Γιάννης Η. Χάρης
«Είσαι ισόβια (!) και σου ζητάνε να διαλέξεις φαγητό για την υπόλοιπη ζωή
σου: κρέας ή ψάρι;» με ρώτησε ο Ελληνοφιλιππινέζος ολιστικός τον οποίο
επισκέφτηκα πριν από μερικά χρόνια. «Ζυμαρικά!» είπα αποφασιστικά. «Κρέας ή
ψάρι;» επέμεινε αμείλικτος. «Κρέας» ψέλλισα, σχεδόν με ντροπή. Μην τα πολυλογώ,
ο περίπου μάγος, έπειτα από διάφορα τεστ κάποιας κορεατικής σχολής, αποφάνθηκε
ότι ανήκω σε μία από οχτώ κατηγορίες, σύμφωνα με την οποία η διατροφή μου πια απέκλειε
κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη, άσπρο αλεύρι και άλλα πολλά, μια βασανιστική
διατροφή που όμως, τους λίγους μήνες που την ακολούθησα, είχε αισθητό
αποτέλεσμα. Κι όμως την εγκατέλειψα: ήταν ασύμφορη οικονομικά, έπρεπε να
τρέχεις σε ειδικά μαγαζιά, να έχεις τον προσωπικό σου μάγειρα, και την περίεργη
αίσθηση, περπατώντας στον δρόμο, πως κάθε περίπτερο, φούρνος, τυροπιτάδικο κτλ.
σού είναι απαγορευμένο –άσε πια τις ταβέρνες. Ακόμα πιο βασανιστικό όμως ήταν οι
αναπόφευκτες ερωτήσεις φίλων και γνωστών: και δηλαδή τι τρως; ούτε αυτό; ούτε
εκείνο; ούτε τ’ άλλο;
«Ανήκα πάντα σε επαίσχυντες μειονότητες· δεν άντεχα να είμαι πάλι ο
διαφορετικός» εξήγησα στον γιατρό.
Και ήταν η δεύτερη ήττα μου αυτή: πολύ παλιά είχα γίνει για ένα διάστημα
χορτοφάγος, κάτι πολύ πιο εύκολο από την τωρινή δίαιτα. Εγκατέλειψα ουσιαστικά
για τον ίδιο λόγο, κι ας άργησα να το καταλάβω. Φίλος του κρέατος δεν ήμουν
ποτέ, πιο πολύ από μιζέρια παρά από ιδεολογία: από μικρός ξεψείριζα
ψυχαναγκαστικά το κρέας, βγάζοντας όχι απλώς πέτσες και λίπη αλλά και την
παραμικρή ίνα: παϊδάκια ούτε που τ’ αγγίζω, οι μπριζόλες δεν μου λένε απολύτως
τίποτα, μ’ αρέσει όμως ο κιμάς, και περιέργως τα βρόμικα: συκωταριές,
κοκορέτσια, έπειτα από το σχετικό ξεδιάλεγμα βεβαίως.
Οπότε φίλος όχι,
κρεατοφάγος όμως ναι, άκρως ενοχικός ωστόσο, με άλυτες τις βασικές αντιφάσεις
ανάμεσα στη ζωοφιλία και την κρεατοφαγία, κουβαλώντας πλήθος ζοφερές εικόνες,
ήδη από παιδί το σφάξιμο της κότας τα καλοκαίρια στο χωριό, με το ακέφαλο σώμα
να τινάζεται στον πέρα τοίχο, και το χειρότερο με δήμιους τις πιο ακριβές τότε
μορφές, μάνα και γιαγιά, το διαπεραστικό γρύλισμα του γουρουνιού από τον πέρα
κιόλας μαχαλά, καθώς το σφάζαν, το σπαραχτικό βέλασμα, ολόιδιο με κλάμα μωρού,
του αρνιού που το έφερνε από μακριά μια βάρκα, Πάσχα στην Πάτμο αυτό –αλλά τι
κάθομαι και αραδιάζω, λες και χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το βλέμμα των
ζωντανών, μαζί και το σπαρτάρισμα του ψαριού στα δίχτυα ή στο αγκίστρι, κάτι στο
οποίο σπάνια στεκόμαστε, ίσως γιατί το ζωικό βασίλειο του νερού είναι λιγότερο
ορατό και προπαντός λιγότερο ανθρωπομορφικό από της στεριάς.
Διατελώ έτσι, ξαναλέω, μετρίως κρεατοφάγος, αγρίως ενοχικός, που τρέφει ειλικρινή
θαυμασμό έως ζήλια για τους χορτοφάγους, αλλά ώς εκεί· με τους βέγκαν
μπερδεύομαι, με την αποχή δηλαδή από οτιδήποτε ζωικό: αβγά, γαλακτοκομικά
προϊόντα κτλ., που θεωρούνται αποτέλεσμα βίαιης εκμετάλλευσης του ζώου. Αν
δηλαδή αρνείσαι το αβγό της κότας που μεγαλώνει σε συνθήκες ανελέητου όντως εγκλεισμού,
το αβγό της δικής σου κότας στο χωριό τι το κάνεις; Ή όλα αυτά είναι ηθικά
διλήμματα του ανθρώπου της πόλης, ενώ ο άνθρωπος του χωριού ας βουλιάξει στην
καταστατική βαρβαρότητά του; Και πάντως, ο άνθρωπος της πόλης εγώ, σαν ζωόφιλος
πια, θα μεταφέρω τον βεγκανισμό μου και στα ζώα μου; στη γάτα και στον σκύλο
μου, αλλά και στα αδέσποτα της γειτονιάς;
Σίγουρα το θέμα είναι πολύ πιο σύνθετο απ’ όσο αφήνουν να φανεί τέτοιες ερωτήσεις,
ήρθε όμως στην επικαιρότητα με τη δράση κάποιων «αντισπισιστών», που έσπασαν
ακόμα και κρεοπωλεία της γειτονιάς. Έτσι, από τον αντισπισισμό, μάθαμε και
τον σπισισμό, ή σπισισισιμό, μεταφορά του
αγγλικού speciecism (από το species= είδος), που
δηλώνει τη διάκριση μεταξύ δύο ειδών και τη συναφή υπεροχή του ενός, που
εκμεταλλεύεται έτσι το άλλο.
Δεν θα σταθούμε σε κριτική της δράσης των συγκεκριμένων αντισπισιστών, καθώς
είναι ξεκάθαρη η κριτική και η στάση μας, ιδίως της αριστεράς, απέναντι στην αυτοδικία
και γενικότερα την τρομοκρατία. Άλλο ήταν το κίνητρό μου, άλλος ψυχαναγκασμός
μου, που τον ομολογώ χωρίς ενοχές αυτήν τη φορά: να δούμε κάποια γλωσσικά για τούτον
τον σπισισισμό, που τύχη
αγαθή μας έρχεται σαν σκέτα σπισισμός, μέσα από μια ασύνειδη, ενστικτώδη προφανώς εφαρμογή
ενός βασικού νόμου της γλώσσας, της ανομοίωσης
ή της απλολογίας. Όπως μετατράπηκε
δηλαδή ο αμφιφορεύς σε αμφορέα, από τα αρχαία
κιόλας χρόνια, η τετράπεζα σε τράπεζα, το αστραποπελέκι σε αστροπελέκι κ.ά. Και πιο πρόσφατα, χωρίς
να έχει τελεσιδικήσει η περίπτωσή τους (ο β΄ τύπος πάντως πέρασε στο
Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας), η αποστρατιωτικοποίηση σε αποστρατικοποίηση,
η ανεξαρτητοποίηση
σε ανεξαρτοποίηση
κ.ά.
Βασική ένσταση όμως αφορά τον σχηματισμό της ελληνικής λέξης με βάση την
αγγλική προφορά: «Δεν λέμε “κομιουνισμός”, ούτε “χιουμανισμός”,
επειδή έτσι τα λένε οι Άγγλοι. Ας σχηματιστεί τουλάχιστον πάνω στο
λατινικό σπέκιες: σπεκισμός» μου έγραψε, συμπτωματικά πριν
από λίγους μήνες, παλιά φίλη και συνάδελφος.
Προσυπογράφω, φυσικά, και μακάρι οι αντισπισιστές να γίνονταν αντισπεκιστές,
και να ’ταν αυτό η πρώτη τους έλλογη χειρονομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου