Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Αλιεύοντας ψυχές


ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ

Είχα χτες την τύχη και την τιμή να συντονίσω την εκδήλωση παρουσίασης ενός βιβλίου. Δεν ήταν ένα συνηθισμένο βιβλίο. Κατ’ αρχάς το έγραψε ένας νέος ιερέας, παιδί της Λάρισας, βγαλμένο και αυτό από την αυλή του 1ου Γυμνασίου Αρρένων, απ’ όπου περάσαμε οι περισσότεροι στα χρόνια της δεκαετίας του 70.
Δεύτερον, δεν ήταν ένα βιβλίο που έθιγε – όπως ίσως φαντασθήκατε- θρησκευτικά ή εκκλησιαστικά θέματα. Γράφτηκε για νέους, μιλάει στη γλώσσα που καταλαβαίνουν οι νέοι, και, κυρίως, πραγματεύεται θέματα που απασχολούν τη νεολαία.

Ακόμη και τον τίτλο του, ο πατήρ Θεμιστοκλής Μουρτζανός – ο συγγραφέας του βιβλίου – τον δανείστηκε από ένα τραγούδι των Onirama, (γνωστό νεανικό συγκρότημα) που θέτει ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα:
«Από έναν κόσμο σαν κι’ αυτόν τι να κρατήσω;»
Ο παπάς λοιπόν, που πρώτα σπούδασε φιλόλογος και μετά θεολογία στην οποία έχει και το Διδακτορικό του, τολμά και καταπιάνεται με θέματα που μέχρι πρότινος αποτελούσαν ταμπού για την Εκκλησία. Τα ναρκωτικά, ο έρωτας, το AIDS, η νεανική βία, το Διαδίκτυο και τα κινητά τηλέφωνα, οι εφηβικές ανησυχίες, το ποδόσφαιρο ως κοινωνικό φαινόμενο, δεν είναι θέματα που μπορούσες να τα συζητήσεις κάποτε με έναν ιερέα.
Οι περισσότεροι μεγαλώσαμε με το …κήρυγμα και η λέξη αυτή μας έγινε περίπου…αντιπαθής:
-Πάααλι κήρυγμα; λέγαμε συχνά στις μάνες μας όταν μας τα έσουρναν με την πρώτη ευκαιρία.
Παιδιά στο δημοτικό πηγαίναμε υποχρεωτικά στο Κατηχητικό επειδή αυτό επέβαλαν οι νόμοι και τα διατάγματα της εποχής. Αργότερα, στο Γυμνάσιο, ανιούσαμε –αν δεν κάναμε καζούρα- με το μάθημα των θρησκευτικών, όπου οι περισσότεροι θεολόγοι, συνήθως εκτός κλίματος της εποχής, προσπαθούσαν να βγουν …σώοι από τις αίθουσες και να αντιμετωπίσουν την έντονη νεανική αμφισβήτηση. Οι άνθρωποι, προσπαθούσαν φιλότιμα, δε λέω. Αλλά μιλούσαν… άλλη γλώσσα. Εμείς ανακαλύπταμε τότε τον Μαρξ και γοητευόμαστε από τον «αιρετικό» Καζαντζάκη και εκείνοι μας μιλούσαν για το μοναχό … Παχώμιο (τυχαίο το όνομα) που είδε αίφνης το σατανά να μπαίνει στο κελί του και με ποιο τρόπο, κατάφερε να τον… νικήσει
Μπορούσαν όμως έτσι να πείσουν εφήβους που εξ’ ορισμού είναι στην πιο αντιδραστική φάση της ζωής τους; Η απάντηση είναι αυτονόητα όχι.
Και ας μην μιλήσουμε βέβαια για τα χρόνια τα φοιτητικά όπου το να δηλώνεις άθεος ήταν περίπου επιβεβλημένο, ήταν μόδα, ήταν «μαγκιά».
Έτσι, όλη αυτή η γενιά των Κατηχητικών, κατέληξε σε ένα μεγάλο βαθμό σήμερα να έχει μια τυπική σχέση με την Εκκλησία που περιορίζεται σε περιστασιακό εκκλησιασμό «κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα», και στην αναγκαστική τέλεση μυστηρίων, όταν έπρεπε να παντρευτούν, να βαφτίσουν τα παιδιά τους, ή να κηδέψουν τους οικείους τους.
Το σύστημα απέτυχε. Η Εκκλησία είχε ένα φανερό επικοινωνιακό πρόβλημα, ένα πρόβλημα προσέγγισης των νέων ανθρώπων που το υποτίμησε και το οποίο κατέληξε να είναι σήμερα πρόβλημα ουσίας. Οχυρωμένοι πίσω από τον άμβωνα, οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί λειτουργοί είχαν στα χέρια τους το λόγο του Ευαγγελίου – που είναι ένα σπουδαίο όπλο – απόδειξη ότι και ο Μαρξ και ο Καζαντζάκης που τότε λατρεύαμε, σήμερα φαντάζουν παρωχημένοι σε αντίθεση με το λόγο του Ευαγγελίου που παραμένει πάντα διαχρονικός, πάντα επίκαιρος.
Δυστυχώς όμως, αυτό το όπλο δεν ήξεραν πώς να το χειριστούν. Αυτό άλλωστε είχε καταλάβει ο χαρισματικός και επικοινωνιακός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και αυτήν την αγωνία εξέφραζε όταν, απευθυνόμενος στην πιτσιρικάδα, είπε το περίφημο «ελάτε στην Εκκλησία όπως είστε. Και με το σκουλαρίκι και με ό,τι θέλετε. Εγώ σας πάω…».
Αν τότε η νεολαία ήθελε άλλη προσέγγιση από την Εκκλησία, φαντάζεται κανείς πόσο πιο δύσκολο έχει γίνει το πρόβλημα σήμερα, στην εποχή της υπερπληροφόρησης και του Διαδικτύου, στην εποχή που μέσα στην οικογένεια λείπει όλο και πιο πολύ η συζήτηση και με ένα σχολείο που παρέχει όλο και πιο πολλές γνώσεις αλλά όλο και λιγότερη παιδεία.
Σ’ αυτήν την αντικειμενικά δύσκολη εποχή, είναι λοιπόν παρήγορο που μια γενιά νέων ιερωμένων και άλλων εκκλησιαστικών λειτουργών, δίνουν αθόρυβα και σεμνά ένα πολύ μεγάλο αγώνα να προσεγγίσουν τα νέα παιδιά. Τη νεολαία του σχολείου και του φροντιστηρίου, αλλά και τη νεολαία της καφετέριας. Τη νεολαία που μοχθεί και αγωνίζεται αλλά και τη νεολαία που φοράει κουκούλες, βάζει μολότοφ ή δέρνεται στα γήπεδα.
Αυτή η νέα γενιά εκκλησιαστικών ανδρών, φαίνεται ότι έχει αφήσει τον άμβωνα και βούτηξε στη θάλασσα της κοινωνίας να παλέψει με τα κύματα.
Δεν ξέρω τι και αν θα πετύχει, εύχομαι όμως το καλύτερο. Στην τελική, είναι τόσο σύνθετη σήμερα η ζωή που όποιες δυνάμεις μπορούν να στρατευθούν και να καλλιεργήσουν πρότυπα, αξίες και ιδανικά είναι χρήσιμες.
Έχω την άποψη ότι όσο η Εκκλησία και ο λόγος της θα είναι κοντά στις πραγματικές σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας…
Όσο θα αφουγκράζεται τον σπαραγμό των σημερινών γενεών της κρίσης…
Τόσο πιο πολύ θα είναι επωφελής για του ανθρώπους, τόσο πιο κοντά στον πραγματικό της ρόλο.
Ο αγώνας είναι πολύ μεγάλος και τα περιθώρια έχουν στενέψει απελπιστικά.


δείτε και το ιστολόγιο εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: