Παρασκευή 28 Μαρτίου 2025

!!!

 Μπορεί να είναι εικόνα κύκνος 

Μην ερευνάς το Θεό, αν θες να Tον βρεις.

Κλείσε τα μάτια σου, αν θες να Tον δεις.

Φράξε τα αυτιά σου, αν θες να Tον ακούσεις...

Ο Γέροντας Κοσμάς, ηγούμενος της Μονής Στομίου Κονίτσης

 

του Ιωάννη Τάτση, Θεολόγου

        Ο ηγούμενος της ιεράς Μονής Στομίου Κονίτσης, ο πατήρ Κοσμάς, ο καλόγερος, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν κυρίως οι Κάτω Κονιτσιώτες, εκοιμήθη στις 23 Φεβρουαρίου 2025 και σε λίγες μέρες θα τελεστεί το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του. Υπήρξε άνθρωπος απλός, φίλος της ησυχίας, ολιγομίλητος, ανδρείος, διακριτικός σε όλα και κυρίως σε όσα συμβούλευε τα πνευματικά του τέκνα, αυτοδίδακτος ησυχαστής, ολιγαρκής και πράος. Αν και απέφευγε να διδάσκει τους άλλους, μερικές από τις απαντήσεις του σε ερωτήματα πιστών έχουν μείνει ανεξίτηλες σε όσους είχαμε τη μεγάλη ευλογία να ζήσουμε κοντά του. 

       “Ποτέ μου δεν μετάνιωσα που δεν μίλησα” έλεγε, για να διδάξει ότι όποιος κρατά το στόμα του κλειστό αποφεύγει την κατάκριση, τις συγκρούσεις χωρίς λόγο, τις διαφωνίες και τις άσκοπες συνομιλίες. Στην τράπεζα της Μονής Στομίου, όπου συνέτρωγαν μοναχοί και λαϊκοί επισκέπτες, τις περισσότερες φορές παρακολουθούσε σιωπηλός τις συζητήσεις μεταξύ των επισκεπτών ενώ σπανιότερα παρενέβαινε λέγοντας τη γνώμη του με λίγες μόνο λέξεις, εάν επρόκειτο για θέμα άξιο λόγου, πνευματικό, εκκλησιαστικό ή εθνικό. Όταν τον ρωτούσαν τη γνώμη του για κάποιο ζήτημα άλλοτε την έλεγε και άλλοτε, εάν το θέμα δεν ήταν σημαντικό ή δεν αφορούσε άμεσα τους παρόντες συνομιλητές, άλλαζε την συζήτηση. Όταν έβλεπε πως η συζήτηση ξεστράτιζε σε θέματα της επικαιρότητας, πολιτικά ή άλλα αδιάφορα από πνευματικής άποψης, έβαζε τέλος στη συζήτηση και σηκωνόταν για την ευχαριστήρια προσευχή μετά το γεύμα ή το δείπνο.

     Στα νέα παιδιά ήθελε πολύ να εμφυσήσει την ανδρεία και την όρεξη για πνευματικό αγώνα. Πολεμούσε τη νωχελικότητα και την καλοπέραση και έλεγε χαρακτηριστικά σε όλους: “Να μην σας βρίσκει ο ήλιος στο κρεβάτι”, εννοώντας ότι θα πρέπει να σηκώνονται από τον ύπνο πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος. Όταν μάλιστα ένας νέος του είπε χαριτολογώντας ότι δεν τον βρίσκει ο ήλιος στο κρεβάτι γιατί κλείνει τις γρίλιες στα παράθυρα, εκείνος δεν φάνηκε να συμμερίζεται το αστείο και επέμεινε: “Άφησέ τα αυτά. Να σηκώνεσαι πρωΐ. Να έχεις τη μέρα μπροστά”. Ο ίδιος ήταν πραγματικό νυχτοπούλι. Κοιμόταν λίγες ώρες και αγαπούσε να βλέπει την ανατολή του ήλιου. Ήξερε μάλιστα στο μοναστήρι του το ακριβές σημείο που εμφανίζεται ο ήλιος κατά την ανατολή σε κάθε εποχή και μήνα του χρόνου. Για τους μοναχούς ακόμη περισσότερο έλεγε ότι ταιριάζουν τα λόγια του αγίου Παϊσίου ότι “η νύχτα δεν είναι ποτέ μεγάλη για τον μοναχό”, δηλαδή ο χρόνος δεν φτάνει ποτέ για τη βραδινή περισυλλογή, την προσευχή μέσα στη νυχτερινή ησυχία για τον εαυτό μας και τους άλλους. Ο π. Κοσμάς έλεγε επίσης συχνά ότι “το ηλιοβασίλεμα θαυμάζουν μόνο όσοι δεν είναι άξιοι να γευτούν την ομορφιά της ανατολής” επειδή ο ύπνος τους κρατάει κοιμισμένους στο κρεβάτι. 

      Ο π. Κοσμάς ήταν άνθρωπος με μεγάλη σωματική δύναμη και πολλή αντοχή. Νεότερος κουβαλούσε πολλά υλικά για την ανοικοδόμηση και ανακαίνιση της Μονής Στομίου με τα χέρια του, φόρτωνε με δεξιοτεχνία μουλάρια και άλογα σηκώνοντας τσιμέντα, τσουβάλια με άμμο, μάρμαρα, πλάκες, βαριά ξύλα και άλλα απαραίτητα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η ασθένεια του πάρκινσον μαζί με τα φυσικά γεράματα κατέβαλαν τη σωματική του δύναμη και αυτό αποτελούσε μία μεγάλη ταπείνωση για εκείνον, κυρίως γιατί χρειαζόταν τη βοήθεια άλλων για πολλές από τις καθημερινές του ανάγκες. Δεν του άρεσε να τον υπηρετούν και με δυσκολία ζητούσε βοήθεια. Ωστόσο μέχρι την τελευταία ημέρα της επίγειας ζωής του σηκωνόταν από το κρεβάτι και η Παναγία δεν επέτρεψε να παραμείνει κατάκοιτος. Στο κελί του στο Στόμιο, όταν η δυσκαμψία, που του προκαλούσε το πάρκινσον, άρχισε να αυξάνει, τοποθέτησε χοντρά σχοινιά, κρεμασμένα από το ταβάνι, τα οποία τραβούσε με τα χέρια του για να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κάποιος αδελφός τον ρώτησε αν τα σχοινιά αυτά είναι για να κρατιέται όρθιος σε προσευχή και εκείνος αυθόρμητα του απάντησε ότι τα σχοινιά είναι απλά για να σηκώνεται όρθιος. Δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ για τον προσωπικό του πνευματικό αγώνα αλλά όταν είχε κάποιο πρόβλημα ή όταν κάποιος ασθενής ή συγγενής ασθενούς ή εμπερίστατου αδελφού ζητούσε προσευχή, έλεγε σε κάποιους γνωστούς του ότι πρέπει να κάνουμε προσευχή για τον τάδε. Όταν κάποτε το πρωί μετά την αγρυπνία για την εορτή του Αγίου Παϊσίου, κάποιος πιστός ζήτησε από έναν ιερέα, που βρισκόταν στη Μονή, να γίνει μία Παράκληση για ένα παιδί που έπασχε από σοβαρή ασθένεια, ο π. Κοσμάς παρά την προχωρημένη ασθένεια και αδυναμία του και τον κόπο της αγρυπνίας είπε: “Θα έρθω κι εγώ”. Τελικά ανέλαβε ο ίδιος να πει τα λόγια του ιερέα στην Παράκληση που έγινε, έμεινε σκυφτός, σκεπτικός και προσευχόμενος όλη την ώρα και με πολύ πόνο πρόφερε το όνομα του ασθενή νέου παρακαλώντας την Παναγία για εκείνον. 

      Αυτά τα λίγα γράφτηκαν για τον μακαριστό πλέον πατέρα Κοσμά, τον ηγούμενο της Μονής Στομίου και τον πνευματικό της Κόνιτσας με αφορμή τον τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του. Υπάρχουν και άλλα πολλά που θα μπορούσαν να γραφούν από όσα ακούσαμε και ζήσαμε κοντά του. Δεν είναι όμως ακόμη η κατάλληλη στιγμή ούτε αρκεί ένα άρθρο για να γραφούν όλα αυτά. 

     Για πολλούς από όσους γνωρίσαμε τον π. Κοσμά η αναχώρησή του από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο μας γέμισε λύπη πολλή, κυρίως γιατί χάσαμε τον πνευματικό μας πατέρα κι οδηγό, το πνευματικό μας στήριγμα. Η κοίμησή του όμως ήρθε όταν έφτασε για εκείνον το πλήρωμα του χρόνου, η κατάλληλη στιγμή, αφού τον τελευταίο καιρό δοκιμάστηκε πολύ από την ασθένειά του, υπέμεινε καρτερικά και τελικά ήσυχα και απλά, όπως έζησε όλη του τη ζωή, αναχώρησε για τη μόνιμη ουράνια πατρίδα μας. Την ευχή του να έχουμε.

 Θρησκευτικά

Οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

-Πέστε μας, Γέροντα, κάτι γιὰ τὴν Παναγία.

-Τί νὰ σᾶς πῶ; Μὲ φέρνετε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Γιὰ νὰ μιλήση κανεὶς γιὰ τὴν Παναγία, πρέπει νὰ Τὴν ζήση.

-Γέροντα, καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας ἔχει δύναμη πνευματική, ὅπως τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ;

-Ναί. Ὅποιος ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὴν Παναγία, ἀκούει τὸ ὄνομά Της καὶ ἀλλοιώνεται. Ἤ, ἂν τὸ βρῇ κάπου γραμμένο, τὸ ἀσπάζεται μὲ εὐλάβεια καὶ σκιρτάει ἡ καρδιά του. Μπορεῖ νὰ κάνη ὁλόκληρη Ἀκολουθία μὲ ἕναν συνεχῆ ἀσπασμὸ στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας[1]. Καὶ ὅταν προσκυνᾶ τὴν εἰκόνα Της, δὲν ἔχει την…αίσθηση ὅτι εἶναι εἰκόνα, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Παναγία, καὶ πὲφτει κάτω λειωμένος, διαλυμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη Της.

-Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι ἀπὸ τὸ προσκύνημά σας στὴν Παναγία τῆς Τήνου.

-Τί νὰ πῶ; Μιὰ τόσο μικρὴ εἰκόνα κι ἔχει τόση Χάρη! Δὲν μποροῦσα νὰ ξεκολλήσω ἀπὸ κοντά της. Παραμέρισα λίγο, γιὰ νὰ μὴν ἐμποδίζω τοὺς ἄλλους ποὺ ἤθελαν νὰ προσκυνήσουν.

-Μερικοί, Γέροντα, σκανδαλίζονται ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀφιερώματα ποὺ ἔχουν οἱ θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας.

-Νὰ σᾶς πῶ, τί ἔπαθε μιὰ φορά ἕνας πολὺ ἁπλὸς καὶ εὐλαβὴς προσκυνητής. Πῆγε στὴν Μονὴ Ἰβήρων καὶ προσκύνησε τὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα. Ἐκεῖ, ἡ εἰκόνα εἶναι γεμάτη φλουριά. Στὸν γυρισμό, πηγαὶνοντας γιὰ τὴν Μονὴ Σταυρονικήτα, μπῆκε σὲ λογισμούς. «Παναγία μου, εἶπε, ἐγὼ ἤθελα νὰ Σὲ δῶ ἀλλιῶς· ἁπλῆ, ὄχι μὲ φλουριά». Τί παθαίνει ἐν τῷ μεταξύ; Τὸν ἔπιασε ἕνας πόνος δυνατός, ζαλίστηκε καὶ ἔμεινε ἐκεῖ, στὴν μέση τοῦ δρόμου. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ ζητάη βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία: «Παναγία μου, ἔλεγε, κάνε μὲ καλὰ καὶ θὰ σοῦ φέρω δυὸ φλουριά!». Τότε τοῦ παρουσιάσθηκε ἡ Παναγία καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔτσι μοῦ τὰ ἔφεραν τὰ φλουριά. Μήπως ἐγὼ τὰ ζήτησα; Μήπως τὰ ἤθελα ἐγώ;». Καὶ ἀμέσως ὁ πόνος σταμάτησε. Βλέπετε, ἐπειδὴ εἶχε καλή διάθεση, πολλὴ πίστη, τὸν βοήθησε ἡ Παναγία.

Ἐγὼ μερικὲς φορὲς ἐκεῖ στὸ Καλύβι, ὅταν θέλω νὰ προσευχηθῶ στὴν Παναγία, σκέφτομαι: «Πῶς νὰ πάω μὲ ἄδεια χέρια νὰ Τὴν παρακαλέσω;». Κόβω λίγα ἀγριολούλουδα, τὰ πηγαίνω στὴν εἰκόνα Της καὶ λέω: «Παναγία μου, πᾶρε αὐτὰ τὰ λουλούδια ἀπὸ τὸ Περιβόλι Σου». Πρὶν πάω στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἄκουγα νὰ λένε ὅτι εἶναι «τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας» καὶ περίμενα νὰ δῶ λουλούδια, δένδρα ὀπωροφόρα κ.λπ. Ὅταν πῆγα καὶ εἶδα ἄγριες καστανιές, κουμαριές, κατάλαβα ὅτι εἶναι πνευματικὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Ἀργὸτερα ἔνιωσα μέσα σὲ αὐτὸ καὶ τὴν παρουσία Της.

-Πῶς θὰ αἰσθανθῶ, Γέροντα, τὴν παρουσία τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ μοῦ θερμάνη τὴν καρδιά;

-Μιὰ ποὺ φέρεις τὸ ὄνομα τῆς Μεγάλης Μητέρας τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ χάριν Μητέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, νὰ Τὴν ἐπικαλῆσαι συνέχεια: «Παναγία μου, νὰ λές, Ἐσὺ ποὺ καταδέχτηκες νὰ ἔχω τὸ ὄνομά Σου, βοήθησέ με νὰ ζήσω ὅπως εἶναι εὐάρεστο σ’ Ἐσένα. Ἄλλοι μόνον τὸ ὄνομά Σου ἀκοῦνε καὶ συγκινοῦνται, κι ἐγὼ τί κάνω;». Εὔχομαι ἡ Παναγία νὰ μένη συνὲχεια κοντά σου καὶ νὰ σὲ σκεπάζη σὰν τὸ κλωσσοποῦλι κάτω ἀπὸ τὰ Ἀγγελικὰ φτερά Της.

«Τὴν Μητέρα σου προσάγει σοι εἰς ἱκεσίαν ὁ λαός σου, Χριστέ»[2]

-Γέροντα, ποιά εἰκόνα τῆς Παναγίας Τὴν ἀποδὶδει περισσότερο;

-Ἡ Παναγία ἡ Ἱεροσολυμίτισσα. Μιὰ φορά Τὴν εἶδα ἐκεῖ στὸ Καλύβι, στὴν Παναγούδα… Ἂν σοῦ τὸ πῶ, σὲ πόσους θὰ τὸ πῇς;

-Σὲ κανέναν, Γέροντα.

-Λοιπόν, εἶδα σὲ ὅραμα, ὅτι θὰ πήγαινα μακρινό ταξίδι καὶ ἔπρεπε νὰ ἑτοιμάσω τὰ χαρτιά μου, διαβατήριο, συνάλλαγμα κ.λπ., ἀλλὰ οἱ ὑπάλληλοι δὲν μοῦ ἔκαναν τὰ χαρτιά. Ἐκεῖ ἦταν πολλοὶ ἄνθρωποι, ὅμως δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ μὲ βοηθήση. «Ποιός θὰ μὲ βοηθήση; λέω. Μὰ δὲν βρίσκεται κανένας, γιὰ νὰ ἐνδιαφερθῇ;». Εἶχα μιὰ ἀγωνία!… Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάζεται μιὰ Γυναῖκα μὲ λαμπερὸ πρόσωπο, ντυμένη στὰ χρυσαφένια. Εἶχε μιὰ ὡραιότητα! Ἄστραφτε ὁλόκληρη! «Μὴν ἀνησυχῇς, ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω· ὁ Γυιός μου εἶναι Βασιλιάς», μοῦ λέει καὶ μὲ χτύπησε ἁπαλὰ στὸν ὦμο. Παίρνει τὰ χαρτιὰ καὶ μὲ μιὰ κίνηση τὰ βάζει στὸν κόρφο Της. Ὦ, τί κίνηση ἦταν ἐκείνη! Ὕστερα μοῦ εἶπε: «Θὰ περάσετε δύσκολες ἡμέρες» καὶ μοῦ ἀνέφερε κάτι ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνω κι ἐγώ[3]. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ, εἶδα τὴν Παναγία την Ἱεροσολυμίτισσα σὲ ἕνα βιβλίο καὶ Τὴν ἀναγνώρισα.

-Κάποιος, Γέροντα, μᾶς ρώτησε: «Ἀφοῦ ἡ σωτηρία μας εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, γιατί, ὅταν ἐπικαλούμαστε τὴν Παναγία, λέμε: «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς»;

-Ἂς ποῦμε, μιὰ γυναῖκα ἔχει γειτόνισσα τὴν μάνα ἑνὸς ὑπουργοῦ καὶ τὴν παρακαλεῖ νὰ φροντίση, ὥστε νὰ βρεθῇ μιὰ δουλειὰ γιὰ τὸ παιδί της. Ἡ γειτόνισσα προθυμοποιεῖται, ὅμως δὲν θὰ βρῇ ἡ ἴδια τὴν δουλειά, ἀλλὰ θὰ παρακαλέση τὸν γυιό της, ποὺ ὡς ὑπουργὸς ἔχει αὐτὴν τὴν δυνατότητα καὶ θὰ κάνη τὸ χατίρι τῆς μάνας του. Ἔτσι κι ἐμεῖς, παρακαλοῦμε τὴν Παναγία νὰ μᾶς σώση καὶ ἡ Παναγία παρακαλεῖ τὸν Υἱό Της ποὺ ἔχει αὐτὴν τὴν δύναμη. Καὶ Ἐκεῖνος Τῆς κάνει τὸ χατίρι, γιατί ἀγαπάει πολὺ τὴν Μητέρα Του.

-Γέροντα, στὴν Παναγία προσεύχομαι μὲ περισσότερη ἄνεση ἀπὸ ὅ,τι στὸν Χριστό. Μήπως αὐτὸ εἶναι ἀνευλάβεια;

-Κι ἐγὼ ἔτσι νιώθω. Ἀπὸ πολὺ σεβασμὸ στὸν Χριστό, νιώθω περισσότερη ἄνεση στὴν Παναγία, ὅπως καὶ τὰ παιδιά – καὶ μεγάλα ἀγόρια νὰ εἶναι – πηγαίνουν στὴν μάνα μὲ περισσότερο θάρρος ἀπὸ ὅ,τι στὸν πατέρα, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν πατέρα.

-Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν πραγματικὴ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ στὸν Χριστό, συστέλλονται μπροστὰ στὸν Χριστό, ἐνῶ στὴν Παναγία ἔχουν περισσότερο θὰρρος καὶ Τὴν πλησιάζουν ἄνετα, γιατί ἡ Παναγία ἀνὴκει στὸ γένος τὸ ἀνθρώπινο.

-Καμμιὰ φορά, Γέροντα, ὅταν κάνω μετάνοιες, ψάλλω τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας ἤ λέω τοὺς Χαιρετισμούς. Μήπως, ὅταν κάνω μετάνοιες, πρέπει νὰ λέω μόνον τὴν εὐχή;

-Ὄχι, κάνε ὅπως ἀναπαύεσαι, γιατί καὶ ἡ Παναγία στὸν Χριστὸ τὰ πηγαίνει ὅλα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν στοργὴ καὶ τὴν τρυφερότητά Της γεμίζει τὴν ψυχή μας ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἔρωτα πρὸς τὸν Χριστό. Ἐγὼ παρακαλῶ τὴν Παναγία νὰ μοῦ πάρη τὴν καρδιὰ καί, ἀφοῦ πρῶτα τὴν καθαρίση, νὰ τὴν κόψη στὰ τέσσερα: Τρία κομμάτια νὰ δώση στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ἕνα κομμάτι νὰ κρατήση Ἐκείνη.

-Γέροντα, ὅταν λέω τὴν εὐχή, μπορεῖ νὰ περὰση πολλὴ ὥρα καὶ νὰ μὴν κάνω κανένα κομποσχοίνι στὴν Παναγία, γιατί δὲν μπορῶ νὰ ἀφήσω τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

-Φοβᾶσαι, μήπως παρεξηγηθῇ ἡ Παναγία; Εὐλογημένη, δὲν εἴπαμε, ὅτι οἱ προσευχὲς πρὸς τὴν Παναγία καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Ἁγίους ἀπευθύνονται στὸν Χριστό; Νὰ κάνης, ὅπως νιώθεις. Δὲν παρεξηγεῖται ἡ Παναγία οὔτε οἱ Ἅγιοι.

-Γέροντα, σὲ μιὰ ἀτομικὴ ἀγρυπνία ποὺ τὴν ἀφιερώνω στὴν Παναγία, τί νὰ κάνω;

-Νὰ συλλογίζεσαι προηγουμένως τὴν Παναγία. Σ’ αὐτὸ μποροῦν νὰ σὲ βοηθήσουν καὶ μερικὰ τροπάρια ἀπὸ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας ἤ ἀπὸ τὸ Θεοτοκάριο ἤ ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Μετὰ νὰ συνεχίσης μὲ εὐχή [Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου] καὶ ὅ,τι ἄλλο «δόξῃ τῷ Προεστῶτι»[4] τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἤγουν «τῷ τυπικῷ τῆς καρδίας σου».

-Γέροντα, οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας εἶναι δοξολογία;

-Δοξολογία εἶναι. Μπορεῖς νὰ τοὺς λὲς σὰν εὐχαριστία στὴν Παναγία, ὅταν ἐκπληρώνη κάποιο αἴτημά σου. Ὄχι ὅλο νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀλλὰ νὰ Τὴν εὐχαριστοῦμε κιόλας. Οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας ἔχουν πολλὴ Χάρη. Ἀνώνυμος τοὺς ἔγραψε. Νὰ τοὺς μάθης ἀπ’ ἔξω καὶ νὰ τοὺς λὲς καὶ μέσα στὴν ἡμέρα.

 

[1] Ὁ Γέροντας ἀπὸ πολλὴ εὐλάβεια στὴν Παναγία κάποιες φορὲς ἀσπαζόταν διαρκῶς τὸ ὄνομά Της.

[2] Θεοτοκίον Μακαρισμῶν Α΄ ἤχου ἡμέρας Κυριακῆς.

[3] Ὁ Γέροντας τὸ εἶπε τὸ 1984 καὶ δὲν ἔδωσε ἐξηγήσεις.

[4] Ἔκφραση ἀπὸ τὰ μοναστηριακὰ Τυπικά, ἡ ὁποία σημαίνει, ὅτι κάποια ἀλλαγὴ στὸ Τυπικὸ μπορεῖ νὰ ρυθμισθῇ κατὰ τὴν κρίση-διάκριση τοῦ Προεστῶτος. Ὁ Γέροντας ἐδῶ ἐννοεῖ «ὅ,τι σοῦ ὑποδείξη ἡ καρδιά σου».

 

Ἁγ. Παισίου Ἁγιορείτου

Λόγοι ΣΤ’ «Περὶ Προσευχῆς», ἐκδόσεις «Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Ἑὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος».

Διδάκτωρ Μελέτης Μελετόπουλος: «Βρισκόμαστε σε εθνική κατάθλιψη»

Ένας Ξένος

 


http://panosz.files.wordpress.com/2011/01/p.jpg


Π.Β. Πάσχου


Kανείς δεν ήξερε πούθε κρατούσε πράγματι ή σκούφια του. Όποιον να ρώταγες μες στο χωριό, θα σήκωνε πρώτα τους ώμους του, κι ύστερα θα έκανε τη συνηθισμένη γκριμάτσα, σα να λεγε: «ποιος σάματις ξέρει, να ξέρω κ' εγώ;» Κι αν κανείς έπαιρνε το θάρρος να ρωτήσει τον ίδιο, από πού ήρθε και πού άφησε τους δικούς του, εκείνος απαντούσε, σχεδόν στερεότυπα: «Από τη γη έφυγα και στη γη θα επιστρέψω - φτάνει, αφεντικό;» Κ' έκοβε μονομιάς την κουβέντα.

Έφτασ' ένα φθινοπωρινό βράδυ, πού είχε κιόλας αρχίσει να πέφτει πάχνη. Χτύπησε μια πόρτα και ζήτησε ένα πιάτο φαΐ. Ύστερα ρώτησε αν έχουν ανάγκη από έναν εργάτη ή ένα δούλο. Του απάντησαν, πώς δεν είχαν. Το 'βλεπε κι αυτός, πώς είχαν αρκετά παιδιά για να δουλέψουν τα χωράφια τους. Μετά τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να κοιμηθεί στον αχυρώνα ή στό αχούρι. Τόν άφησαν νά κοιμηθεί ανάμεσα φούρνο καί μαγειριό, στό χαγιάτι, πού δέν τό 'πιανε αγέρας, κι όσο νά 'ναι, κρατούσε λίγη ζέστη καί τή νύχτα. Τό πρωί, πρίν ακόμη ξυπνήσουν οι νοικοκυραίοι, ο ξένος σηκώθηκε καί ταχτοποίησε τό γιατάκι του. Συμμάζεψε στην άκρη τίς φτωχοπραμάτειες του κ' έκατσε σταυροπόδι μπρος στό φούρνο. Έτσι τόν βρήκε ό Μπαρμπαθόδωρος, πού βγήκε πρώτος άπ' τό σπίτι, γιά νά ρίξει μιά ματιά στά ζωντανά στό σταύλο.
- Καλημέρα, ξένε μου, πώς καλοκοιμήθηκες; Μπας καί κρύωσες εδώ έξω;
- Καλημέρα, αφεντικό. Μακάρι νά κοιμόμουνα πάντα σε τόσο ζεστό κρεβάτι. Καί τό άχυρο ήταν καλό στρώμα, καί ή κάπα πολύ ζεστή, μά καί ό φούρνος σά νά μέ σκέπαζε μέ μιά παχιά κουβέρτα. Ούτε πού κατάλαβα πότε έφεξε ό Θεός τή μέρα!

Ό Μπαρμπαθόδωρος ήθελε νά τόν ρωτήσει τώρα ό,τι δέν τόν ρώτησε χτες βράδυ, μπρος στους άλλους, μά ντράπηκε. Ό ξένος είχε έναν αέρα, μιά φινέτσα, σχεδόν αριστοκρατική, πού σέ αφόπλιζε. Τόν κάλεσε νά πάνε μαζί στό αχούρι νά ιδούν τί γίνονται τά βόδια καί τ' άλογα. Ό ξένος ακολούθησε μ' ευχαρίστηση. Σέ λίγο βρισκόταν ανάμεσα στά βόδια, πού άναχάραζαν. Απέναντι, στό άλλο παχνί ήταν ένα μουλάρι κ' ένα άλογο κόκκινο, ξεσαμάρωτα. Τά τέσσερα βόδια σιγά-σιγά άρχιζαν νά σηκώνονται, νά χαϊδεύουν με τη μουσούδα καί νά γλύφουν μέ τη γλώσσα τους τά χέρια τού Μπαρμπαθόδωρου. Ό ξένος κοντοστάθηκε.

-Έλα, μην τά φοβάσαι, ξένε μου, δεν κάνουν κακό. Αλήθεια, δε μού λές: όταν βαφτίστηκες τί όνομα σού δώσανε; Σέ ρωτάω -καί νά μέ συμπαθάς- γιατί δέν μπορώ νά σέ λέω συνέχεια ξένο!
Κι άρχισε μέ τό ξυστρί νά ξύνει τά βόδια.
- Ναί, αφεντικό, έχεις δίκιο. Έγώ φταίω, πού δε σού τό είπα χτες τό βράδυ. Μέ λένε Ιορδάνη, κ' έρχομαι από την Ανατολή. Έρχομαι νά βρω μιά δουλειά, ή μιά τύχη, γιατί ώς τώρα δέ γνώρισα τίποτ' άλλο από ατυχίες.
- Πρόσεχε, Ιορδάνη, έτσι τό ξυστρί, πάρ' το λίγο πιό μαλακά, γιατί ό «καλέσης» είναι άγριος αν τόν γρατσουνίσεις. Έτσι, μπράβο! Τί λέγαμε, λοιπόν; Α, νά, πώς έρχεσαι άπ' τήν Ανατολή καί ζητάς δουλειά ή τύχη. Αν καταλαβαίνω καλά, θά ήθελες ή νά πιάσεις δουλειά ή νά πάς σώγαμπρος, έτσι δέν είναι;
-Όχι ακριβώς,αφεντικό. Θέλω νά βρώ δουλειά, μά δέ θέλω καθόλου νά πάω σώγαμπρος.
-Καί σάν τί δουλειά ξέρεις νά κάνεις,γιά νά 'χουμε καλό ρώτημα; έκαμε ό Μπαρμπαθόδωρος.
- Σχεδόν τίποτε πολύ καλά, απάντησε ό ξένος, με μιά φοβερή ειλικρίνεια, πού ξάφνιασε τό Μπάρμπα Θόδωρο. Μπορώ, όμως, νά μάθω γρήγορα κάποια δουλειά, πού δέν θέλει δά καί δύσκολα γράμματα.
-Φτάνει αυτό τό βόδι,τώρα πήγαινε στό άλλο, τόν διέκοψε ό Μπαρμπαθόδωρος. Αυτό είναι πολύ ήμερο, μήν τό φοβάσαι. Σ' αυτό ό γιος μου ό Χρήστος ανεβαίνει καβάλα όταν τό ξύνει καί τό πάει γιά πότισμα έτσι. Απίστευτα ήμερο!

Σέ λίγο τέλειωσαν καί βγήκαν στην αυλή. Ό Μπαρμπαθόδωρος έλυσε καί τ' άλογα καί τά 'βαλαν όλα μπροστά, νά πάνε νά τά ποτίσουν στό ποταμάκι στό μεσοχώρι. Ό ξένος έβλεπε τά σπίτια ένα γύρο, πού άρχιζαν νά ξυπνούν, καί τά τζάκια νά βγάζουν ένα γκριζογάλανο καπνό. Μερικοί άντρες ήταν σκυμένοι στό ποταμάκι κ' έριχναν νερό στό πρόσωπο τους. Μετά, σκουπίζονταν μ' ένα υφαντό μαντήλι, πού είχαν στό ζωνάρι τους κ' υστέρα τραβούσαν γιά τήν εκκλησιά, νά κάνουν τό σταυρό τους. Ό Μπαρμπαθόδωρος τού εξήγησε , πώς κάθε πρωί γίνεται τό ίδιο, εξόν τήν Κυριακή, πού πλένονται στά σπίτια τους οι χωριανοί, ντύνονται τά καλά τους κ' ύστερα πάν στην εκκλησιά.
-Πολύ ωραία συνήθεια, παρατήρησε ό ξένος, ν' αρχίζει κανείς τή μέρα του μέ τή χάρη τού Θεού.
Ό Μπαρμαθόδωρος δέν είπε τίποτε, μά χάιδεψε τό μεγάλο μουστάκι του ικανοποιημένος. Τού άρεσε ή κουβέντα τοϋ ξένου. Γύρισαν καί οδήγησαν μαζί τά ζωντανά στό στάβλο. Τους έριξαν άχυρο. Έσβησαν τό γκαζοκάντηλο, πού είχαν πρίν ανάψει στό μεσιανό δοκάρι , έκλεισαν τήν πόρτα καί βγήκαν πάλι προς τήν πλατεία. Πλύθηκαν καί τράβηξαν γιά τήν εκκλησιά.
Πέρασαν έτσι κάμποσες μέρες κι ό ξένος έμενε πάντα στό Μπαρμπαθόδωρο, κάνοντας μικροθελήματα, έτσι, γιά νά δικαιολογεί τό καθημερινό του.
Τά παιδιά τοϋ Μπαρμπαθόδωρου δέν έλεγαν τίποτε, μά σαν νά μην τους άρεσε καί πολύ αυτός ό ξένος στό σπίτι τους. Είχαν καί νέες γυναίκες, καί αυτοί έλειπαν ολημερίς στη δουλειά. Δέν ήθελαν τούτον τόν ξένο μες στά πόδια τους. Τί θά έλεγε κι ό κόσμος. Ό Γεροθόδωρος τό μυρίστηκε καί τους καθησύχασε, πώς δέν ήτανε από εκείνους ο ξένος. Καί πώς δέν είχανε τίποτε νά φοβηθούν. Δέν ήτανε δά καί σωστό νά τόν διώξουν μέ τέτοιο βροχερόν καιρό, στό έμπα τοϋ χειμώνα. Έκαναν υπομονή τά παιδιά, μά δέν ησύχαζαν πέρα γιά πέρα. Ύστερα, δέν τους άρεσε αυτό τό μυστήριο πού πλανιόταν γύρω άπ' τό πρόσωπο του ξένου: τί ήταν; ποιος ήταν; από που ερχόταν; Ό «Ιορδάνης από την Ανατολή» δέν τους έλεγε καί πολλά πράγματα. Αυτοί θέλανε λεπτομέρειες από τή ζωή του, όλα, μέ τό νί καί μέ τό σίγμα,γιά νά καθησυχάσουν τίς ανησυχίες τους. Ήρθαν μετά κ' οι ερωτήσεις των χωριανών, πού δέν καταλάβαιναν τί νόημα είχε ή παρατεταμένη φιλοξενία του Μπαρμπαθόδωρου ενός πεντάξενου, πού δέν ήξεραν τίποτε γι' αυτόν. Μπας κ' ήταν κατάσκοπος; Εγκληματίας; Κάποιος τέλοσπάντων, πού ήθελε νά κρυφτεί με τήν ανωνυμία του; Κι αν ερχόταν από τό Σταθμό κάποιος χωροφύλακας, νά ρωτήσει γιά δαϋτον, τί θά του άπαντούσανε; Βάλανε, λοιπόν, στά δυό στενά τόν πατέρα τους: ή νά τους έλεγε ποιος ήταν, ή νά τόν έδιωχναν. Δέ χωρούσε πιά, τίποτε άλλο. Οι καιροί ήταν δύσκολοι.
Είδε κι απόειδε ό γέρος καί πήρε, όχι δίχως κάποια συστολή, τή μεγάλη απόφαση νά τοϋ μιλήσει. Καί νά του πει τό καί τί. Πώς, γιά τά παιδιά του, ήταν θέμα οικογενειακής τιμής. Έπρεπε, ή νά μιλήσει περισσότερο γιά τόν εαυτό του, ή νά φύγει γι' άλλου. Ό ξένος σήκωσε τά χέρια του μέ απορία, μά δίχως κακία, καί είπε, πώς τό προτιμότερο θά ήταν νά φύγει. Δέν ήθελε νά βάλει σέ μπελάδες τό σπιτικό τους. Παρακάλεσε μονάχα νά περάσει ή Κυριακή καί Δευτέρα πρωί νά 'φευγε. Έτσι κι έγινε. Έμεινε καί τήν Κυριακή. Πήγαν στην εκκλησία κι ό ξένος -γιά πρώτη φορά του, σέ τούτο τό χωριό- πήγε στό δεξιό αναλόγιο κ' έψαλε. Μά,τί 'ταν εκείνο τό ψάλσιμο, Θέ μου! Νόμιζες πώς κατέβαιναν άγγελοι κ' έψελναν μαζί του, τόσο έμορφα ήταν. Μετά τό τέλος της λειτουργίας, όλοι τόν πλησίαζαν καί τόν καλωσόριζαν - λες καί τόν έβλεπαν γιά πρώτη φορά! Άλλοι τόν χαιρετούσαν σά νά 'τανε χωριανός τους κ' είχαν χρόνια νά τόν δουν. Στό τέλος οι Επίτροποι, σά μέτρησαν τίς δεκάρες καί τίς δραχμές στό παγκάρι, βγήκαν στό νάρθηκα καί τόν ευχαρίστησαν, πού στόλισε μέ τή γλυκιά φωνή του τήν εκκλησία τους. Ύστερα, όταν «κατέλυσε» καί ξεντύθηκε τά χρυσά του άμφια, βγήκε κι ό παπα-Μόδεστος καί τόν ασπάστηκε:
Εύγε, τέκνον μου! Ό Θεός νά σέ φυλάγει καί νά σ' ευλογεί! Χρόνια είχα νά κάνω λειτουργία μέ τέτοιο ψάλτη!
Πήρε νά τόν ρωτάει που έμαθε μουσική, που έψελνε νωρίτερα, καί άλλα πολλά. Μά, ό Ιορδάνης όλο απόφευγε νά απαντήσει. Ξέφευγε μέ γενικότητες: πώς είχε μάθει νά ψέλνει στην Πόλη καί πώς είχε πολλά χρόνια νά ψάλει. Τόν κάλεσε, τέλος, ό παπάς νά φάει μαζί του τό μεσημέρι. Ό ξένος, δέχτηκε συγκινημένος. Εκεί, ανάμεσα στ' άλλα, είπε στον παπά πώς, αύριο Δευτέρα, θά έφευγε. Έτσι του είχαν πει από τό σπίτι του Μπαρμπαθόδωρου. Ό παπάς δεν είπε τίποτε, μά έδειξε ταραγμένος. Δεν του άρεσε νά διώξουν έτσι έναν ξένο. Καί πού μπορούσε, μάλιστα, νά τους φανεί καί τόσο χρήσιμος γιά τήν εκκλησία τους, γιά τό χωριό τους.
Σάν απόφαγαν, είπε στην πρεσβυτέρα νά τους κάνει έναν καφέ καί νά τους αφήσει μόνους. Ήθελε νά μιλήσει μέ τόν κ. Ιορδάνη. Ό παπάς ήθελε, σώνει καί καλά, νά τόν κρατήσει στό χωριό. Θά του βρίσκανε μιά δουλειά νά κάνει. Καί τίς Κυριακές καί τίς γιορτάδες θά έψελνε καί θά στόλιζε τήν εκκλησιά τους. Τά είπε καί στον Πρόεδρο. Μάζεψε καί τους προεστούς. Ήτανε μεγάλο κελεπούρι ό ξένος γιά τό χωριό τους. Τί τους ένοιαζε στό κάτω-κάτω ποιος ήταν καί πούθε κρατούσ' ή σκούφια του; Μήπως θά τόν κάνανε παπά ή πρόεδρο τους. Ας του δίνανε τά βακούφικα χτήματα νά τά καλλιεργεί, καί νά δίνει στην εκκλησιά τά μισά. Κι άν δέν ήθελε, ας έπαιρνε τά γελάδια του χωριού νά τά βοσκά όλες τίς μέρες, εξόν τήν Κυριακή μονάχα, πού θά έψελνε.
Ό ξένος δέν ήξερε από χωράφια. Κ' ύστερα φοβότανε τό βακούφικο. Δέν ήθελε νά πιάνει χρήματα ή πράγματα της εκκλησίας στά χέρια του. Προτίμησε τά γελάδια, πού δέν ήθελαν καί μεγάλη τέχνη γιά νά τά βγάλεις στό βουνό, γιά βοσκή, νά τά πάς στό ποτάμι γιά νά πιούν νερό καί τό βράδυ όταν σουρουπώνει, νά τά βάζεις στό γελαδομάντρι ώς τό πρωί, πού όταν θά έφεγγε, θά ξανάρχιζε άπ' τήν αρχή πάλι ή μέρα, μέ τή βοσκή,τό πότισμα, τήν επιστροφή στό γελαδομάντρι. Ό παπάς καί τό Συμβούλιο βρήκανε κάποιον νά τόν «συναλλάζει» τίς Κυριακές, γιά νά μπορεί νά κατεβαίνει ό ξένος στό χωριό, νά ψέλνει. Καί όλα πήγαιναν πολύ καλά. Καί περνούσαν οι μέρες, οί βδομάδες, οι μήνες...
Ώσπου, μιά μέρα χάθηκε ό γελαδάρης, δίχως νά πει τίποτε, σέ κανέναν. Μονάχα, σ' ένα βοσκό φίλο του, είπε νά συνοδέψει τά γελάδια ώς τό μαντρί καί νά ειδοποιήσει τόν Πρόεδρο, πώς ό Ιορδάνης φεύγει. Δίχως κάν νά ζητήσει τό μισθό του. Παρακαλούσε νά τόν συγχωρήσουν, πού δέν θά έψελνε στό πανηγύρι, όπου θά λειτουργούσε κι ό δεσπότης. Έφυγε καί δέν ξαναφάνηκε ποτέ.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, δίχως νά μπορέσει κανείς νά λύσει τό μυστήριο του γελαδάρη. Μέ τόν καιρό ξεχάστηκε σχεδόν. Κανείς πιά δέ μιλούσε γι' αυτόν. Μονάχα ό παπάς, όταν λειτουργούσε καί άκουγε τίς άγριοφωνάρες του άμουσου ψάλτη, θυμότανε τόν Ιορδάνη μέ τήν αγγελική φωνή καί σιγομουρμούριζε: «άχ, Θέ μου, νά μου 'φερνες ξανά έναν ψάλτη σάν τόν Ιορδάνη εκείνον!».
Καί ό Θεός τόν άκουσε. Καί τόν έστειλε τόν Ιορδάνη. Μά σ' ένα γράμμα, πού καθώς τό διάβαζε τά γένια του βρεχόντανε από καφτά δάκρυα. Φώναξε καί τήν παπαδιά του καί της τό διάβασε, κ' έβαλε κ' εκείνη τά κλάματα. Καί χτύπησε τήν καμπάνα, μαζεύτηκε ό κόσμος, τους διάβασε τό γράμμα καί σταυροκοπήθηκαν κ' εκείνοι, κ' έπιασαν νά κλαίνε : «Μέγας είσαι, Κύριε!», ψιθύρισε ό παπάς. «Ποτέ δέ φανταζόμουνα τέτοια θαύματα καί τέτοια ταπείνωση σέ Δεσπότη - άς μέ συγχωρέσουν οί δεσποτάδες, προσκυνώ τήν άγιωσύνη τους!...»
Τά παιδιά του Μπαρμπαθόδωρου ήθελαν νά ζητήσουν συγγνώμη, μά δέν ξέρανε ούτε διεύθυνση, ούτε όνομα. Ό παπάς ήθελε νά πάει νά του φιλήσει τό χέρι, μά κι αυτός δέν μπορούσε, αφού δέν ήξερε τίποτε περισσότερο άπ' ό,τι έγραφε τό γράμμα. Πώς ήταν δηλαδή επίσκοπος καί πώς γιά κάποιαν αμαρτία του έλαβε κανόνα από τό γέροντα του, έναν αυστηρό Ιερομόναχο, νά γίνει δούλος ή βοσκός σέ άλογα ζώα, ώσπου νά ξαναγίνει άξιος νά γίνει ποιμένας λογικών προβάτων. Ώσπου δηλαδή νά λάβει τήν πληροφορία ενδοθεν, νά μείνει άγνωστος καί περιφρονημένος. Κι' όταν έρθει τό πλήρωμα τού χρόνου, θά γυρνούσε ξανά στή μητρόπολη του. Όπως κ' έγινε. Μά τους παρακαλούσε νά τόν συγχωρήσουν καί νά μήν επιχειρήσουν, μέ κανέναν τρόπο, νά μάθουν ποιος ήταν καί νά τόν βρουν. Κι αυτός τους έστελνε τήν ευχή του. Καί θά τους θυμότανε πάντα στίς αρχιερατικές προσευχές του. Καί νά χαιρετίσουν θερμά τό φίλο του τό βοσκό, πού φύλαγε τά γίδια κι άνταμώνανε τότε καμιά φορά στό βουνό, καί κείνος τόν φίλευε γιδίσιο ξυνόγαλο, πολύ νόστιμο.
-Τώρα καταλαβαίνω, έλεγε ό τσοπάνος, γιατί δέν έτρωγε ποτέ γάλα άπό τό δερμάτι μου, όταν τού τό άνοιγα Τετάρτη καί Παρασκευή. Τώρα εξηγώ γιατί έσταζε μέλι άπό τό στόμα του όταν μιλούσε, κ' ημέρευαν καί τ' άγρια κράκουρα μπροστά στό βλέμμα του. Κ' έκανε τό σταυρό του, προσπαθώντας νά κρύψει ένα δάκρυ του.

«Οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι». 43η Σύναξη Διαλόγου μὲ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΙΑ

 


[DPP_8852.jpg]

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Στο κέντρον της επάνω πόλεως
με τό καμπαναριό της, που ειν' ένα στολίδι
του λιμένος και της προκυμαίας,
στέκει ο ναός της Παναγίας.

5 'Ωραίος ό ναός, τό τέμπλο ωραίο,
ώραία τα λαμπρά τα εικονίσματα,
ωραίες κ' οι νορίτισσες που εκκλησιάζονται,
όλα ωραία.

Στολισμένο το τέμπλο με χρυσές ποδιές,
10 στολισμένος ο χορός και τα στασίδια
με μυρτιές και δάφνες,
στολισμένες κ' οι κόρες που πηγαίνουν
νε εκκλησιασθούν στην Παναγία.

Αριστερά στο τέμπλο στέκεται
η εικόνα σου η μεγάλη [θεωpός]
15 όλη ασημένια όλη, Παναγία μου,
με τ' άσημοκάντηλά της.

Απάνω στην εικόν' αφιερώματα
κρέμονται, καραβάκια, γολετίτσες,
καΐκια, βάρκες, μπάρκα τριοκάταρτα,
20 όλ' αφιερώματα των πλοιάρχων.

Κ' οι καπεταναίοι οι παλαιοί
καθένας έχει στο ναό βαλμένο
από ένα λίθο' και καθένας έχει
ένα στασίδι γύρω γύρω στο δεσποτικό
και γύρω γύρω στο παγκάρι, όλοι τους.

Τάζουν στην Παναγία και τούς δίνει
καλά ταξίδια, γαληνιάζ' η θάλασσα
όταν στο πέλαγο την επικαλεσθούν
την Παναγία την Σαλονικιά.

"Αμποτε να 'σαι βοηθός, Παρθένα μου,
κ' εις τους χειμαζομένους εις του βίου
τα βάσανα και τας ανάγκας, άμποτε
να είσαι βοηθός και σωτηρία.

Ο Γέροντας Διονύσιος της Σκιάθου,



Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης (†)

Πέρασαν περισσότερα από εκατό έτη από την κοίμηση του μακαρίου ιερομονάχου Διονυσίου († 1887), του φημισμένου Γέροντα της Σκιάθου, για τον οποίο ο Αλ. Παπαδιαμάντης είπε: «Εάν εγεννάτο προ του Δ’ αιώνος, θα ήτο μάρτυς, εάν μετά τον Δ’, όσιος».

Ο λόγιος και ενάρετος κληρικός Διονύσιος Επιφανιάδης, διδάσκαλος του Γένους και καθοδηγητής των διηγηματογράφων Αλ. Παπαδιαμάντη και Αλ. Μωραϊτίδη, γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1802, ημέρα Κυριακή του Πάσχα. Στη βάπτισή του έλαβε το όνομα Δημήτριος. Ήταν γιος του Επιφάνιου Δημητριάδη και της Ουρανίας Θωμά Κουμπή. Ο πατέρας του Επιφάνιος (1760 – 1827) – που ήταν τότε βοεβόδας του νησιού – ήταν γιος του προεστώτος Δημητράκη Οικονόμου, που εκοιμήθη στη μονή του Ευαγγελισμού της Σκιάθου, με το μοναχικό όνομα Δαβίδ. Ηγούμενος της μονής ήταν ο πρώτος γιός του Αλύπιος, που είχε έλθει από τα Κατουνάκια του Αγίου Όρους, όπου επί πολλά έτη μόναζε.

Από νωρίς ο Επιφάνιος αγάπησε τα γράμματα. Την αγάπη αυτή του την είχε εμπνεύσει ο καλός πατέρας του, που το 1809 του δώρησε την ιδιόκτητη μονή του Τιμίου Προδρόμου του Κρυφού, για την ίδρυση σχολείου στο νησί. Ο Επιφάνιος υπήρξε μαθητής του Στέφανου Δαπόντε, πατέρα του διάσημου Ξηροποταμηνού μοναχού Καισάριου, και του ιεροδιακόνου Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη, οπαδού του Κολλυβαδικού κινήματος, όταν ήταν στη Ρουμανία και είχε φύγει από καθηγητής που ήταν στην Αθωνιάδα Σχολή. Περί το 1795 συνδέθηκε με θερμή φιλία με τον εθνομάρτυρα Ρήγα Φεραίο, που είχε διατελέσει μαθητής της Αθωνιάδος Σχολής.

Ο Επιφάνιος μ’ ενθουσιασμό άσκησε το διδασκαλικό έργο τροφοδοτώντας την πίστη, την ελληνομάθεια και τη φιλοπατρία των υποδούλων Ελληνοπαίδων. Διακρίθηκε ως αγωνιστής στους απελευθερωτικούς αγώνες της πατρίδος και ως συγγραφέας ιστορικών, φιλοσοφικών, ποιητικών και υμνογραφικών έργων. Έργα του εξέδωσαν και οι Α. Μωραϊτίδης και Α. Παπαδιαμάντης. Ο Επιφάνιος Δημητριάδης θεωρείται ένας από τους εξαίρετους διδασκάλους του Γένους.

Ο Γέροντας Διονύσιος διατήρησε το προσωνύμιο του πατέρα του «Λογιώτατος», τον οποίο προσπάθησε να ξεπεράσει στην αγάπη των Ελληνικών γραμμάτων, καθώς και τους ρασοφόρους Δαβίδ και Αλύπιο, τον παππού και τον θείο του, από τους οποίους παρέλαβε και αύξησε τον ζήλο για τη μοναχική ζωή και τη θυσιαστική λατρεία για τη μητέρα Εκκλησία, στην οποία αφιέρωσε τα τάλαντα και τις δυνάμεις του. Μορφώθηκε στα σχολεία της Κωνσταντινουπόλεως και της Πάρου, έχοντας για δασκάλους λόγιους κληρικούς και λαϊκούς. Στην Πάρο διετέλεσε μαθητής του ιεροδιδασκάλου Ηλία και του περιώνυμου ασκητή Κυριλλάκη του Κολυβά, ο οποίος τον έκειρε μικρόσχημο μοναχό και του έδωσε τ’ όνομα Δανιήλ.

Επιστρέφοντας στη Σκιάθο ο θείος του ηγούμενος Αλύπιος τον κατασταίνει δάσκαλο του νησιού. Η πρώτη αίθουσα διδασκαλίας του υπήρξε στο χώρο της σεβάσμιας μονής του Ευαγγελισμού. Αρκετοί αξιόλογοι μαθητές απήλαυσαν τη διδασκαλία του, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας τού Α. Μωραϊτίδη, που ήταν ο πρώτος εξάδελφός του. Η αδελφή του Γέροντα Διονυσίου, η Αρετίτσα, ήταν μάμμη των Αλ. Μωραϊτίδη και Αλ. Παπαδιαμάντη.

Στην Πάρο όπου ξαναπηγαίνει συσταίνει σχολείο, στο μετόχι του Αγίου Αθανασίου της μονής Λογγοβάρδας, με την ευλογία του εναρέτου ηγουμένου Φιλοθέου, που προερχόταν από το Άγιον Όρος. Με ιερό ενθουσιασμό δίδασκε τους οικοτρόφους μαθητές του, τους οποίους ασκούσε και στην προσευχή, νηστεία και αγρυπνία. Διηγούμενος τον αγώνα του στο να διαπαιδαγωγήσει και μορφώσει τους μαθητές του, στον ανεψιό του Αλ. Μωραϊτίδη, λίγες μέρες προ της κοιμήσεώς του, έλεγε: «Ακόμα τα γόνατά μου έχουν ρόζους, από τας γονυκλισίας οπού έκαμνα ενώπιον των μαθητών μου προς οδηγίαν των». Ω να είχαμε σήμερα παρόμοιους δασκάλους!…

Από την Πάρο ο Γέροντας Διονύσιος έρχεται το 1833 στο Άγιον Όρος, το οποίο θα γίνει σημαντικός σταθμός της ζωής του. Κοινοβιάζει στην αυστηρή μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Σύντομα κείρεται μεγαλόσχημος και παρά τις εκ της ταπεινώσεώς του αντιρρήσεις του χειροτονείται ιερεύς. Διακονεί με προθυμία τη μονή του και η φήμη του δεν αργεί να ξαπλωθεί και πέραν της ιερής αθωνικής χερσονήσου.

Το 1836 καλείται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και διατελεί σύμβουλος δύο πατριαρχών, του Γρηγορίου ΣΤ’ και του Ανθίμου Δ’. Οι αντιεκκλησιαστικές πράξεις των Βαυαρών τον αναγκάζουν να επιστρέψει στην πατρίδα του, τη Σκιάθο. Η λύπη των πολλών πνευματικών του τέκνων στην Πόλη για την αναχώρησή του ήταν μεγάλη. Η παιδεία του και η αρετή του τον είχαν κάνει πολύ σεβαστό και αγαπητό σε όλους. Κάθε Σάββατο έκαμε αγρυπνία και κήρυττε τον θείο λόγο στις πολλές εκκλησίες της Βασιλεύουσας.


Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 20 (1995), σελ. 37 (απόσπασμα).

Ἐρώτησις: Τί εἶναι ἡ συμπάθεια πρὸς τὸν πλησίον, καὶ πῶς γεννᾶται εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου τὸ χριστιανικὸν αὐτὸ αἴσθημα;

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ὁ Γέρων ἀπήντησε:
Συμπάθεια εἶναι τὸ νὰ εὐσπλαγχνισθῇς αὐτόν, ποὺ εὑρέθη εἰς μίαν δυσκολίαν καὶ ἔχει ἀνάγκη τῆς βοηθείας σου.
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θέλει νὰ κάμῃ τὸ ἰδικόν του θέλημα, νὰ μὴ τὸν συμπαθήσῃς.
Ἡ συμπάθεια γεννᾶται εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὅταν ὁ ἴδιος ἐνθυμεῖται διαρκῶς πόσον καὶ ὁ Θεὸς τὸν λυπεῖται καὶ τὸν εὐσπλαγχνίζεται. Ἡ σκέψις αὐτὴ θὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ πλησίον.
~ Ἁγίου Βαρσανουφίου
Ευεργετινός
Τόμος Γ σελ. 629

Μια περήφανα Σοφή Λύπη....




Στις Ανευχάριστες και ανάλγητες πραγματικότητες
λέμε Ναί. Ειναι η παλαίστρα
που δοκιμάζει τα όρια τις αντοχές
τις επιθυμίες τα συναισθήματα
τις σχέσεις τις σκέψεις
το είναι μας.


Ας ανοίξουμε το παράθυρο σε μια απο αυτές...
με οδηγό το καθάριο πρόσωπο της πατρίδας μου
εκείνο που ειναι μεσα μου και δεν το
αμαυρώνει καμιά νέα τάξη πραγμάτων
στήνω χορό με μητριές στιγμές..
οδηγούμενη στο πιο τρυφερό καταφύγιο
αυτό των λέξεων μιας ποίησης φευγάτα
βιωματικής
που βοηθά να απαλυνθεί η πίκρα
της ενσυναίσθησης

Παντός καιρού στιγμών και περιστάσεων
πρόσφυγες εντός θα μας κάνει
η καθημερινή υπερπροσπάθεια μας
να παραμείνουμε ανθρώπινοι
Μια περήφανα σοφή Λύπη..
αυτο είναι στους αιώνες
το τίμημα ....
σκληρό όταν το καταβάλλουμε
πικρό όταν το αγκαλιάζουμε
τρυφερό όταν το αποδεχόμαστε
πλήρως.



Ανοιξτε τα κορμιά με τα νύχια.
Ανοιξτε το φλασκί με το γλυκό κρασί
Ανοιξτε τα βλέφαρα πόρτες
Ανοιξτε τ`ανοιχτα παράθυρα
Ανοιξτε τα λειψά και μισοφωτισμένα δωμάτια
Ανοιξτε τις σιωπές
Ανοιξτε τα ουράνια τοπία
Ανοιξτε τα καλαίσθητα λευκώματα
Ανοιξτε τις κάμαρες των αναμνήσεων
Ανοιξτε τις παράφωνες νότες
Ανοιξτε τα πρόσχαρα κελλάρια
Ανοιξτε τα τριαντάφυλλα των γιορτινών αποφοιτήσεων
Ανοιξτε τις πέτρινες μοναξιές
Ανοιξτε το λιβάνι και τη σμύρνα
Ανοιξτε τα τσακισμένα μυστικά
Ανοιξτε τις μορφές του φθινοπωρινού ύπνου
Ανοιξτε τα παιδικά μας πρωτολόγια
Ανοιξτε τις αγκαλιές που δεν ήταν αγκαλιές
Ανοιξτε τα ρεφρέν απ`τα παλιά τραγούδια
Ανοιξτε το χρώμα και το αλάτι της σκουριάς
Ανοιξτε τους αξεδιάλυτους πόθους
Ανοιξτε τις κάσες των άδικων νεκρών
Ανοιξτε την χωματένια απληστία
Ανοιξτε τα πλεχτά καλάθια με το τυρί
Ανοιξτε τις στεγνές,στυμμένες βρύσες
Ανοιξτε το ράμφος της ηδονής
Ανοιξτε τα ποιήματα που γράφτηκαν για να την θυμίζουν


Ανοιξτε τα ποιήματα που γραφτηκαν για να λησμονηθούνε
Ανοιξτε τα σφαλισμένα χείλη
Ανοιξτε το εύμορφο στόμα
Ανοιξτε το ανευχάριστο όνειρο
Ανοιξτε την στενάχωρη θάλασσα
Ανοιξτε τις ευδαιμονικές μουσικές
Ανοιξτε το παραμύθι με τους νεκρούς μας φίλους
Ανοιξτε τα μαξιλάρια με τα πούπουλα
Ανοιξτε τους ανασασμούς των κρίνων
Ανοιξτε τα γραμματα της φυλακής
Ανοιξτε τα πορτοφόλια των διαβόλων
Ανοιξτε τις ζωές των νοικοκύρηδων
Ανοιξτε τις βαρειές ψυχές της Κυριακής
Ανοιξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών

και κλείστε την Τηλεόραση.


ή τώρα πια την οθόνη του pc.!!



aeriko

"Καλως όρισες Αφέντη. Ο τόπος που ήρθες είναι καλός. Αλλά πατάς στα σκατά !


2222222222222222222.jpg


Με αυτά τα λόγια υποδέχτηκε ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Μετά από λίγο, ο μεν πρώτος φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, ο δε δεύτερος …δολοφονήθηκε διά τελείως ασήμαντον αφορμήν!

Με αυτά τα λόγια υποδέχομαι και εγώ τον … νέο Όθωνα. Δεν συγκρίνω τον Όθωνα με τον Καποδίστρια (έναν μεγάλο Έλληνα που θυσίασε τα πάντα και περιφρόνησε δόξες και μεγαλεία για να τον «καθαρίσουν» οι Έλληνες).


Αντιμετωπίζω όμως τον αξιότιμο κύριο Ράιχενμπαχ, που ως σύγχρονος «πρίγκηψ», επελέγη από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις για συγκροτήσει Κράτος (δεν μιλώ για ανασυγκρότηση γιατί αυτό που ζήσαμε τα τελευταία 40 χρόνια ήταν σκέτο… παρακράτος).

Στηρίζω πολλές ελπίδες ("τρέφω" για να το πω καλύτερα) στο ευρωπαϊκό σχέδιο ανα-συστάσεως ελληνικού Κράτους (για ανασύσταση μπορώ να μιλάω γιατί τιμώ τους πατριωτικούς αγώνες των Ελλήνων που οδήγησαν σε αυτήν, παρά τις θεωρίες ότι και αυτοί ακόμα ήταν απλά «ταξικοί»).


Δεν έχω και άλλες ελπίδες πια. Έλληνες πρόδωσαν αξίες, πλαστογράφησαν την Ιστορία, βίασαν τη Θρησκεία, προσκύνησαν τα χρήματα, ξεζούμισαν όποιον έβρισκαν πιο αδύναμο από τους ίδιους… Έλληνες οικοπεδοφάγοι κατέκαψαν τα δάση της χώρας τους, τεμπέλιασαν και κατέκλεψαν όπως δεν θα τολμούσε ούτε στην Ουγκάντα κανείς να κάνει.


Νόμος στην Ελλάδα «όπως οι άλλοι, έτσι και εμείς».

Δεν βρίζω τους Έλληνες. Τιμώ εκείνους τους έντιμους, τους αξιοπρεπείς, τους εργατικούς και εγκάρδιους Έλληνες που άλλοι τους σπιλώνουν δεκαετίες και αιώνες τώρα. Αυτούς που περιμένουν την Αναγέννηση του έθνους…


Ο κ.Ράιχενμπαχ, δεν ξέρω αν είναι καλός και ικανός άνθρωπος, δεν γνωρίζω δια να ομιλώ. Έχει μια δουλειά να κάνει και θα κριθεί για αυτήν: να φτιάξει κράτος όπου οι πολίτες να προκόβουν. Θεσμούς που θα λειτουργούν. Κανόνες που θα ισχύουν.


Όποιος δεν τα αντέχει αυτά, δεν δικαιούται «να το παίζει» αγανακτισμένος. Μόνο στην Ελλάδα δεχόμαστε και ανεχόμαστε τόση κατάντια. Αν ο κ.Ράιχενμπαχ τα αλλάξει αυτά, δέχομαι να πληρώσω το κόστος (μια ζωή «ξηλωνόμουν» και φτώχαινα για να διοικούμαι από άχρηστους που υπηρετούσαν χυδαία τα μικρά και μεγάλα συμφέροντα).


Αν αποτύχει, τότε και πάλι θα έχω όφελος: θα πρέπει να εμπιστευτούμε εξ ανάγκης όλοι τους Έλληνες και τον εαυτό μας.


Ίσως καταλάβουμε ότι όλοι εμείς που ζούμε μαζί εδώ στον ίδιο τόπο, εκτός από το να μοιραζόμαστε το όνομα «Έλληνες», έχουμε ανάγκη να πάμε όλοι μαζί καλύτερα. «Ο θάνατός σου» δεν θα είναι τότε «η ζωή μου» αλλά και δικός μου θάνατος. Το να τρώμε τις σάρκες μας και να βγάζουμε το μάτι του διπλανού για να μη προλάβει να μας φάει μια θέση στον ήλιο ή… στο λεωφορείο, καταδίκασε εμάς και τα παιδιά μας.

Και αν αποτύχει, δεν θα φταίει ίσως καν αυτός. Ίσως φταίει περισσότερο πως «πατάει στα σκατά».


Αν «αυτά» αλλάξουν, τότε όλοι θα μπορούμε να «πατάμε» καλύτερα...

ΔΙΩΚΕΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΥΔΟΚΙΜΟ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΟΛΙΤΙΣΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ!

 Έκλεισε ήδη 70 χρόνια μοναστικής ζωής ο Γέροντας Ευδόκιμος, έχοντας πια, σε ηλικία 92 ετών, συνδέσει άρρηκτα το όνομά του με την εκπληκτική Μονή Παναχράντου - Αγ. Παντελεήμονος στην Άνδρο. Εξεπλάγην, για να είμαι ειλικρινής, όταν έδειξε πως με θυμάται από την τελευταία (προ οκτώ ετών) επίσκεψή μου στο μοναστήρι!

Νικόλαος Σαββούδης


undefined

Γεννήθηκε το 1899 στο Γυαλί Τσιφλίκι της Μ. Ασίας. Μετά τον ξεριζωμό των Ελλήνων από την Μικρασία, ήρθε ως πρόσφυγας στο χωριό Βατοπέδι Χαλκιδικής. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε και από τον γάμο του απέκτησε μία κόρη και εγγόνια. Η σύζυγός του είχε δύσκολο χαρακτήρα καθώς και ο γαμπρός του. Τους αντιμετώπιζε όμως με ηρεμία.

Ήταν γενικά ήρεμος άνθρωπος. Ζούσε σαν ασκητής, νήστευε πολύ, μελετούσε βιβλία εκκλησιαστικά και ασκητικά, που έφερε από την «πατρίδα», και συμβούλευε τα εγγόνια του δίνοντάς τους εφόδια για την ζωή.

Όλη την εβδομάδα βοσκούσε τα πρόβατα. Το Σάββατο το απόγευμα επέστρεφε στο σπίτι και ετοιμαζόταν για την θ. Λειτουργία της Κυριακής.

Στην Εκκλησία διακονούσε ανάβοντας τα καντήλια και βοηθώντας τον ιερέα.

Έκανε αγαθοεργίες. Στην περίοδο της Κατοχής έκρυψε έναν Άγγλο για να του σώσει την ζωή, τον περιποιήθηκε όταν αρρώστησε, και τον φιλοξένησε όσο διάστημα χρειάστηκε.

Όταν πέθανε ένας συγχωριανός του, που η οικογένειά του ήταν φτωχή και δεν είχε χρήματα για την κηδεία, ο Νικόλαος πήγε κρυφά στο σπίτι τους και άφησε χρήματα. Οι άνθρωποι του σπιτιού ποτέ δεν έμαθαν ποιός «καλός άγγελος» τους έστειλε την βοήθεια.

Φιλοξενούσε συχνά στο σπίτι του ανθρώπους περαστικούς που νυχτώνονταν στο χωριό.

Τον Νικόλαο Σαββούδη είχε γνωρίσει και ο γέροντας Γρηγόριος, Πνευματικός της Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως, ο οποίος αναφέρει:

«Βρισκόμουν στο χωριό Βατοπέδι Χαλκιδικής. Μόλις είχα φθάσει και στην σκιά κάποιου πεύκου συζητούσα με 5-6 χωρικούς. Σε λίγο έφθασε εκεί και κάποιος μεσόκοπος, πενηντάρης περίπου, χαιρέτησε και στάθηκε σιωπηλός παραπέρα. Ένας εκ των χωρικών μου είπε: Αυτός πάει τα μεσάνυχτα στην Εκκλησία και ανάβει τα κανδήλια για να βλέπουν οι Αγιοι».

»Έτσι γνώρισα τον μπαρμπα-Νικόλα Σαββούδη. Επειδή πήγαινα συχνά στο χωριό Βατοπέδι Χαλκιδικής, πάντοτε τον έβλεπα σιωπηλό, ήρεμο και γαλήνιο. Πάντα πρώτος στην Εκκλησία. Στεκόταν δίπλα στο ψαλτήρι και ψιθύριζε παρακολουθώντας τον ιεροψάλτη. Μόνον εκεί άκουγες την φωνή του σε πολύ χαμηλό τόνο. Μόλις καταλάβαινες ότι έψελνε. Έλεγε και το "Πάτερ ημών", πάντοτε ήταν δικό του.

«Μυστήριο ο μπαρμπα-Νικόλας. Κάποια μέρα πήγα στο σπίτι του, -έναν ημιυπόγειο, απλό, απέριττο, για πάτωμα είχε τσιμέντο, ασκητικότατο-, για να τον γνωρίσω καλύτερα. Στον πάνω όροφο έμενε ο γαμπρός του που, όπως αργότερα έμαθα, τον κακομεταχειριζόταν. Ήταν πολύ νευρικός αλλά ο μπαρμπα-Νικόλας κουβέντα δεν έλεγε γι' αυτόν. Νόμιζες πως δεν είχε μιλιά. Όμως ο μπαρμπα-Νικόλας όχι μόνον ήξερε να μιλά μα και διάβαζε Πατέρες.

»Εκεί είδα εκτός από τον άγιο Δαμασκηνό και άλλους Πατέρες, φιλοκαλικούς και μη. Όλα αυτά τα βιβλία τα μελετούσε ο μπαρμπα-Νικόλας και φαίνεται πως προσπαθούσε να βάλει σε εφαρμογή την πατερική διδασκαλία γι' αυτό εκτός από την σιωπή ήταν στολισμένος και με άλλες αρετές. Ποτέ δεν ασχολείτο με τους άλλους. Αν και τον περιέπαιζαν οι συγχωριανοί του, αυτός τους αντιμετώπιζε με την σιωπή του και μ' έναν ελαφρό μειδίαμα.

»Από όσα είδα πρέπει να έκανε άσκηση μεγάλη και να αγαπούσε την προσευχή. Κανείς όμως δεν γνώριζε τι προσευχές έκανε μόνος μόνω Θεώ. Πολλά μυστικά πήρε μαζί του, γιατί ήταν πολύ σιωπηλός. Από τους χωρικούς έμαθα ότι ζούσε με τα χρήματα που του έστελνε κάποιος Αγγλος πρώην αξιωματικός, από ευγνωμοσύνη γιατί στην Γερμανική Κατοχή ο μπαρμπα-Νικόλας με κίνδυνο ζωής τον έκρυψε στο σπίτι του και τον γλύτωσε από τους Γερμανούς.

»Στις 24 Νοεμβρίου 1969 με ειδοποίησαν ότι ο αγαθός και ήσυχος Νικόλαος έκλεισε τα μάτια του. Τα άφησα όλα και πήγα στο Βατοπέδι. Τον διαβάσαμε και «τον φυτέψαμε» (θάψαμε), όπως λένε οι χωρικοί, για να ανθίση στην αιωνιότητα. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο μέσα στο φέρετρο, νόμιζες πως κοιμόταν.

«Πέρασαν τρία χρόνια από την κοίμησή του και τρεις ευλαβείς γυναίκες, πολύ γνωστές μου, πήγαν να τον ξεθάψουν, να κάνουν ανακομιδή. Όταν βρήκαν το λείψανό του τάχασαν. Ήταν ακέραιο, ολοκίτρινο και ανέδιδε απαλή ευωδία! Η κ. Βαρβάρα, μία από τις τρεις, το σήκωσε λίγο με τα χέρια της και είδε ότι ήταν πολύ ελαφρό. "Σαν να ήταν μόνο κόκαλα με το δέρμα", όπως έλεγε.

«Έκπληκτες μπροστά στο πρωτοφανές και απροσδόκητο γεγονός, μη γνωρίζοντας τι να κάνουν, θεώρησαν καλό να θάψουν πάλι το τίμιο λείψανο του μακαρίου Νικολάου Σαββούδη».


Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.



Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο»

Αχ Τα Μάτια Σου

 Σαν ένα ξύλο που ο άνεμος το ρήμαξε, σαν ένα φτερό που δεν είχε δύναμη να αντισταθεί στης βαρύτητας τη δόξα κι έπεσε απ' του αηδονιού την αγκαλιά αισθάνεσαι σαν κάνεις κάτι που είναι τάχα τόσο έξω από σένα, κάτι που ξεπερνά τις ίδιες σου τις αντοχές.

Μα εσύ σαν ένα γέρικο πουλί που πετά καμαρωτό ανενόχλητο από τις συνεχόμενες σφαλιάρες της Μοίρας θα προχωράς, δε θα λυγίσεις, μήτε το κεφάλι θα αφήσεις να πέσει για λίγο , θα το κρατάς έστω βαστώντας το και με τα χέρια δυνατά για να μην υποκύψει...Μην σκρεφτείς ούτε λεπτό τα βάσανα, τον πόνο το βαρύ τον ακατάπαυστο, τη μοναξιά που πέρασες σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι μονάχα το μέλλον να κοιτάς και να το φαντάζεσαι λαμπρό χρωματιστό χαρούμενο, όπως ακριβώς αξίζει να είναι μετά την τρικυμία.

Ένα ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα να προσμένεις κι ας έρθει κι αργά....Κι αν τάχα όλα αυτά κατορθώσεις στο μυαλό σου να εμφυσήσεις μη νομίσεις πως τα πάντα μονομιάς θα εξαφανιστούν, δάκρυα θλίψη κραυγές γιατί πάντα υπάρχει ένα όργανο που όλα τα θυμάται - το μυαλό- κι ένα ακόμα που μυστικά τα φανερώνει κάτω από βουβή θλίψη - τα μάτια- ...κι ακόμα κι αν κάποτε όλες αυτές οι πίκρες φαίνονται παρελθόν τα μάτια θα' ναι πάντα εκεί να στις θυμίζουν...

Μια ψυχή θα καθρεπτίζουν ταλαιπωρημένη μα τόσο γεμάτη και καθαρή. Αυτά τα μάτια όλα τα δείχνουν στην στιγμή και κάθε φορά που στον πόνο η συζήτηση θα τραβά εκείνα λυγισμένα από εκείνον θα σε κοιτούν.Δυο οφθαλμοί κομμένοι μα και τόσο λαμπροί και δοξασμένοι παράλληλα... δυο μάτια όπως και να βρίσκεσαι εσύ πάντα μια ψυχή θα υπηρετούνε...

Η Αγία Μάρτυς Λουντμίλλα (ή Λουτμίλλα) η Βασίλισσα της Τσεχίας

Όταν ο άγιος Μεθόδιος με τον αδελφό του άγιο Κύριλλο ξεκίνησαν από το Βυζάντιο νά μεταφέρουν το χριστιανισμό στους Σλάβους, ανάμεσα στους πρώτους πού δέκτηκαν το μήνυμα του Ευαγγελίου ήταν η πριγκίπισσα Λουντμίλλα (=Αγάπη) και ο σύζυγός της πρίγκιπας των Τσέχων Μποριβόης. Κατηχήθηκαν και δέκτηκαν την ορθόδοξη πίστη από τον ίδιο τον άγιο Μεθόδιο, το φωτιστή των Σλάβων.
Το πριγκιπικό ζεύγος εκοσμείτο με πολλές αρετές, αλλά ιδιαίτερα από μια θερμή πίστη κι ένα ένθεο ζήλο για μετάδοση της Ορθοδοξίας στους υπηκόους των. Με τη φροντίδα τους κτίστηκαν πολλοί ναοί σε ολόκληρη τη Τσεχία, και φρόντισαν νά τους στελεχώσουν με ευλαβείς κληρικούς.
Ο πρίγκιπας Μποριβόης απέθανε στα τριανταέξι του χρόνια, κι έτσι η Λουντμίλλα απέμεινε χήρα με τρία αγόρια και μια κόρη.
Η νεαρή χήρα υποτάχθηκε στό θέλημα του Θεού, εγκατέλειψε κάθε κοσμική δραστηριότητα, μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο Θεό.
Ο γυιός της Βρατισλάβ ανέβηκε στο θρόνο της Τσεχίας ¬και κυβέρνησε τη χώρα από τη θέση αυτή για 33 ολόκληρα χρόνια. Τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο γυιός του Βενσεσλάς. Αυτόν τον είχε αναθρέφει η γιαγιά του Λουντμίλλα με ιδιαίτερη προσοχή, «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Καλλιέργησε στην ψυχή του η αγία γιαγιά του κάθε χριστιανική αρετή και τον προετοίμασε νά γίνει ο προστάτης της Ορθοδοξίας στη χώρα, συνεχιστής του έργου του παππού του πρίγκιπα Μποριβόη. Πράγματι ο Βενσεσλάς δικαίωσε τις προσδοκίες της γιαγιάς του, αναδείκτηκε πραγματικά ιεραπόστολος, γι΄ αυτό και η Εκκλησία τον κατέταξε στο αγιολόγιό της και τιμά την μνήμη του στις 28 Σεπτεμβρίου.
Όσο καλός και πράος ήταν ο Βενσεσλάς, τόσο σκληρή και κακιά ήταν η βασίλισσα σύζυγός του. Αυτή ζήλευε για την αγιότητά της και μισούσε θανάσιμα τη γιαγιά πλέον Λουντμίλλα. Αυτή, θέλοντας νά δώσει τόπο στην οργή και για νά μήν προκαλεί με την παρουσία της την νύμφη της, απομακρύνθηκε από το παλάτι και κατέφυγε στην πόλη Τσετίν. Όμως, η νύμφη της και βασίλισσα μή αντέχοντας νά ακούει νά μιλούν για την αγιότητα της Λουντμίλλας, έστειλε ανθρώπους της και αφού της πέρασαν σχοινί στο λαιμό, την στραγγάλισαν. Έτσι η αγία Λουντμίλλα έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου στις 16 Σεπτεμβρίου του έτους 917.
Τα λείψανα της βρίσκονται στο ναό του αγίου Γεωργίου στην Πράγα, αποτελούν πηγή απείρων θαυμάτων και δέχονται την ευλάβεια και την τιμή πλήθους πιστών.


Μηνιαία Έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου «Παρά την Λίμνην», περίοδος β΄, έτος κ΄, αρ. 9,

Κάτω τα χέρια από τα στελέχη των Ενόπλων μας Δυνάμεων

 σχολιο:Ελλαδα το  Ελληνόφωνο τουρκόφωνο  πολιτικό  προσωπικό ενοχλείτε οταν αθυροστομής ενάντια στην Τουρκία αλλα δεν ενοχλείτε οταν βρίζεις την Ελλαδα και την ΠΑΝΑΓΙΑ .

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

Ποια είναι η καλύτερη προσευχή;

Μπορεί να είναι εικαστικό


Ποια είναι η μεγαλύτερη ατυχία; – Μια ακάθαρτη καρδιά γεμάτη κακές σκέψεις.
Ποια είναι η μεγαλύτερη ευτυχία; – Μια καθαρή καρδιά, χωρίς κακές σκέψεις.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο θαύμα; – Όταν ένας αμαρτωλός γίνεται άγιος.
Ποιο είναι το καλύτερο εύρημα; – Όταν κάποιος βρίσκει έναν τρόπο σωτηρίας στις εντολές του Ευαγγελίου.
Ποια είναι η καλύτερη προσευχή; – Προσευχή χωρίς εγωισμό.
Ποια πράξη είναι η πιο ηρωική; – Παραίτηση της λαγνείας.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόθεση; – Γίνετε μάρτυρας, για χάρη των εντολών του Ευαγγελίου.
Ποια είναι η πιο σημαντική δράση; – Να απαλλαγούμε από την άγνοια.
Ποια είναι η καλύτερη ανακάλυψη; – Εύρεση πραγματικής αθανασίας.
Τι είναι πιο δύσκολο να νικήσουμε; – Την υπερηφάνεια που κλείνει το δρόμο προς τη Σωτηρία.
Ποιο είναι το πιο τρομερό δηλητήριο; – Φιλοδοξία που σκοτώνει την ψυχή.
Ποιο είναι το καλύτερο όραμα; – Όραμα , χωρίς κακές σκέψεις.
Ποιο είναι το σκοτεινότερο σκοτάδι; – Το σκοτάδι της αμαρτίας και της βίας.
Ποιο είναι το καλύτερο φάρμακο; – Παραίτηση από τη θέλησή μας.
Τι είδους φωτιά είναι η ισχυρότερη; – Ο θυμός, που σε μια στιγμή καίει την ψυχή.
Ποιο είναι το πιο σκληρό συναίσθημα; – Μίσος των άλλων.
Τι αίσθημα είναι το υψηλότερο; – Αγάπη των εχθρών.
Ποιο λάθος είναι το πιο παραπλανητικό; – Να σκεφτόμαστε ότι η γήινη ζωή είναι καλύτερη από τη Σωτηρία.
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος; – Ο δρόμος της μετάνοιας.

 (Μοναχός Συμεών του Άθω)

Λειτουργία του Ariel Ramirez Misa Criolla (1964).

Πρόκειται για την ελληνική εκδοχή του έργου, η οποία ηχογραφήθηκε στον Φράγκικο Ναό του Αγ.Διονυσίου στην Αθήνα το 1989. Εδώ ακούγεται απόσπασμα (από τη Δοξολογία και το Πιστεύω) από την Λειτουργία του Ariel Ramirez Misa Criolla (1964). Τραγουδάει ο Γιώργος Νταλάρας και στα φωνητικά η Martha Μoreleon.

Το έργο διηύθυνε ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Ἐμεῖς φρονοῦμε ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἔγκειται στὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνῃς, στὸ νὰ ἀγαπᾷς τὸν Κύριο καὶ τὸν πλησίον μ' ὅλη τὴν καρδιά σου καὶ ὅλη τήν δύναμή σου.

 




Ἅγιος Σιλουανός

Από καρβουνιάρης… επίσκοπος!


Μη βιαστείτε, παρακαλώ, να κατακρίνετε αυτό το στιγμιότυπό μας για παράβαση ευπρεπείας. Μην πείτε ότι ο συντάκτης του ξέθαψε κάποια άτυχη περιθωριακή περίπτωση και την προβάλλει.

Το περιστατικό μας μπορεί να είναι μοναδικό. Δεν συνέβη όμως σε κάποια εποχή εκκλησιαστικής αναταραχής, ούτε είναι προϊόν σιμωνίας. Είναι ένα περιστατικό απόλυτα νόμιμο, και μάλιστα με τη σφραγίδα δύο μεγάλων εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, που και τους δύο τους τιμά η Εκκλησία μας ως αγίους. Ο ένας το τέλεσε κι ο άλλος το τίμησε.

Βρισκόμαστε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Είναι η πόλη που γεννήθηκε ο γνωστός μας άγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο θαυματουργός, ο οποίος σπούδασε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης πλάι στον Ωριγένη, και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, το 238, για να αναδειχθεί ο πρώτος επίσκοπός της.

Γνωστοί είναι οι ιεραποστολικοί αγώνες του αγίου και θαυματουργού Γρηγορίου για να εκχριστιανίσει την περιοχή. Αγώνες που στέφθηκαν με πλήρη επιτυχία. Κάποτε αυτοί που ζούσαν στα Κώμανα, γειτονική πόλη της Νεοκαισάρειας, ζήτησαν από τον άγιο Γρηγόριο να τους επισκεφθεί, για να ιδρύσει Εκκλησία που να έχει και επίσκοπο. Όταν ο άγιος έφτασε στην πόλη, έμεινε αρκετές μέρες, αναζωπυρώνοντας με τα κηρύγματά του τον ζήλο των κατοίκων της για μια σωστή χριστιανική ζωή. Σύντομα ήρθε και το θέμα της εκλογής του επισκόπου!

Οι κάτοικοι, έχοντας για παράδειγμα τον ίδιο τον άγιο Γρηγόριο, συμφωνούσαν να επιλεχθεί επίσκοπος από τους προκρίτους του τόπου, που ταυτόχρονα να έχει και το χάρισμα του λόγου. Οι σχετικές ψηφοφορίες δεν απέδωσαν, γιατί η κάθε μερίδα επέμενε για τον δικό της υποψήφιο. Τότε ο άγιος Γρηγόριος είπε ότι θα μπορούσαν να αναζητήσουν κάποιον από τους μη επισήμους και γνωστούς προκρίτους της πόλεως. Η πρόταση του αγίου σκανδάλισε αρκετούς. Θεωρήθηκε ως «ύβρις». Κάποιος μάλιστα διαμαρτυρήθηκε έντονα, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι είναι αδύνατο να επιλεγεί ως αξιότερος ένας «εκ των βάναυσων», Όταν προηγουμένως απορρίφθηκαν οι πραγματικά άξιοι. Στη συνέχεια ο ίδιος με ειρωνικό τόνο είπε στον άγιο Γρηγόριο ότι, εφ’ όσον προτείνει να αναλάβει την Εκκλησία ένας εκ των «συρφετών», γιατί να μην εκλέξει για επίσκοπο τον “Αλέξανδρο τον καρβουνιάρη”; Ξαφνικά ήρθε στον άγιο Γρηγόριο η σκέψη ότι ίσως η πρόταση για τον Αλέξανδρο δεν ήταν τυχαία, αλλά ότι ήταν θεία υπόδειξη. Αμέσως ρώτησε ποιός ήταν αυτός ο Αλέξανδρος. Κάποιος, αστειευόμενος, τον έφερε μπροστά στον επίσκοπο. Ήταν ντυμένος με βρώμικα κουρέλια, ενώ το πρόσωπο και όλο του το σώμα ήταν κατάμαυρο από τα κάρβουνα. Όλοι άρχισαν να γελούν. Το διορατικό όμως μάτι του αγίου Γρηγορίου έβλεπε άλλα πράγματα. Διέκρινε ότι ο τρόπος ζωής του δεν οφειλόταν στη φτώχεια του, αλλά σε δική του επιλογή, από κάποια φιλοσοφική διάθεση.

Μετά από αυτή την εκτίμηση που έκανε για το πρόσωπο του καρβουνιάρη, τον πήρε ιδιαιτέρως και έμαθε με λεπτομέρεια τα σχετικά με τον βίο του. Στη συνέχεια τον παρέδωσε στους δικούς του να τον πλύνουν και να τον ντύσουν, ενώ ο άγιος ξαναγύρισε στη σύναξη των πολιτών. Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη σύναξη καθαρός και καλοντυμένος, ο κόσμος ξαφνιάστηκε, βλέποντας έναν άλλον άνθρωπο. Ο άγιος Γρηγόριος τους τόνισε το πόσο λανθασμένο είναι το κριτήριο μας, όταν δίνουμε προσοχή στο εξωτερικό του ανθρώπου και όχι στο εσωτερικό του βάθος.

Η κατάληξη της σύναξης έγινε στην εκκλησία, όπου ο άγιος Γρηγόριος χειροτόνησε τον Αλέξανδρο τον καρβουνιάρη σε επίσκοπο. Ύστερα ζήτησε από τον νέο επίσκοπο να κηρύξει τον θείο λόγο. Κι εδώ ο άγιος Γρηγόριος δεν διαψεύσθηκε. Ο λόγος δεν ήταν περίτεχνος και στολισμένος, ήταν όμως ένας λόγος γεμάτος περιεχόμενο.

Κάποιος νεαρός, που προερχόταν από την Αθήνα και καμάρωνε για τον δικό του αττικίζοντα και καλλωπισμένο λόγο, χαμογέλασε με το «ακαλλές της λέξεως» του νέου επισκόπου. Γρήγορα όμως συνήλθε «εκ θειοτέρας όψεως». Είδε ένα σμήνος από περιστέρια, που έλαμπαν απερίγραπτα, και συγχρόνως άκουσε θεία φωνή να λέει ότι «του Αλεξάνδρου είναι αυτά τα περιστέρια».

Τώρα που φτάσαμε στο τέλος ευνόητο είναι να διερωτηθεί κανείς πού βρίσκεται στην ιστορία μας η άλλη μεγάλη και άγια προσωπικότητα, που, όπως είπαμε, «ετίμησε» την πράξη του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Η άλλη προσωπικότητα είναι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος έχει καταγράψει το περιστατικό της διηγήσεώς μας. Πράγματι, όλες τις παραπάνω πληροφορίες τις έχουμε από τον βίο του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, τον οποίον έγραψε ο Γρηγόριος Νύσσης.

(Ηλία Α. Βουλγαράκη, «Στιγμιότυπα από την εποχή των Πατέρων», εκδ. Αρμὀς)