Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

"Και τότε ένα παράπονο σε παίρνει και στα καντούνια μέσα σε γυρνά η Πόλη μια παλιά αγαπημένη που συναντάς σε ξένη αγκαλιά.. Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο, αλλάζουνε εντός μου τα σύνορα του κόσμου!

Μια σπουδαία Κωνσταντινοπολίτισσα, η συγγραφέας της "Λωξάντρας", την Μαρία Ιορδανίδου. Φέτος συμπληρώνονται 120 χρόνια από την γέννησή της.
Η Μαρία Ιορδανίδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Προσωπικές αναμνήσεις της συγγραφέως από τη ζωή της στην πόλη παρουσιάζει με έναν υπέροχο τρόπο γραφής, απλό και καθαρό, στο πρώτο της μυθιστόρημα, την "Λωξάντρα" που έγραψε σε ηλικία 65 χρονών! 

 
Ένα βιβλίο που αγαπήθηκε και γνώρισε μεγάλη επιτυχία ενώ μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση με πρωταγωνίστρια την Μπέτυ Βαλάση το 1980 αλλά και στο θέατρο. Όπως έλεγε η συγγραφέας σε μια συνέντευξή της, στην αρχή το τύπωνε η ίδια και το έδινε χέρι με χέρι!
"Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1963. Με δικά μου έξοδα τυπώθηκε και ατζαμίδικα, χέρι με χέρι, το μοιράσαμε - εγώ και η κόρη μου Νέλλη - στην Αθήνα. Ούτε καν στον Πειραιά. Όποιος διάβασε το βιβλίο το αγάπησε. Έτσι εξαντλήθηκε η πρώτη έκδοση και σε ενάμιση χρόνο έγινε και δεύτερη, πάλι με δικά μου έξοδα. Εξαντλήθηκε κι αυτή. Κουράστηκα μετά, δεν είχα και χρήματα, και δεν το ξανατύπωσα. Στο μεταξύ είχε γίνει γνωστή χωρίς ρεκλάμα. Το 1976 το πήρε ο εκδοτικός οίκος "Εστία" κι από τότε έγινε μπεστ-σέλερ.."
Κύριο πρόσωπο εδώ είναι η Λωξάντρα, η γιαγιά της Ιορδανίδου, μια Κωνσταντινοπολίτισσα πληθωρική και τρυφερή, με βαθιά αγάπη για τη ζωή και τυφλή εμπιστοσύνη σ’ αυτήν και με την αγαθότητα των ανθρώπων. Μεγαλώνει προγονούς, παιδιά, ανίψια κι εγγόνια και γίνεται το κέντρο της ζωής του σπιτιού, πλαισιωμένη από πλήθος συγγενών, φίλων, γειτόνων, μικροπωλητών, αλλά και κατοικίδιων ζώων. Μια πάστα ανθρώπων με δύναμη ψυχής, που έμαθαν να αγαπούν τη ζωή με τους πόνους και τις χαρές της.

 

Πάμε να ταξιδέψουμε σήμερα στην Πόλη, με την Μαρία Ιορδανίδου και την "Λωξάντρα" της:
"Θαμπώθηκαν τα μάτια του Δημητρού σαν έφτασε στην Πόλη. Στην ωραία Επτάλοφο. «Χαίρε, Κωνσταντινούπολις, των πόλεων η βασιλίς.» Ξαπλωμένη πάνω σε δυο ηπείρους, ανοίγει η Πόλη τα στήθια της στο βοριά της Μαύρης Θάλασσας από τη μια μεριά και στη νοτιά του Μαρμαρά από την άλλη. Γιουρούσι λες και κάνουνε τα δυο αντίθετα ρεύματα για να την κατακτήσουνε. Παλεύει η Δύση με την Ανατολή και τη διεκδικούνε και αφρίζουνε και κλωθογυρίζουνε μπροστά στην πούντα του Σαράι Μπουρνού, στα πόδια της Αγια-Σοφιάς μεσ' στην καρδιά της Πόλης.
Πώς να μη γίνει ο Δημητρός ποιητής, πώς να μη γίνει ρομαντικός! Σπάραξε η καρδιά του σαν είδε τους μιναρέδες γύρω απ' την Αγια-Σοφιά. Και όμως εκείνη στέκεται μεγαλόπρεπη και με ηγεμονική σεμνότητα σκορπά στο γύρο της γαλήνη. Μπροστά στο μεγαλείο της μυρμήγκι μοιάζει ο άνθρωπος, και όμως και το μυρμήγκι μέσα στην Αγια-Σοφιά φαίνεται και παίρνει σημασία. Κάτω απ' το μεγάλο θόλο της σαν σταθείς, δεν ξέρεις αν ο θόλος πρόβαλε για να σε προστατέψει ή αν υψώνεται για ν' ανοιχτεί και να πετάξεις απάνω. Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια... Άλλον ένα Παρθενώνα χτίσαν οι Βυζαντινοί και τον αφιέρωσαν και αυτοί στου Θεού τη Σοφία.
Έτσι την είδε ο Δημητρός την Αγια-Σοφιά που στέκεται μέσα στην παλιά Πόλη που την τριγυρίζουνε τα τείχη τα βυζαντινά. Εκεί δεν είχε πάνε κ' έλα και θόρυβο και θέατρα και ξένους, όπως στο Πέρα και στο Γαλατά. Εκεί η ζωή κυλούσε γιαβάς-γιαβάς. Στενά λιθόστρωτα σοκάκια, μικρά ξύλινα σπίτια με τεράστιες γεροδεμένες πόρτες που μοιάζουν πόρτες φυλακής. Καφασωτά παράθυρα, ερημιά. Τσαρσιά με ραχατλήδες ανατολίτες εμπόρους καθισμένους σταυροπόδι μπροστά στην πραμάτεια τους: φίλντισι, κεχλιμπάρι και συντέφι. Μεταξωτά υφάσματα και λαχουρένια σάλια από τις Ινδίες, πολύτιμα αρώματα και ο αέρας μυρίζει λεβάντα.
Στους περιβόλους των τζαμιών λιάζουνται Τούρκοι καθισμένοι ανακούκουρδα. Βρύσες μεγάλες με τρεχάμενα νερά και ένα γύρο περιστέρια.
Η Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή ήτανε ένα χαρμάνι από διάφορες πολιτείες, προάστια και χωριά, σκορπισμένα πάνω στα παράλια της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης. Και η κάθε πολιτεία, το κάθε προάστιο, το κάθε χωριό είχε τον τοπικό του χαρακτήρα, τα ήθη και τα έθιμα του πληθυσμού που πλειονοψηφούσε.
Την ευρωπαϊκή όχθη του Βοσπόρου την κατοικούσαν περισσότερο Έλληνες και γενικά Ευρωπαίοι, όλα εκείνα τα προάστια θυμίζανε Ευρώπη. Η ασιατική όχθη ήτανε Ανατολή. Εκεί έβγαινε το νταούλι για να θυμίσει στους πιστούς πως ήταν ραμαζάνι. Εκεί ο μουεζίνης τρεις φορές τη μέρα διαλαλούσε ταχτικά πως ένας είναι ο Αλλάχ, και ο Μωάμεθ ο "Προφήτης" του Αλλάχ. Και στην απέναντι όχθη σαν έφτανε αυτός ο αντίλαλος, έφτανε σαν παραμυθένια φωνή από έναν άλλον κόσμο.
Το Μακρυχώρι στα δυτικά της Πόλης είναι το μέρος όπου έζησε τα περισσότερα και πιο ευτυχισμένα χρόνια της η Λωξάντρα. Εκεί είχε το σπιτικό της, εκεί έκανε την οικογένειά της, από εκεί ατένιζε το Βόσπορο κάθε πρωί για να σκεφτεί τί να μαγειρέψει για άλλη μια μέρα, εκεί διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου.
"Κάθε πρωί σαν άνοιγε η Λωξάντρα το παράθυρό της και αντίκριζε το πέλαγος έλεγε: «Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός!» και ρουφούσε με τα μεγάλα ρουθούνια της τη θαλασσινή αρμύρα ηδονικά, λες και ρουφούσε όλο τον πλούτο που κρύβει μέσα της εκείνη η ωραία θάλασσα: τα λαυράκια, τα μερτζάνια, τους στακούς, τα στρείδια…
-Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός! Σήμερα τι να ψήσω!
Δηλαδή τι να πρωτοψήσει ήθελε να πει. Να πάρει μεγάλα μύδια να τα κάνει τσακιστά, ή να πάρει μικρότερα για να τα κάνει αχνιστά ή πλακί ή τηγανητά με σκορδαλιά ή καλύτερα να τα κάνει με το ρύζι – σαλμαδάκι…
Η μέρα της άρχιζε με τον καφέ του Δημητρού που τον έψηνε πάντα μόνη της, γιατί, σαν τις μαχαρανές, η Λωξάντρα πίστευε πως απ’ το χέρι της γυναίκας του ο άντρας πρέπει να τρώει και να πίνει. Ύστερα τον βοηθούσε να ντυθεί, τον φιλούσε, τον σταύρωνε και κατέβαινε μαζί του τη σκάλα την πλατιά, που ένωνε τα δυο της μπράτσα στο πλατύσκαλο για να σε κατεβάσει απαλά στη μεγάλη μαρμαροστρωμένη αυλή που είχε κατάντικρα την ξώπορτα...
Μεγάλη σημασία δίνουν οι ανατολίτες στο ζήτημα της τροφής. 

Ο Κομφούκιος, λέει, χώρισε τη γυναίκα του γιατί «το ρύζι δεν ήταν ποτέ αρκετά λευκό ούτε ο κιμάς αρκετά καλά κοπανισμένος», και όταν ξαναπαντρεύτηκε πήρε γυναίκα μερακλού στο φαγητό γιατί «η τύχη μας, λέει, δεν είναι στα χέρια των θεών αλλά στα χέρια εκεινού που μαγειρεύει την τροφή μας».
Τη γλεντά τη ζωή της η Λωξάντρα μέσα σ’ αυτή την κουζίνα. Μαγειρεύει για να τέρπει και να τέρπεται. Και όλη την ώρα δοκιμάζει το φαϊ στ’ αλάτι του.
Βάλε μπόλικο κρεμμύδι στο γιαλαντζί ντολμά για να κάνεις το ντολμά νόστιμο, όμως ρίξε μέσα και δυόσμο για να τον κάνεις χωνευτικό. Στο κυδωνάτο που είναι στυφτικό ρίξε μαζί να βράσουν και τα κουκούτσια του κυδωνιού που είναι τόσο μαλαχτικά για να φέρεις την ισορροπία. Το λάδι μην το λυπάσαι στο λαδερό και κάθε λαχανικό στην εποχή του είναι και πιο ωραίο και πιο φτηνό..
Κοιτάζει η Λωξάντρα τη θάλασσα και η καρδιά της σκιρτά.
-Αχ, νοτιά φυσά σήμερα. Σαρδέλα πολλή θα πέσει. Να πάρεις να την κάνεις στη σχάρα. Άμα, να την τυλίξεις σε κληματόφυλλα. Λαδώνεις καλά – καλά το κληματόφυλλο, τυλίζεις μέσα τη σαρδέλα και τη βάζεις στη σχάρα.
Οι Ευρωπαίοι λένε πως οι ανατολίτισσες είναι αντροχωρίστρες. Δεν είναι αντροχωρίστρες οι ανατολίτισσες, είναι καλοφαγούδες, γι’ αυτό οι ξένοι σαν έρθουν στην Ανατολή δεν τους κάνει καρδιά να φύγουν. Και σπιτικό που ο ακρογωνιαίος λίθος του δεν είναι κάτω απ’ την κουζίνα, δε θεμελιώνεται καλά.

Όπως έλεγε η Μαρία Ιορδανίδου σε μια συνέντευξή της ακόμα και στο νεκροταφείο να πήγαινε η Λωξάντρα, μαγείρευε για να πάει:
"Η Λωξάντρα όταν πήγαινε στο νεκροταφείο και ήθελε να επικοινωνήσει, να μνημονεύσει τους νεκρούς της δεν έπαιρνε κόλλυβο μαζί της. Έπαιρνε το καλαθάκι της με το κολατσό της. Και το κολατσό συνήθως ήταν πράματα που αγαπούσαν οι νεκροί της. Η γιαγιά της έφτιαχνε ωραίους γιαλαντζί ντολμάδες. Έπαιρνε λίγους γιαλαντζί ντολμάδες. Η μάνα της αγαπούσε τις τσακιστές ελιές. Ο αδελφός της τον παστουρμά. Τα ‘παιρνε αυτά, πήγαινε, κάθονταν στον τάφο τους, έτρωγε σιγά σιγά και τους μνημόνευε. «Θεός σχωρέσ’ την ψυχή σου, μανούλα μου», έλεγε «που αγαπούσες τις τσακιστές ελιές».
Ένα είδος περίεργο, ένα μνημόσυνο που θα έκανε μια γυναίκα στην εποχή του Περικλή, αρχαϊκού, παγανιστικού, ένα τέτοιο περίεργο πράγμα.."
Ανοίγει η Λωξάντρα το καλαθάκι της και βγάζει ένα γιαλαντζί – ντολμά. Κοιτάζει ένα γύρο… Μια γυναίκα είναι γονατισμένη στο παραπέρα μνήμα και ανάβει κερί. Δυο άλλες παραπέρα κλαίνε, δεν την κοιτάζουνε. Χώνει μάνι – μάνι στο στόμα της το ντολμά. Σε λίγο σκύβει και μπουκώνει στο στόμα της άλλους δυο ντολμάδες, και ένα κομμάτι ψωμί, και ένα ραπανάκι.
-Μμ… ωραίοι γίνανε οι ντολμάδες!
Θεός σχωρέσ’ τηνα τη γιαγιά, που έβαζε δυόσμο στους γιαλαντζί – ντολμάδες! Χώνει στο στόμα της μια τσακιστή ελιά και αναστενάζει κοιτάζοντας τον ουρανό. Και άξαφνα βλέπει τη μητέρα της. Και δίπλα στη μητέρα στέκεται ο Νικολός που αγαπούσε τις τσακιστές ελιές. Θεός σχωρέσ’ τονα το Νικολό!

 
Η Λωξάντρα έζησε στην Πόλη στις αρχές του 19ου αιώνα. Όπως έλεγε, τότε "οι δρόμοι ως το πρωί ήταν γεμάτοι κόσμο. Εκεί ούτε η νύχτα ήταν νύχτα, ούτε η μέρα μέρα.. Σε αυτή την Πόλη κάποτε έζησε μια δυναμική προσωπικότητα, έτοιμη να αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες της ζωής με τη σοφία και το ένστικτο, μια γυναίκα, η οποία υμνεί τη ζωή και γίνεται πανανθρώπινο σύμβολο του ελληνισμού της Πόλης, των Ελλήνων που ζούσαν μαζί με όλες τις φυλές της Πόλης, τους Τούρκους, τους Κούρδους, τους Αρμένιους, τους Εβραίους, τους Ευρωπαίους.
Μας μαθαίνει συνταγές, μας μυεί στις ανατολίτικες γεύσεις και μυρωδιές, μας βάζει ν’ ακούσουμε τους μαγικούς ήχους της Πόλης, μας προσκαλεί να κάτσουμε στο οικογενειακό τραπέζι της.
"Σήκωσε πάνω από το τραπέζι τα χέρια της, όπως τα σηκώνει ο παπάς που ετοιμάζεται να ιερουργήσει, αργά - αργά πήρε το κουτάλι και το πιρούνι, και με μεγάλο σεβασμό προς τη μελιτζάνα άρχισε το σερβίρισμα. Χαρά των ματιών ήταν η κίνηση των χεριών της... Τρεις ώρες καθόνταν στο τραπέζι και τους σέρβιρε με χαρά. Και βέβαια τρεις ώρες, ποιο ήταν το βιαστικό τους; Όλοι εκεί θα έμεναν μέρες. ∆όξα τω Θεώ στρώματα δεν είχε το σπίτι; Για παπλώματα; Και εξακολουθούσε το φαγοπότι ως το τέλος. Και όταν πια τελείωσαν, πήρε η Λωξάντρα μια βούκα ψωμί, το έκοψε με το χέρι της στα τρία, και τίναξε τα κομμάτια πάνω στο τραπέζι.."

Έτσι έδειχνε την ευγνωμοσύνη της για το φαγητό που τους έφερε όλους μαζί σε εκείνο το τραπέζι αλλά και σε τόσα άλλα όλα αυτά τα χρόνια. Μέσα στη μαύρη εποχή που ζούμε, που όσο πάει γίνεται και πιο μαύρη, χρειαζόμαστε λίγο φως, λίγο ήλιο, ένα παράθυρο στην αισιοδοξία. Και η Λωξάντρα βρίσκει φως ακόμη και μέσα στο σκοτάδι. Η αισιοδοξία είναι η φιλοσοφία της. Χωρίς μοιρολατρία, χωρίς απάθεια, αλλά με σεβασμό και ιερότητα απέναντι στη ζωή...
Στο χαμηλό τον οντά κάθε πρωί, τη μοίρα γλύκαινε η Λωξάντρα με κεράσματα, με ζαχαρόνερο και καλοπιάσματα σ' ένα κρυστάλλινο ποτήρι από φως... Και τα δυο της χέρια ζυμώναν τον καιρό και μοσχοβολούσανε μαχλέπι και μαστίχα και κάρδαμο και βασιλικό.. Έτσι ζούσε κάθε μέρα η Λωξάντρα στην κουζίνα της που ήταν ένα ολόκληρο σύμπαν. Κι έτσι μαγείρευε τα πιο νόστιμα φαγητά. 

Η κρυφή της συνταγή; 
Το μυστικό της μπαχάρι; Η αγάπη...

Τα πνεύματα επιστρέφουνε τις νύχτες
φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές
κι αν δεις εκεί ψηλά στις πολεμίστρες
θα δεις να σε κοιτάζουνε μορφές

Και τότε ένα παράπονο σε παίρνει
και στα καντούνια μέσα σε γυρνά
η Πόλη μια παλιά αγαπημένη
που συναντάς σε ξένη αγκαλιά

Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο
αλλάζουνε εντός μου τα σύνορα του κόσμου

Την βρήκα στις στροφές των ποιημάτων
με τις βαριές χανούμισσες να ζει
και ρίχνω μες στο στόμα των αρμάτων
την κούφια μου αλήθεια τη μισή

Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο
αλλάζουνε εντός μου τα σύνορα του κόσμου

1 σχόλιο:

Ευλαλία είπε...

Το ωραιοτερο βιβλιο που εχει γραφτει για την ζωη των Σμυρνιων. Το εχω μαθει απεξω πια!
Την ταινια Λωξαντρα την ειχε βαλει καποια εφημεριδα σε dvd και ειχε γινει αναρπαστη..
Ειχε παιχτεί πριν πολλα χρονια από την ΕΡΤ ασπρομαυρη φυσικα.
Μια ταινια υμνο στην καθημερινοτητα των Πολιτων μια Μπετυ Βαλάση να ενσαρκωνει καταπληκτικα την Λωξαντρα!
θεωρω ότι ηταν ρολος σταθμός στην καλλιτεχνικη της καριερα.

Η Λωξαντρα είναι ένα βιβλιο που ολοι πρεπει να διαβασουν και μια ταινια που οσες φορες κι αν την δεις ποτε δεν θα είναι αρκετες.