Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Θεολογική Σχολή - Τμήμα Θεολογίας
Γεώργιος Η. Μπόρας
Μεταπτυχιακή Εργασία
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Α.Μ.: 1619
Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης
ΠΩΣ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
2.1 Κληρικαλισμός.
2.1.1 Κληρικαλισμός και Οικουμενισμός.
Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε μερικά από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά
που συνθέτουν, αλλά αποτελούν και εκφραστικές οδούς της αίρεσης του
Οικουμενισμού.
Ο κληρικαλισμός ως έκφραση εξουσίας του κλήρου και ταύτισης του
κλήρου με την Εκκλησία είναι μία από τις ισχυρότερες συνιστώσες του
Οικουμενισμού. Εν πρώτοις διαφαίνεται μια ισχυρή σχέση αν όχι ταύτιση
του κληρικαλιστικού πνεύματος με αυτό του οικουμενιστικού. Θα έλεγε
κανείς ότι ο ΄΄ζών κληρικαλισμός΄΄, με όση τραγικότητα κρύβει αυτή η
διατύπωση, μετασχηματίζεται και επαναπροσδιορίζει την εξουσιαστική του
φύση εντός του Οικουμενισμού. Ο Οικουμενισμός εμφανίζεται ως ο φυσικός
διάδοχος του κληρικαλιστικού εξουσιαστικού μοντέλου ή αλλιώς υιοθετών
και εξελίσσων μια ιεραρχκή δομή. Αυτό επ’ ουδενί δεν σηματοδοτεί
απόρριψη. Παρακρατεί αυτό το οποίο ευνοεί την εξελιξή του και απορρίπτει
αυτό το οποίο είναι πρόσκομμα. Ο Οικουμενισμός αξιώνει τον τρόπο του
και τον χώρο του εντός της Εκκλησίας του Κυρίου απροκάλυπτα. Ο
κληρικαλισμός είναι το παλαιό το οποίο εξελίσσεται σε νέο και λαμβάνει
χώρο εντός του οικουμενιστικού συστήματος. Οι βασικές δομές του
κληρικαλισμού: α) ο επισκοποκεντρισμός, β) η εξουσία της Θείας
Κοινωνίας, γ) η εξουσία του «δεσμείν και λυείν», δ) η πίστη ότι ο ιερέας
αγιάζει τα Μυστήρια και τα Δώρα της Ευχαριστίας, ε) η πίστη ότι με τήν
χειροτονία κληρονομείται η χάρις, στ) η ταύτιση εξομολόγου καί
πνευματικού, ζ) η πολεμική εναντίον τού ησυχασμού, η) η ερμηνεία του
διακονήματος ως εξουσία και κατ’ επέκταση της εξουσίας ως κύριο
χαρακτηριστικό του προφητικού χαρίσματος, υιοθετούνται από τον δογματικά
ελαστικό Οικουμενισμό. Αυτό το οποίο ερμηνεύθηκε ως παραδοσιακή
εκκλησία, (η εκκλησία του κλήρου, η εκκλησία των Ιερών Κανόνων)
προσφέρεται ως γόνιμο έδαφος και μετασχηματίζεται πλέον από τον
Οικουμενισμό. Η ηθικολογία του κληρικαλισμού δεν εξυπηρετεί την
φιλελεύθερη πορεία του Οικουμενισμού, ο οποίος εμφανίζει ένα
΄΄χαρισματικό΄΄ προσωπείο ένεκα της απύλωτης πνευματοκρατίας του ενώ
έχει ανάγει την πρόσληψη των πάντων άνευ προυποθέσεων σε κεντρικό του
δόγμα—από τη στιγμή που η αντικειμενικότητα χάθηκε από την αυτονομημένη
επέλαση του υποκειμένου—ένεκα της ένωσης των χριστιανικών ή και άλλων
θρησκευτικών ομολογιών, ακόμη και των πιο εκφυλισμένων[1].
Και επ’ αυτού δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αποδείξεις αρκεί να δει κανείς
τα τεκταινόμενα στις περιοδικές συνελεύσεις του Π.Σ.Ε. Ο Κύριος
επανερμηνεύεται και τίθεται στο περιθώριο με σκοπό να αντικατασταθεί.
Έτσι ο Οικουμενισμός επιχειρεί να κινηθεί πέραν των ασφυκτικών ορίων του
κακοποιημένου πνεύματος των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, δείχνοντας μια
διάθεση παράβλεψης του γράμματος και του πνεύματος των Ιερών Κανόνων
χάριν της ΄΄χαρισματικής΄΄[2] διάστασης της Εκκλησίας. Αποδέχεται ως εκ τούτου την απροϋπόθετη πνεύση του Αγίου Πνεύματος[3].
Κι όμως το φανταχτερό ένδυμα το οποίο επιδεικνύει δεν είναι το ένδυμα του Κυρίου[4],
άλλα ενδύεται και μεταλλάσει το σεμνότυφο, ηθικολογικό, και λάγνα
προσκείμενο στην άσκηση εξουσίας, ένδυμα του κληρικαλισμού. Στην ουσία ο
κληρικαλισμός εργάστηκε και εργάζεται γι’ αυτόν τον μετασχηματισμό, γι’
αυτήν την εξέλιξη ή την μεταφορά εξουσίας. Μία άγονη και στείρα πίστη, η
οποία απεκδύεται το προσωπείο της σεμνότητας και ενδύεται το προσωπείο
της συγκατάβασης, της εμπαθούς αγάπης της γνωστής αγαπολογίας. Μία πίστη
αυτονομημένη, η οποία με ηδυπάθεια, εσχάτως, στρέφεται προς το
πρωτότυπο, τον παπικό κληρικαλισμό αναζητώντας το άλλο μισό της κτιστής
εξουσίας: τη δόξα. Ο παπικός κληρικαλισμός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
γεννήτορας των χριστιανικών κληρικαλισμών και ένας εκ των συντελεστών
της αίρεσης του Οικουμενισμού.
Αξιομνημόμευτη είναι και η στάση αυτών οι οποίοι αντιτάσσονται στην
αίρεση του Οικουμενισμού. Στην προσπαθειά τους να πολεμήσουν την
ολετήρια πορεία της αιρέσεως, αντί να αποσαφηνίσουν πλήρως και ευκρινώς
τα χαρακτηριστικά (διδασκαλία, σκοπός, τρόπος) της αιρέσεως αναλίσκονται
σε μία αδιέξοδη αντιπαράθεση. Συστατικό στοιχείο αυτής της
αντιπαράθεσης είναι η αδιάκοπη επίκληση της καταστρατήγησης των Ιερών
Κανόνων της Εκκλησίας. Εύλογα όμως θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε: η
καταστρατήγηση των Ιερών Κανόνων ή μέρους τους (διότι παρατηρείται μια
επιλεκτική τήρησή τους από τους εμφορούμενους με το πνεύμα του
Οικουμενισμού) είναι αίρεση; Διαφορετικά: το γεγονός ότι καταπατούνται
κατ’ εξακολούθηση και με προκλητικό τρόπο οι Ιεροί Κανόνες από την
πλειοψηφία των Ορθοδόξων Επισκόπων συνιστά αίρεση; Σαφώς και η
καταπάτηση των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας είναι δείγμα ότι έχουμε
παρέκκλιση, τουλάχιστον εκκλησιολογική, καθώς κατά τον Άγιο Νικόδημο οι
Ιεροί Κανόνες «εὐθεῖς καί ἴσοι ἀποβάλλουσι μέν ἀπό τούς ἱερωμένους,
κληρικούς τέ καί λαϊκούς, κάθε ἀταξίαν καί στρεβλότητα, τῶν ἠθῶν
προξενοῦσι δέ εἰς αὐτούς κάθε εὐταξίαν καί ἰσότητα ἐκκλησιαστικῆς, καί
χριστιανικῆς καταστάσεως καί ἀρετῆς»[5]. Αν και οι Ιεροί Κανόνες διαφέρουν των όρων της πίστεως[6], εν τούτοις ορίζεται να αναθεματίζονται ακόμη και μετά θάνατο αυτοί οι οποίοι έσφαλαν είτε στην πίστη είτε στους Κανόνες[7].
Επιπρόσθετα τα επιτίμια τα οποία ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες στην ουσία
προστάζουν την σύνοδο ζώντων Επισκόπων να τα εφαρμόσει. Σε περίπτωση δε
που η σύνοδος δεν ενεργήσει εμπράκτως τότε τα επιτίμια δεν εφαρμόζονται,
παραμένουν όμως δυνάμει υπόδικοι οι παραβαίνοντες τους Ιερούς Κανόνες[8].
Θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι για το ζήτημα των Ιερών Κανόνων ο Άγιος
Νικόδημος μας πληροφορεί ότι προχώρησαν στην σύνταξη βιβλίου[9] για τους παρακάτω λόγους α) εξαιτίας των πολλών ψευδεπίγραφων κανόνων στα τότε νομοκανονικά χειρόγραφα[10], β) για λόγους που άπτονται της διοίκησης[11] της Εκκλησίας και γ) προς πνευματική οικοδομή του λαού του Θεού[12].
Ο Άγιος Φώτιος στον πρόλογο του Νομοκάνονα σημειώνει: «Τούς ἱερούς
θεσμούς εὕρημα μέν και δῶρον εἶναι τοῦ Θεοῦ, δόγμα δέ φρονίμων τέ καί
θεοφόρων ἀνθρώπων, ἐπανόρθωμα δε τῶν τέ ἑκουσίων καί παρά βούλησιν
ἁμαρτημάτων καί πολιτείας εὐσεβους τέ καί πρός ἀτελεύτητον ζωήν ἀγούσης
κανόνα[13]».
Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο καθώς είναι εμφανές ότι οι Πατέρες
θεωρούν τους Ιερούς Κανόνες «δῶρον Θεοῦ». Απλά οφείλουμε να εφιστήσουμε
την προσοχή στο γεγόνος ότι όλα αυτά εκπορεύονται από θεφόρους ανθρώπους
και άρα και η επίκληση ή η εφαρμογή των Ιερών Κανόνων πρέπει να
καθρεφτίζει το πνεύμα των Πατέρων. Και επειδή ο Κύριος δεν προσθέτει
στην αποκάλυψή Του, διότι τότε η πρώτη αποκάλυψη θα ήταν ελλειμματική,
ως εκ τούτου οι Ιεροί Κανόνες δεν μπορούν να έχουν τον χαρακτήρα της
προσθήκης αλλά του προδρόμου των εντολών και υπό αυτήν την έννοια είναι
δώρο Θεού. Χωρίς να έχουμε απαντήσει ακόμη στο ερώτημα, έχουμε όμως
σκιαγραφήσει εν μέρει την θέση των Πατέρων, νιώθουμε την ανάγκη να
διαφοροποιήσουμε το ερώτημα: η κατάχρηση των Ιερών Κανόνων από την
εκάστοτε, δυνάμενη να τους καταχραστεί, Ιεραρχία για λόγους άσκησης
εξουσίας επί του πληρώματος των πιστών, η αυτονομησή τους από τη
δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και το πνεύμα των Αγίων Πατέρων, ή ο
παραγκωνισμός των εντολών του Κυρίου με τον υπερτονισμό των Ιερών
Κανόνων, που μπορεί να οδηγήσει[14];
Και τα δύο ερωτήματα σαφέστατα αφορούν σε Ιεραρχίες που εχουν εκτραπεί
από τον σκοπό τους, ταυτίζουν την ύπαρξή τους με την Εκκλησία του
Κυρίου, αυτοαναφέρονται ως η Εκκλησία του Κυρίου και χτίζουν την εξουσία
τους˙ αλλιώς, το πρώτο ερώτημα μας παραπέμπει στην τακτική των
οικουμενιστών, το δε δεύτερο στην τακτική των κληρικαλιστών οι οποίοι
για καθαρά λόγους άσκησης εξουσίας, παραποιούν και διαστρέφουν το νόημα
και τον σκοπό των Ιερών Κανόνων. Γνωρίζουμε ότι, οι Κανόνες είναι
υποστηρικτικοί του δόγματος και δεν νοούνται χωρίς το δόγμα και πολύ
περισσότερο χωρίς το χαρισματικό βίωμα, η αυτονομησή τους ορίζει
παρέκκλιση και οδηγεί σε στείρο ηθικισμό, αποβάλλει δε ή καταπνίγει
οποιαδήποτε χαρισματική έκφραση στο Σώμα του Κυρίου[15].
Οι ανάγκες υπεράσπισης της αλήθειας έφεραν στο προσκήνιο της Ιστορίας
τους Ιερούς Κανόνες και λειτουργούν επικουρικά στην προάσπιση της
αλήθειας. Δεν είναι η κάθ’ εαυτού αλήθεια. Οι Κανόνες των συνόδων
θωρακίζουν την Εκκλησία και τους πιστούς από την αίρεση. Μας
προφυλλάσουν από την αίρεση, δεν αποκαλυπτουν την αίρεση και δεν μπορούν
να μας οδηγήσουν στον Κύριο. Ούτε μπορούμε να τύχουμε της υιοθεσίας[16] με την αποκλειστκή τήρησή τους. Δεν έχουν αυτόν τον σκοπό και πολύ περισσότερο δεν ταυτίζονται με τις εντολές του Κυρίου[17].
Ούτε θα ήταν άτοπο, να υποστηρίξουμε ότι οι Ιεροί Κανόνες δεν δύναται
να αντικαταστήσουν τις εντολές του Κυρίου. Οι Πατέρες ακολουθούν κατά
πόδας την εντολή του Κυρίου «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς
τηρήσατε[18]».
Για το λόγο αυτό και όλη τους η πορεία ήταν μια συνεχής έμπρακτη
εργασία, τήρηση, φύλαξη, εφαρμογή των εντολών του Κυρίου. Αναφέρει
χαρακτηριστικά ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης[19] «Εκείνος
που ζητεί να εμβαθύνει στους λόγους των εντολών, χωρίς να εργάζεται τις
εντολές, κι επιθυμεί να το πετύχει με την ανάγνωση και τη μάθηση,
είναι όμοιος μ' εκείνον που φαντάζεται αντί για την αλήθεια, τη σκιά
της», διότι «Εκείνοι που δεν μετέχουν στην αλήθεια κι είναι αμύητοι σ'
αυτήν, ζητούν ωστόσο τους λόγους της, βρίσκουν τους λόγους της κοσμικής
σοφίας που αποδείχθηκε μωρία[20]».
Ο Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος θεωρεί ότι «Είναι αδύνατο ο αγωνιστής να
επιτύχει την κατά το δυνατό ομοίωσή του με το Θεό, αν πρωτύτερα δεν
καθαρίσει με θερμά δάκρυα την ασχήμια του βούρκου των κακών που τον
εμποδίζει και δεν καταπιαστεί με την ιερουργία των εντολών του Χριστού[21]».
Αλλά τι είναι η ομοίωση γι’ αυτόν που κοπιάζει στις εντολες του Κυρίου;
Ο ίδιος ο Πατήρ μας το αποκαλύπτει «Όταν, ενώ κανείς κοπιάζει πρακτικά
στην εργασία των εντολών, βρεθεί ξαφνικά σε μια ανεκλάλητη και
ανέκφραστη χαρά, ώστε να υποστεί μια παράδοξη και υπέρλογη αλλοίωση,
έτσι που να αποβάλει το βάρος του σώματος και να λησμονήσει φαγητό, ύπνο
και τις άλλες ανάγκες της φύσεως, ας γνωρίζει ότι αυτή είναι επίσκεψη
του Θεού σ' αυτόν, η οποία προξενεί στους αγωνιζόμενους τη ζωοποιό
νέκρωση και χαρίζει σ' αυτούς από εδώ ήδη την κατάσταση των Ασωμάτων.
Αυτής της μακάριας ζωής, πρόξενος είναι η ταπείνωση· τροφός και μητέρα, η
αγία κατάνυξη· φίλη και αδελφή, η θεωρία του θείου φωτός· θρόνος, η
απάθεια˙ και τέλος, η Αγία Τριάδα, ο Θεός[22]».
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι μια αντίφαση υποβόσκει, σε αυτά τα
οποία έχουμε εκθέσει για τους Πατέρες, όσον αφορά τις θέσεις τους για
τους Ιερούς Κανόνες και τις εντολές του Κυρίου. Αυτό όμως δείχνει μία
ρασιοναλιστική θέαση των πραγμάτων παρά μία αγιοπνευματική. Περί αυτού ο
Κύριος δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον
καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι[23]».
Ο Κύριος δεν ανήγγειλε την κατάλυση του νόμου, αλλά τη συμπλήρωσή του. Ο
Απόστολος Παύλος δικαίως αναρωτιέται: «Τί οὖν ὁ νόμος; τῶν παραβάσεων
χάριν προσετέθη[24]», και απαντά «νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν[25]».
«Ο Νόμος, λοιπόν, είναι εναντίον των επαγγελιών του Θεού, αφού έκαμε
τους ανθρώπους εξ αιτίας των παραβάσεών των καταραμένους; Όχι βέβαια.
Διότι εάν εδόθη τέτοιος Νόμος, ο οποίος θα ηδύνατο να παρέχη αιωνίαν
ζωήν, τότε θα ημπορούσαμεν να είπωμεν, ότι η δικαίωσις του ανθρώπου θα
ήτο έργον του Νόμου. Τέτοιαν δικαίωσιν όμως δεν δίδει ο Νομος και άρα
δεν καταργεί ούτε και αντιτίθεται εις τας επαγγελίας του Θεού[26]». Ο προδρομικός[27] χαρακτήρας
του νόμου είναι δεδομένος για τον Απόστολο Παύλο γι’ αυτό και τονίζει
τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του, «Ώστε ο Νόμος έγινε παιδαγωγός μας, ο
οποίος μας εξεπαίδευε και μας προπαρασκεύαζε να ποθήσωμεν και γνωρίσωμεν
τον Χριστόν, ώστε να πάρωμεν την δικαίωσιν από την πίστιν[28]». Περαιτέρω αποκαλύπτει «ὅτι δὲ ἐν νόμῳ οὐδεὶς δικαιοῦται παρὰ τῷ Θεῷ, δῆλον· ὅτι ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται[29]»
και «…εγνωρίσαμεν καλά ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται δίκαιος, δεν αποκτά
την δικαίωσιν ενώπιον του Θεού από τας τυπικάς διατάξεις του μωσαϊκού
Νόμου, αλλά μόνον δια της φωτισμένης ενεργείας και ενεργού πίστεως στον
Ιησούν Χριστόν, και ημείς επιστεύσαμεν στον Χριστόν Ιησούν, δια να
γίνωμεν δίκαιοι από την πίστιν και με την πίστιν στον Χριστόν και όχι
από τα έργα του μωσαϊκού Νομου. Διότι, όπως άλλωστε έχει γραφή και εις
την Παλαιάν Διαθήκην, “δεν θα δικαιωθή ποτέ κανείς από τα έργα του
Νομου”[30]». Ο νόμος όμως δεν έχει εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους διότι «εἰ δὲ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστὲ ὑπὸ νόμον[31]»
και «εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ
ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις
καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις[32]».
Ο νόμος ο οποίος παραδόθηκε από τον Κύριο στον Μωϋση έκανε γνωστή την αμαρτία[33] και
λειτουργούσε ως αποτρεπτικός της αμαρτίας. Δεν μπορούσε όμως να
προσφέρει την χαρισματική «δικαίωση». Ήταν προστάδιο της χάριτος[34].
Ήταν τα αντίστοιχα σύνορα που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες, οι οποίοι
επίσης δεν μπορούν να μας οδηγήσουν στον Κύριο. Δεν είναι αμελητέο το
γεγονός ότι οι Πατέρες μιλούν αποκλειστικά για εφαρμογή των εντολών[35].
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, «…η έλλαμψη
της χάρης δεν είναι ασφαλής πριν από την εργασία των εντολών και την
απόκτηση των αρετών[36]»
και «…ούτε η χάρη του Πνεύματος παραμένει χωρίς την εργασία των
εντολών, ούτε η εργασία των εντολών χωρίς τη χάρη του Θεού είναι χρήσιμη
και ωφέλιμη[37]»
διότι «…εκείνος που έβαλε τα θεμέλια της εργασίας των εντολών και
σήκωσε τοίχους υψηλών αρετών, αν δεν λάβει και τη χάρη του Πνεύματος με
θεωρία και γνώση ψυχής, είναι ατελής και άξιος να τον οικτείρουν οι
τέλειοι. Αυτός στερήθηκε τη χάρη οπωσδήποτε από δυο αιτίες. Ή αμέλησε τη
μετάνοια, ή, βλέποντας το σύνολο των αρετών, αποθαρρύνθηκε από το
άπειρο πλήθος τους…[38]».
Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι παραβλέπουν τους Ιερούς
Κανόνες, πράγμα το οποίο είδαμε ότι δεν υφίσταται, αλλά το ζητούμενο για
τους Πατέρες, πέραν της ενότητας του Σώματος του Κυρίου, είναι η
υιοθεσία και αυτό οι Κανόνες δεν μπορούν να το προσφέρουν για τον απλό
λόγο πως, όπως ο νόμος δεν μπορούσε να δικαιώσει τον άνθρωπο[39] κατά τον ίδιο τρόπο και οι Ιεροί Κανόνες δεν το μπορούν[40]. Ως εκ τούτου για τα ασθενέστερα μέλη ο νόμος είναι αρωγός και προαγωγός της χάριτος, όχι όμως και για τους δικαίους[41].
Το πρόβλημα διογκώνεται όταν μεταπίπτουμε στον Φαρισαϊσμό. Σε αυτή την
περίπτωση η καταδίκη του Κυρίου είναι καθολική διότι η στείρα εφαρμογή
ανθρωπογενών[42] κανονιστικών
διατάξεων, αυτονομημένων από το γράμμα και το πνεύμα αυτών που τις
εισήγαγαν, έχει καθαρά ατομικό ψυχολογικό αντίκτυπο, παράγει ηθικιστικά
στερεότυπα, συμπαγείς ανελεύθερες συμπεριφορές που οδηγούν σε μια
εθελούσια κατάργηση του αυτεξουσίου προς δόξα των ατομικών βεβαιοτήτων
αποκλείοντας την μετάνοια, το κατ’ εξοχήν κήρυγμα του Κυρίου[43].
Αποκλείει τον Κύριο μιας και «Καὶ κατὰ τὸν πρόχειρον τῶν πολλῶν νοῦν,
διὰ τὸ ἄδηλον καὶ τὸ τῆς ἀνθρωπίνης προαιρέσεως εὐόλισθον, οὐ χρὴ
μακαρίζειν τινὰ μέχρις διὰ πάσης ἀρετῆς διελθὼν ἀναντιρρήτῳ τέλει τὴν
ζωὴν κατακλείσει. Πρὸς δὲ τὸν ὑψηλότερον νοῦν, ὁ ἀρξάμενος διὰ τῆς
μετανοίας καὶ ἀσκήσεως τὸ ζῶν ἐν αὐτῷ γήϊνον φρόνημα ταπεινοῦν καὶ
ἀσθενῆ ποιεῖν οὔπω μακαριστὸς μέχρις ἂν διὰ τοῦ συντόνου τῆς ἀσκήσεως
πόνου νεκρωθῇ καὶ συντέλειαν λάβῃ· ὁ γὰρ τοιοῦτος μακάριος, ὡς τῷ Χριστῷ
συναποθανὼν διὰ τῆς τῶν κακῶν ἀπραξίας καὶ συνανιστάμενος πάλιν διὰ τοῦ
ὕψους τῶν ἀρετῶν[44]». Το «γενηθήτω το θέλημά σου» είναι το δικαίωμα του Κυρίου και όχι αυτών που ασκούν εξουσία ή αυτών που μοιράζουν δικαιώματα.
Αυτό το οποίο ο Κύριος καταδικάζει απερίφραστα, δυστυχώς ο κληρικαλισμός και οι εμφορούμενοι από το πνεύμα του[45],
το έχουν ανάγει σε εκκλησιαστική πρακτική και ΄΄δογματική αλήθεια΄΄ στα
όρια της εξουσίας τους. Διότι χειρίζονται ως δογματικό φόβητρο τα
ελλάσονα (τους Ιερούς Κανόνες, με όλες τις επιμέρους προσθήκες και
συνεπαγωγές της απροϋπόθετης κατάχρησής τους, που εξασφαλίζουν το
θρησκευτικό εξουσιαστικό τους μοντέλο) με σκοπό να αποτρέψουν τον
άνθρωπο από τα μείζονα (την έμπρακτη τήρηση των εντολών του Κυρίου) που
οδηγούν τον άνθρωπο στην βίωση της ελευθερίας που μας χάρισε ο Κύριος[46] και τελικά να τύχει της υιοθεσίας[47]. Η αγιοπνευματική στάση των Πατέρων δεν έβρισκε και συνεχίζει να μην βρίσκει[48] μιμητές
στο χώρο του κληρικαλισμού, δεδομένου δε ότι οι Πατέρες είναι οι κατ’
εξοχήν βιωματικοί ερμηνευτές του Ευαγγελίου, συμπεραίνουμε ότι ο
κληρικαλισμός τηρούσε και τηρεί μία αλλοτριωμένη στάση μακράν των
εντολών του Κυρίου. Σε κάθε περίπτωση δεν συνάδει με εκκλησιαστικό ήθος
και δεν συντελεί στην οικοδομή[49] του
Σώματος του Κυρίου ή διαφορετικά ένα άλλο ήθος σφυρηλατείται και μία
άλλη εκκλησία ζει παράλληλα, μέσα στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σε
πολλές δε περιπτώσεις ριζοσπαστικοποιείται, αυτονομείται και αποκόπτεται
από το Σώμα του Κυρίου[50] ή μεταμορφώνεται σε οικουμενιστικό ρευστό μίγμα δοξασιών και αξιώνει την υποταγή αποτασσόμενη τον Κύριο.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η ζωή των Αγίων μας είναι εμπειρία
Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας. Έτσι Ιεροί Κανόνες και εντολές του Κυρίου
όταν οικοδομούν το Σώμα του Κυρίου αποτελούν ενιαίο σώμα. Όταν όμως
υπάρχει εκτροπή η οποία εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς[51] τότε
σαφέστατα πρέπει να ελεγχθεί. Η εκτροπή από την οποία μας προφυλάσσουν
οι Κανόνες, είναι το σχίσμα και η αίρεση. Και δεν αφορούν τον τρόπο της
σωτηρίας μας, τον τρόπο με τον οποίο θα ζήσουμε ως χριστιανοί. Αυτός
ρυθμίζεται από τις εντολές του Κυρίου, από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου[52]. Σε αυτή την περίπτωση οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η πίστη[53] δεν
καλύπτεται από τούς Κανόνες. «Βιαστές θα κερδίσουν τη Βασιλεία των
Ουρανών». Οδηγός είναι η εμπειρία των Αγίων Πατέρων μας, οι οποίοι
πρόσεχαν και προσέχουν ως «κόρην ὀφθαλμοῦ», την αρραγή ενότητα της
Εκκλησίας μας. Διότι έχουν αλάνθαστο οδηγό, τήν χάρη τού Κυρίου. Οι
Πατέρες, γνήσιοι φορείς της πνευματικής παράδοσης, αντιμετώπισαν και
διέλυσαν τις κακοδοξίες. Έθεσαν Κανόνες οι οποίοι προστατεύουν την
Εκκλησία από την προσπάθεια της εκλογίκευσης της πίστης, την ουσία των
αιρέσεων[54].
Αυτή την πνευματική παράδοση προστατεύουν. Στη συνάφεια των δυο
παραπάνω ερωτημάτων θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι αν κάποιος τηρεί τους
Κανόνες δεν είναι αιρετικός, ή τουλάχιστον δεν αποκλίνει της διδασκαλίας
της Εκκλησίας. Το ερώτημα όμως παραμένει: Είναι Χριστιανός; Αν
υποθέσουμε ότι εφαρμόζουμε απολύτως τους Ιερούς Κανόνες, είναι δυνατόν
να εκχυθεί η χάρις του Κυρίου; Είναι δυνατόν να αγιαστούμε; Και αν ναι
τότε ο Απόστολος Παύλος ψεύδεται;
Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε μερικά από τα χαρακτηριστικά
του κληρικαλισμού, τα οποία επιγραμματικά έχουμε αναφέρει παραπάνω, για
να δούμε πως αυτά λειτουργούν ανασταλτικά[55] στην πορεία μας προς τον Κύριο και έτσι τροφοδοτούν τον συνεχώς εξελισσόμενο Οικουμενισμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Η
Γενική Συνέλευση του Πουσάν έδειξε ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον για
την εκκλησιαστική και κοινωνική ένταξη των σεξουαλικών μειονοτήτων
(“sexual minorities”, LGBTI),. Έτσι υπήρχαν εισηγήσεις «Σχετικά με την
επιρροή και τη δύναμη της πίστης στην ανθρώπινη ζωή, έθεσαν τα ζητήματα
της ομοφοβίας, της τρανσφοβίας, τις διακρίσεις, τα εγκλήματα μίσους και
της πατριαρχίας με την ανταλλαγή εμπειριών από το τοπικό, πολιτιστικό
και προσωπικό τους υπόβαθρο». Βλ. Σχετικά:
http://wcc2013.info/en/news-media/all-news/workshop-in-busan-addresses-discrimination-against-sexual-minorities.
[2]Στο
Πουσάν (Busan) τῆς Νοτίου Κορέας, ἀπό τίς 30 Ὀκτωβρίου μέχρι τίς 8
Νοεμβρίου 2013, έλαβε χώρα η 10η Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. Δυστυχώς
για άλλη μία φορά, μετα το «Κείμενο περί Εκκλησιολογίας: Κεκλημένοι νά
γίνουμε η Μία Ἐκκλησία» της 9ης Γενικής Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. στό Πόρτο
Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας το 2006, στο οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία είχε
υποστεί έναν οικουμενιστικό καννιβαλισμό για να εξυπηρετήσει τους
σκοπούς του Π.Σ.Ε., οι Ορθόδοξοι αναγνωρίσαν, μεταξύ αλλων, ότι οι
«εκκλησίες»-μέλη του Π.Σ.Ε. «χωρίς άλληλες είναι πτωχευμένες», και ότι η
καθολικότητά τους εκπληρώνεται δήθεν μόνο στη μεταξύ τους κοινωνία, εφ’
όσον η έννοια της «Μίας Εκκλησίας» είναι δήθεν ευρύτερη από την έννοια
τής εκκλησίας ως ομολογίας, Βλ. Σχετικά: God, in your Grace, 2007, σ.
257. Η Συνέλευση στο Πουσάν εξέδωσε βιβλίο αναφοράς, από το οποίο
πληροφορούμαστε ότι «Η Εκκλησία είναι μια εσχατολογική πραγματικότητα,
προεξοφλεί ήδη το βασίλειο, αλλά δεν έχει ακόμη πλήρη υλοποίηση του. Το
Άγιο Πνεύμα είναι ο κύριος παράγοντας στον καθορισμό του βασίλειου και
στην καθοδήγηση της Εκκλησίας, έτσι ώστε να μπορεί να είναι υπηρέτης του
έργου του Θεού σε αυτή τη διαδικασία. Μόνο το παρόν υπό το πρίσμα της
δραστηριότητας του Αγίου Πνεύματος, καθοδηγεί ολόκληρη τη διαδικασία της
ιστορίας της σωτηρίας προς την τελική ανακεφαλαίωση του στο Χριστό για
τη δόξα του Πατέρα. Εμείς, λοιπόν, αρχίζουμε να συλλάμβάνουμε κάτι από
το μυστήριο της Εκκλησίας», Resource Book, 2013, σ. 24. Ποια είναι όμως η
δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος και πως αυτή λαμβανει χώρα; Μία εν
μέρει απάντηση στο ερωτημά μας δίνεται από το ίδιο βιβλίο. «Η ορατή
ενότητα προϋποθέτει ότι οι εκκλησίες είναι σε θέση να αναγνωρίζουν η μια
στην άλλη την αυθεντική παρουσία αυτού που το, Σύμβολο της Πίστεως της
Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (381) αποκαλεί, «η μία, αγία, καθολική
αποστολική εκκλησία. «Αυτή η αναγνώριση, με τη σειρά της, μπορεί σε
ορισμένες περιπτώσεις να εξαρτάται από αλλαγές στο δόγμα, την πρακτική
και την διοίκηση μέσα σε κάθε δεδομένη κοινότητα. Αυτό αντιπροσωπεύει
μια σημαντική πρόκληση για τις εκκλησίες στο ταξίδι τους προς την
ενότητα», Resource Book, 2013, σ. 11.
[3]Το
Αγιο Πνεύμα πνέει μέχρι τον Κύριο, αναπαύεται εν Κυρίω. Αυτή είναι η
εσωτερική κίνηση της Αγίας Τριάδος. Το Άγιο Πνεύμα μας γνωρίζει την
αλήθεια της Θεότητος του Κυρίου διότι μόνον το Άγιο Πνεύμα γνωρίζει τον
Κύριο. Η εσχάτη αμαρτία, η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος έχει γίνει
καθημερινή συνήθεια του παραδοσιακού χώρου, των μελών της Ορθοδόξου
Εκκλησίας.Οι Ορθόδοξοι συχνά αθετούν την εντολήν του Θεού ίνα στήσουν
την παράδοσιν αυτών (Μάρκ. 7, 9). «Διά τούτο λέγω υμίν, πάσα αμαρτία και
βλασφημία αφεθήσεται τοίς ανθρώποις, η δε τού Πνεύματος βλασφημία ουκ
αφεθήσεται τοίς ανθρώποις» και «ός εάν είπη λόγον κατά τού υιού τού
ανθρώπου, αφεθήσεται αυτώός δ' αν είπη κατά τού Πνεύματος τού αγίου, ουκ
αφεθήσεται αυτώ ούτε εν τώ νύν αιώνι ούτε εν τώ μέλλοντι».
[4]Ο
Απόστολος Παύλος στην Προς Γαλάτας, 3,27: «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν
ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε», μας αποκαλύπτει ότι βαπτιζόμενοι
ενδυόμαστε τον Κύριο, ενώ ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας ονομάζει το
Βάπτισμα και ένδυμα, Περί της Εν Χριστώ ζωής, 2005, Λόγος Β’, κεφ. 12.
Πως ενδυόμαστε όμως τον Κύριο; Ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας δεν βλέπει
καμμία αναλογία του ενδύματος Κυρίου με το ιμάτιο. Αναφερόμενος στους
πιστούς που λαμβάνουν τα Άγια Μυστήρια μας λέει ότι το ένδυμα το οποίο
ενδύονται οι πιστοί είναι το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου: «Τόν ἔχουν
ἐνδυθῆ ὄχι σάν ἱμάτιο οὔτε σάν τό σύμφυτο μέ τό σῶμα δέρμα, ἀλλά πολύ
πιό τέλεια. Γιατί τό Ἔνδυμα αὐτό εἶναι ἑνωμένο μέ τούς πιστούς πολύ πιό
στενά καί ἀπό τίς ἀρθρώσεις καί ἀπό τά ὀστᾶ. Τά μέλη θά μποροῦσε κάποιος
νά τούς τά ἀφαιρέση καί παρά τήν θελησή τους˙ ἀλλά κανείς δέν θά
μπορέσει νά τούς ἀφαιρέση χωρίς τήν θελησή τους τόν Χριστό…», Αγ.
Νικόλαος Καβάσιλας, Περί της Εν Χριστώ ζωής, Λόγος ΣΤ’, κεφ. 19.
[5]Πηδάλιον,
σ. ια-ιβ.
[6]Πηδάλιον, σ. ιβ.
[7]Πηδάλιον, σ. ιγ.
[8]Πηδάλιον, σ. 3.
[9]Εννοεί το Πηδαλιο.
[10]Πηδάλιον, σ. ζ.
[11]Πηδάλιον, σ. ι.
[12]Πηδάλιον, σ. ια.
[13]Σύνταγμα Κανόνων, σ.5.
[14]Ο
Άπόστολος Παύλος μας προειδοποιει «Ιδέτε με πόσην λεπτομέρειαν και
σαφήνειαν σας έγραψα με το ίδιο μου το χέρι. Όσοι θέλουν να φανούν
ευπρόσωποι και να αρέσουν στους ανθρώπους του κόσμου δια πράγματα, που
αναφέρονται εις την σάρκα, αυτοί σας πειθαναγκάζουν να περιτέμνεσθε, όχι
από πεποίθησιν εις την αξίαν της περιτομής, αλλά μόνον και μόνον δια να
μη καταδιώκωνται από τους Εβραίους εξ αιτίας του κηρύγματος περί του
σταυρού του Χριστού. Αυτό δε αποδεικνύεται και από το γεγονός, ότι ούτε
αυτοί οι περιτμημένοι δεν τηρούν τον Νομον του Μωϋσέως, αλλά θέλουν να
περιτέμνεσθε σεις, δια να καυχώνται αυτοί εις την ιδικήν σας σάρκα, ότι
δηλαδή σας έπεισαν να δεχθήτε την σαρκικήν περιτομήν. Μη γένοιτο δε ποτέ
να καυχηθώ εγώ δια τίποτε άλλο, παρά μόνον δια τον σταυρικόν θάνατον
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου έχει πλέον σταυρωθή και
νεκρωθή ως προς εμέ ο κόσμος, όπως και εγώ, χάρις στον σταυρόν του
Κυρίου, έχω σταυρωθή και νεκρωθή δια τον κόσμον. Διότι εις την νέαν
κατάστασιν της σωτηρίας και της πνευματικής ζωής, που προσφέρει ο
Χριστός, ούτε η περιτομή έχει καμμίαν ισχύν ούτε η ακροβυστία, αλλ'
ισχύει η νέα πνευματική δημιουργία και αναγέννησις, που παρέχεται από
τον Χριστόν. Και όσοι θα ακολουθήσουν αυτόν τον κανόνα και θα πορευθούν
σύμφωνα με την διδασκαλίαν του Χριστού, θα έχουν ειρήνην και έλεος από
τον Θεόν, όπως γενικώτερα θα έχη ειρήνην και έλεος ο νέος Ισραήλ της
χάριτος, ο χριστιανικός λαός του Θεού», Γαλ. 6, 11-16. Ο Κύριος δε είπε
«και εις σας τους νομικούς αλλοίμομον, διότι φορτώνετε τους ανθρώπους με
βαρειά και δυσκολοβάστακτα φορτία, ενώ σεις οι ίδιοι ούτε με ένα από τα
δάκτυλα σας δεν εγγίζετε τα φορτία αυτά. (Εχετε δηλαδή επινοήσει
βαρειές εντολές δια τους άλλους, που δεν τις λέγει ο νόμος του Θεού και
σεις βρίσκετε τρόπους να μη τις τηρήτε)», Λουκάς 11, 46.
[15]Ο
Κύριος πολέμησε σκληρά το Φαρισαϊσμό, ο οποίος είχε αυτονομήσει τον
Νόμο. Ο Φαρισαίοι απαιτούσαν από τον άνθρωπο να εφαρμόσει και να
ελπίζει σε δικαίωση από την αδέκαστη εφαρμογή του Νόμου. Κι εδώ φαίνεται
και η μεγάλη υποκρισία των Φαρισαίων. Κατά τον Απόστολο Παύλο «…εκείνο
το οποίον ήτο αδύνατον και ακατόρθωτον στον Νόμον, που δεν ημπορούσε
δηλαδή να κατανικήση την αμαρτωλότητα και την αντίστασιν του σαρκικού
αμαρτωλού ανθρώπου, το επραγματοποίησε και το έφερεν εις πέρας ο Θεός με
το να στείλη, δια την εξάλειψιν της αμαρτίας, τον Υιόν Του τον
μονογενή, με ανθρώπινον σώμα, το οποίο βέβαια δεν είναι αμαρτωλόν. Και
έτσι καταδίκασε και κατέλυσε την αμαρτίαν δια της αναμαρτήτου σαρκός του
Υιού Του, που παρεδόθη εις θάνατον», Προς Ρωμαίους 8,3. Η δυνατότητα
όμως δικαίωσης εκ της εφαρμογής του Νόμου καθιστά μάταιη την ενσάρκωση,
την Σωτηρία και την Εκκλησία, «Προς Γαλάτας 2,21, Οὐκ ἀθετῶ τὴν χάριν
τοῦ Θεοῦ· εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν»,
επίσης «Βλέπω όμως να κυριαρχή εις τα μέλη μου άλλος νόμος, η δύναμις
της αμαρτίας, που αντιστρατεύεται και μάχεται όσα ο νους μου και η
συνείδησις μου υποδεικνύουν ως ορθά, και με υποδουλώνει στον νόμον της
αμαρτίας, ο οποίος κυριαρχεί εις την αμαρτωλήν ανθρωπίνην μου φύσιν.
Δυστυχισμένος και ταλαιπωρημένος εγώ άνθρωπος! Ποιός θα με ελευθερώση
και θα με γλυτώση από το σώμα τούτο, μέσα στο οποίον κυριαρχεί η αμαρτία
και δια της αμαρτίας ο θάνατος; Ευχαριστώ τον Θεόν, ο οποίος με
ηλευθέρωσε και με έσωσε δια του Ιησού Χριστού, του Κυρίου ημών. Το
συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι εγώ δουλεύω εις δύο κυρίους˙ με τον νουν
και την συνείδησιν δουλεύω στον νόμον του Θεού, με τα μέλη όμως της
σαρκός μου δουλεύω στον νόμον της αμαρτίας», Προς Ρωμαίους 7,23-25. Ο
νόμος που δόθηκε από τον Θεό μας βοήθησε να καταλάβουμε τι είναι η
αμαρτία. Αν δεν γνωρίζαμε την αμαρτία, διά του νόμου, δεν θα είμασταν σε
θέση να επιθυμήσουμε την ελευθερία, την σωτηρία. Αυτό ο νόμος δεν
μπορούσε να το επιτύχει. Δεν είμασταν σε θέση να εφαρμόσουμε το νόμο. Οι
Φαρισαίοι πίστευαν το αντίθετο. Και το υιοθετούσαν αυτό διότι έτσι
μπορούσαν να ασκούν εξουσία στον Ισραήλ. Ο Κύριος μας ελευθέρωσε από
αυτήν την δουλεία. Ο Κύριος μας έδειξε ότι η πηγή της αμαρτίας είναι η
υπερηφάνεια «Επιστολή Ιακώβου, 4,6, διὸ λέγει· ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις
ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν», έτσι «Οχι μόνον το Ευαγγέλιόν
μου ανεγνωρίσθη από όλους ως γνήσιον, αλλ' ούτε ο Τίτος ο Ελλην και
απερίτμητος, ο οποίος ήτο μαζί μου, δεν υπεχρεώθη να περιτμηθή. Και
τούτο, όχι μόνον διότι η περιτομή είναι εντελώς άχρηστος δι' αυτούς, που
πιστεύουν στον Χριστόν, αλλά και δια να μη δοθή αφορμή νοθεύσεως της
αληθείας εκ μέρους των ψευδαδέλφων, οι οποίοι υπούλως είχαν εισχωρήσει
εις την Εκκλησίαν σαν κατάσκοποι, δια να κλονίσουν και καταλύσουν την
ελευθερίαν μας, την οποίαν έχομεν εν Χριστώ Ιησού και δια να μας
υποδουλώσουν εις την καταθλιπτικήν δουλείαν των εβραϊκών τύπων», Προς
Γαλάτας, 2, 3-4. Κατά το Γέροντα Σωφρόνιο «…είναι απαραίτητον εις
πάντας ημάς να έχωμεν ορθήν θεωρίαν της Υποστατικής αρχής, ως φορέως
παντός του απολύτου πληρώματος εν τω Θείω Είναι, ίνα τούτο
πραγματοποιηθή και εν τω ανθρωπίνω ημών είναι. Εν τω Θείω Όντι πέραν των
ορίων τούτων ήτοι επέκεινα της Υποστάσεως, ουδέν υπάρχει ουδεμία
«υπέρ-υποστατική» Ουσία. Υπόστασις και Ουσία συμπίπτουν τελείως. Ουδέν
υπάρχει εν τη Ουσία όπερ δεν είναι «ενυπόστατον»», και
συνεχίζει «…η απώλεια της ορθοδόξου θεολογίας περί του
Προσώπου-Υποστάσεως αφεύκτως θα οδηγήση εις την απόδοσιν πρωτείου εις το
«γενικόν» επί του «μερικού» εις την αναζήτησιν «υπερ-προσωπικής (τινος)
αρχής». Η υπακοή θα απαιτήται ήδη ουχί εν σχέσει προς τον
άνθρωπον-πρόσωπον, αλλά προς τον «Κανόνα», τον «Νόμον», το «Τυπικόν»,
την «Διοίκησιν», τον «Θεσμόν» (Institution) κ.τ.τ. Μελετήσατε τα
ειρημένα και θα ίδητε ότι εις την τοιαύτην «απρόσωπον» προσέγγισιν των
εκδηλώσεων της ανθρωπίνης ζωής απόλλυται η υψίστη έννοια της υπακοής,
της περικλειομένης εις τας ευαγγελικάς εντολάς και εις την θέσιν αυτής
εισέρχεται η «πειθαρχία»». Αρχ. Σωφρόνιος, 1999, σ. 35-36. Μια
Ιεραρχία η οποία απαιτεί «να περιτεμνόμεθα εμείς, δια να καυχώνται αυτοί
εις την ιδικήν μας σάρκα» δεν συνιστά άραγε φαρισαϊσμό, τη στιγμή που
το ζητούμενο είναι η απόλυτη εφαρμογή των εντολών του Κυρίου; Είναι
δυνατόν να απαιτείται τήρηση τών κανόνων από αυτούς πού τούς καταπατούν
ενεργούντες ως χαμαιλέοντες; Το ουαί του Κυρίου ηχεί: «Οὐαὶ ὑμῖν,
γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν
οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς
εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν», Κατά Ματθαίον 23, 14.
[16]Προς Γαλάτας 4, 5 «…ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν».
[17]«Είναι
απαραίτητον να εννοήσωμεν ότι η «προδογματική» ζωή περιστρέφεται επί
του επιπέδου των ηθικών εννοιών και αξιών κειμένων κατωτέρω των
διαστάσεων της δοθείσης εις ημάς Αποκαλύψεως. Ο λόγος του Χριστού και αι
εντολαί Αυτού δεν είναι κατ’ άνθρωπον, ουδέ παρά ανθρώπου αλλ’
αποτελούν την προβολήν της Θείας Αιωνιότητος επί του επιπέδου της Γης»,
Αρχ. Σωφρονίου, 1999, σ. 36. Ενώ σε ερώτηση των Φαρισαίων γιατί οι
μαθητες του Κυρίου δεν τηρούν την παράδοσην των πρεσβυτέρων ο Κύριος
απάντησε «διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν
παράδοσιν ὑμῶν;», Κατά Ματθαίον, 15,3, ενώ ο Κύριος εκφράζει την πίκρα
του «…μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων»
Κατά Ματθαίον 15,9, και προτρέπει «Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν,
τήρησον τὰς ἐντολάς», Κατά Ματθαίον, 19, 17.
[18]Κατά Ιωάννην 14, 15. Επίσης Κατά Λουκάν 11,28.
[19]Φιλοκαλία, τ. 4, Άγιος Γρηγόριος Σιναΐτης, 137 ωφέλιμα κεφάλαια, κεφ. 22.
[20]Προς Κορινθίους Α΄1, 20.
[21]Φιλοκαλία, τ. 4, Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος: Τρίτη εκατοντάδα γνωστικών κεφαλαίων περί αγάπης και τελειώσεως βίου, κεφ.34.
[22]Φιλοκαλία, τ. 4, Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος: Β΄ Εκατοντάδα φυσικών κεφαλαίων περί καθάρσεως του νου, κεφ. 43.
[23]Κατά Ματθαίον 5,17.
[24]Προς Γαλάτας 3,19.
[25]Προς Ρωμαίους 3,31.
[26]Προς Γαλάτας 3,21.
[27]«Ὥσπερ
οἱ τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν λόγοι, πρόδρομοι τυγχάνοντες τῆς κατά
σάρκα τοῦ Λόγου παρουσίας, τάς ψυχάς εἰς Χριστόν ἐπαιδαγώγουν· οὕτω καί
αὐτός ὁ δεδοξασμένος τοῦ Θεοῦ Λόγος σαρκωθείς, πρόδρομος τῆς πνευματικῆς
αὐτοῦ παρουσίας γεγένηται· παιδαγωγῶν τάς ψυχάς διά τῶν οἰκείων λόγων,
πρός ὑποδοχήν τῆς ἐμφανοῦς αὐτοῦ θεϊκῆς παρουσίας·», PG 90 1137 CD.
[28]Προς
Γαλάτας 3,24. Επίσης Κατά Λουκάν, 16,16 «Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως
Ἰωάννου· ἀπὸ τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται, καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν
βιάζεται».
[29]Προς Γαλάτας 3,11.
[30]Προς Γαλάτας 2,16.
[31]Προς Γαλάτας 5,18.
[32]Προς Τιμόθεον Α 1,9.
[33]Προς
Ρωμαίους 5,13, «ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ, ἁμαρτία δὲ οὐκ
ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου». Προς Ρωμαίους 7,7, «Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος
ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου».
[34]Κατά
Ιωάννην 1,17, «ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ
Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο». Επίσης Προς Ρωμαίους 11,7, «Τί οὖν; ὃ ἐπιζητεῖ
Ἰσραήλ, τοῦτο οὐκ ἐπέτυχεν, ἡ δὲ ἐκλογὴ ἐπέτυχεν· οἱ δὲ λοιποὶ
ἐπωρώθησαν…».
[35]Αποκάλυψη Ιωάννου 14,12, «Ὧδε ἡ ὑπομονὴ τῶν ἁγίων ἐστίν, οἱ τηροῦντες τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστιν Ἰησοῦ».
[36]Φιλοκαλία, τ. 4, Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: 154 Πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, κεφ. 77.
[37]Φιλοκαλία, τ. 4, Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: 154 Πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, κεφ. 83.
[38]Φιλοκαλία, τ. 4, Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: 154 Πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, κεφ. 84.
[39]Προς Γαλάτας 2,21, «Οὐκ ἀθετῶ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ· εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν».
[40]Προς Γαλάτας 3,2, «τοῦτο μόνον θέλω μαθεῖν ἀφ᾿ ὑμῶν· ἐξ ἔργων νόμου τὸ Πνεῦμα ἐλάβετε ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως;».
[41]Προς Ρωμαίους 6,14, «ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει· οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν».
[42]Κατά Ματθαίον 15,9, «μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων».
[43]Κατά
Ματθαίον, 9,13 «πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ
θυσίαν. οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν».
Κατά τον Όσιο Θαλάσσιο τον Λίβυο «Η μετάνοια γεννά την τήρηση των
εντολών. Η τήρηση των εντολών καθαρίζει την ψυχή», Φιλοκαλία, τ. 2,
Όσιος Θαλάσσιος ο Λίβυος: Β΄ Εκατοντάδα Κεφαλαίων Περί Αγάπης και
Εγκράτειας και της κατά Νουν Πολιτείας κεφ. 77. Η μετάνοια είναι η
βασική προυπόθεση για να φτάσουμε στα μυστήρια του Κυρίου.
[44]"ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ", τ. 14Α, Ερωταποκρίσεις Α', Ερώτηση 84.
[45]Δεν
έχουμε υπ’ όψιν μας τον παπικό χώρο διότι εκεί ο κληρικαλισμός είναι η
εκκλησιαστική τους έκφραση. Αναφερόμαστε στην Ορθοδοξη Εκκλησία η οποία
μετά από πολλούς αιώνες δείχνει να ενδίδει στα κελεύσματα του Πάπα.
[46]Προς
Κορινθίους Β΄ 3,17, «ὁ δὲ Κύριος τὸ Πνεῦμά ἐστιν· οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα
Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία». Προς Γαλάτας 5,1, «Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς
ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε», όπου ως
ζυγός ελευθερίας λογίζονται οι τυπικές διατάξεις του Νόμου.
[47]Κατά
Ιωάννην 1,12, «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ
γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ.», Προς Εφεσίους 1,5,
«…προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατὰ τὴν
εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ…». «Στην κατά χάριν όμως υιοθεσία υπάρχει
και γέννηση πραγματική και κοινωνία με τον Μονογενή Υιό Του Θεου όχι
μόνο στο ονομα αλλά και στην πραγματικότητα: στο Αίμα, στο Σώμα, στην
ζωή Του». Περισσότερα για την υιοθεσία στο Άγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί
της Εν Χριστώ ζωής, Λόγος Δ’ κεφ. 40-48.
[48]Η
περίπρωση του Άγιου Συμεών του Νέου Θεολόγου είναι χαρακτηριστικη,
Θ.Η.Ε. τομ. 11, σσ. 537-545. Γράφει σχετικά ο Π. Κ. Χρήστου: “Ο Συμεών ο
Νέος ο Θεολόγος έζησε σ’ εποχή αξιοσημείωτης ακμής όλων των τομέων του
δημόσιου βίου στο Βυζάντιο, πολιτικού, οικονομικού, πολιτιστικού,
εκκλησιαστικού· σύμφωνα με την χρονολογία μου από το 958 έως το 1036. …
Το Βυζάντιο είχε τώρα την άνεση να οργανώσει επάνω σε νέες βάσεις την
ανώτατη παιδεία που επρόκειτο ν’ αποβεί πρότυπο για τα ευρωπαϊκά
πανεπιστήμια, τα οποία θα εμφανίζονταν λίγο αργότερα, να δώσει νέα ώθηση
στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των επιστημών, να οργανώσει
συστηματικά την κοινωνική μέριμνα … Ηγούμενος ακόμη, ο ευγνώμων μαθητής
είχε συστήσει εορτασμό για τον διδάσκαλο (τον Συμεών τον Ευλαβή, τον
Στουδίτη), ευθύς μετά τον θάνατό του. Τον εγνώριζε καλά από τα παιδικά
του χρόνια κι επίστευε ότι δεν είναι σωστό να κρύβει τα θεία χαρίσματά
του, ότι έχει χρέος να τα διακηρύσσει. Συνέταξε λοιπόν το συναξάρι του,
εφιλοπόνησε εγκώμια και συνέθεσε ύμνους σ’ αυτόν. Ο εορτασμός
συνεχίστηκε απρόσκοπτα μερικά έτη, αλλ’ έπειτα άρχισε η αντίδρασις. Το
έναυσμα γι’ αυτήν Έδωσε ο Στέφανος, μητροπολίτης Νικομηδείας, ένας
αξιόλογος ιεράρχης με σοβαρή μόρφωση και σημαντικές ικανότητες, αλλά
δεμένος σφικτά με μια συμπεριφορά που συνδύαζε κοσμική συμβατικότητα με
παραδοσιακή αυστηρότητα. Δεν ήταν διατεθειμένος ν’ ανεχθεί νεωτερισμούς
σαν αυτόν που ήθελε να εισαγάγει ο Συμεών. Το θέμα που τους εχώριζε δεν
ήταν τόσο ασήμαντο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Δεν επρόκειτο για την
καθιέρωση της μνήμης ενός επί πλέον αγίου, αλλά περί μιας θεμελιώδους
αρχής της χριστιανικής πίστεως· αν δηλαδή το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στην
Εκκλησία και σήμερα, όπως άλλοτε, ή έπαυσε η ενέργεια του· αν η
πνευματικήτελείωσις είναι κατάστασις που μπορεί να την κατακτήσουν και
σήμερα οι πιστοί, όπως άλλοτε, ή είναι μια παρωχημένη υπόθεσις. Ένας
άλλος Συμεών, ο Μεταφραστής, λίγες δεκαετίες ενωρίτερα είχε διασκευάσει
επί το λογιώτερο και ευσεβέστερο τους βίους αγίων και τους είχε εκδώσει
στην μνημειώδη συλλογή του, το “Μηνολόγιο”. Παρατηρούνταν υψηλός βαθμός
σεβασμού προς τους αγίους αυτήν την εποχή· αλλά οι άγιοι ήσαν όλοι
παλαιοί. Η γενική εντύπωσις ήταν τότε ότι η αγιότης είναι προνόμιο των
παλαιών εποχών και δεν μπορεί να αναδειχθούν τώρα νέοι άγιοι. Και αυτήν
την γνώμη εκπροσωπούσε ο Στέφανος Νικομηδείας. Το κήρυγμα του Συμεών
είναι ότι η τελειότης μπορεί να αποκτηθεί σε κάθε εποχή και ότι η
αγιότης είναι προνόμιο όλων των εποχών και όλων των ανθρώπων· διότι το
Πνεύμα ενεργεί και σήμερα. Είναι αξιοσημείωτη η επιμονή του Συμεών στην
προσπάθεια ανανεώσεως της λειτουργικής ζωής …”, βλεπε Χρήστου, 1984, σ.
9, 12. Επίσης, μπορουμε να δούμε και την περίπτωση των Κολλυβάδων
Πατέρων, βλέπε Θ.Η.Ε. τ. 7, σ. 742-745.
[49]Προς
Κορινθίους Β΄, 13,10, «Διὰ τοῦτο ταῦτα ἀπὼν γράφω, ἵνα παρὼν μὴ
ἀποτόμως χρήσωμαι κατὰ τὴν ἐξουσίαν ἣν ἔδωκέ μοι ὁ Κύριος εἰς οἰκοδομὴν
καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν».
[50]Περίπτωση
χριστιανών του λεγομένου Πατρίου Ημερολογίου, γνωστότερων και ως
παλαιοημερολογητών. Αντιστοιχο παράδειγμα το Σχίσμα του 1653 στη Ρωσική
Εκκλησία ή αλλιώς Σχίσμα των Παλαιοπίστων. «Τό Σχίσμα του 1653 υπήρξε
αποτέλεσμα και της κοινωνικής και πολιτιστικής καταστάσης της Ρωσικής
κοινωνίας κατά τον 17ο αι., καταστάσης που την χαρακτήριζε η προσκόληση
των μαζων στον τύπο της λατρείας και στο γράμμα του νόμου.
Χαρακτηριστικά είναι όσα προβλέπει για την κοινωνική ζωή των Ρώσων
πιστών ο περίφημος Ντομοστρόϊ, ο κώδικας – δηλαδή – κοινωνικής και
θρησκευτικής συμπεριφοράς…», «Σύμφωνα μ’ αυτή την μισο-ειδολωλατρική
μισο-Χριστιανική κατήχηση, ο Θεός αγαπά την οικονομία, την καθαριότητα,
τον πλούτο, την εργασία, την συνοπτική δικαιοσύνη και την υποταγή του
σκλάβου στον αφέντη, της γυναίκας στον άνδρα, του γιου στον πατέρα»,
Troyat, 2001, σ. 58.
[51]Προς Φιλιππησίους, 2,21 «οἱ πάντες γὰρ τὰ ἑαυτῶν ζητοῦσιν, οὐ τὰ τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ».
[52]«Τίς
οὖν οὐ θρηνήσει τὴν ἀπιστίαν ἡμῶν, καὶ τὴν τύφλωσιν τῆς ‘ψυχῆς ἡμῶν,’
ὅτι τούτων πάντων ἀκούοντες οὐ μετανοοῦμεν, καὶ πικρῶς κλαίομεν ἐπὶ τῇ
τοσαύτῃ ἡμῶν ἀμελείᾳ καὶ ῥᾳθυμίᾳ; ἣν προθεωρῶν Ἱερεμίας ἔλεγεν·
”Ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς”. Εἰ γὰρ εἴχομεν φροντίδα
περὶ τῆς σωτηρίας τῶν ‘ψυχῶν’ ἡμῶν, ἐτρέμομεν ἂν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου,
καὶ ἐσπεύδομεν κατορθῶσαι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, δι᾽ ὧν καὶ ἐσωζόμεθα»,
"ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ", τ. 14, Λόγος Ασκητικός, παρ. 29.
[53]Προς
Εβραίους, 11,1 «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος
οὐ βλεπομένων», όμως Προς Ρωμαίους, 8,24 «τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν· ἐλπὶς
δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει;»
[54]«Γιατί
από τα θεία άλλα είναι κατανοητά στους ανθρώπους, κι άλλα ακατανόητα.
Θεωρία αχαλίνωτη, ίσως ωθήσει και στον κρημνό, όπως είπε κάποιος από
τους αγίους», Φιλοκαλία, τ. 2, Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Τέταρτη
Εκατοντάδα Κεφαλαίων περί Αγάπης, κεφ. 5, και «Η ακριβής γνώση των λόγων
του Πνεύματος φανερώνεται μόνο σε όσους είναι άξιοι του Πνεύματος, οι
οποίοι αφού με την πολλή επιμέλεια των αρετών καθάρισαν το νου τους από
την καπνιά των παθών, σαν ενα καθαρό και λαμπερό καθρέφτη, δέχονται τη
γνώση των θείων, αμέσως μόλις πέσει επάνω τους, ν' αποτυπώνεται και να
μένει σ' αυτούς όπως ενα πρόσωπο στον καθρέφτη. Σ' εκείνους όμως που τα
πάθη έχουν κατασπιλώσει το βίο τους, μόλις που μπορούν από εύλογους
στοχασμούς να συμπεράνουν τη γνώση των θείων—όχι να έχουν την αυθάδεια
ότι την κατανόησαν και τη διατύπωσαν με ακρίβεια», Φιλοκαλία, τ. 2,
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Έβδομη εκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων, κεφ.
17.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου