Τὸ
«Τῇ ὑπερμάχῳ» ὡς Ἐθνικὸς Ὕμνος τὴν Παναγία, πρὸς τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό,
ἀποτείνεται τὸ θαυμάσιο βυζαντινὸ τροπάρι «Τὴ ὑπερμάχω Στρατηγῷ», ποὺ
στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τοῦ ἀγωνιστικοῦ Βυζαντίου.
Καὶ
σὰν ἐθνικό μας ὕμνο ἔπρεπε νὰ τὸ κρατήσει καὶ ἢ ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα
τοῦ 21, ἂν οἱ λόγιοι καὶ οἱ πολιτικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν τὴν
ὀξυδέρκεια νὰ καταλάβουν τὴ σημασία ποὺ παίρνει ἡ Παράδοση στὴ ζωὴ τῶν
ἐθνῶν καὶ δὲν ἔβλεπαν τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα νὰ ἑνώνεται ἠθικὰ καὶ ἱστορικὰ
μὲ τὸ ἀπελευθερωμένο Ἔθνος, δίχως τὴν ἔνδοξη καὶ μεγαλόπρεπη περίοδο τῆς
Βυζαντινῆς χιλιετίας ποὺ μεσολάβησε καὶ σφυρηλάτησε τὴ νέα μας
Ἑλληνοχριστιανικὴ συνείδηση. Δῆτε ὅμως. Αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκαμε τὸ
μεταεπαναστατικὸ κράτος τὸ ἔκαμε μόνος του ὁ Ἑλληνικὸς Λαός.
Ἔτσι
κάθε φορὰ ποὺ ἕνα μεγάλο γεγονὸς τρικυμίζει τὴ ψυχή μας, τὸ βυζαντινὸ
τροπάρι αὐθόρμητα ἀνεβαίνει στὰ χείλη μας καὶ σμίγει μὲ τοὺς στίχους τοῦ
Σολωμοῦ. Καὶ πάλι αὐθόρμητα κάθε φορὰ ποὺ ἕνα ὑπόδουλο τμῆμα τοῦ
Ἑλληνισμοῦ ἑνώνεται μὲ τὴν ἑνιαία ἐλεύθερη πατρίδα, ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς
ἀλληλοχαιρετᾶται μὲ τὴ θρησκευτικὴ φράση «Χριστὸς Ἀνέστη».
~Στρατής Μυριβήλης~
Σαν
σήμερα την νύχτα της 6ης προς 7η Αυγούστου, κι ενώ οι Άβαροι ήταν προ
των πυλών κι ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ο Πατριάρχης Σέργιος
περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της
Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε το λαό στην αντίσταση.
Τα
ξημερώματα της 7 Αυγούστου 626 μ.Χ ο αυτοκρατορικός στόλος της Ρωμανίας
καταναυμαχεί και διασκορπίζει τον στόλο των Αβάρων Σλάβων που
πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη για περισσότερο από έναν μήνα. Η νίκη
αυτή αποδόθηκε στην «Υπέρμαχο Θεοτόκο», στην οποία αφιερώθηκε ο
«Ακάθιστος Ύμνος».
Στην ιστορία κάθε λαού υπάρχουν στιγμές που
ξεπερνούν τα όρια του ιστορικού γεγονότος και μετατρέπονται σε μνήμη,
σύμβολο και ταυτότητα. Μια τέτοια στιγμή υπήρξε η αποτυχημένη πολιορκία
της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους το 626 μ.Χ. και η συνακόλουθη
ψαλμωδία του Ακάθιστου Ύμνου προς τιμήν της Παναγίας. Το γεγονός αυτό
συνιστά μία από τις πλέον δυναμικές συναντήσεις της πίστης με την
ιστορία, της θείας παρέμβασης με την ανθρώπινη αγωνία και αντίσταση. Ο
ύμνος της ευχαριστίας, το «Τη Υπερμάχω», που ακούστηκε τότε στους ναούς
της Πόλης, δεν έμεινε απλά ως ψαλμωδία, αλλά έγινε διαχρονικός ύμνος του
Γένους και της Ορθοδοξίας.
Κατά τη διάρκεια του έκτου αιώνα, η
Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν αντιμέτωπη με συνεχείς εξωτερικούς
κινδύνους και εσωτερικές αδυναμίες. Το 626 μ.Χ., ο αυτοκράτορας
Ηράκλειος απουσίαζε σε εκστρατεία κατά των Περσών, όταν οι Άβαροι, σε
συντονισμό με τους Πέρσες, περικύκλωσαν την Κωνσταντινούπολη. Οι
δυνάμεις της άμυνας ήταν περιορισμένες, η απειλή ήταν υπαρξιακή και η
πόλη κινδύνευε να πέσει. Σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή, η ηγεσία των
πολιορκουμένων αναλαμβάνεται από τον Πατριάρχη Σέργιο και τον
στρατιωτικό διοικητή Πατρίκιο Βώνο.
Ο Πατριάρχης, κρατώντας την
θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, περιέτρεχε τα τείχη ενθαρρύνοντας τον
λαό και συνδέοντας την υπεράσπιση της Πόλης με την προστασία της
Θεοτόκου. Η πίστη δεν περιορίστηκε σε λόγια έγινε πράξη, ανάσα, ψυχή της
άμυνας. Και ενώ οι Άβαροι ετοίμαζαν την τελική επίθεση, ανεμοστρόβιλος
και τρικυμία που ερμηνεύθηκαν ως θεϊκή παρέμβαση κατέστρεψαν τον εχθρικό
στόλο. Παράλληλα, η αντεπίθεση των υπερασπιστών προκάλεσε σοβαρές
απώλειες στον αντίπαλο, ο οποίος αναγκάστηκε να αποσυρθεί.
Η
επόμενη ημέρα βρίσκει την Πόλη ελεύθερη. Οι κάτοικοι, αποδίδοντας την
σωτηρία στην Παναγία, συγκεντρώνονται στον Ναό της Παναγίας των
Βλαχερνών και ψάλλουν όρθιοι, σε στάση ευγνωμοσύνης, τον Ακάθιστο Ύμνο.
Το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια» αποτελεί δοξολογικό προοίμιο,
εκφράζοντας όχι μόνο ευχαριστία αλλά και εθνική υπερηφάνεια, καθώς η
Πόλη γλιτώνει από τη μεγαλύτερη απειλή της έως τότε ιστορίας της.
Ο
Ύμνος αυτός, δομημένος σε 24 στροφές με αλφαβητική διάταξη, είναι ένα
θεολογικό αριστούργημα που αποδίδεται στον Ρωμανό τον Μελωδό. Παρόλο που
δεν συνετέθη αυθόρμητα εκείνη τη νύχτα, ο τρόπος που ενσωματώθηκε στη
λατρευτική ζωή, ιδιαίτερα κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή, υπογραμμίζει τον
ρόλο του ως σταθερό πνευματικό στήριγμα του λαού. Περιγράφει τον
Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και αναπτύσσει με θεολογική ακρίβεια το
μυστήριο της Ενανθρώπησης, ενώ παράλληλα συνδυάζει ποιητική ένταση,
δογματικό βάθος και συναισθηματική φόρτιση.
Η σύνδεση του
Ακάθιστου Ύμνου με την πολιορκία του 626 δεν ήταν η μοναδική.
Μεταγενέστερες πολιορκίες της Πόλης, όπως αυτές του 673, του 717-718 και
του 860, συνοδεύτηκαν από παρόμοιες αναφορές στον ύμνο αυτό. Η
λειτουργική και ιστορική παράδοση διασταυρώνονται, με την πίστη να
λειτουργεί όχι μόνο ως έκφραση ελπίδας αλλά και ως όργανο ιστορικής
ερμηνείας και επιβίωσης.
Ιδιαίτερη αξία αποκτά ο ύμνος κατά την
Επανάσταση του 1821. Οι ραγιάδες, οι κατατρεγμένοι Χριστιανοί, ψάλλουν
τον Ακάθιστο Ύμνο σε στιγμές αγώνα και κινδύνου, ζητώντας και πάλι την
παρέμβαση της Υπέρμαχου Στρατηγού. Ο ύμνος μετατρέπεται σε "Εθνικό Ύμνο"
της Ορθοδοξίας, σε πνευματικό οπλοστάσιο πίστης, σε στοιχείο
πολιτισμικής ταυτότητας που συνοδεύει το Γένος στις πιο κρίσιμες ώρες
του.
Η ιστορία της σωτηρίας της Κωνσταντινούπολης το 626 μ.Χ. δεν
είναι απλώς ένα ακόμα επεισόδιο στρατιωτικής επιτυχίας. Είναι μια πράξη
πίστης, ένα βίωμα συλλογικό όπου η θεία χάρη, η ανθρώπινη καρτερία και η
ύψιστη ποιητική έμπνευση συναντιούνται. Ο Ακάθιστος Ύμνος, με τα λόγια
του «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», ξεπέρασε τα όρια της λατρείας και
ενσωματώθηκε στην ιστορική ταυτότητα του Γένους. Είναι ο ύμνος της
πίστης και της ελπίδας, της άμυνας και της νίκης ένα άσμα που, αν και
γράφτηκε πριν αιώνες, αντηχεί ζωντανό μέχρι σήμερα, σε κάθε εποχή
πνευματικής και εθνικής δοκιμασίας.
Παναγία η Βλαχερνίτισσα είναι
ο χαρακτηρισμός της παλαιοτάτης και θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου
στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Η εικόνα
παριστάνει την Θεοτόκο όρθια, μετωπική, σε στάση δεομένης, με τα χέρια
υψωμένα στον ουρανό, φέροντας στο στήθος της εγκόλπιο με τον Ιησού.Στην
παρακάτω φωτογραφία βλέπουμε βυζαντινή απεικόνιση της ομώνυμης εικόνας
του 13ου αιώνα.
Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την περίοδο της
Εικονομαχίας καλύφτηκε η εικόνα μέσα στον νότιο τοίχο του ναού της
Παναγίας των Βλαχερνών από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ (741-775) για
να εξουδετερωθεί η προς εκείνη αποδιδόμενη τιμή από τους Βυζαντινούς,
όμως αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο κατά την περίοδο της βασιλείας του
Ρωμανού Γ’ Αργυρού (11ος αιώνας).
Με την εικόνα της Βλαχερνίτισσας
συνδέεται και το θαύμα του πέπλου που ανασηκωνόταν από το πρόσωπο της
Θεοτόκου ανάλογα με την περίπτωση, όπως μαρτυρεί η Άννα η Κομνηνή.
Στυλιανός Καβάζης