Ένα από τα παραμύθια που μας λένε διαρκώς οι Νεοειδωλολάτρες, είναι ότι δήθεν οι αρχαίοι Ειδωλολάτρες, (αυτοί που μας δίωκαν για 3 αιώνες και είχαν κατασφάξει τους προ Χριστού Φιλοσόφους), ήταν... ανεξίθρησκοι, ενώ ο "κακός" Χριστιανισμός, δήθεν εγκαθίδρυσε τη μισαλλοδοξία, και ότι έτσι κατάφερε να επιβληθεί. Για άλλη μια φορά όμως, οι αρχαίες πηγές μας αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο! Και είναι εκπληκτικό, το πώς ΟΥΤΕ ΕΝΑ από αυτά που ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές δεν είναι αλήθεια, μάλλον δε, είναι εντελώς αντίστροφο της πραγματικότητας!
Ακόμη κι όταν γίνεται από κάποιους Νεοειδωλολάτρες παραδεκτό ότι ο Χριστιανισμός
επικράτησε γενικά δίχως βία και ότι θα γινόταν πλειοψηφία έτσι κι
αλλιώς, παρά τις διώξεις, διατυπώνεται το επιχείρημα ότι έπρεπε να
υπάρχει ανεξιθρησκεία και όχι απαγόρευση του Εθνισμού. Το επιχείρημα
αυτό αγνοεί την ιστορία: από την Αρχαία Ελλάδα ως τον 4ο αι. μ.Χ.
δεν υπήρξε ανεξιθρησκεία, αλλά θεσμοθετημένες κρατικές θρησκείες.
Επίσης ο Χριστιανισμός δεν έγινε επίσημη θρησκεία από το 324, αλλά
μετά το 380, αφού πρώτα υπέστη, υπό καθεστώς ανεξιθρησκείας, τις
διώξεις Εθνικών (Ιουλιανού) και Αρειανιστών (Κωνστάντιου Β' και
Βάλη). Οι αντίπαλοί του μόνο την ανεξιθρησκεία δεν είχαν κατά νου.Ότι
έτσι έχουν τα πράγματα φαίνεται από τις απόψεις των Εθνικών
συγκλητικών της Ρώμης στα 394 και 408 μ.Χ.: οι Συγκλητικοί αυτοί
υποστήριζαν πως «δεν είναι νόμιμες οι [αρχαίες] τελετές αν δεν
γίνονται δημοσία δαπάνη» και πως «δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει κανένα
όφελος για την πόλη [=Ρώμη] αν οι [αρχαίες] τελετές δεν γίνονταν
δημόσια, και αν η Σύγκλητος δεν ανέβαινε σύσσωμη στο
Καπιτώλιο να τελέσει εκεί αλλά και στις αγορές της πόλης τις
απαραίτητες ιεροτελεστίες» (Ζώσιμου, Νέα Ιστορία, Δ’, 59, 3
και Ε’, 41, 3 αντίστοιχα)[1]
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του Πολυθεϊσμού τον 4ο και 5ο μ.Χ. αι. η ανεξιθρησκεία δεν αρκούσε, οι ίδιοι δεν ήταν ευχαριστημένοι με αυτήν, αλλά, αντίθετα, έπρεπε το ρωμαϊκό κράτος επισήμως και δημόσια να υποστηρίζει την πολυθεϊστική λατρεία (και προφανώς όχι τη χριστιανική), και μάλιστα οι χριστιανοί Συγκλητικοί έπρεπε υποχρεωτικά όχι μόνο να παραστούν αλλά και να συμμετάσχουν στις τελετές των εθνικών Συγκλητικών˙ αλλιώς οι τελετές των Πολυθεϊστών δεν ήταν ούτε νόμιμες (για τους ίδιους) ούτε αποτελεσματικές (για το κράτος). Επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας έπρεπε να είναι η πολυθεϊστική, όχι μόνο για λόγους «παραδόσεως» αλλά και νομιμότητας/αποτελεσματικότητας. Ποια ανεξιθρησκεία πρότειναν όμως οι Εθνικοί του 4ου αι., όταν υποστήριζαν ότι οι Χριστιανοί υποχρεούνται να συμμετέχουν στις πολυθεϊστικές τελετές; Και πού ακούστηκε ξανά ότι, για να είναι νόμιμες οι τελετές μιας θρησκείας, πρέπει να συμμετέχουν σε αυτές άνθρωποι οι οποίοι δεν πιστεύουν σε αυτήν;Ο Σύμμαχος, όταν γράφει προς τους αυτοκράτορες Βαλεντιανό, Θεοδόσιο και Αρκάδιο υποστηρίζοντας ότι η Ρώμη υπέταξε τον κόσμο χάρη στην πολυθεϊστική λατρεία της (§ 9 της επιστολής) και ότι εξαιτίας της άρνησης κρατικής χρηματοδότησης των Εστιάδων προέκυψε κακή σοδειά και λιμός στην Αυτοκρατορία και μάλιστα ότι εξαιτίας της παραμέλησης της αρχαίας λατρείας κάθε είδους κακό έπληξε την Αυτοκρατορία (§ 14 κ.ε.), εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει ότι είναι απαραίτητο να υφίσταται η πολυθεϊστική λατρεία ως κρατική θρησκεία. Άλλωστε ο Σύμμαχος ρητά (§17 της παραπάνω επιστολής) απαιτεί την μη διατάραξη του υπάρχοντος καθεστώτος των θρησκειών και συνεπώς δεν ζητά ανεξιθρησκεία, όπως έχει υποστηριχθεί κατά κόρον, διότι ως το 380 επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας ήταν η πολυθεϊστική[2] Η ανεξιθρησκεία που είχε ο Ιουλιανός κατά νου φαίνεται από την επιστολή του 110 , προς Αλεξανδρείς: «εκείνο που επιτρέψαμε στους Γαλιλαίους που έχουν εξοριστεί από τον μακαρίτη Κωνστάντιο, δεν ήταν το να επιστρέψουν στις εκκλησίες τους, αλλά στις πατρίδες τους. Ωστόσο πληροφορούμαι πως ο θρασύτατος Αθανάσιος, επειδή παρασύρθηκε, ανακατέλαβε εκείνο που αυτοί αποκαλούν επισκοπικό θρόνο».Θέμα, επομένως, ανεξιθρησκίας και μη συσχετισμού κράτους-θρησκείας δεν το έθετε κανένας στα σοβαρά εκείνη την εποχή˙ όχι μόνον οι Χριστιανοί, αλλά και οι Εθνικοί είχαν διαφορετική αντίληψη – ο Ιουλιανός άλλωστε επανέφερε ως κρατικά εμβλήματα τα πολυθεϊστικά και τα αγάλματα των θεών δίπλα στο δικό του. Δεν γινόταν, απλά, το κράτος να μένει αμέτοχο στις θρησκευτικές διαμάχες και αυτό δεν οφείλεται στον Χριστιανισμό ούτε στην μισαλλοδοξία των μονοθεϊστών Χριστιανών ειδικά – οι λόγοι πρέπει να αναζητηθουν στις αιτίες των διώξεων κατά των φιλοσόφων στην κλασσική Ελλάδα.
Οι Εθνικοί, οι οποίοι επιζητούσαν να υπάρχει επικρατούσα κρατική θρησκεία ήταν το ίδιο μισαλλόδοξοι, αν υποθέσουμε, ότι ο Χριστιανισμός ήταν "μισαλλόδοξος", μόνο και μόνο επειδή θεωρεί τις άλλες θρησκείες ψευδείς >. Μάλιστα οι Εθνικοί ήταν περισσότερο μισαλλόδοξοι, γιατί ΔΙΩΞΑΝ τους Χριστιανούς, ενώ οι Χριστιανοί δεν δίωξαν ποτέ κανέναν, παρά τους περί του αντιθέτου ψευδείς και αστήρικτους ισχυρισμούς των Νεοειδωλολατρών.Σε τέτοιο ιστορικό πλαίσιο η κριτική αποκλειστικά ή ειδικά εναντίον του Χριστιανισμού, απλώς επειδή αυτός πέτυχε να καταλάβει την εξουσία παρά τους διωγμούς τριών αιώνων που υφίστατο, (και η συναφής κριτική ότι εξαιτίας της κατάληψης επικράτησε), καθώς και η ανέξοδη, εκ των υστέρων ρητορεία υπέρ της ανεξιθρησκείας, είναι άνευ ουσίας. Αν μάλιστα σύμφωνα με τα λεγόμενα των Εθνικών οι τελετές του Πολυθεϊσμού ήταν νόμιμες/αποτελεσματικές μόνο με την συμμετοχή του κράτους, τότε ο ελληνορρωμαϊκός Πολυθεϊσμός προκύπτει, κατά πολύ περισσότερο, μια εκ φύσεως κρατική θρησκεία˙ αντιθέτως δεν ακούστηκε ποτέ, τους τρεις πρώτους μ.Χ. αιώνες από χριστιανούς απολογητές, ότι οι χριστιανικές τελετές ήταν άκυρες ή αναποτελεσματικές αν δεν συμμετείχε επισήμως σε αυτές το Κράτος. Αντιθέτως, είναι βασική αρχή του Χριστιανισμού, ότι "η βασιλεία η δική μας δεν είναι επίγεια" (Ιωάννης 18/ιη: 36). Δεν υπάρχει τίποτε πιο αναμενόμενο από την εξαφάνιση μιας θρησκείας η οποία στηρίζεται στην οικονομική υποστήριξη του κράτους, το οποίο παύει να την χρηματοδοτεί από μια στιγμή και μετά.
[1]Ο επίσκοπος Μιλάνου Αμβρόσιος (επιστολή 18 προς αυτοκράτορα Βαλεντιανό) παρατηρούσε εύστοχα: «οι Εθνικοί δεν πιστεύουν ότι οι τελετές τους μπορούν να διατηρηθούν δίχως κρατικές συνεισφορές» (§ 11α). Τέτοιο ήταν το σφρίγος της Εθνικής λατρείας.
[2] Ρωτά ο επίσκοπος Μιλάνου Αμβρόσιος (επιστολή 18 προς αυτοκράτορα Βαλεντιανό): «Έκτισε κανείς Εθνικός αυτοκράτορας βωμό στο Χριστό; (…) οι Εθνικοί πρόσφεραν άπαντα τα δικά τους στην λατρεία τους» (§ 10) και «αυτοί που επί Εθνικών αυτοκρατόρων διεκδικούσαν τα πάντα για τη θρησκεία τους, ενώ τώρα θεωρούν ότι δεν πρέπει να έχουμε κοινό μερίδιο υπό Χριστιανούς ηγεμόνες; (…) Πού ήταν το αίτημά τους για ισότητα, όταν έχοντας λεηλατήσει τα αγαθά των Χριστιανών, τους αρνούνταν και τη ζωή;» (§ 12 και 15).
[3] Η μισαλλοδοξία φαίνεται λ.χ. από τους χαρακτηρισμούς προς τους Χριστιανούς του Πορφύριου, του Κέλσου ή του Ευνάπιου (Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, Αιδέσιος, 11, 8-9): «καταδίκασαν το ανθρώπινο γένος στη λατρεία των δουλοπρεπών και ανέντιμων [=του Ιησού] αντί των πραγματικών θεών. Συγκέντρωσαν [οι μοναχοί] τα οστά και τα κρανία όσων θανατώθηκαν εξαιτίας των πολλών αμαρτημάτων τους, εκείνων, δηλαδή, που καταδίκαζε το δικαστήριο της πόλης [= όσων μαρτύρησαν κατά τους αντιχριστιανικούς διωγμούς των πρώτων τριών αιώνων μ.Χ.]. Τους αναδείκνυαν θεούς (…) Μερικοί ονομάζονταν μάρτυρες (…) ανδράποδα που πρόσφεραν κακές υπηρεσίες, καταχτυπημένοι από τα μαστίγια, που έφεραν πάνω στα είδωλά τους τις πληγές της εξαχρείωσης». Για τον Ιουλιανό οι Χριστιανοί είναι όχι απλώς οι «Γαλιλαίοι», αλλά οι «απαίσιοι Γαλιλαίοι» (επιστολή 111, προς Αλεξανδρείς (433c)).
πηγή
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του Πολυθεϊσμού τον 4ο και 5ο μ.Χ. αι. η ανεξιθρησκεία δεν αρκούσε, οι ίδιοι δεν ήταν ευχαριστημένοι με αυτήν, αλλά, αντίθετα, έπρεπε το ρωμαϊκό κράτος επισήμως και δημόσια να υποστηρίζει την πολυθεϊστική λατρεία (και προφανώς όχι τη χριστιανική), και μάλιστα οι χριστιανοί Συγκλητικοί έπρεπε υποχρεωτικά όχι μόνο να παραστούν αλλά και να συμμετάσχουν στις τελετές των εθνικών Συγκλητικών˙ αλλιώς οι τελετές των Πολυθεϊστών δεν ήταν ούτε νόμιμες (για τους ίδιους) ούτε αποτελεσματικές (για το κράτος). Επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας έπρεπε να είναι η πολυθεϊστική, όχι μόνο για λόγους «παραδόσεως» αλλά και νομιμότητας/αποτελεσματικότητας. Ποια ανεξιθρησκεία πρότειναν όμως οι Εθνικοί του 4ου αι., όταν υποστήριζαν ότι οι Χριστιανοί υποχρεούνται να συμμετέχουν στις πολυθεϊστικές τελετές; Και πού ακούστηκε ξανά ότι, για να είναι νόμιμες οι τελετές μιας θρησκείας, πρέπει να συμμετέχουν σε αυτές άνθρωποι οι οποίοι δεν πιστεύουν σε αυτήν;Ο Σύμμαχος, όταν γράφει προς τους αυτοκράτορες Βαλεντιανό, Θεοδόσιο και Αρκάδιο υποστηρίζοντας ότι η Ρώμη υπέταξε τον κόσμο χάρη στην πολυθεϊστική λατρεία της (§ 9 της επιστολής) και ότι εξαιτίας της άρνησης κρατικής χρηματοδότησης των Εστιάδων προέκυψε κακή σοδειά και λιμός στην Αυτοκρατορία και μάλιστα ότι εξαιτίας της παραμέλησης της αρχαίας λατρείας κάθε είδους κακό έπληξε την Αυτοκρατορία (§ 14 κ.ε.), εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει ότι είναι απαραίτητο να υφίσταται η πολυθεϊστική λατρεία ως κρατική θρησκεία. Άλλωστε ο Σύμμαχος ρητά (§17 της παραπάνω επιστολής) απαιτεί την μη διατάραξη του υπάρχοντος καθεστώτος των θρησκειών και συνεπώς δεν ζητά ανεξιθρησκεία, όπως έχει υποστηριχθεί κατά κόρον, διότι ως το 380 επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας ήταν η πολυθεϊστική[2] Η ανεξιθρησκεία που είχε ο Ιουλιανός κατά νου φαίνεται από την επιστολή του 110 , προς Αλεξανδρείς: «εκείνο που επιτρέψαμε στους Γαλιλαίους που έχουν εξοριστεί από τον μακαρίτη Κωνστάντιο, δεν ήταν το να επιστρέψουν στις εκκλησίες τους, αλλά στις πατρίδες τους. Ωστόσο πληροφορούμαι πως ο θρασύτατος Αθανάσιος, επειδή παρασύρθηκε, ανακατέλαβε εκείνο που αυτοί αποκαλούν επισκοπικό θρόνο».Θέμα, επομένως, ανεξιθρησκίας και μη συσχετισμού κράτους-θρησκείας δεν το έθετε κανένας στα σοβαρά εκείνη την εποχή˙ όχι μόνον οι Χριστιανοί, αλλά και οι Εθνικοί είχαν διαφορετική αντίληψη – ο Ιουλιανός άλλωστε επανέφερε ως κρατικά εμβλήματα τα πολυθεϊστικά και τα αγάλματα των θεών δίπλα στο δικό του. Δεν γινόταν, απλά, το κράτος να μένει αμέτοχο στις θρησκευτικές διαμάχες και αυτό δεν οφείλεται στον Χριστιανισμό ούτε στην μισαλλοδοξία των μονοθεϊστών Χριστιανών ειδικά – οι λόγοι πρέπει να αναζητηθουν στις αιτίες των διώξεων κατά των φιλοσόφων στην κλασσική Ελλάδα.
Οι Εθνικοί, οι οποίοι επιζητούσαν να υπάρχει επικρατούσα κρατική θρησκεία ήταν το ίδιο μισαλλόδοξοι, αν υποθέσουμε, ότι ο Χριστιανισμός ήταν "μισαλλόδοξος", μόνο και μόνο επειδή θεωρεί τις άλλες θρησκείες ψευδείς >. Μάλιστα οι Εθνικοί ήταν περισσότερο μισαλλόδοξοι, γιατί ΔΙΩΞΑΝ τους Χριστιανούς, ενώ οι Χριστιανοί δεν δίωξαν ποτέ κανέναν, παρά τους περί του αντιθέτου ψευδείς και αστήρικτους ισχυρισμούς των Νεοειδωλολατρών.Σε τέτοιο ιστορικό πλαίσιο η κριτική αποκλειστικά ή ειδικά εναντίον του Χριστιανισμού, απλώς επειδή αυτός πέτυχε να καταλάβει την εξουσία παρά τους διωγμούς τριών αιώνων που υφίστατο, (και η συναφής κριτική ότι εξαιτίας της κατάληψης επικράτησε), καθώς και η ανέξοδη, εκ των υστέρων ρητορεία υπέρ της ανεξιθρησκείας, είναι άνευ ουσίας. Αν μάλιστα σύμφωνα με τα λεγόμενα των Εθνικών οι τελετές του Πολυθεϊσμού ήταν νόμιμες/αποτελεσματικές μόνο με την συμμετοχή του κράτους, τότε ο ελληνορρωμαϊκός Πολυθεϊσμός προκύπτει, κατά πολύ περισσότερο, μια εκ φύσεως κρατική θρησκεία˙ αντιθέτως δεν ακούστηκε ποτέ, τους τρεις πρώτους μ.Χ. αιώνες από χριστιανούς απολογητές, ότι οι χριστιανικές τελετές ήταν άκυρες ή αναποτελεσματικές αν δεν συμμετείχε επισήμως σε αυτές το Κράτος. Αντιθέτως, είναι βασική αρχή του Χριστιανισμού, ότι "η βασιλεία η δική μας δεν είναι επίγεια" (Ιωάννης 18/ιη: 36). Δεν υπάρχει τίποτε πιο αναμενόμενο από την εξαφάνιση μιας θρησκείας η οποία στηρίζεται στην οικονομική υποστήριξη του κράτους, το οποίο παύει να την χρηματοδοτεί από μια στιγμή και μετά.
[1]Ο επίσκοπος Μιλάνου Αμβρόσιος (επιστολή 18 προς αυτοκράτορα Βαλεντιανό) παρατηρούσε εύστοχα: «οι Εθνικοί δεν πιστεύουν ότι οι τελετές τους μπορούν να διατηρηθούν δίχως κρατικές συνεισφορές» (§ 11α). Τέτοιο ήταν το σφρίγος της Εθνικής λατρείας.
[2] Ρωτά ο επίσκοπος Μιλάνου Αμβρόσιος (επιστολή 18 προς αυτοκράτορα Βαλεντιανό): «Έκτισε κανείς Εθνικός αυτοκράτορας βωμό στο Χριστό; (…) οι Εθνικοί πρόσφεραν άπαντα τα δικά τους στην λατρεία τους» (§ 10) και «αυτοί που επί Εθνικών αυτοκρατόρων διεκδικούσαν τα πάντα για τη θρησκεία τους, ενώ τώρα θεωρούν ότι δεν πρέπει να έχουμε κοινό μερίδιο υπό Χριστιανούς ηγεμόνες; (…) Πού ήταν το αίτημά τους για ισότητα, όταν έχοντας λεηλατήσει τα αγαθά των Χριστιανών, τους αρνούνταν και τη ζωή;» (§ 12 και 15).
[3] Η μισαλλοδοξία φαίνεται λ.χ. από τους χαρακτηρισμούς προς τους Χριστιανούς του Πορφύριου, του Κέλσου ή του Ευνάπιου (Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, Αιδέσιος, 11, 8-9): «καταδίκασαν το ανθρώπινο γένος στη λατρεία των δουλοπρεπών και ανέντιμων [=του Ιησού] αντί των πραγματικών θεών. Συγκέντρωσαν [οι μοναχοί] τα οστά και τα κρανία όσων θανατώθηκαν εξαιτίας των πολλών αμαρτημάτων τους, εκείνων, δηλαδή, που καταδίκαζε το δικαστήριο της πόλης [= όσων μαρτύρησαν κατά τους αντιχριστιανικούς διωγμούς των πρώτων τριών αιώνων μ.Χ.]. Τους αναδείκνυαν θεούς (…) Μερικοί ονομάζονταν μάρτυρες (…) ανδράποδα που πρόσφεραν κακές υπηρεσίες, καταχτυπημένοι από τα μαστίγια, που έφεραν πάνω στα είδωλά τους τις πληγές της εξαχρείωσης». Για τον Ιουλιανό οι Χριστιανοί είναι όχι απλώς οι «Γαλιλαίοι», αλλά οι «απαίσιοι Γαλιλαίοι» (επιστολή 111, προς Αλεξανδρείς (433c)).
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου