Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε Θεοσάρξ, οὕτως ὥστε οὔτε ὁ Θεὸς παύει νὰ εἶναι Θεός, οὔτε ἡ σὰρξ νὰ εἶναι σάρξ. Μόνον ποὺ ἡ σὰρξ ἐν τῇ μυστικῇ ἀλλὰ πραγματικῇ ἑνώσει της μὲ τὸν Θεὸν ζῇ καὶ ἀκτινοβολεῖ ὅλας τὰς τελειότητας τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» σημαίνει: ὁ Λόγος ἔγινε ψυχή, Θεο-ψυχή, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ὁ Θεὸς παραμένει Θεὸς καὶ ἡ ψυχὴ ψυχή. Μόνον ποὺ ἡ ψυχὴ περιπατεῖ εἰς τοὺς δρόμους τῶν αἰωνίων καὶ χαροποιῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους κόσμους.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει καὶ τοῦτο: ὁ Λόγος ἔγινεν αἴσθησις, Θεο-αἴσθησις. Ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς δὲν παύει νὰ εἶναι Θεός, ἂν καὶ ἔγινεν ἀνθρωπίνη αἴσθησις, ἐνῷ πάλιν ἡ αἴσθησις παραμένει ἀνθρωπίνη αἴσθησις. Μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι ἡ αἴσθησις ζῇ ὅλον τὸ θεῖον ἄπειρον ὡς ἰδικόν της.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει ἀκόμη καὶ τοῦτο: ὁ Λόγος ἔγινε κτίσμα, Θεο-κτίσμα, «ὁ ὢν γίνεται, ὁ ἄκτιστος κτίζεται, ὁ ἀχώρητος χωρεῖται» (ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45, 9. ΡG36, 633-6). Μὲ αὐτὸ ἡ φύσις τοῦ Θεοῦ δὲν χάνει τὰ θεῖα της ἰδιώματα, ὅπως καὶ ἡ φύσις τοῦ κτίσματος δὲν χάνει τὰ κτιστά της ἰδιώματα. Μόνον ποὺ τὸ κτίσμα περνᾶ διὰ μέσου θαυμαστῶν μεταμορφώσεων, αἱ ὁποῖαι τὸ ὁδηγοῦν ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», τέλος, σημαίνει: ὁ Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος, πλήρης ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς παραμένει εἰς τὰ ὅριά Του καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὰ ἰδικά του, ἂν καὶ εἶναι ἡνωμένοι στενώτατα, ἀδιαιρέτως καὶ ἀχωρίστως. Μόνον πὼς ὁ ἄνθρωπος οἰκειοποιεῖται ὅλας τὰς ἀπορρήτους τελειότητας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκτᾶ τὴν θείαν αἰωνιότητα καὶ τὴν θείαν δόξαν, γίνεται «ὁμόθεος», κατὰ τὴν ἔκφρασιν τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὸ ἀρχέτυπόν του, πρὸς τὸν Δημιουργόν του, διότι ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη εἰς τὴν ἀρχὴν διὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔχων τὸν χαρακτήρα τοῦ Θείου Λόγου (Γεν. 1, 26-27. Ἰωάν. 1, 9. Κολ. 3, 10).