ στις Καρυές να µάθη πότε είναι ή Πασχαλιά, για να κοινωνήσει, γιατί νήστευε πολύ καιρό. Βρίσκει τον παπά-∆ηµήτρη τον Τρίγωνα. Μιλούσε έτσι χοντρά, και τον ρωτά: «Βρε παπά, δεν µου λες, πότε είναι φετο ή Πασχαλιά;». «Ε!», του λέει, «γέρο-Αντώνη τώρα ή Πασχαλιά; Ή Πασχαλιά πέρασε, έχει τρεις µήνες τώρα. Μεθαύριο έχουµε ∆εκαπενταύγουστο». «Ά.! καλά, δεν ξέρης εσύ απ' αυτά. Θα ρωτήσω καναν' άλλον πάτερ». Βρίσκει παρακάτω έναν άλλον: «∆ε µου λες πάτερ, πότε είναι φετο ή Πασχαλιά;», «Ε! γέρο-Άντώνη, τώρα ή Πασχαλιά; Ή Πασχαλιά πέρασε. Τώρα κοντεύει ∆εκαπενταύγουστος». «Σοβαρά; Αµ! εγώ δεν ξέρ' απ' αυτά. Βλέπεις τα χαρτιά τα 'χουν τα µοναστήρια και αυτοί ξέρουν πότε είναι ή Πασχαλιά. ∆εν έχω τα χαρτιά. Εγώ ακόµα δεν αρτύθηκα. Εγώ νηστεύω, θέλω να πάρω την µεταλαβιά. Γι' αυτό κατέβηκα, να µάθω πότε είναι ή Πασχαλιά». Λοιπόν, νήστευε τόσους µήνες, για να φτάσει το Πάσχα. ∆εν είχε πάρει χαµπάρι ότι πέρασε το Πάσχα. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Όταν κοιµήθηκε -τον βρήκαν κάποιοι προσκυνηταί πεθαµένο µέσα στο κελί του-, φωνάξαµε τον κυρΠαναγιώτη τον γιατρό απ' εδώ πέρα.
Μας έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης, πού ήτανε σοβαρός άνθρωπος: «Πήγα. ∆ιαπίστωσα ότι είχε κοιµηθεί πριν 20-30 ήµερες -έναν µήνα περίπου-, και ότι δεν είχε καµία δυσοσµία, καµία αλλοίωση το σώµα του. Απεναντίας ευωδίαζε όλος ο χώρος. Αυτό µ' έκανε φοβερή εντύπωση». Αυτά έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης ο Χατζηεµµανουήλ από την Μυτιλήνη. Πρέπει να ζει ακόµη. Στην Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι. Εδώ τον είχαµε δίπλα. Μας το έλεγε και µας συγκλόνισε αυτό το πράγµα. Αυτοί ήταν άγιοι, παρ' ότι ήταν λαϊκοί.
Γέρων Φανούριος, ο Ρουµάνος ασκητής από την Καψάλα
Οι γεροντάδες µας ήταν πολύ αυστηροί. Πηγαίναµε την Κυριακή στην Θ. Λειτουργία στο Πρωτάτο. Μετά το «Άξιον εστί» µας έπαιρναν -για να µη τελείωση ή Θ. Λειτουργία και µας πιάσει κουβέντα κανείς άλλος· να µη δούµε κανέναν- και το απόγευµα της Κυριακής µας έπαιρνε ή ο π. Ιωάσαφ ή ο π. Αγαθάγγελος και κάναµε καµιά βόλτα. Πηγαίναµε στα εξωκέλλια, πότε προς τα δω, πότε προς τα κάτω, πότε προς τα πέρα. Αυτή ήταν όλη ή έξοδος µας από το κελί µόνοι µας πουθενά. Ως επί το πλείστον πηγαίναµε στην Καψάλα και βλέπαµε ασκητές. Αυτό µας άρεσε πολύ, γιατί αναπαυόµασταν εκεί πέρα. Βλέπαµε πώς ζούσανε απλά, πολύ άπλα. Πάµε µια µέρα και βλέπουµε έναν γέροντα να διαβάζει ένα βιβλίο. Ήταν ο π. Φανούριος από την Ρουµανία. Έµενε στο κελί του αγίου Βασιλείου, εκεί που είχε ζήσει και αγίασε ο άγιος Θεόφιλος ο Μυροβλύτης.
Βλέπω µέσα στο κελί πού έµενε ότι είχε ένα κρεβάτι µε τάβλες ξύλινες και µια πέτρα για προσκέφαλο. Εγώ πρώτη φορά έβλεπα προσκέφαλο πέτρας. «Σ' αύτη την εποχή;», λέω. Κι' όµως! Το έκανε για άσκηση. Πόσα χρόνια έχει; Ίσως από το 1964. Το 1961-62 ήρθαµε εµείς εδώ πέρα. Μας έκανε µεγάλη εντύπωση, να βλέπεις έναν να κοιµάται στην πέτρα επάνω. Ούτε κουβέρτα από κάτω ούτε τίποτα· εξεπλάγηµεν. Μάλιστα, όταν πήγαµε εκεί πέρα, αυτός εξακολουθούσε να διαβάζει, σαν να µην ήταν άνθρωποι τριγύρω του. Τόσο αφοσιωµένος ήταν στην προσευχή. Προς ανατολάς κοιτούσε και προσευχότανε. Αυτά µας άρεζαν, γι' αυτό και µας πήγαιναν οι γεροντάδες µας προς τα εκεί. Ρώσους, Ρουµάνους, αλλά και Έλληνες είχε πολλούς.
Ηρωδίων ο Ρουµάνος Κάποτε πήγαµε µ ε ένα αδελφό, -τον πατέρα Νικόλαο, τον υποτακτικό του πατρός Αρσενίου του οδοντιάτρου-, να δούµε τον πατέρα Ήρωδίωνα, πού ήταν έγκλειστος 40 χρόνια. ο π. Νικόλαος του πήγαινε τρόφιµα στα τελευταία του. Μάλιστα, όταν ανακαλύφθηκε-παρουσιάστηκε τελευταία ο π. Ηρωδίων, ο π. Παίσιος όλους τους προσκυνητάς τους έστελνε εκεί: «Εγώ», τους έλεγε, «δεν είµαι τίποτε, δεν έχω αρετή.
Πηγαίνετε να πάρετε από κει την ευλογία του πατρός Ηρωδίωνος, γιατί αυτός έκανε µεγάλη άσκηση· έµεινε 40 χρόνια έγκλειστος µέσα σ' ένα κελλάκι». Όταν πήγαµε, άνοιξε µια µισόπορτα πού ήτανε κλεισµένη. Ήτανε σκεπασµένος µε µια κουρελιασµένη κουβέρτα. Επειδή ήτανε καµπούρης, λέω στον π. Νικόλαο: «∆ίνε του ένα-ένα τα τρόφιµα, και µάλιστα σήκωνε τα λίγο ψηλά, ώστε, καθώς θα τα παίρνει, να µπορέσω εγώ να τον φωτογραφήσω». Σήκωνε λίγο το κεφαλάκι του για να τα βλέπει, και έτσι του έβγαλα µερικές φωτογραφίες. Μετά από λίγο καιρό -κανέναν χρόνο-κοιµήθηκε. Λέγεται γι' αυτόν -µάλιστα έχει γράψει και ο π. Νικόλαος ο Μεσογαίας- ότι 40 χρόνια είχε κλεισθεί µέσα στο κελί. Λένε ότι, όταν λειτουργούσε, τον ξελειτουργούσαν Άγγελοι. Έτσι λένε οι πατέρες οι πέριξ.
Μόνο ένα παραθυράκι είχε, πού του αφήνανε οι πατέρες και οι προσκυνηταί κάποια τρόφιµα. ∆εν άνοιγε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Ήτανε έγκλειστος 40 χρόνια. Φοβερή άσκηση.
Πατήρ ∆αµασκηνός από την Κουτλουµουσιανή σκήτη
Τον π. ∆αµασκηνό από την Κουτλουµουσιανή σκήτη τον θαύµαζα. Του δίναµε κάθε χρόνο, όταν κάναµε την θεία Λιτανεία την δεύτερη µέρα του Πάσχα, ένα σκαµνί της Παναγίας, που το βάζουνε σε διάφορες στάσεις που κάνει ή Εικόνα (του «Άξιον εστίν»). Το σκαµνί αυτό ήτανε πολύ βαρύ, από ξύλο βαρύ. Όµως µε πολύ ζήλο και αγάπη το κουβαλούσε στους ώµους του ο π. ∆αµασκηνός, αν και ήταν γεροντάκι. Το είχε τάµα να κάνη αυτό το διακόνηµα. Να κουβαλάει το σκαµνί της Παναγίας. Πολύ ταπεινός, πάρα πολύ ταπεινός γέροντας. Ούτε µεγαλεία ήθελε ούτε τίποτε. Σ' όλη την Λιτανεία! Στα γεράµατα του πώς άντεχε! Και τον θαυµάζαµε.
Γέρο-Γιάννης ο λαϊκός από την Λήµνο
Ερχόταν από την Λήµνο µ' έναν γάιδαρο. Τον έβαζε και στο καράβι µέσα. Στον γέρο-Γιάννη µας έκανε εντύπωση ή απλότητα και ή ευλάβεια του. Αυτός δούλευε χρόνια πολλά εδώ στο Άγιο Όρος και στο τέλος ήρθε να πάρει ένα χαρτί από την Ιερά Κοινότητα, για να εισαχθεί στο γηροκοµείο Μυτιλήνης. Πριν από καιρό µ ε είχε ανταµώσει και µου λέει: «Πάτερ, θα µου κάνης µια εικονίτσα;». Του λέω: «Μπάρµπα-Γιάννη, εσύ δεν έχεις χρήµατα να πλήρωσης. Είναι ακριβές οι εικόνες». Λέει: «Αµ συ πολλά θα µου ζητήσεις, εγώ λίγα θα σου δώκω». «Ποια εικονίτσα θέλεις;» «Να! Είδα την Παναγία µια µέρα ξεκινώντας από το Ιβήρων να πάω στο Καρακάλου και µου λέει· "γύρνα πίσω και να πας αύριο, διότι θα πάθεις απόψε κακό". Εγώ έκανα υπακοή και γύρισα, αλλά είχα τόση χαρά». «Πώς την είδες την Παναγία;» «Την είδα πάνω σε συννεφάκια άσπρα, και όλα αυτά πού φορούσε, τα ενδύµατα της, ήταν λευκά. Πήρα τόση χαρά, και πήγα την άλλη µέρα στην Μονή Καρακάλου». Την παρήγγειλε τελικά την εικόνα στους Αναναίους. Ήρθε εδώ στο κελί µας την τελευταία µέρα της ζωής του, για να πάρουµε τηλέφωνο στους Αναναίους, αν ετοίµασαν την εικόνα, γιατί ο Μπάρµπα-Γιάννης ετοιµαζόταν να εισαχθεί στο γηροκοµείο Μυτιλήνης. Ήρθε να πάρει το χαρτί από την Κοινότητα, ότι δούλεψε
εδώ στο Άγιον Όρος. ο καηµένος ανέβαινε βογκώντας την σκάλα, γιατί είχε καρδιά, είχε ανεπάρκεια. Αύτη την τελευταία φορά πού ήρθε µας είπε ότι κοινώνησε.
Μάλιστα τον έπιασε και µια κρίση µέσα στην Πορταΐτισσα. Τον έβγαλαν λίγο έξω, συνήλθε, και ανέβηκε στις Καρυές για να πάρει το χαρτί. Το βράδυ όµως κοιµήθηκε εδώ πίσω από τον Ταλέα, τον έπιασε ή καρδιά του και πέθανε. ∆εν πρόλαβε να πάει στην Μυτιλήνη, γιατί ή Παναγία τον ήθελε εδώ πέρα. Τον έθαψαν εδώ στο κοιµητήρι στις Καρυές. Μας έλεγε, πώς είδε την Παναγία µας πάνω στα σύννεφα, και όταν πήραµε τηλέφωνο από εδώ στους Άναναίους του είπαν: «Μπαρµπα-Γιάννη, ή εικόνα εστάλη στο νησί. Όταν θα πάς, θα την βρεις εκεί». Είχε απλή ζωή. Φορούσε γουρουνοτσάρουχα -εµάς µας έκαναν εντύπωση-. Είχε και ένα ντουρβαδάκι από έναν τράγο, πού το έκανε µόνος του. Εγώ τον πείραζα: «Μπαρµπα-Γιάννη, να µου κάνης δώρο ένα ζευγάρι τσαρούχια». Έρχεται µια µέρα, µε την απλότητα πού είχε, και µου λέει: «Πάτερ, πάτερ, σου έφερα ένα δώρο». Μ' έφερε ένα ζευγάρι γουρουνοτσάρουχα. «Αυτά θα τα βάλετε στην έκθεση, και θα 'ρχονται οι Ευρωπαίοι να τα βλέπουνε, και να! θα πέφτει το χρήµα!». Γελούσα µε την απλότητα του ανθρώπου. Για αυτό και τον αξίωσε ή Παναγία και κοιµήθηκε εδώ πέρα. «Κλωνάρη», τον λέγανε. Μετά τον έβγαλαν «Μπάρµπα-Γιάννη». ∆εν λεγόταν «Μπάρµπα-Γιάννης». «Κλωνάρης» το επίθετο του ήτανε. Ήτανε απ' το Καρπενήσι και µετά πήγε στην Λήµνο. Κοιµόταν έξω στο δάσος, γιατί σ' όλη του την ζωή βοσκός ήτανε. Τότε είχαµε λύκους στο Άγιο Όρος. Πάει ένας λύκος µ ια νύχτα που κοιµόταν έξω στο δάσος και τον µύριζε γύρω-γύρω, επειδή τα γουρουνοτσάρουχα µυρίζανε. Λέει ο Μπάρµπα-Γιάννης: «Παναγία µου -έτρεµα από τον φόβο µου- αν µε βοηθήσεις και δεν µε πειράξει ο λύκος...». «Άντε που θα 'ταν λύκος, κανένας σκύλος θα 'τανε», του λέω. «Μια ζωή βοσκός ήµουνα. ∆εν ξέρω, δεν γνωρίζω τους λύκους;... Και αν δεν µε πειράξει, θα σου φέρω ένα δοχείο λάδι, Παναγία µου». Έφυγε ο λύκος. Τον µύρισε και έφυγε. Την άλλη µέρα πήρε από τον Ταλέα ένα δοχείο λάδι και το πήγε στο «Άξιον εστί», στην Παναγία µας. Απλοί άνθρωποι. Πολύ αστείος ήτανε.
Μιλούσε και έκανε αυτό το «άάχα-χααα». Του έλεγε ο γέροντας µας: «Τί κάνεις έτσι και θορυβείς; Αναστατώνεις τον κόσµο. Φωνάζεις». «Ά! γέροντα. Από µέσα µου έρχεται, από µέσα µου. Θα πάω Σαλώνικα. Οι γιατροί θα µου το θεραπεύσουν αυτό». Μας έκανε εντύπωση πού αξιώθηκε να δη την Παναγία µας επάνω στα σύννεφα µε λευκά φορέµατα, και έτσι αγιογράφησαν οι αδελφοί Αναναίοι την εικόνα.
ο π. Αγαθαγγέλος και π. Παΐσιος
Ό γέρο-Παγκράτιος από τα Βατοπαιδινά κελιά µας έλεγε: «Ό Θεός όλα θα µας τα συγχώρεση, αλλά, αν έχουµε έλλειψη αγάπης, ή Παναγία µας δεν θα µας το συγχώρεση». Την παλαιότερη εποχή είχαµε εδώ τον πατέρα Άγαθάγγελο, πού προλάβαµε ως διάκονο, ο όποιος ήταν ευφυέστατος. Είχε πάει µόνον ένα χρόνο στην Αθωνιάδα. Αυτός, αν συνέχιζε, θα γινόταν επιστήµων µεγάλος. ∆εν υπήρχε τέχνη πού να µη την καταπιανότανε. Τα πάντα ήξερε. Είχε τέτοια ευφυΐα, πού εµείς τον θαυµάζαµε. Πώς τα κατόρθωνε όλα! Χρυσά χέρια. Επιπλοποιός. Αγιογράφος. Μαραγκός. Μάγειρας. Τα πάντα έκανε. Και τα έκανε όλα µε επιµέλεια. Μόλις άκουγε ότι στο τάδε µέρος -στον "Ζήτω" φέρ' ειπείν µακριά-, αρρώστησε ο γέροντας· χειµώνας ήτανε; έβρεχε; θα 'παιρνε την οµπρέλα, θα 'παιρνε 5 πορτοκάλια και θα πήγαινε να τον δη. Στο τάδε µέρος άλλος γέροντας; Θα πήγαινε να τον δη. Να τον παρηγόρηση, να πάρει ο ασθενής κάποια ανακούφιση. Ό π. Αγαθάγγελος πέθανε 49 χρονών από καρκίνο. Στο κελί µας ήτανε. Τον προλάβαµε εµείς. Ζήσαµε 12 χρόνια µαζί του.
Αυτός µας πήγαινε ως επί το πλείστον σε γέροντες. Είχε πολλή αγάπη και πολύ ενδιαφέρον προς τους συνανθρώπους του, προς τους πέριξ όλους. Όπου άκουγε αρρώστια, οπού άκουγε δυστυχία, έτρεχε. Σήµερα δεν µας νοιάζει... -Αυτά είναι τα σηµεία των καιρών: Ή έλλειψη της αγάπης. Ίσως αυτή ή πολυτέλεια και ή χλιδή να µας κάνουν σήµερα φίλαυτους. Πάνε στον πατέρα Παΐσιο ένα παιδί που ήταν δαιµονισµένο. Το πήρε κοντά του. Του µιλούσε, του
µιλούσε, του ελάφρυνε τον πόνο του. ο µοναχός πού συνόδευε, λυπούµενος τον πατέρα Παΐσιο πού ήταν µετά από ολονύκτιο αγρυπνία κουρασµένος, του λέει: «Γέροντα δεν λυπάσαι τον εαυτό σου; Κουρασµένος, ταλαιπωρηµένος, κάθεσαι και µιλάς τώρα στο παιδί αυτό;» Του απαντά: «Αδελφέ µου, εγώ κουράστηκα 6, 7, 8 ώρες στην αγρυπνία. Αυτό έχει 20 χρόνια πού τυραννιέται από το δαιµόνιο. Εγώ δεν πρέπει να του αφιερώσω, να του απαλύνω τον πόνο του 2 ώρες; Τί είναι ή δική µου προσφορά µπροστά στην υποµονή πού κάνει αυτό το παιδί 20 χρόνια; Τί τυραννία, τί βάρος σηκώνει! Το δικό µου βάρος δεν είναι τίποτα». Τί διάκριση! Τί αγάπη! Θυσίασε την κούραση πού είχε, για να ξεκούραση το παιδί εκείνο, πού επί 20 χρόνια βασανιζόταν από το δαιµόνιο.
Ό γέρο-Παγκράτιος από τα Βατοπαιδινά κελιά µας έλεγε: «Ό Θεός όλα θα µας τα συγχώρεση, αλλά, αν έχουµε έλλειψη αγάπης, ή Παναγία µας δεν θα µας το συγχώρεση». Την παλαιότερη εποχή είχαµε εδώ τον πατέρα Άγαθάγγελο, πού προλάβαµε ως διάκονο, ο όποιος ήταν ευφυέστατος. Είχε πάει µόνον ένα χρόνο στην Αθωνιάδα. Αυτός, αν συνέχιζε, θα γινόταν επιστήµων µεγάλος. ∆εν υπήρχε τέχνη πού να µη την καταπιανότανε. Τα πάντα ήξερε. Είχε τέτοια ευφυΐα, πού εµείς τον θαυµάζαµε. Πώς τα κατόρθωνε όλα! Χρυσά χέρια. Επιπλοποιός. Αγιογράφος. Μαραγκός. Μάγειρας. Τα πάντα έκανε. Και τα έκανε όλα µε επιµέλεια. Μόλις άκουγε ότι στο τάδε µέρος -στον "Ζήτω" φέρ' ειπείν µακριά-, αρρώστησε ο γέροντας· χειµώνας ήτανε; έβρεχε; θα 'παιρνε την οµπρέλα, θα 'παιρνε 5 πορτοκάλια και θα πήγαινε να τον δη. Στο τάδε µέρος άλλος γέροντας; Θα πήγαινε να τον δη. Να τον παρηγόρηση, να πάρει ο ασθενής κάποια ανακούφιση. Ό π. Αγαθάγγελος πέθανε 49 χρονών από καρκίνο. Στο κελί µας ήτανε. Τον προλάβαµε εµείς. Ζήσαµε 12 χρόνια µαζί του.
Αυτός µας πήγαινε ως επί το πλείστον σε γέροντες. Είχε πολλή αγάπη και πολύ ενδιαφέρον προς τους συνανθρώπους του, προς τους πέριξ όλους. Όπου άκουγε αρρώστια, οπού άκουγε δυστυχία, έτρεχε. Σήµερα δεν µας νοιάζει... -Αυτά είναι τα σηµεία των καιρών: Ή έλλειψη της αγάπης. Ίσως αυτή ή πολυτέλεια και ή χλιδή να µας κάνουν σήµερα φίλαυτους. Πάνε στον πατέρα Παΐσιο ένα παιδί που ήταν δαιµονισµένο. Το πήρε κοντά του. Του µιλούσε, του
µιλούσε, του ελάφρυνε τον πόνο του. ο µοναχός πού συνόδευε, λυπούµενος τον πατέρα Παΐσιο πού ήταν µετά από ολονύκτιο αγρυπνία κουρασµένος, του λέει: «Γέροντα δεν λυπάσαι τον εαυτό σου; Κουρασµένος, ταλαιπωρηµένος, κάθεσαι και µιλάς τώρα στο παιδί αυτό;» Του απαντά: «Αδελφέ µου, εγώ κουράστηκα 6, 7, 8 ώρες στην αγρυπνία. Αυτό έχει 20 χρόνια πού τυραννιέται από το δαιµόνιο. Εγώ δεν πρέπει να του αφιερώσω, να του απαλύνω τον πόνο του 2 ώρες; Τί είναι ή δική µου προσφορά µπροστά στην υποµονή πού κάνει αυτό το παιδί 20 χρόνια; Τί τυραννία, τί βάρος σηκώνει! Το δικό µου βάρος δεν είναι τίποτα». Τί διάκριση! Τί αγάπη! Θυσίασε την κούραση πού είχε, για να ξεκούραση το παιδί εκείνο, πού επί 20 χρόνια βασανιζόταν από το δαιµόνιο.
Γέρων Ιωάσαφ, ο µακαριστός γέροντας µας
Ό γέροντας µας, ο π. Ιωάσαφ, έζησε εδώ στο Άγιο Όρος 64 χρόνια. Αγιογράφησε, να µη σας πω χιλιάδες, εκατοντάδες εικόνες. Μία από αυτές τις εικόνες θαυµατούργησε και θαυµατουργεί. Είναι ή «Παναγία ή Θρηνωδούσα», ή οποία βρίσκεται στην Νέα Όλυνθο Χαλκιδικής. Έκανε ή Παναγία µας ένα θαύµα σ' έναν πιστό εκεί -θεράπευσε το παιδί του πού είχε καρκίνο- και ο πιστός έταξε, όταν απόκτηση λίγα χρήµατα, να κτίση µία Εκκλησία προς τιµήν της Παναγίας µας. Όταν έκτισε την Εκκλησία, είχε απορία σε ποια θαυµατουργό εικόνα της Παναγίας µας να αφιέρωση την Εκκλησία. Παρουσιάστηκε ή Παναγία στον ύπνο του και του λέει: «Θα πάς στο Άγιον Όρος στους αδελφούς Ίωσαφαίους και θα πεις στον γέρο-Ίωάσαφ να σου αγιογράφηση την Παναγία την Θρηνωδούσα"». Λέει ο πιστός στην Παναγία: «Εγώ έχω γυρίσει τόσες Εκκλησίες, τόσα µοναστήρια, δεν έχω δει τέτοια εικόνα». «Εσύ, λέει, θα πας να του πεις, και εγώ θα του στείλω µήνυµα και ξέρει αυτός πώς θα σου την αγιογράφηση». Ήρθε αυτός ο πιστός µε ευλογία της Μητροπόλεως, την επιτροπή της Εκκλησίας και τον ιερέα του χωρίου του, και διηγήθηκε στον γέροντα αυτό το όνειρο πού είδε. Έτσι ο γέροντας αγιογράφησε την Παναγία το 1972 και την έστειλε ευλογία εκεί στο χωριό. Από τότε έχει επιτελέσει πάµπολλα θαύµατα. Θα σας αναφέρω δύο θαύµατα της «Παναγίας Θρηνωδούσας»: α'. Πέρυσι βρέθηκα εκεί στο προσκύνηµα της Παναγίας. Έρχεται ένα ζευγάρι µε δυο παιδάκια. Λένε: «Ανοίξτε τον Ναό να προσκυνήσουµε, γιατί κάτι µας συνδέει µ' αυτόν». Εγώ σκέφτηκα ότι κάτι θαυµαστό θα συνέβη σ' αυτή την οικογένεια. Ανοίγει το εκκλησάκι ο κυρ-Βασίλης - γιατί είναι ιδιωτικό-, και τους ρωτάω: «Τί σας συνέβη;». «Να» λένε. «Πριν 4-5 χρόνια, πού ήρθε ή Παναγία ή Ιεροσολυµίτισσα στον Άγιο ∆ηµήτρη, κατεβήκαµε και εµείς από την Κοµοτηνή να πάρουµε την ευλογία της. Να προσκυνήσουµε και να προσευχηθούµε να µας δώσει κανένα παιδί, γιατί 7 χρόνια αγωνιζόµαστε µε εξωσωµατικές, µε ταλαιπωρίες και δεν έχουµε παιδί. Εκεί ανταµώσαµε έναν µοναχό, που µας έδωσε µία εικόνα µικρή της "Παναγίας της Θρηνωδούσας". Μας είπε: "προσευχηθείτε σ' αυτή την εικόνα. Αυτή έχει δώσει και σ' άλλες άτεκνες γυναίκες παιδιά και θα δώσει και σε σας". Μάλιστα µ' έδωσε κι' ένα µικρό κοµποσχοινάκι -είπε ή γυναίκα-, το όποιο δεν έµπαινε στο χέρι µου. Μετά σκέφτηκα-"τί θα το κάνω αυτό το κοµποσχοινάκι;"
Ήταν για µικρό παιδάκι. Έφυγε ο µοναχός, φύγαµε και εµείς. Όταν πήγαµε στην πατρίδα µας, συνέλαβα και έκανα δίδυµα, τον Χαράλαµπο και τον Αλέξανδρο, και τα 'φερα εδώ να προσκυνήσουν και να ευχαριστήσουµε την Παναγία µας, γιατί θεωρούµε ότι είναι παιδιά της Παναγίας µας. β'. Πήγα στο ΑΧΕΠΑ να κάνω εξετάσεις για τον θυρεοειδή. Περνώντας από το κυλικείο για να πάρω έναν καφέ, βλέπω δυο κυρίες να κλαίνε. Τις πλησιάζω και τις ρωτάω: «Τί έχετε;». Κάποιο πρόβληµα, σκέφτοµαι, θα έχουν. Ίσως κάποιον ασθενή εδώ πέρα. Μετά από αναφιλητά, σταµάτησε ή µία και µου λέει: «Τί να έχουµε πάτερ. Πρόβληµα. Ή αδελφή µου έχει ένα παιδάκι 15 χρονών και µε το µηχανάκι τρακάρισε σε µία κολώνα και είναι 20 µέρες σε αφασία. Οι γιατροί λένε ότι δεν θα ξαναξυπνήση. Μόνο αν γίνει κάποιο θαύµα. Έχει νεκρωθεί ο εγκέφαλος. Χτύπησε στο κεφάλι. Εγώ τις παρηγόρησα και τις λέω: «Πάρτε αυτή την εικόνα της Παναγίας µας και βάλτε την µέσα στο προσκέφαλο». Γιατί ήταν στην εντατική το παιδί, και οι νοσοκόµες πετάνε όλα όσα βάζουν εκεί. Τις λέω: «Βάλτε την εικόνα µέσα στην µαξιλαροθήκη και πέστε στον παπά να κάνη µία παράκληση στην Παναγία µας, και να έχετε ελπίδα. Ή Παναγία µας θα σας βοηθήσει». Ήµουν σίγουρος ότι θα τους βοηθήσει. Έτσι µου ήρθε µία ιδέα. Σε µια εβδοµάδα πάω να πάρω τα αποτελέσµατα και βλέπω τις κυρίες να χαµογελούν, εκεί στο κυλικείο πάλι. «Τί συνέβη;» λέω. «Πέστε µου». «Θαύµα, θαύµα, πάτερ! Το παιδί µας ξύπνησε.
Μάλιστα αύριο φεύγουµε. Είµαστε από την Βέροια. Έχουµε τις πρώτες εξετάσεις -µαγνητική; δεν ξέρω τί ακριβώς ήτανε- που δείχνουν τον εγκέφαλο νεκρό, και τις δευτέρες εξετάσεις, που δείχνουν κρυστάλλινο τον εγκέφαλο. Μίλησε το παιδί µας. Ξύπνησε. Είναι 15 χρονών. Αύριο το παίρνουµε και φεύγουµε». Έχει κάνει πάµπολλα θαύµατα αυτή ή εικόνα του γέροντος Ίωάσαφ. Βρίσκεται στην Νέα Όλυνθο Χαλκιδικής. Πανηγυρίζει 23 Αύγουστου µε το Νέο, στα εννιάµερα της Παναγίας µας. Με τον γέροντα Ίωάσαφ ζήσαµε εδώ στο κελί 33 χρόνια. Αυτός µε έκανε µοναχό µικρόσχηµο. -Προλάβατε και τους παλαιότερους γεροντάδες; -Ναι, τους δύο αδελφούς κατά σάρκα, τον πατέρα Ιγνάτιο και τον παπά-Βασίλη. Τον ∆εκέµβριο του 1962 κοιµήθηκε ο π. Ιγνάτιος και τον Ιανουάριο του 1965 ο παπά-Βασίλης. Τον Φεβρουάριο του 1974 κοιµήθηκε και ο διάκονος Άγαθάγγελος. Μείναµε εµείς οι δυο, εγώ και ο π. Ιγνάτιος, µε τον γέροντα Ίωάσαφ, ο όποιος από τότε πού έφυγε από την πατρίδα του δεν επέστρεψε ξανά πίσω.
Το είχε τάµα ο γέροντας µας, ο π. Ίωάσαφ, να µην ξαναπάει στην πατρίδα του. Ένα χρόνο πριν κοιµηθεί, πήγαµε µαζί στην Πάτµο να προσκυνήσουµε. Από εκεί ήτανε πολύ κοντά. Μάλιστα τον πίεσα: «Γέροντα, µια που είµαστε εδώ κοντά στην πατρίδα σου -ήτανε από την Σάµο, τους Μυτιληνιούς της Σάµου- λέω να πάµε να δούµε και το χωριό σου». Λέει: «Όχι, παιδί µου. Εγώ 64 χρόνια δεν πήγα, και τώρα θα πάω; ∆εν θέλω να πάω, το 'χω τάµα». Και τελικά δεν πήγε. Εκείνο που µας έκανε εντύπωση -αξιοθαύµαστο σηµείο-Ήταν ότι, αφ' ότου έπαθε εγκεφαλικό -ένα µήνα περίπου πριν κοιµηθεί-, δεν πήρε καθόλου τροφή. Από την ηµέρα που έπαθε το εγκεφαλικό. Γνώριζε τους πάντες, όσους ερχότανε να τον δουν στο Νοσοκοµείο (το Παπανικολάου), αλλά δεν µπορούσε να µιλήσει. Χαιρόταν, όταν ερχότανε γνωστοί άνθρωποι. Άνοιγε το πρωί το στοµατάκι του, όταν έβλεπε τον ιερέα, τον παπά-Άντώνη -ώρα του καλή-, να έρχεται µε την Θεία Κοινωνία. Άνοιγε, όπως το πουλάκι που περιµένει την µανούλα του να του φέρει την τροφή. Μάλιστα δεν έκλεινε το στόµα του. Μέχρι να ετοιµασθεί ο παπάς, ανοιχτό το στοµατάκι του. Και µόλις κοινωνούσε το έκλεινε και δεν έπαιρνε τίποτα, ούτε γάλα, ούτε νερό, ούτε χυµό, τίποτα.
Τον παρακαλούσαµε εµείς και οι γνωστοί του άνθρωποι. Τίποτα. Μόνο την Θεία Κοινωνία. Έκλεινε το στοµατάκι του, και την άλλη µέρα το πρωί, µόλις έβλεπε τον παπά απ' την πόρτα, άνοιγε µόνος του το στοµατάκι του. Όλο το άλλο διάστηµα δεν έπαιρνε τίποτα, ούτε χυµό, ούτε τροφή. Αυτό µας έκανε µεγάλη εντύπωση. Μάλιστα πήγαµε και στον πατέρα Παΐσιο, αφού κοιµήθηκε ο Γέροντας, και τον ρωτήσαµε: «Γέροντα, τί γνώµη έχεις για τον Γέροντα µας; Σώθηκε άραγε; Τον πήρε ή Παναγία κοντά της;». Γιατί 64 χρόνια έµεινε εδώ στο περιβόλι της. Μάλιστα ασχολήθηκε µε την υµνολογία. Ήτανε πολύ καλός ψάλτης. Εδώ στην Παναγία µας, στο Πρωτάτο. Έψελνε πάρα πολύ ωραία. Ήταν και πολύ ζωηρός στο ύφος του. Θυµάµαι στην αγρυπνία, επειδή έψαλλαν ταπεινά οι πατέρες, µας έπαιρνε και λίγο ο ύπνος στο στασίδι. Μόλις έπαιρνε ο Γέροντας -και έπαιρνε τόσο ζωηρό- ξυπνούσαµε όλοι. Ήταν ενθουσιώδες το ψάλσιµό του. Το ζούσε.
Με την ψυχή του έψελνε. Μας λέει ο γέρο-Παίσιος: «Μακάρι να πάω και εγώ στην θέση πού είναι ο Γέροντας, εκεί στον ουρανό». Τώρα µας το είπε για να µας παρηγόρηση ή είχε καµιά πληροφορία, δεν το ξέρουµε. Μετά από 8 µήνες κοιµήθηκε και ο π. Παίσιος. Ό π. Ίωάσαφ είχε πολλή αγάπη. Καθόταν στο µπαλκόνι, και όσους ασκητές Καψαλιώτες ερχότανε τους φώναζε: «Ελάτε επάνω να ποιούµε ένα καφεδάκι». Μας φώναζε από πάνω, γιατί εµείς δουλεύαµε κάτω στο Αγιογραφείο: «Βασίλη! Έλα! Ανέβα πάνω!» Του έλεγα: «Γέροντα, µη τους φωνάζεις. Αφήστε να δουλέψουµε και λίγο την αγιογραφία». Κάθε τόσο µας απασχολούσε. «Όχι», απαντούσε. «Κάνε το καφεδάκι εδώ πέρα. Κάνε υπακοή». ∆εν ήθελε να κακοκαρδίσει κανέναν. Όσους έρχονταν, τους άνοιγε την πόρτα. Όλους τους φιλοξενούσε. Όλους τους δεχότανε µε πλούσια καρδιά και όχι µε µούτρα, όπως κάνουµε εµείς πολλές φορές.
Με πλούσια καρδιά, µε πολλή αγάπη. Είχε πολλή αγάπη στον κόσµο και ήταν πολύ αγαπητός. Τύχαινε τα τελευταία χρόνια πού έπασχε από αρθριτικά-ρευµατικά και πήγαινε στα λουτρά, να! ο κόσµος µαζευότανε δίπλα του. Όπου πήγαινε τον αγαπούσαν πολύ. Πολύ εύκολα έπιανε φιλία και όλος ο κόσµος τον αγαπούσε, γιατί ήταν ανοιχτόκαρδος και µ ε άδολη αγάπη. Σπάνιοι τέτοιοι χαρακτήρες. Ήταν αρχοντάνθρωπος, καθώς ήταν αρχοντάνθρωποι και οι γεροντάδες µας απ' την Μικρά Ασία. Ήταν τρία
αδέρφια. Και ο πατέρας τους έγινε µοναχός εδώ στο Άγιο Όρος. ∆ύο αδέρφια έµειναν εδώ στις Καρυές και ο τρίτος πήγε στην Σιµωνόπετρα, ο π. Ίωάσαφ. ο πατέρας τους πέθανε στα Καυσοκαλύβια, γιατί οι γεροντάδες µας είχαν πάει στην αρχή στα Καυσοκαλύβια. Το 1924 πήραν αυτό το κελί εδώ στις Καρυές.
Γέρων Παγκράτιος
Είχαµε την ευλογία να γηροκοµήσουµε και να διακονήσουµε κατά τα τελευταία χρόνια, στις τελευταίες στιγµές του πού ήταν πολύ οδυνηρές, κι' έναν άλλον γέροντα, τον γέροντα Παγκράτιο, πού ήταν και αυτός αρχοντάνθρωπος. Ή καταγωγή του ήτανε από το Γοµάτι της Χαλκιδικής. Είχε συγγενείς κάποιους γέροντες εδώ. Μάλιστα ένας συγγενής του ήταν καλός πνευµατικός. Είχε πολύ µεγάλη φήµη. Ήταν ο παπά-Νεόφυτος πού έµενε στα Βατοπαιδινά κελιά, στον Άγιο Προκόπιο. Τον φέρανε τον γέροντα Παγκράτιο, µικρό παιδάκι νοµίζω 8 ετών-, ∆ηµητράκης τότε. Τον φορτώσανε πάνω σ' ένα ζώο. ∆ύο κοφίνια είχε το ζώο. Στο ένα είχαν βάλει τον ∆ηµητράκη και στο άλλο ένα γουρουνάκι, και τον έφεραν στο Άγιο Όρος, για να κοιτάζει έναν παππούλη πού είχανε εκεί άρρωστο. Αλλά ο µικρός ήθελε παιγνίδια. Πήγαινε κάτω από το κρεβάτι και κουνούσε τον παππού. Στενοχωριόταν ο παππούς. Έπαιρνε το µπαστούνι και τον έδερνε. Έµεινε όµως στο Άγιο Όρος, παρ' ότι δεν είχε κλίση για µοναχός. Έµεινε από αγάπη προς τους γέροντες. Μάλιστα, όταν έγινε µοναχός, έλεγε: «Τί έγινα εγώ;» Έκλαιγε. «Σκλάβωσα την ζωή µου τώρα». Άλλα έµεινε µέχρι το τέλος και κράτησε το ράσο, γιατί αγαπούσε τους γέροντες. Και αυτός είχε πολλή αγάπη προς τους πλησίον του. Όπου αρρωστούσε κανείς, τον έτρεχε στους γιατρούς. Βοηθούσε όσο µπορούσε.
Είχε ένα πολύ καλό σπίτι, τον Άγιο Προκόπιο, πού το είχε πεντακάθαρο µέσα. Τον διακονούσε τον Άγιο µε πολλή αγάπη. Στο τέλος επέτρεψε ο Θεός να πάθη καρκίνο στον πνεύµονα. Υπέµεινε µε καρτερία την ασθένεια του δυόµισι χρόνια περίπου. Έλαχε σ' εµάς να τον διακονήσουµε κατά τις τελευταίες µέρες της ζωής του. Θυµάµαι ότι του άρεσε και ή πολιτεία και τα υψηλά πρόσωπα. Πάντα ήθελε να κάνη συντροφιά µε υψηλά πρόσωπα, µε υπουργούς, µε στρατηγούς. Παρ' ότι ήταν αγράµµατος, έγραφε πανέµορφα. Όµως στο τέλος, ενώ νοσηλευόταν στο Θεαγένειο και ήταν σε πολύ άσχηµη κατάσταση -τα λογικά του βέβαια τα είχε τετρακόσια-, µας λέει: «Πατέρες να µε πάρετε και να µε πάτε στο Άγιο Όρος. Θέλω να κοιµηθώ εκεί, γιατί πλησιάζει το τέλος µου». Του λέω: «Γέροντα, είναι πολύ δύσκολα να σε µεταφέρουµε, γιατί το ασθενοφόρο δεν µπορεί να σε µεταφέρει. Είσαι µε τους όρους. Είσαι µε το οξυγόνο». Ήταν όντως σε πολύ αθλία κατάσταση και είχε φρικτούς πόνους. Λέει: «Θα βρείτε τρόπο εσείς και θα µε µεταφέρετε. Ή Παναγία δεν θα µ' αφήσει να κοιµηθώ εδώ. Θέλω να πάω στο Άγιον Όρος. Να µου φέρετε ελικόπτερο». «Πώς θα σε φέρουµε ελικόπτερο γέροντα; Που θα το βρούµε το ελικόπτερο; Ξέρω ότι µεταφέρει ασθενείς από το Άγιο Όρος προς τα έξω, αλλά από έξω προς τα µέσα δεν µεταφέρει». «Εσείς θα το κανονίσετε και θα φύγουµε». Ήταν τόσο σίγουρος. Εµείς δεν είχαµε τέτοια ελπίδα, να µεταφερθεί ο γέρο-Παγκράτιος στο Άγιο Όρος µε ελικόπτερο.
Λέω, ας κάνουµε µία προσπάθεια, αφού το απαιτεί ο γέροντας. -Πόσων χρονών ήταν ο γέροντας; -Ήτανε 92 χρονών. Μάλιστα, πριν αρρωστήσει, ερχότανε από τα Βατοπαιδινά κελιά -3 ώρες µε τα πόδια- εδώ στις Καρυές, στο κελί µας. πολύ τακτικά το έκανε αυτό. Ενενήντα δυο χρονών. ∆εν τον έπιανε κανείς. Αετός ήτανε. Ήταν λεπτούλης πολύ. Παίρνουµε τηλέφωνο στον διοικητή εδώ, τον κ. Κασµίρογλου. Του λέµε: «Ό διοικητής -ό Ψυχάρης- έχει ελικόπτερο και έρχεται». «Μπα!» λέει. «Αυτός δεν έχει δικό του. Νοικιάζει. ∆εν έχουµε δυνατότητα εµείς να σας προσφέρουµε ελικόπτερο».
Αναρωτιόµαστε, που θα βρούµε ελικόπτερο. Παίρνουµε στην Express service . Μας λένε: «Είναι σε περιπολία στην Χαλκιδική το ελικόπτερο µας -ήταν πρωτοµαγιά-. ∆εν µπορεί να πάει στο Άγιον Όρος». Παίρνουµε στην Ίντερσαλόνικα και βρίσκεται εκεί πέρα µία ψυχή, µια κυρία, και µας διευκολύνει. Λέει: «Είναι σε αποστολή το ελικόπτερο τώρα, άλλα όταν θα έρθει, θα σας πάρω τηλέφωνο. Θα πετάξετε το απόγευµα για το Άγιον Όρος». Εµάς µας φάνηκε παράξενο, και όµως παίρνει σε λίγο -είπε ότι συνεννοήθηκε µε τον πιλότο- και µας λέει: «Έξι ή ώρα πετάτε για το 'Άγιο Όρος».
Του λέµε του γέρο-Παγκρατίου: «Βρέθηκε το ελικόπτερο. Ή Παναγία βοήθησε και ο άγιος Προκόπιος». Ω! χαρά! ο γέρο-Παγκράτιος. Το κάθε λεπτό του φαινόταν χρόνος. «Με γελάσατε», έλεγε. «Πότε θα φύγουµε; Πέρασε ή ώρα». «Όχι δεν πέρασε». Ήταν µεσηµέρι, µία ή ώρα. «Κατά τις πέντε θα ρθή το ασθενοφόρο να σε πάρει και θα πάµε στο ελικοδρόµιο...». Είχε φοβερό πόθο να ρθη στο Άγιον Όρος... Τελικά πήγαµε στο ελικοδρόµιο. Μπήκαµε µέσα στο ελικόπτερο και πετάξαµε. Όταν φθάσαµε εδώ, µας λέει: «Χαµηλώστε να δω το κελλάκι µου» (του αγίου Προκοπίου). «∆εν θα πας στο κελλάκι σου;» «Όχι. Θα πάµε στο σπίτι. Εκεί πέρα θα πεθάνω». Χαµήλωσε το ελικόπτερο πάνω από τον Άγιο Προκόπιο. Σηκώθηκε λιγάκι ο γέρο-Παγκράτιος και είδε το κελλάκι του. Έκανε τον σταυρό του πάνω από τον Άγιο Προκόπιο. Μετά προσγειώθηκε το ελικόπτερο στις Καρυές. ένα δωµάτιο το κάναµε εντατική. Μας δώσανε όλα τα φάρµακα από το Νοσοκοµείο. Έζησε πέντε µέρες εδώ πέρα και πέθανε. Τον ξενυκτούσαµε. Εκείνο που µας έκανε εντύπωση είναι ότι από τότε που ήρθε στο Άγιο Όρος έπαψαν οι πόνοι. Τίποτα. Παρ' ότι είχε δυσκολία. Είχε τον ρόγχο αυτό. Είχε υγρά στους πνεύµονες. Τον ρωτούσαµε: «Σε δυσκολεύει;» «Μπα, καθόλου. Τίποτα δεν αισθάνοµαι», απαντούσε. Το µόνο που ήθελε ήταν να τον κουνάµε λιγάκι, γιατί άναβαν τα πόδια του. Ήρθε και ο ανιψιός του εδώ πέρα. Που πήγαν εκείνοι οι πόνοι; Αφού είχε καρκίνο ο άνθρωπος και ήταν στα τελευταία του; Κοινωνούσε κάθε µέρα.
Μάλιστα, την τελευταία µέρα µου λέει: «Πάτερ Βασίλειε, κάτι θυµήθηκα. Φέρε τον πνευµατικό». Εξοµολογείται το µεσηµέρι. Το βράδυ βάρυνε. Άρχισε ο επιθανάτιος ρόγχος. Παίρνω αµέσως, 10-11 το βράδυ, το νοσοκοµείο. Μου λένε: «Αµέσως ασθενοφόρο για τον Πολύγυρο». «Ποιο ασθενοφόρο; Φεύγει ο άνθρωπος. Πες τε µας, τί να κάνουµε». Έδωσαν κάποιες οδηγίες: Κορτιζόνη, θεοφυλίνη, διουρητικά, µέσα στον όρο. Μου λέει ο γέρο-Παγκράτιος: «Άστα, τα φάρµακα αυτά. ∆εν µε βοηθάνε πλέον. Ότι ήταν να κάνουν, το 'καναν. Εγώ τώρα φεύγω. Μόνο κάθισε λίγο εδώ δίπλα µου, να µου κάνης λίγη συντροφιά. Σε λίγο φεύγω». Λέω στον γέροντα (τον π. Ιγνάτιο): «Πήγαινε, ξεκουράσου λίγο. Ε! Μπορεί να τα λέει έτσι ο παππούς. Που ξέρει ότι θα φυγή; Μπορεί να ζήση και µέρες ακόµη». Πήγε να ξεκούραστη λίγο ο γέροντας. Τακτοποίησα τον ασθενή και κάθισα δίπλα του. Εκεί πού µιλούσαµε, τον πήρε λίγο ο ύπνος. Ξεψύχησε σαν πουλάκι. Βγάζω τους όρους. Κοιµάµαι και εγώ δίπλα του. Σκέπτοµαι: «Θα τον ετοιµάσουµε το πρωί. ∆εν παγώνει ο µοναχός. Το πρωί χαράµατα θα ξυπνήσω τον γέροντα και θα του αναγγείλω το γεγονός. Μετά θα τον ετοιµάσουµε». Ούτε πάγωσε, ούτε τίποτα. Είχε οσιακό τέλος ο γέρο Παγκράτιος.
Ό γέροντας µας, ο π. Ιωάσαφ, έζησε εδώ στο Άγιο Όρος 64 χρόνια. Αγιογράφησε, να µη σας πω χιλιάδες, εκατοντάδες εικόνες. Μία από αυτές τις εικόνες θαυµατούργησε και θαυµατουργεί. Είναι ή «Παναγία ή Θρηνωδούσα», ή οποία βρίσκεται στην Νέα Όλυνθο Χαλκιδικής. Έκανε ή Παναγία µας ένα θαύµα σ' έναν πιστό εκεί -θεράπευσε το παιδί του πού είχε καρκίνο- και ο πιστός έταξε, όταν απόκτηση λίγα χρήµατα, να κτίση µία Εκκλησία προς τιµήν της Παναγίας µας. Όταν έκτισε την Εκκλησία, είχε απορία σε ποια θαυµατουργό εικόνα της Παναγίας µας να αφιέρωση την Εκκλησία. Παρουσιάστηκε ή Παναγία στον ύπνο του και του λέει: «Θα πάς στο Άγιον Όρος στους αδελφούς Ίωσαφαίους και θα πεις στον γέρο-Ίωάσαφ να σου αγιογράφηση την Παναγία την Θρηνωδούσα"». Λέει ο πιστός στην Παναγία: «Εγώ έχω γυρίσει τόσες Εκκλησίες, τόσα µοναστήρια, δεν έχω δει τέτοια εικόνα». «Εσύ, λέει, θα πας να του πεις, και εγώ θα του στείλω µήνυµα και ξέρει αυτός πώς θα σου την αγιογράφηση». Ήρθε αυτός ο πιστός µε ευλογία της Μητροπόλεως, την επιτροπή της Εκκλησίας και τον ιερέα του χωρίου του, και διηγήθηκε στον γέροντα αυτό το όνειρο πού είδε. Έτσι ο γέροντας αγιογράφησε την Παναγία το 1972 και την έστειλε ευλογία εκεί στο χωριό. Από τότε έχει επιτελέσει πάµπολλα θαύµατα. Θα σας αναφέρω δύο θαύµατα της «Παναγίας Θρηνωδούσας»: α'. Πέρυσι βρέθηκα εκεί στο προσκύνηµα της Παναγίας. Έρχεται ένα ζευγάρι µε δυο παιδάκια. Λένε: «Ανοίξτε τον Ναό να προσκυνήσουµε, γιατί κάτι µας συνδέει µ' αυτόν». Εγώ σκέφτηκα ότι κάτι θαυµαστό θα συνέβη σ' αυτή την οικογένεια. Ανοίγει το εκκλησάκι ο κυρ-Βασίλης - γιατί είναι ιδιωτικό-, και τους ρωτάω: «Τί σας συνέβη;». «Να» λένε. «Πριν 4-5 χρόνια, πού ήρθε ή Παναγία ή Ιεροσολυµίτισσα στον Άγιο ∆ηµήτρη, κατεβήκαµε και εµείς από την Κοµοτηνή να πάρουµε την ευλογία της. Να προσκυνήσουµε και να προσευχηθούµε να µας δώσει κανένα παιδί, γιατί 7 χρόνια αγωνιζόµαστε µε εξωσωµατικές, µε ταλαιπωρίες και δεν έχουµε παιδί. Εκεί ανταµώσαµε έναν µοναχό, που µας έδωσε µία εικόνα µικρή της "Παναγίας της Θρηνωδούσας". Μας είπε: "προσευχηθείτε σ' αυτή την εικόνα. Αυτή έχει δώσει και σ' άλλες άτεκνες γυναίκες παιδιά και θα δώσει και σε σας". Μάλιστα µ' έδωσε κι' ένα µικρό κοµποσχοινάκι -είπε ή γυναίκα-, το όποιο δεν έµπαινε στο χέρι µου. Μετά σκέφτηκα-"τί θα το κάνω αυτό το κοµποσχοινάκι;"
Ήταν για µικρό παιδάκι. Έφυγε ο µοναχός, φύγαµε και εµείς. Όταν πήγαµε στην πατρίδα µας, συνέλαβα και έκανα δίδυµα, τον Χαράλαµπο και τον Αλέξανδρο, και τα 'φερα εδώ να προσκυνήσουν και να ευχαριστήσουµε την Παναγία µας, γιατί θεωρούµε ότι είναι παιδιά της Παναγίας µας. β'. Πήγα στο ΑΧΕΠΑ να κάνω εξετάσεις για τον θυρεοειδή. Περνώντας από το κυλικείο για να πάρω έναν καφέ, βλέπω δυο κυρίες να κλαίνε. Τις πλησιάζω και τις ρωτάω: «Τί έχετε;». Κάποιο πρόβληµα, σκέφτοµαι, θα έχουν. Ίσως κάποιον ασθενή εδώ πέρα. Μετά από αναφιλητά, σταµάτησε ή µία και µου λέει: «Τί να έχουµε πάτερ. Πρόβληµα. Ή αδελφή µου έχει ένα παιδάκι 15 χρονών και µε το µηχανάκι τρακάρισε σε µία κολώνα και είναι 20 µέρες σε αφασία. Οι γιατροί λένε ότι δεν θα ξαναξυπνήση. Μόνο αν γίνει κάποιο θαύµα. Έχει νεκρωθεί ο εγκέφαλος. Χτύπησε στο κεφάλι. Εγώ τις παρηγόρησα και τις λέω: «Πάρτε αυτή την εικόνα της Παναγίας µας και βάλτε την µέσα στο προσκέφαλο». Γιατί ήταν στην εντατική το παιδί, και οι νοσοκόµες πετάνε όλα όσα βάζουν εκεί. Τις λέω: «Βάλτε την εικόνα µέσα στην µαξιλαροθήκη και πέστε στον παπά να κάνη µία παράκληση στην Παναγία µας, και να έχετε ελπίδα. Ή Παναγία µας θα σας βοηθήσει». Ήµουν σίγουρος ότι θα τους βοηθήσει. Έτσι µου ήρθε µία ιδέα. Σε µια εβδοµάδα πάω να πάρω τα αποτελέσµατα και βλέπω τις κυρίες να χαµογελούν, εκεί στο κυλικείο πάλι. «Τί συνέβη;» λέω. «Πέστε µου». «Θαύµα, θαύµα, πάτερ! Το παιδί µας ξύπνησε.
Μάλιστα αύριο φεύγουµε. Είµαστε από την Βέροια. Έχουµε τις πρώτες εξετάσεις -µαγνητική; δεν ξέρω τί ακριβώς ήτανε- που δείχνουν τον εγκέφαλο νεκρό, και τις δευτέρες εξετάσεις, που δείχνουν κρυστάλλινο τον εγκέφαλο. Μίλησε το παιδί µας. Ξύπνησε. Είναι 15 χρονών. Αύριο το παίρνουµε και φεύγουµε». Έχει κάνει πάµπολλα θαύµατα αυτή ή εικόνα του γέροντος Ίωάσαφ. Βρίσκεται στην Νέα Όλυνθο Χαλκιδικής. Πανηγυρίζει 23 Αύγουστου µε το Νέο, στα εννιάµερα της Παναγίας µας. Με τον γέροντα Ίωάσαφ ζήσαµε εδώ στο κελί 33 χρόνια. Αυτός µε έκανε µοναχό µικρόσχηµο. -Προλάβατε και τους παλαιότερους γεροντάδες; -Ναι, τους δύο αδελφούς κατά σάρκα, τον πατέρα Ιγνάτιο και τον παπά-Βασίλη. Τον ∆εκέµβριο του 1962 κοιµήθηκε ο π. Ιγνάτιος και τον Ιανουάριο του 1965 ο παπά-Βασίλης. Τον Φεβρουάριο του 1974 κοιµήθηκε και ο διάκονος Άγαθάγγελος. Μείναµε εµείς οι δυο, εγώ και ο π. Ιγνάτιος, µε τον γέροντα Ίωάσαφ, ο όποιος από τότε πού έφυγε από την πατρίδα του δεν επέστρεψε ξανά πίσω.
Το είχε τάµα ο γέροντας µας, ο π. Ίωάσαφ, να µην ξαναπάει στην πατρίδα του. Ένα χρόνο πριν κοιµηθεί, πήγαµε µαζί στην Πάτµο να προσκυνήσουµε. Από εκεί ήτανε πολύ κοντά. Μάλιστα τον πίεσα: «Γέροντα, µια που είµαστε εδώ κοντά στην πατρίδα σου -ήτανε από την Σάµο, τους Μυτιληνιούς της Σάµου- λέω να πάµε να δούµε και το χωριό σου». Λέει: «Όχι, παιδί µου. Εγώ 64 χρόνια δεν πήγα, και τώρα θα πάω; ∆εν θέλω να πάω, το 'χω τάµα». Και τελικά δεν πήγε. Εκείνο που µας έκανε εντύπωση -αξιοθαύµαστο σηµείο-Ήταν ότι, αφ' ότου έπαθε εγκεφαλικό -ένα µήνα περίπου πριν κοιµηθεί-, δεν πήρε καθόλου τροφή. Από την ηµέρα που έπαθε το εγκεφαλικό. Γνώριζε τους πάντες, όσους ερχότανε να τον δουν στο Νοσοκοµείο (το Παπανικολάου), αλλά δεν µπορούσε να µιλήσει. Χαιρόταν, όταν ερχότανε γνωστοί άνθρωποι. Άνοιγε το πρωί το στοµατάκι του, όταν έβλεπε τον ιερέα, τον παπά-Άντώνη -ώρα του καλή-, να έρχεται µε την Θεία Κοινωνία. Άνοιγε, όπως το πουλάκι που περιµένει την µανούλα του να του φέρει την τροφή. Μάλιστα δεν έκλεινε το στόµα του. Μέχρι να ετοιµασθεί ο παπάς, ανοιχτό το στοµατάκι του. Και µόλις κοινωνούσε το έκλεινε και δεν έπαιρνε τίποτα, ούτε γάλα, ούτε νερό, ούτε χυµό, τίποτα.
Τον παρακαλούσαµε εµείς και οι γνωστοί του άνθρωποι. Τίποτα. Μόνο την Θεία Κοινωνία. Έκλεινε το στοµατάκι του, και την άλλη µέρα το πρωί, µόλις έβλεπε τον παπά απ' την πόρτα, άνοιγε µόνος του το στοµατάκι του. Όλο το άλλο διάστηµα δεν έπαιρνε τίποτα, ούτε χυµό, ούτε τροφή. Αυτό µας έκανε µεγάλη εντύπωση. Μάλιστα πήγαµε και στον πατέρα Παΐσιο, αφού κοιµήθηκε ο Γέροντας, και τον ρωτήσαµε: «Γέροντα, τί γνώµη έχεις για τον Γέροντα µας; Σώθηκε άραγε; Τον πήρε ή Παναγία κοντά της;». Γιατί 64 χρόνια έµεινε εδώ στο περιβόλι της. Μάλιστα ασχολήθηκε µε την υµνολογία. Ήτανε πολύ καλός ψάλτης. Εδώ στην Παναγία µας, στο Πρωτάτο. Έψελνε πάρα πολύ ωραία. Ήταν και πολύ ζωηρός στο ύφος του. Θυµάµαι στην αγρυπνία, επειδή έψαλλαν ταπεινά οι πατέρες, µας έπαιρνε και λίγο ο ύπνος στο στασίδι. Μόλις έπαιρνε ο Γέροντας -και έπαιρνε τόσο ζωηρό- ξυπνούσαµε όλοι. Ήταν ενθουσιώδες το ψάλσιµό του. Το ζούσε.
Με την ψυχή του έψελνε. Μας λέει ο γέρο-Παίσιος: «Μακάρι να πάω και εγώ στην θέση πού είναι ο Γέροντας, εκεί στον ουρανό». Τώρα µας το είπε για να µας παρηγόρηση ή είχε καµιά πληροφορία, δεν το ξέρουµε. Μετά από 8 µήνες κοιµήθηκε και ο π. Παίσιος. Ό π. Ίωάσαφ είχε πολλή αγάπη. Καθόταν στο µπαλκόνι, και όσους ασκητές Καψαλιώτες ερχότανε τους φώναζε: «Ελάτε επάνω να ποιούµε ένα καφεδάκι». Μας φώναζε από πάνω, γιατί εµείς δουλεύαµε κάτω στο Αγιογραφείο: «Βασίλη! Έλα! Ανέβα πάνω!» Του έλεγα: «Γέροντα, µη τους φωνάζεις. Αφήστε να δουλέψουµε και λίγο την αγιογραφία». Κάθε τόσο µας απασχολούσε. «Όχι», απαντούσε. «Κάνε το καφεδάκι εδώ πέρα. Κάνε υπακοή». ∆εν ήθελε να κακοκαρδίσει κανέναν. Όσους έρχονταν, τους άνοιγε την πόρτα. Όλους τους φιλοξενούσε. Όλους τους δεχότανε µε πλούσια καρδιά και όχι µε µούτρα, όπως κάνουµε εµείς πολλές φορές.
Με πλούσια καρδιά, µε πολλή αγάπη. Είχε πολλή αγάπη στον κόσµο και ήταν πολύ αγαπητός. Τύχαινε τα τελευταία χρόνια πού έπασχε από αρθριτικά-ρευµατικά και πήγαινε στα λουτρά, να! ο κόσµος µαζευότανε δίπλα του. Όπου πήγαινε τον αγαπούσαν πολύ. Πολύ εύκολα έπιανε φιλία και όλος ο κόσµος τον αγαπούσε, γιατί ήταν ανοιχτόκαρδος και µ ε άδολη αγάπη. Σπάνιοι τέτοιοι χαρακτήρες. Ήταν αρχοντάνθρωπος, καθώς ήταν αρχοντάνθρωποι και οι γεροντάδες µας απ' την Μικρά Ασία. Ήταν τρία
αδέρφια. Και ο πατέρας τους έγινε µοναχός εδώ στο Άγιο Όρος. ∆ύο αδέρφια έµειναν εδώ στις Καρυές και ο τρίτος πήγε στην Σιµωνόπετρα, ο π. Ίωάσαφ. ο πατέρας τους πέθανε στα Καυσοκαλύβια, γιατί οι γεροντάδες µας είχαν πάει στην αρχή στα Καυσοκαλύβια. Το 1924 πήραν αυτό το κελί εδώ στις Καρυές.
Γέρων Παγκράτιος
Είχαµε την ευλογία να γηροκοµήσουµε και να διακονήσουµε κατά τα τελευταία χρόνια, στις τελευταίες στιγµές του πού ήταν πολύ οδυνηρές, κι' έναν άλλον γέροντα, τον γέροντα Παγκράτιο, πού ήταν και αυτός αρχοντάνθρωπος. Ή καταγωγή του ήτανε από το Γοµάτι της Χαλκιδικής. Είχε συγγενείς κάποιους γέροντες εδώ. Μάλιστα ένας συγγενής του ήταν καλός πνευµατικός. Είχε πολύ µεγάλη φήµη. Ήταν ο παπά-Νεόφυτος πού έµενε στα Βατοπαιδινά κελιά, στον Άγιο Προκόπιο. Τον φέρανε τον γέροντα Παγκράτιο, µικρό παιδάκι νοµίζω 8 ετών-, ∆ηµητράκης τότε. Τον φορτώσανε πάνω σ' ένα ζώο. ∆ύο κοφίνια είχε το ζώο. Στο ένα είχαν βάλει τον ∆ηµητράκη και στο άλλο ένα γουρουνάκι, και τον έφεραν στο Άγιο Όρος, για να κοιτάζει έναν παππούλη πού είχανε εκεί άρρωστο. Αλλά ο µικρός ήθελε παιγνίδια. Πήγαινε κάτω από το κρεβάτι και κουνούσε τον παππού. Στενοχωριόταν ο παππούς. Έπαιρνε το µπαστούνι και τον έδερνε. Έµεινε όµως στο Άγιο Όρος, παρ' ότι δεν είχε κλίση για µοναχός. Έµεινε από αγάπη προς τους γέροντες. Μάλιστα, όταν έγινε µοναχός, έλεγε: «Τί έγινα εγώ;» Έκλαιγε. «Σκλάβωσα την ζωή µου τώρα». Άλλα έµεινε µέχρι το τέλος και κράτησε το ράσο, γιατί αγαπούσε τους γέροντες. Και αυτός είχε πολλή αγάπη προς τους πλησίον του. Όπου αρρωστούσε κανείς, τον έτρεχε στους γιατρούς. Βοηθούσε όσο µπορούσε.
Είχε ένα πολύ καλό σπίτι, τον Άγιο Προκόπιο, πού το είχε πεντακάθαρο µέσα. Τον διακονούσε τον Άγιο µε πολλή αγάπη. Στο τέλος επέτρεψε ο Θεός να πάθη καρκίνο στον πνεύµονα. Υπέµεινε µε καρτερία την ασθένεια του δυόµισι χρόνια περίπου. Έλαχε σ' εµάς να τον διακονήσουµε κατά τις τελευταίες µέρες της ζωής του. Θυµάµαι ότι του άρεσε και ή πολιτεία και τα υψηλά πρόσωπα. Πάντα ήθελε να κάνη συντροφιά µε υψηλά πρόσωπα, µε υπουργούς, µε στρατηγούς. Παρ' ότι ήταν αγράµµατος, έγραφε πανέµορφα. Όµως στο τέλος, ενώ νοσηλευόταν στο Θεαγένειο και ήταν σε πολύ άσχηµη κατάσταση -τα λογικά του βέβαια τα είχε τετρακόσια-, µας λέει: «Πατέρες να µε πάρετε και να µε πάτε στο Άγιο Όρος. Θέλω να κοιµηθώ εκεί, γιατί πλησιάζει το τέλος µου». Του λέω: «Γέροντα, είναι πολύ δύσκολα να σε µεταφέρουµε, γιατί το ασθενοφόρο δεν µπορεί να σε µεταφέρει. Είσαι µε τους όρους. Είσαι µε το οξυγόνο». Ήταν όντως σε πολύ αθλία κατάσταση και είχε φρικτούς πόνους. Λέει: «Θα βρείτε τρόπο εσείς και θα µε µεταφέρετε. Ή Παναγία δεν θα µ' αφήσει να κοιµηθώ εδώ. Θέλω να πάω στο Άγιον Όρος. Να µου φέρετε ελικόπτερο». «Πώς θα σε φέρουµε ελικόπτερο γέροντα; Που θα το βρούµε το ελικόπτερο; Ξέρω ότι µεταφέρει ασθενείς από το Άγιο Όρος προς τα έξω, αλλά από έξω προς τα µέσα δεν µεταφέρει». «Εσείς θα το κανονίσετε και θα φύγουµε». Ήταν τόσο σίγουρος. Εµείς δεν είχαµε τέτοια ελπίδα, να µεταφερθεί ο γέρο-Παγκράτιος στο Άγιο Όρος µε ελικόπτερο.
Λέω, ας κάνουµε µία προσπάθεια, αφού το απαιτεί ο γέροντας. -Πόσων χρονών ήταν ο γέροντας; -Ήτανε 92 χρονών. Μάλιστα, πριν αρρωστήσει, ερχότανε από τα Βατοπαιδινά κελιά -3 ώρες µε τα πόδια- εδώ στις Καρυές, στο κελί µας. πολύ τακτικά το έκανε αυτό. Ενενήντα δυο χρονών. ∆εν τον έπιανε κανείς. Αετός ήτανε. Ήταν λεπτούλης πολύ. Παίρνουµε τηλέφωνο στον διοικητή εδώ, τον κ. Κασµίρογλου. Του λέµε: «Ό διοικητής -ό Ψυχάρης- έχει ελικόπτερο και έρχεται». «Μπα!» λέει. «Αυτός δεν έχει δικό του. Νοικιάζει. ∆εν έχουµε δυνατότητα εµείς να σας προσφέρουµε ελικόπτερο».
Αναρωτιόµαστε, που θα βρούµε ελικόπτερο. Παίρνουµε στην Express service . Μας λένε: «Είναι σε περιπολία στην Χαλκιδική το ελικόπτερο µας -ήταν πρωτοµαγιά-. ∆εν µπορεί να πάει στο Άγιον Όρος». Παίρνουµε στην Ίντερσαλόνικα και βρίσκεται εκεί πέρα µία ψυχή, µια κυρία, και µας διευκολύνει. Λέει: «Είναι σε αποστολή το ελικόπτερο τώρα, άλλα όταν θα έρθει, θα σας πάρω τηλέφωνο. Θα πετάξετε το απόγευµα για το Άγιον Όρος». Εµάς µας φάνηκε παράξενο, και όµως παίρνει σε λίγο -είπε ότι συνεννοήθηκε µε τον πιλότο- και µας λέει: «Έξι ή ώρα πετάτε για το 'Άγιο Όρος».
Του λέµε του γέρο-Παγκρατίου: «Βρέθηκε το ελικόπτερο. Ή Παναγία βοήθησε και ο άγιος Προκόπιος». Ω! χαρά! ο γέρο-Παγκράτιος. Το κάθε λεπτό του φαινόταν χρόνος. «Με γελάσατε», έλεγε. «Πότε θα φύγουµε; Πέρασε ή ώρα». «Όχι δεν πέρασε». Ήταν µεσηµέρι, µία ή ώρα. «Κατά τις πέντε θα ρθή το ασθενοφόρο να σε πάρει και θα πάµε στο ελικοδρόµιο...». Είχε φοβερό πόθο να ρθη στο Άγιον Όρος... Τελικά πήγαµε στο ελικοδρόµιο. Μπήκαµε µέσα στο ελικόπτερο και πετάξαµε. Όταν φθάσαµε εδώ, µας λέει: «Χαµηλώστε να δω το κελλάκι µου» (του αγίου Προκοπίου). «∆εν θα πας στο κελλάκι σου;» «Όχι. Θα πάµε στο σπίτι. Εκεί πέρα θα πεθάνω». Χαµήλωσε το ελικόπτερο πάνω από τον Άγιο Προκόπιο. Σηκώθηκε λιγάκι ο γέρο-Παγκράτιος και είδε το κελλάκι του. Έκανε τον σταυρό του πάνω από τον Άγιο Προκόπιο. Μετά προσγειώθηκε το ελικόπτερο στις Καρυές. ένα δωµάτιο το κάναµε εντατική. Μας δώσανε όλα τα φάρµακα από το Νοσοκοµείο. Έζησε πέντε µέρες εδώ πέρα και πέθανε. Τον ξενυκτούσαµε. Εκείνο που µας έκανε εντύπωση είναι ότι από τότε που ήρθε στο Άγιο Όρος έπαψαν οι πόνοι. Τίποτα. Παρ' ότι είχε δυσκολία. Είχε τον ρόγχο αυτό. Είχε υγρά στους πνεύµονες. Τον ρωτούσαµε: «Σε δυσκολεύει;» «Μπα, καθόλου. Τίποτα δεν αισθάνοµαι», απαντούσε. Το µόνο που ήθελε ήταν να τον κουνάµε λιγάκι, γιατί άναβαν τα πόδια του. Ήρθε και ο ανιψιός του εδώ πέρα. Που πήγαν εκείνοι οι πόνοι; Αφού είχε καρκίνο ο άνθρωπος και ήταν στα τελευταία του; Κοινωνούσε κάθε µέρα.
Μάλιστα, την τελευταία µέρα µου λέει: «Πάτερ Βασίλειε, κάτι θυµήθηκα. Φέρε τον πνευµατικό». Εξοµολογείται το µεσηµέρι. Το βράδυ βάρυνε. Άρχισε ο επιθανάτιος ρόγχος. Παίρνω αµέσως, 10-11 το βράδυ, το νοσοκοµείο. Μου λένε: «Αµέσως ασθενοφόρο για τον Πολύγυρο». «Ποιο ασθενοφόρο; Φεύγει ο άνθρωπος. Πες τε µας, τί να κάνουµε». Έδωσαν κάποιες οδηγίες: Κορτιζόνη, θεοφυλίνη, διουρητικά, µέσα στον όρο. Μου λέει ο γέρο-Παγκράτιος: «Άστα, τα φάρµακα αυτά. ∆εν µε βοηθάνε πλέον. Ότι ήταν να κάνουν, το 'καναν. Εγώ τώρα φεύγω. Μόνο κάθισε λίγο εδώ δίπλα µου, να µου κάνης λίγη συντροφιά. Σε λίγο φεύγω». Λέω στον γέροντα (τον π. Ιγνάτιο): «Πήγαινε, ξεκουράσου λίγο. Ε! Μπορεί να τα λέει έτσι ο παππούς. Που ξέρει ότι θα φυγή; Μπορεί να ζήση και µέρες ακόµη». Πήγε να ξεκούραστη λίγο ο γέροντας. Τακτοποίησα τον ασθενή και κάθισα δίπλα του. Εκεί πού µιλούσαµε, τον πήρε λίγο ο ύπνος. Ξεψύχησε σαν πουλάκι. Βγάζω τους όρους. Κοιµάµαι και εγώ δίπλα του. Σκέπτοµαι: «Θα τον ετοιµάσουµε το πρωί. ∆εν παγώνει ο µοναχός. Το πρωί χαράµατα θα ξυπνήσω τον γέροντα και θα του αναγγείλω το γεγονός. Μετά θα τον ετοιµάσουµε». Ούτε πάγωσε, ούτε τίποτα. Είχε οσιακό τέλος ο γέρο Παγκράτιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου