Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Αρσένιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Αρσένιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης,
ο ξυλογλύπτης (1866-1956)
(Φωτογραφία: Σπύρος Μελετζής, 1950)

Κατά κόσμον ονομαζόταν Απόστολος Κόντος του Στυλιανού και της Αμερσούδας. Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Βρυσσί Μυ­τιλήνης. Το 1885 ήλθε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων και υποτάχθηκε στον Γέροντα Νικόδημο (†1907) της Καλύβης των Αγίων Πάντων, από τον οποίο έμαθε και την τέχνη της αγιογραφίας. Αργότερα όμως έμαθε το εργόχειρο της ξυλογλυπτικής, στην οποία σύντομα προόδευσε κατα­πληκτικά. Εκάρη μοναχός το 1887.
Τα ξυλογλυπτικά έργα του, με πολύπλοκες παραστάσεις, πολυπρόσωπα, λεπτότατα και αριστοτεχνικά τον έκαναν φημισμένο και μακριά από τον Άθωνα. Επί 15 χρόνια σκάλιζε περίτεχνα μία «Δευτέρα Παρουσία» και επί 10 χρόνια μια αριστουργηματική «Σταύρωση», που βρίσκεται στην Αμερική, και άλλη, που φυλάγεται στο συνοδικό της Μ. Λαύρας. Έργα του κοσμούν αίθουσες ανακτόρων. Η λεπτή του τέχνη είχε κάτι από τη λεπτότητα, υπομονή και ευγένεια της καθαρής καρδιάς του. Ο ηγούμενος του Παρακλήτου αρχιμανδρίτης Χερουβείμ, που τον συνάντησε το 1938, γράφει περί αυτού: «Η καλλιτεχνική του ψυχή ήταν αγιασμένη από την άσκηση. Την εργασία του την συνόδευε πάντοτε η νηστεία και η προσευχή. Στο πρόσωπό του έβλεπες τον άνθρωπο που ζούσε μόνο για τον Θεόν και τον υπηρετούσε με την λε­πτή, την λεπτοτάτη τέχνη του. Όταν τον εγνώρισα, ήταν περίπου εβδομήντα ετών. Καθόταν σταυροπόδι επάνω σ’ ένα μιντέρι. Γύρω του είχε σκορπισμένα τα εργαλεία. Στα χέρια κρατούσε ένα κομμάτι τσιμισίρι, ξύλο που συνήθως χρησιμοποιούν οι ξυλογλύπται. Τα μάτια του ήσαν φωτεινά, σαν μικρού παιδιού. Το λευκό του πρόσωπο χωρίς καμμία γεροντική ρυτίδα ακτινοβολούσε, ενώ η άσπρη του γενειάδα τον έκα­νε περισσότερο σεβάσμιο. Όλους όσοι είχαν την ευλογία από τον Θεό να τον γνωρίσουν, τους συνέπαιρνε. Τα σοφά του λόγια έβγαιναν από μία αγιασμένη καρδιά». Ο Γέρων Γαβριήλ Διονυσιάτης στο περίφημο Λαυσαϊκόν του αναφέρει περί αυτού: «Η σημερινή δόξα και του Αγίου Όρους καύχημα, είναι ο λαμπρός και περί την αρετήν θαυμαστός καλλιτέχνης Αρσένιος, γέρων ογδοηκοντούτης ήδη με παιδικήν χάριν και αγαθότητα». Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, που τον επισκέφθηκε με τον Νίκο Καζαντζάκη το 1914, γράφει στο ημερολόγιό του: «Πηγαίνομε έπειτα στον ξυλογλύπτη Αρσένιο που κάνε το εγκόλπιο των Καρύων, τη Δευτέρα Παρουσία. Αυτοδίδακτος άρχισε από μικρούς άξεστους σταυρούς. Δούλεψε 15 χρόνια τη Δευτέρα Παρουσία. Σε κάθε πρόσωπο έδωκε έκφραση. Στην όψη του έχει σταλαγμένο το φως της εργασίας. Στο μικρό του δωμάτιο όλα τα σύνεργα της τέχνης του. Το κοτσύφι του. Τρώει σμυρτιά απ’ το χέρι, κουκκί κισσού, ζυμάρι. Μια πίστη στον άνθρωπο».
Ο π. Αρσένιος μετά την κοίμηση του Γέροντός του Νικοδήμου και μία καταστρεπτική νεροποντή μετακινήθηκε στην Καλύβη της Ζωοδόχου Πηγής, όπου απέκτησε ευλογημένη κι ευλαβή τετραμελή συνοδεία. Η ζωή του Γέροντος Αρσενίου κύλησε όλη ήρεμη και ήσυχη. Αγάπησε την άσκηση, τη σιωπή, τη νήψη. Πάντοτε πριν να κοινωνήσει, αγρυπνούσε. Ζούσε αθόρυβα και ταπεινά. Η ψαλμωδία του και η ανάγνωσή του ήταν κατανυκτική. Φιλόπονος, φίλεργος, φιλότιμος πάντοτε, έφθανε να εργάζεται 14 ώρες την ημέρα. Σκυμμένος δίπλα σ’ ένα ανοιχτό πα­ράθυρο τεχνουργούσε τα ιερά και τα όσια.
Την τελευταία τριετία έχασε το φως του. Έπαθε ημιπληγία, αγκύλωση των άκρων κι έμεινε κλινήρης. Διατηρούσε όμως έως τέλους πλή­ρη διαύγεια πνεύματος. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 19.12.1956. Έζησε 70 χρόνια στα Καυσοκαλύβια. Μετέβη στα θυμηδέστερα και κρείττονα για να ψάλλει και να τεχνουργεί τα μεγαλεία του Θεού.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Γαβριήλ Διονυσιάτου αρχιμ., Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Βόλος 1953, σ. 56. Χε­ρουβείμ αρχιμ., Από το Περιβόλι της Παναγίας νοσταλγικές αναμνήσεις, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 32-34. Αγγέλου Σικελιανού, Το Αγιορειτικό Ημερολόγιο, Αθήνα 1988, σσ. 202-204. Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου ιερομ., Ασκητικές μορφές και διηγή­σεις από τον Άθω, Άγιον Όρος 20013, σσ. 192-195.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.557-560 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011

Οι καλλιτεχνικώτεροι ξυλογλύπτες του κόσμου (Αρσένιος και Νικόδημος Καυσοκαλυβίτες)
Αρσένιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης,
ο ξυλογλύπτης (1866-1956)
(Φωτογραφία: Σπύρος Μελετζής, 1950)

Ξυλόγλυπτοι Τίμιοι Σταυροί∙ μεγάλοι ευλογίας, μικρότεροι (αγιασματάρια), και πολύ πιο μικροί, για κρέμασμα απ’ το λαιμό, για χαρίτωσι του στολισμένου μ’ αυτόν μοναχού και κάθε βαπτισμένου πιστού και για θωράκισί του απ’ τα «πεπυρωμένα βέλη του πονηρού»∙ εγκόλπια αρχιερατικά, εικόνες αγίων, παραστάσεις αγιογραφικές, κιβωτίδια περίτεχνα κατασκευασμένα και με μεγάλη δεξιοτεχνία διακεκοσμημένα για εναπόθεσι αγίων λειψάνων, να το θεματολόγιο των εργοχειράδων Καυσοκαλυβιτών, που η μόνωσις και η ησυχία της καλύβας των μαζί με την ευλάβεια και την προσευχή, το λεπτοργούμενο ιερό αντικείμενο με τα απ’ τον Θεό ευλογημένα χέρια τους, το αναδείκνυαν σε καλλιτέχνημα εξαίσιο και ανεπανάληπτο, που η θέα του εξέπληττε, «μιλούσε», «φώναζε», δίδασκε, ακτινβολούσε.
Εκείνοι όμως, που σημάδεψαν την ιστορία της ξυλογλυπτικής ήταν οι ταπεινοί ασκηταί Νικόδημος (δεν βρήκα στοιχεία του παρά τις στα μοναχολόγια προσπάθειές μου) και Αρσένιος (Κόντος Απόστολος από τα Βρυσσά της Λέσβου, υπό έτος γεννήσεως 1866, προσελ. 1885, κουράς 1887, κοιμήσεως 1956), που κατ’ αρχάς ασκήτευσαν στην καλύβα των Αγίων Πάντων∙ αλλ’ επειδή, λόγω παλαιότητός της και οικονομικής αδυναμίας των να την υποαναστυλώσουν, διέτρεχαν τον κίνδυνο να τους καταπλακώση, την εγκατέλειψαν και εγκαταβίωσαν την της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής, αυτής στην οποία ασκητεύει σήμερα ο παπαΘανάσης. Πράγματι η καλύβα των Αγίων Πάντων μετά την φυγή  των κατέπεσε και σήμερα κάποια ερείπια συμβολίζουν και υπενθυμίζουν τόπο ασκητικής διαγωγής και θυσιαστήριο θείας μυσταγωγίας.
Και με άλλα έργα τους ασφαλώς, απέδειξαν τα θεόσδοτα χαρίσματά τους. Με εκείνα όμως, που κυριολεκτικώς πρωτοτύπησαν και κατέπληξαν σαν καλλιτέχνες και δημιουργοί είναι το της Δευτέρας Παρουσίας του πρώτου, και ο Γολγοθάς του δευτέρου. Οποία έμπνευσις και ικανότης! Έχασαν το νου τους οι καθηγηταί του Πολυτεχνείου των Αθηνών, βλέποντας στην πράξι την ακριβέστατη τήρησι των αναλογικών κανόνων και την καταπλήσσουσα επίτευξη της τελειοτάτης προοπτικής. Εκπρόσωποι άλλων ειδικοτήτων και επιστημών επιζητούσαν προσδιορισμό καλλιτεχνικών σπουδών ή να εικάσουν επηρεασμό… Σχολών. Άλλοι δε, στα επιμελέστατα γεγλυμμένα πρόσωπα διέβλεπαν ικανότητες μικροανατόμων. Από ποιούς; Από τους αυτοδίδακτους, έγκλειστους στις καλύβες τους εργοχειράδες, αλλά νηστευτάς και προσευχομένους μοναχούς, των οποίων τα μοναδικά εφόδια ήσαν του νοός των η διαύγεια, η καθαρότης της καρδίας των και φυσικά η αγαθή πρόθεσίς των να εξεικονίσουν ισχυρά σύμβολα, δυνατές ιδέες και μεταφυσικά αναμενόμενα∙ γι’ αυτό δε ακριβώς και ασφαλώς ο φωτισμός και η χαρίτωσίς τους απ’ το Πανάγιο Πνεύμα τους χορηγήθηκε γενναιοδώρως.
Το καλλιτεχνικώτερο έργο (έργο ζωής) του Γέροντος Αρσενίου υπήρξε η λεπτούργησις της εξεικονίσεως της Δευτέρας του Κυρίου Παρουσίας, το οποίο απεπεράτωσε το 1915. Αυτό το αριστούργημα, που με επίμονη προτροπή φίλων του μεταφέρθηκε και «παρουσιάσθηκε» στο «Πριγκηπικό» των Αθηνών το 1920, έσχε την συνέπεια να αφήση εκπλήκτους τους Αθηναίους και να αναγκάση τον τύπο να ασχολήται επί ημέρες με το γεγονός. Αργότερα όμως, το ανεπανάληπτο μεγαλούργημα, κατήντησε να περιοδεύη, τη πρωτοβουλία του υποτακτικού των αειμνήστων και κληρονόμου των έργων των μοναχού Επιφανίου (Λεμαντίνος Αρίστος εκ Σμύρνης, γεν. 1911, προς. 1923(!), κουρ. 1927(!), και από του 1964 εις Μονήν Αττικής) ανά τας μεγαλουπόλεις της Αμερικής, στην οποία και κατέλυσε οριστικώς. Κρίμα!...
Επιφάνιος ιερομόναχος Καυσοκαλυβίτης (1911-1988)
(Φωτογραφία: Σπύρος Μελετζής, 1950)

Ο ιερομόναχος Επιφάνιος, κατά κόσμον Λεμαντίνος Αρίστος του Στυλιανού και της Φωτεινής, γεννήθηκε στη Σμύρνη το έτος 1911, προσήλθε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων το 1923, εκάρη μοναχός το 1927, χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος το 1930, ιερομόναχος το 1936 και ανεχώρησε το 1964.
Υπήρξε ξυλογλύπτης, μαθητής του περίφημου ξυλογλύπτη Αρσενίου (1866-1956), και φωτογράφος. Φωτογράφιζε κυρίως τα έργα μικροξυλογλυπτικής του εργαστηρίου του.
Σήμερα, όπως με πληροφόρησε αδελφός αρχιερεύς της Αρχιεπισκοπής της Αμερικής, το έργο το κατέχει επιφανής ομογενής επιχειρηματίας, ο οποίος κλείνει ειδικές συμφωνίες αντί αδρών αμοιβών, προκειμένου για μερικές ημέρες να εκτίθεται σε διάφορα ονομαστά Μουσεία και Γκαλερί μεγαλωνύμων πολυπληθών πόλεων. Και να σκεφθή κανείς ότι ο δημιουργός του επί γερμανικής κατοχής της πατρίδος μας απέθνησκε της πείνης, μη έχων να πορισθή και αυτό ακόμη το παξιμάδι του, όπως μας διεβεβαίωνε ο Γέροντάς μας…
Μοναχός πολύ αγαπητός μου, σε σχετική συζήτησι με αφήκε άναυδο όταν είπε, ότι είναι κάτοχος πληροφορίας καθ’ ην το πολύτιμο και περίφημο έργο εθεάθη σε Μονύδριο του Καλάμου Αττικής! Άραγε; Μακάρι!!!.
Το έργο των παραστάσεων των σκηνών της Σταυρώσεως του Κυρίου, του Γέροντος Νικοδήμου ανώτερο του του Αρσενίου, εξ όσων γνωρίζω, ευτυχώς μόνο μέχρι την Θεσσαλονίκη ταξίδεψε για να εκτεθή στην Διεθνή Έκθεσί της το 1927. Πάλι καλά, που μερίνμη της Μεγίστης Λαύρας απετράπη να πάη να,,, συντροφεύση το άλλο, το του Αρσενίου, στον Νέο Κόσμο. Έτς, σήνερα βρίσκεται, προς μεγίστη χαρά και ψυχική απόλαυση όλων μας, στο Συνοδικό της Μονής, για να διατρανή την αγία φαντασία, τα προσωπικά βιώματα και την ξυλογλυπτική δεινότητα των Καυσοκαλυβιτών ασκητών. Λέγεται πάντως ότι πανομοιότυπο περίπου έργο των σκηνών της Σταυρώσεως του Κυρίου βρίσκεται επίσης στην Αμερική.
Από το βιβλίο Ωδή στα αμάραντα, στον Άθωνα του Επισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου

Το ξυλογλυπτον με την Σταυρωσιν τεθησαυρισθαι εν τη Ι.Μ.Μ.Λαυρας. Το εργον με θεμα την Δευτεραν Παρουσιαν, του αειμνηστου π.Μαξιμου, ευρισκεται εις τας Η.Π.Α εις ιδιωτικην συλλογην.
Όπως αναφέρει ο Επίσκοπος Ροδιστόλου  Χρυσόστομος στην παρούσα ανάρτηση, αλλά και ο Δημήτριος Λιάκος (βλ. κάτω), πρέπει να υπάρχουν δύο ξυλόγλυπτα με την Σταύρωση, το ένα αυτό της Ι. Μονής Μεγίστης Λαύρας και το άλλο στις ΗΠΑ.
Προσπαθώ, χωρίς αποτέλεσμα ως τώρα, να βρω φωτογραφίες των τριών αιστουργημάτων για να τις δημοσιεύσω.
Αδελφότης Νικοδημαίων. Ο Γερο Αρσένιος ο ξυλογλύπτης και οι υποτακτικοί του

α) Γέρων Αρσένιος ο ξυλογλύπτης.
Καταγόταν από το χωριό Βρισιά της Μυτιλήνης. Γεννήθηκε το 1866. Το 1885, σε ηλικία 19-20 ετών, ήλθε στα Καυσοκαλύβια, στην Καλύβη των Αγίων Πάντων και υποτάχθηκε στον Γέροντα Νικόδημο, αγιογράφο καταγόμενο από τις Σέρρες. Το 1890 χρημάτισε Δικαίος. Σε κάποια υποσημείωση διαβάζουμε ότι την χρονιά αυτή ορίσθηκε στην τελετή της Μεγάλης Πέμπτης, να βγαίνει ο Εσταυρωμένος και όχι Εικόνα, όπως συνηθιζόταν παλαιότερα.
Ο Γέρων Αρσένιος έμαθε κοντά στον Γέροντά του την αγιογραφία με την επικρατούσα τότε τεχνοτροπία των Ιωασαφαίων, δηλαδή την ρωσική τεχνοτροπία, με λάδι. Το εργαστήριο των Ιωασαφαίων είχε αναγνωριστή ως Σχολή και έπρεπε οι υπόλοιποι αγιογράφοι της περιοχής να πηγαίνουν τις εικόνες και να παίρνουν την έγκριση και την σφραγίδα των Ιωασαφαίων, για να είναι δεκτές από τους αγοραστάς, οι οποίοι τότε ήσαν κυρίως Ρώσοι.
Αυτό όμως έφερε αρκετές δυσκολίες, και δεν το αποδεχόνταν αρκετοί Πατέρες, όπως και η συνοδεία του Γέροντα Νικοδήμου. Αποστέλλεται για αυτό ο μοναχός Αρσένιος στον Γέροντα μοναχό Γρηγόριο Κατσάνο, εξαιρετικό ξυλογλύπτη και θαυμάσιο δάσκαλο, στην Καλύβη του Αγίου Ευθυμίου στον Άγιο Νείλο, να μάθει πλέον την ξυλογλυπτική τέχνη. Γρήγορα προοδεύει, και από τα απλά αγιασματάρια (σταυρούς), με τις σχεδιαστικές γνώσεις που είχε από την αγιογραφία, κατέληξε να γίνει άριστος ξυλογλύπτης εικόνων και πολύπλοκων παραστάσεων. Ο Γέρων Νικόδημος απεβίωσε το 1907, στην Καλύβη των Αγίων Πάντων. Λίγο αργότερα συνέβη μεγάλη καταιγίδα και διαπέρασε υπογείως της Καλύβης ρεύμα ύδατος προς την θάλασσα. Από την ορμή, παρασύρθηκε το μέρος της Καλύβης που είναι προς την θάλασσα. Φοβούμενοι μήπως καταστραφεί και η υπόλοιπη Καλύβη με την εκκλησία των Αγίων Πάντων, αγόρασαν την Καλύβη της Ζωοδόχου Πηγής, με Γέροντα πλέον τον μοναχό Αρσένιο, και συνοδεία τον μοναχό Γερμανό από το Αλιβέρι Καρυστίας, τον ιερομόναχο Νικόδημο από την Σμύρνη, με τον ανηψιό του πατρός Νικοδήμου τον ιερομόναχο Επιφάνιο.
Η ησυχία πάντοτε ενισχύει τον μοναχό που θέλει να ζήσει έντονη πνευματική ζωή, και να ενωθή με τον Θεό. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί ο μοναχός Αρσένιος. Αγαπούσε την ησυχία και με την σιωπή του πέρασε την παρούσα ζωή, αθόρυβα.
Ήταν επιτηδειότατος στην ξυλογλυπτική τέχνη. Έκανε μεγάλα ξυλόγλυπτα έργα για τις βασιλικές οικογένειες της Ελλάδος, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Φιλοτέχνησε επίσης και την· Ανάστασις των Νεκρών, και μία παράσταση της Σταυρώσεως, με επιγραφή· ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ, τα οποία βρίσκονται στην Αμερική. Ετέρα δε παράστασις κοσμεί το Συνοδικόν της Μεγίστης Λαύρας. Έκανε και άλλα σπουδαία έργα, σκορπισμένα σήμερα σε όλον τον κόσμο. Την τέχνη της ξυλογλυπτικής δίδαξε ο Γέρων Αρσένιος και σε άλλους μοναχούς της περιοχής. Ένας από τους ευδοκιμώτερους μαθητάς του υπήρξε ο Γέρων μοναχός Δανιήλ Πετράκης, από την Καλύβη του Αγίου Ευσταθίου.
Ο Γέρων Αρσένιος τηρούσε τα τυπικά των παλαιοτέρων Πατέρων. Πριν από την Θεία Κοινωνία νήστευε τρεις μέρες, όπως και άλλο βιασταί Πατέρες, και το βράδυ πριν από την Θεία Μετάληψη έκανε αγρυπνία με την ακολουθία του Αγίου της ημέρας, τον κανόνα του και με πλούσιο κομποσχοίνι συμπλήρωνε την υπόλοιπη ώρα της νύκτας. Μεταλάμβανε συνήθως κάθε Σάββατο στον κοιμητηριακό Ναό. Την λειτουργία την έκαναν τότε πολύ πρωί. Τελείωνε δύο ώρες πριν ξημερώσει, για να εξυπηρετηθούν οι αγρυπνούντες και να έχουν μετά χρόνο να αναπαυθούν, ώστε να αντέξουν τον κόπο της ημέρας.
Η καλλιτεχνική του ψυχή, γράφει ο π. Χερουβείμ Καράμπελας, στις· Νοσταλγικές Αναμνήσεις του, ήταν αγιασμένη από την άσκηση. Την εργασία του την συνόδευε πάντοτε η νηστεία και η προσευχή. Στο πρόσωπό του έβλεπες τον άνθρωπο που ζούσε μόνο για τον Θεό, και υπηρετούσε με την λεπτότατη τέχνη. Τα μάτια του φωτεινά, σαν μικρού παιδιού. Το λευκό του πρόσωπο, χωρίς καμία γεροντική ρυτίδα ακτινοβολούσε, ενώ η άσπρη γενειάδα τον έκανε περισσότερο σεβάσμιο. Όλους όσους είχαν την ευλογία από τον Θεό να τον γνωρίσουν, τους συνέπαιρνε. Τα σοφά λόγια έβγαιναν από μια αγιασμένη καρδιά.
αα) Ο υποτακτικός του Γέροντος Αρσενίου, παπα-Νικόδημος
Ο υποτακτικός του Γέροντος Αρσενίου, παπα-Νικόδημος, είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, καταγόταν από την Σμύρνη και γεννήθηκε το 1880. Στο Άγιον Όρος ήλθε το 1898, μόλις δεκαοχτώ χρονών. Προχώρησε ανδρείως τον δρόμο της αφιερωμένης ζωής. κάθε σαρκική κλήση και επιθυμία εσφάγη στον βωμό του πνεύματος. Οδηγήθηκαν τα βήματά του στην έρημο των Καυσοκαλυβίων, στην αγιοτόκο αυτή Σκήτη με τα λαμπρά πρότυπά της.
Κοντά στις αρετές, θαυμαστά ήσαν και τα έργα της μεγάλης υπομονής των, τα εξαιρετικά και πολυσύνθετα ξυλόγλυπτα, τα οποία μαζί με τον Γέροντά του και τον παράδελφό του μοναχό Αρσένιο τεχνούργησαν υπογράφοντας: Έργον Συνοδείας Νικοδημαίων.
Καθημερινώς ιερουργούσε με άκρα ευλάβεια ο παπα-Νικόδημος. Υπήρξε ξακουστός πνευματικός, στον οποίον πήγαιναν να εξομολογηθούν η να πάρουν τις συμβουλές του πολλοί Πατέρες του Αγίου Όρους. Είχαν στενές σχέσεις με τον μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, ο οποίος αρκετές φορές φιλοξενείτο στην Καλύβη τους. Τον προσκαλούσαν σε διάφορες μητροπόλεις μέσω της Μονής για εξομολόγηση και η διακονία του αυτή είχε πλούσια καρποφορία. Η ανταπόκρισις που είχε στους λαικούς αδελφούς το έργο του ως Πνευματικού καταφαίνεται και στον παρακάτω επικήδειο που εκφώνησε την 25η Αυγούστου 1936, ο διδάσκαλος Κωνσταντίνος Βαλάτης, που εξομολογούνταν σε αυτόν:
Πανοσιώτατε Πάτερ και Πνευματικέ μου.
Ξένος και εγώ στην ξένη γη, στην άγια τούτη χώρα,
έρχομαι σαν διδάσκαλος να σού προσφέρων δώρα.
Όχι λιβάνι και κερί, λάδι για την ψυχή σου
μόνο εκείνα που μέσα μου νιώθω πως στην ζωή σου
εκτέλεσες και έπραξες και με το παραπάνω.
Γιά αυτό νομίζω πως ποτέ τα λόγια δεν φτάνουν.
Πάτερ μου, πόσο σ’ αγαπώ, πόσο πονώ για σένα
και η καρδιά μου θλίβεται, προπάντων ‘δω στα ξένα.
Εγνώρισα Πνευματικούς, εγνώρισα Πατέρας,
είσαι από τους σπάνιους, σε σένα πρέπει γέρας.
Αι αρεταί σου λάμπουνε, χαρίσματα τα τόσα
και που να τα εξιστορώ με την φωνή την ζώσα;
Παρηγοριά πνευματική, πνευματικό στολίδι
το μόνο συ στην Σκήτη μας δεν θα ξαναίδει.
Αν έζησες εις την ζωή πενήντα τόσα χρόνια,
όμως η πολιτεία σου θα ζη πάντα αιώνια.
Η ματαιότης διά σε είναι μηδέν εις όλα,
διότι την απέφυγες και ζούσες δίχως λόγια.
Πράξεις και έργα πάντοτε, παντού οπού επήγες
αλήθεια διεκήρυττες, αγία ζωή διήγες.
Ποιός θα ξεχάσει, Πάτερ μου, την τόση καλωσύνη
το ταπεινό χαμόγελο ζωγραφιστό στα χείλη;
Ποιός θα ξεχάσει, Πάτερ μου, τα λόγια τα χρυσά,
που έβγαιναν μετρημένα και ήσαν ταπεινά.
Ποιός θα ξεχάσει, Πάτερ μου, τώρα τα τελευταία
που τόσα ‘συ υπέφερες, αλλά πολύ γενναία;
Κανείς, κανείς δεν βρίσκεται, αλλ’ όλοι οι Πατέρες,
είναι σιμά σου βρίσκονται, αχ πόσες ημέρες.
Κι όσο ολίγοι είναι εδώ, τόσο πολλή η δόξα.
Κοιμήθηκε νέος, (56 ετών), στις 24 Αυγούστου του 1936.
Επιφάνιος ιερομόναχος Καυσοκαλυβίτης
(1911-1988)
(Φωτογραφία: Σπύρος Μελετζής, 1950)

αβ) Έτερος υποτακτικός του Γέροντος Αρσενίου, παπα-Επιφάνιος.
Στην συνοδεία είχε προστεθή και ο ανιψιός του προειρημένου Νικοδήμου, Επιφάνιος, τον οποίο είχε πάρει κοντά του από μικρό, μόλις 13 ετών, το 1922. Σαν μικρός που ήταν έπαιζε, και όταν τα μουλάρια κουβαλούσαν ξύλα, έτρεχε και πηδούσε πάνω τους για να κάνει περιπάτους. Τού είχαν φτιάξει και μία βαρκούλα με ελατήριο που κούρδιζε για να παίζει στην στέρνα της Καλύβης. Πέρασαν τα παιδικά χρόνια μαζί με την εκμάθηση της ξυλογλυπτικής και την εισαγωγή του στα μοναχικά καθήκοντα, και στο 18ο έτος της ηλικίας του, το 1927, έγινε μοναχός. Το 1929 ιεροδιάκονος και ιερομόναχος το 1936. Διακόνησε αρκετά χρόνια την Σκήτη και το Κυριακό.
αγ) Έτερος υποτακτικός του Γέροντος Αρσενίου, μοναχός Γερμανός.
Ο άλλος υποτακτικός του Γέροντα Αρσενίου, ο μοναχός Γερμανός, ανέλαβε να μεταφέρει τα δύο περίφημα μεγάλα ξυλόγλυπτα που αναφέραμε στην Αμερική προς πώληση. Εκεί, μέχρι να βρεί αγοραστάς, επειδή τα έργα αυτά ήταν μεγάλης αξίας, άργησε και αμέλησε κάπως τα μοναχικά του καθήκοντα. Αλλά, και όταν τελικά τα πώλησε, παρέτεινε την διαμονή του στο φθοροποιό αυτό περιβάλλον. Η φιλάνθρωπη όμως πρόνοια του Θεού, επέτρεψε να πάθει παράλυση, η οποία τον καθήλωσε στο κρεβάτι. Αυτό, έγινε αφορμή να ποθήσει τον ευλογημένο τόπο που είχε αφήσει. Άρχισε να θερμοπαρακαλή την προστάτιδα του Κελλιού τους Ζωοδόχο Πηγή, την έφορο του Αγίου Όρους, να τον θεραπεύσει με την υπόσχεση να επιστρέψει κοντά Της. Η Παναγία, δεν άργησε να ανταποκριθή στις ικεσίες του παιδιού Της. Ο π. Γερμανός, μετά από λίγο καιρό θεραπεύτηκε τελείως και αμέσως εκπλήρωσε την υπόσχεσή του. Ο παπα-Νικόδημος είχε τότε κοιμηθεί. Ο Γέροντάς του Αρσένιος και ο ιερομόναχος πλέον Επιφάνιος, τον δέχτηκαν με άμετρη χαρά, και ανέκφραστη αγάπη.
Όταν λίγα χρόνια αργότερα έφθασε ο καιρός της αναχωρήσεώς του για την αληθινή ζωή, είπε στον π. Επιφάνιο: Αδελφέ, νομίζω ότι ήλθε η ώρα να φύγω από αυτή την ζωή. Γιά αυτό, αν θέλεις, παρακάλεσε τους Πατέρες της Σκήτης να κάνουν θερμή προσευχή προς τον Κύριο για την ταλαίπωρη ψυχή μου και ο Θεός να ελεήση και σένα και όλους τους αδελφούς.
Μετά από λίγο καιρό, ενώ ήταν παρόντες ο Επιφάνιος και άλλοι Πατέρες της Σκήτης, άρχισε ένας φοβερός διάλογος, στον οποίο ο π. Επιφάνιος απαντούσε μονολεκτικά, με ένα Ναί, η ένα Όχι, που άκουγαν με κατάπληξη οι Πατέρες. Μερικές φορές, εκτός από αυτά έλεγε: Όχι, αυτό δεν το έκαμα, ψέματα λέτε, για εκείνο έκαμα αυτό το καλό, για αυτό έκαμα αυτή την μετάνοια· και πάλι: Ναί το έκαμα, αλλά έδωσα ελεημοσύνη· και άλλοτε· Όχι, αυτό δεν το έκαμα. Αυτό διήρκεσε αρκετή ώρα και σε αυτή την κατάσταση παρέδωσε το πνεύμά του, το 1955.
Ιερομονάχου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου:
Ασκητικές Μορφές και Διηγήσεις από τον Άθω,
Ι. Κελλίον Αγ. Αντωνίου, Κρύα Νερά,
Άγιον Όρος, 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια: