
Εις τα μέρη της Συρίας ήτον ένας αγωνιστής [ασκητής], εστολισμένος με διαφόρους αρετάς· τούτος προσευχόμενος μίαν φοράν ήλθεν εις τοιούτον λογισμόν· άραγε έφθασε να γένη όμοιος με κανένα από εκείνους οπού ευηρέστησαν εις τον Θεόν; Και εκεί οπού εσυλλογίζετο ταύτα, ήκουσε φωνήν άνωθεν, λέγουσαν εις αυτόν ύπαγε εις την Αίγυπτον, και εκεί θέλεις εύρης ένα αγωνιστήν Παΐσιον, το όνομα, ο οποίος μεταχειρίζεται την ταπείνωσιν, και την προς Θεόν αγάπην παρόμοια με εσέ.
Ο δε τίμιος εκείνος γέρων, δεν εψήφισε παντελώς το μάκρος της στράτας, αλλ᾽ εκίνησε παρευθύς να υπάγη εις την Αίγυπτον, και φθάσας εις το όρος της Νητρίας, ερωτούσε που ευρίσκετο ο Παΐσιος· και επειδή το όνομα του Παϊσίου ήτον κηρυγμένον εις όλους [τον γνώριζαν όλοι], δεν ελάνθασε τον γέροντα ο τόπος της κατοικίας του Παϊσίου· ουδέ τον Παΐσιο τον ελάνθασε ο ερχομός του γέροντος.
Διότι καθώς ο γέρων εμβήκεν εις την έρημον, και επήγαινε κατ’ ευθείαν εις τον Παΐσιον, παρευθύς τον συναπαντά εκείνος εις την στράταν, και γνωρισθέντες αναμεταξύ τους, διά της θείας χάριτος, ενηγκαλίσθησαν μετά χαράς, και έκαμαν τον εν Χριστώ ασπασμόν.
Έπειτα πηγαίνοντες εις το κελλίον του Παϊσίου, και προσευξάμενοι εκάθησαν· και αρχίζωντας ο γέρων να λέγη προς τον θείον Παΐσιον, ωμιλούσε με την διάλεκτον των Σύρων· ο δε Παΐσιος, ώντας Αιγύπτιος, ήξευρε μόνην την διάλεκτον των Αιγυπτίων.
Όθεν [γι’ αυτό] λυπούμενος πολλά οπού δεν εκαταλάμβανε τα ψυχωφελή λόγια του γέροντος, και ευθύς ανυψώσας εις τους ουρανούς και τα ομμάτιά του, και τον νουν του, ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας, και είπεν· υιέ Θεού και Λόγε, δος την χάριν σου, εις εμένα τον δούλον σου, διά να γνωρίσω την δύναμιν των λόγων του γέροντος· και, ω του θαύματος, διά την ογλίγωρον επίσκεψιν του Κυρίου! παρευθύς ομού με τον λόγον, και ωμιλούσε και εκαταλάμβανε την γλώσσαν των Σύρων.
Όδεν συνομιλήσαντες ανάμεσόν τους πολλά, εδιηγήθη ο ένας προς τον άλλον τας θεωρίας οπού ηξιώθη καθ’ ένας να ιδή, και με ποίους πατέρας συννωμίλησε, και εσυνανεστράφη, και ποίας αρετάς είχον εκείνοι οι πατέρες, και ήσαν γεμάτοι από χαράν και οι δύω τους διά την τοιαύτην συνομιλίαν.
Αφ’ ου δε απέρασαν εξ ημέραι, και ετελείωσαν όσα είχαν να ειπούν, και έμελλεν ο γέρων να γυρίση εις τον τόπον του, τότε ο Παΐσιος επροσκάλεσε τους μαθητάς του, και τους είπεν· ιδού, ω φίλτατα τέκνα, Άγιος άνθρωπος από τους τέλειους εις την αρετήν, γεμάτος από Πνεύμα Άγιον, και από θείας χάριτας όλοι λοιπόν λάβετε ευλαβώς τας ευχάς του, διά να τας έχετε ωσάν πύργους και φύλακας, εναντίον των εχθρών.
Και παρευθύς έπεσαν όλοι κατά γης, και προσκυνήσαντες ως έπρεπε τον Άγιον εκείνον γέροντα, εζητούσαν θερμώς τας ευχάς και ευλογίας του· και εκείνος κάμνωντας ευχήν υπέρ αυτών, τους ευλόγησε, και αποχαιρετώντας όλους ανεχώρησε.
Μετά δε ολίγην ώραν, ήλθεν εις τον μέγαν Παΐσιον ένας αναχωρητής, οι δε μαθηταί του Οσίου έλεγαν εις αυτόν· ω πάτερ, μεγάλον κέρδος ήθελες επιτύχης, εάν ήθελες έλθης ολίγον προτίτερα· διότι θείος άνθρωπος ήλθεν εις ημάς από την Συρίαν, λαμπρός και κατά τον νουν, και κατά την καρδίαν ο οποίος αφού μας εστήριξε με λόγους σωτηρίας, ανεχώρησε προ ολίγου και εάν θέλης πρόφθασαί τον, ότι δεν είναι μακράν.
Και τρέχωντας ο αναχωρητής διά να τον φθάση· στάσου, του λέγει ο θείος Παΐσιος, διατί εκείνος έχει τώρα περισσότερον από δέκα οκτώ μιλίων διάστημα απερασμένον, επάνω εις μίαν νεφέλην φερόμενος εις την κατοικίαν του.
Και ακούσαντες ταύτα, εθαύμασαν όλοι, και εδόξασαν τον Θεόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου