Γράφει ὁ Γέρων Παΐσιος Καρεώτης
B – Ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου «κοινωνία» εἰς τὴν θεολογίαν τοῦ προσώπου
Β1 – Τὸ «πρόσωπον» ὡς σχέσις καὶ “κοινωνία”
Θεμελιῶδες στὸν περσοναλισμὸ ἀποτελεῖ ἡ ἔννοια «Ὑποστατικὴ ἀρχή»,
δηλαδὴ ἡ ὀντολογικὴ προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως-
οὐσίας, ἡ ὁποία λειτουργεῖ ὡς δομικὸ θεμέλιο γιὰ τὸν περσοναλιστικὸ
χαρακτήρα τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων» Ἡ «Ὑποστατικὴ ἀρχὴ» ἀναφέρεται στὸ
πρόσωπο. Στὸ πλαίσιο αὐτῆς, τὸ πρόσωπο θεωρεῖται ὡς μία ὕπαρξις σὲ
κοινωνία μὲ λοιπὲς ἑτερότητες, ὄχι ἐν τῷ «κοινῷ» τῆς φύσεως, ἀλλὰ διὰ
ὑποστατικῶν ἐνεργειῶν, οἱ ὁποῖες ὑποκαθιστοῦν τὶς φυσικὲς ἐνέργειες.
Οἱ περσοναλιστὲς θεολόγοι μὲ ἄνεσι παραλλάσσουν τὸ Γραφικὸ Χωρίο (Ἰω. 1.1) καὶ τὸ ἐπιγράφουν, «Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ σχέσις»,
διότι γιὰ τὴν διδασκαλία τους ἡ βασικότερη κατηγορία τοῦ ὄντος εἶναι «ἡ
σχέσις», τὰ «πρὸς τί». Μόνον ὅταν εἶναι σὲ σχέσι, δηλαδὴ σὲ κοινωνία, ὁ
ἄνθρωπος ὑφίσταται ἐν ἀληθείᾳ ὡς πρόσωπον.
Ἡ συνάρτησι τῆς
ἐννοίας τῆς σχέσεως μὲ τὸ πρόσωπο, μάλιστα ἐπὶ τῶν θείων Προσώπων τῆς
Ἁγίας Τριάδος, ἔχει θεμελιωθεῖ στὴ Δυτικὴ Θεολογία ἀπὸ τὸν στοχασμὸ τοῦ
Αὐγουστίνου, ὁ ὁποῖος προσδιορίζει τὴν ὅλη πορεία καὶ ἐξέλιξη αὐτῆς
μέχρι σήμερα. Εἰσήγαγε τὴν κατηγορία τῶν ὄντων «πρὸς τί», στὴν ἄκτιστο
θεότητα καὶ ταύτισε τὰ θεῖα Πρόσωπα ὡς σχέσεις τῆς θείας οὐσίας πρὸς
ἑαυτὴν (Περὶ Τριάδος V, 15,16). Ἡ
ἔννοια τῆς σχέσεως, ἔγινε τὸ ἰδαίτερο χαρακτηριστικό τῆς θεολογίας τοῦ
Αὐγουστίνου καὶ τὴν ὁποία κατέστησε ὡς τὸν καθοριστικὸ παράγοντα τῆς
Τριαδολογίας του. Κατανόησε τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς σχέσεις, ὡς
διαφορὲς ποὺ ὑπάρχουν στὸ θεῖο Εἶναι, χωρὶς νὰ καταστρέφεται ἡ ἑνότης.
Ἀντίθετα,
γιὰ τὴν Πατερικὴ θεολογία, ἡ κατηγορία τῶν ὄντων «πρὸς τί», δηλαδὴ ἡ
ἔννοια τῆς σχέσεως, εἶναι ἀνεπίτρεπτον νὰ προσαχθῆ στὴν ἄκτιστο θεότητα,
διότι ἀποτελεῖ κατηγορία τῶν κτιστῶν ὄντων. Ἀπέφυγαν ἐπιμελῶς νὰ
ἐξομοιώσουν πᾶσαν γήϊνη καὶ διανθρώπινη σχέσι ἐπὶ τῶν θείων Ὑποστάσεων.
Θεοπρεπῶς, μόνον ὁ λόγος τοῦ αἰτίου ἀποδόθηκε. «Τὰς μὲν ὑποστάσεις ἐπὶ
τῆς Ἁγίας Τριάδος ὁ τοῦ αἰτίου διακρίνει λόγος, τὸ μὲν ἀναιτίως εἶναι τὸ
δὲ ἐκ τοῦ αἰτίου πρεσβεύων, ἡ δὲ θεία φύσις ἀπαράλλακτός τε καὶ
ἀδιαίρετος διὰ πάσης ἐννοίας καταλαμβάνεται» (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης,
πρὸς Ἀβλάβιον, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 181, στ. 14-17). Μὲ
ἄλλα λόγια οἱ θεῖες Ὑποστάσεις διακρίνονται μόνον ἀπὸ τὸν λόγο τῆς
αἰτίας. Πολλοὶ κατενόησαν στρεβλῶς, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Αὐγουστῖνος, ὅτι
τὰ ὀνόματα «Πατὴρ- Υἱὸς» παραπέμπουν σὲ μίαν ἀνάλογη ἀνθρώπινη σχέσι.
Ὅμως τὰ ὀνόματα Πατὴρ καὶ Υἱὸς «τὴν τοῦ γεγεννημένου πρὸς τὸ γεγεννηκὸς
ὁμοφυΐαν σημαίνουσιν» (Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος κθ΄ ΕΠΕ 4, σελ.
136, στ. 11-12). Παρόμοια, οἱ Πατέρες, οὔτε ἐπὶ τῆς θείας φύσεως
ἐπέτρεψαν τὸν στοχασμὸ καὶ τὸ φιλοσοφεῖν. «Οὐ γὰρ δέχεται λογισμὸς
εἰδέναι πῶς οἷόν τε οὐσίαν εἶναι…» (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ
ἀκαταλήπτου Α΄, γ, P.G. 48, 704).
Στὸν περσοναλισμὸ
ὅμως ἀκολουθοῦν τὴ Δυτικὴ θεολογία καὶ τὸν στοχασμὸ τοῦ Αὐγουστίνου, διὰ
τοῦτο καὶ ἐκτρέπονται τῆς ὀρθοδοξίας. «Γνωρίζομεν
τὴν φύσιν μόνον ὡς περιεχόμενον τοῦ προσώπου, μόνον ὡς καθολικὴν
ἐκστατικὴν ἀναφορικότητα εἰς τὸν χῶρο τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων, ἢ τῆς
σχέσεως τοῦ προσώπου μὲ τὰ ὄντα» (Χρήστου Γιανναρᾶ, Τὸ ὀντολογικὸ
περιεχόμενο, ὅπ. παρ. σελ. 62). Δηλαδή, ἡ θεότης καθ’ ἐαυτή, ἀναφέρεται
σὲ μία ἐσωτερικὴ σχέσι, σὲ μία «ἐκστατικὴ ἀναφορικότητα» τῶν Τριαδικῶν
ἑτεροτήτων (προσώπων). Ἡ σχέσις τῆς «ἐκστατικῆς ἀναφορικότητας» ὁρίζεται
ὡς ἀγαπητική κένωσι, ἡ ὁποία ὑποστατικὴ ἀγάπη ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἕνωσι
τῶν θείων ἑτεροτήτων. «Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ κίνηση ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν
προσώπων, ἀλλὰ καὶ ἡ πλήρης ἕνωσή τους» (Ἱερομ. NATHANACL NEACSU,
Πρόσωπο καὶ κοινωνία στὴ θεολογία τοῦ Δημ. Στανιλοάε, ἔκδ. USTRACON,
ΘΕΣ/ΚΗ 2015, σ. 55).
Β2- Τὸ πρόσωπον, ὡς κένωσις ἀγάπης
Οἱ θεολόγοι τοῦ προσώπου, τὸ κατανοοῦν πάντοτε ὡς «ἔξοδο», ὡς
«κένωσι», ὡς «ἀγάπη», ὡς «συνάντησι» καὶ «σχέσι». Ἡ «ἔκ-στασις»
(Γιανναρᾶς) τοῦ προσώπου ὡς μία ὑπέρβασι τῆς φύσεώς του καὶ μία
ἀναζήτησι τῆς ταυτότητάς του σὲ ἕνα ἐνεργὸ πλέγμα σχέσεων, μεταξὺ
ἑτεροτήτων καὶ «ἀπελευθερωμένων» προσώπων, γεννᾶ τὸ ἐρώτημα, τοῦ πῶς ἡ
ἀπελευθέρωσις ἀπὸ τὸ «κοινόν» τῆς φύσεως, δύναται νὰ ὁδηγήση σὲ μία
ἀληθῆ ἀνακάλυψι τοῦ νοήματος τῆς ὑπάρξεως; Ὁ
περσοναλισμός, τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως τὸ τοποθετεῖ, ὄχι στὸ «κοινόν» τῆς
φύσεως, ἀλλὰ στὸν «τόπο» τοῦ ἄλλου προσώπου. Διά τοῦτο «τὸ πρόσωπο
προκειμένου νὰ ζήσει τὸν «τόπο» ἑνὸς ἄλλου προσώπου, κενώνει ἀγαπητικά
τὸ εἶναι του καὶ ἀναδέχεται αὐτὸ» (Ἱερομ. Νικολάου, Ἀγαπῶ…, ὅπ. παρ. σελ. 108).
Θεωρεῖται, λοιπόν, τὸ πρόσωπο ὡς μία δυνατότητα καὶ ἱκανότητα τοῦ
«αὐτοσυνειδητοποιημένου ἐγὼ» πρὸς μία διαλογικότητα, πρὸς μία
αὐθυπέρβασι καὶ μετάθεσι πρὸς τὸ «ἐσύ», μέσα στὴν ὁποία συντελεῖται ἡ
αὐτογνωσία ὡς «ἐπιστροφή»(!)
Ἀναλογίζεται κανείς, αὐτὴ ἡ ἀκραιφνὴς ὑπαρξιστικὴ φλήναφος ὁρολογία, ποῦ ὑπάρχει στοὺς Πατέρες; Ἡ
καταστροφή τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας, προχωράει στὸ σημεῖο νὰ
μεταβάλουν τὸ πρόσωπο σὲ μία ἀέναο ἐνέργεια, σὲ ἕνα διαρκὲς γίγνεσθαι,
τὸ ὁποῖο στερεῖται ὁλότελα τὸ ὑπόβαθρο τῆς φύσεως. Διά τοῦτο συνεχῶς
ὁμιλοῦν καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀποδείξουν μία «ὀντολογία τοῦ προσώπου»
ἐξορίζουσα τὴ φύσι καὶ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα. Λησμονοῦν ὅτι γιὰ νὰ εἶναι
κάτι προσωπικό, προηγεῖται τὸ «ἴδιον», τὸ ὁποῖο θεμελιώνεται στὸ
«κοινὸν» (φύσις). Γιὰ τὴν
ὀρθόδοξο θεολογία ἡ «κοινωνία» εἶναι κατὰ φύσι ἀγαθὸ καὶ ὄχι κατόρθωμα
«ἀπελευθερωμένων» προσώπων. Ἔχει ἤδη λεχθεῖ, ὅτι ὑπόστασις εἶναι «φύσις
ἐν ἰδίᾳ μορφῇ». Δηλαδὴ δὲν ἀποτελεῖ ἀρχὴ καὶ μάλιστα ἔναντι τῆς φύσεως.
Διότι «ὁ μὲν ἐνεργῶν καὶ θέλων ἡ ὑπόστασίς ἐστιν, ἡ δὲ θέλησις καὶ ἡ
ἐνέργεια, ἡ τῆς φύσεως κίνησις…» (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΧΡΗΣΤΟΥ Β΄,
σελ. 337). Οὔτε, λοιπόν, ὑπέρκειται, οὔτε διαστέλλεται οὔτε μάχεται,
ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτονομεῖται ἡ ὑποστάσι (πρόσωπο) ἔναντι τῆς φύσεως.
Σὲ
ἀντίθεσι πρὸς τὴν Πατερικὴ διδασκαλία, οἱ περσοναλιστὲς παρουσιάζουν τὸ
γνωμικὸ (προσωπικὸ θέλημα, ὡς τὸ πλέον ἔμφυτο, ἀναφαίρετο καὶ
θεμελιῶδες συστατικό τῆς ὑπάρξεως, διότι δι’ αὐτοῦ θεωροῦν κατορθωτὴ τὴν
«κοινωνία τῶν προσώπων». Περιεχόμενο
αὐτῆς τῆς «κονωνίας» εἶναι ἡ κένωσι τῆς ἀγάπης (νοουμένη ὡς ὑποστατικὴ
ἐνέργεια), ἀπὸ τὸ ἕνα πρόσωπο στὸ ἄλλο, ἀπὸ ἕνα «ἐγὼ» σὲ ἕνα «ἐσύ».
«Τὸ οὐσιῶδες περιεχόμενο τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ἡ Ἀγάπη, ἐνῶ ὁ
ὑποστατικὸς τρόπος ὑπάρξεως εἶναι ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης» (Ἱερομ.
Ζαχαρίου, Ἡ πραγμάτωση τῆς Ὑποστατικῆς ἀρχῆς, σελ. 19). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ
ἀγάπη δὲν εἶναι κατὰ φύσι ἀγαθόν, ἀλλὰ κατόρθωμα «ἀπελευθερωμένων»
προσώπων ἀπὸ τὴ «δυναστεία»τῆς φύσεως. Παραβλέπεται, τὸ ὅτι ἂν ἡ ἀγάπη
ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὴν φυσική της ἐνέργεια, γίνεται ἐμπαθὲς γνωμικὸ θέλημα
ποὺ ἀγαπᾶ ὅποιον ἔχει συμφέρον, γίνεται ἀλαζονεία καὶ ἰδιοτέλεια.
Β3- Τὸ «Ὑποστατικὸν Εἶναι»
Οἱ θεολόγοι τοῦ περσοναλισμοῦ δέχονται ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἔννοια τῆς
«Ὑποστατικῆς ἀρχῆς» ὡς βάσι τόσο γιὰ τὰ κτιστά, ὅσο καὶ γιὰ τὰ ἄκτιστα
πρόσωπα, θεωρώντας τὶς θεῖες Ὑποστάσεις ἀναλογικὰ ὡς ἀρχέτυπο τῶν
κτιστῶν ὑποστάσεων. «Ἡ Ὑπόστασις-
Πρόσωπο, εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἔσχατη ἀρχὴ ποὺ περικλείει τὸ θεῖο Εἶναι»
(Ἱερομ. Ζαχαρία, Ἡ πραγμάτωση…, ὅπ. παρ. 29). Τὸ πρόσωπο, δηλαδή,
ἀποτελεῖ τὴν «ἀρχὴ τοῦ Εἶναι». Ἐξ αὐτοῦ ὁδηγοῦνται στὴ διατύπωσι ἑνὸς
«Ὑποστατικοῦ Εἶναι». Κύριον ἰδίωμα αὐτοῦ εἶναι «Ἡ ἱκανότητα τῆς
ὑποστάσεως νὰ μεταδώσει κατὰ τρόπο ἀπόλυτο καὶ δυναμικὸ τὸ Εἶναι της. Τὸ
πρόσωπο προκειμένου νὰ ζήσει τὸν «τόπο» ἑνὸς ἄλλου προσώπου κενώνει
ἀγαπητικά τὸ Εἶναι του καὶ ἀναδέχεται αὐτὸ» (Ἱερομ. Νικολάου, Ἀγαπῶ…, ὅπ. παρ. σελ. 108).
Οἱ
κενολογοῦντες θεολόγοι τοῦ προσώπου ὁμιλοῦν γιὰ ἕνα θεῖον «Ὑποστατικὸν
Εἶναι», τὸ ὁποῖο ἡ κάθε Θεία Ὑπόστασι τὸ μεταδίδει(!) στὸν «Τόπο» τῆς
ἑτέρας θείας Ὑποστάσεως. Ἡ κάθε, δηλαδή, θεία Ὑπόστασις κενώνεται καὶ
πληροῦται, προσφέρεται καὶ ἀναδέχεται τὴν προσφορὰ τῆς ἑτέρας θείας
Ὑποστάσεως. Ἀλλά, τί μᾶς λέγουν ἐπ’ αὐτοῦ οἱ θεοφόροι Πατέρες; «Ἐπὶ
μὲν γὰρ τοῦ μὴ ἔχοντος οἴκοθεν τὴν δόξαν, κυρίως ἡ μετάδοσις λέγεται…
ὅπου δὲ μία καὶ ἡ αὐτὴ καταλαμβάνεται φύσις, οὐ χρήζει τοῦ καθ’ ἕκαστον
μεταδιδόντος ὃ ἐκεῖνο κατὰ τὴν φύσιν ὤν, ὅπερ ὁ Πατὴρ εἶναι
πεπίστευται…Τί χρήζει τῆς τοῦ Πατρὸς δόξης ὁ ὅλον ἔχων ἐν ἑαυτῷ τὸν
Πατέρα, οὐδενὸς τῶν ἐν τῷ Πατρὶ θεωρουμένων ὑφηρημένου;»
(Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, ΒΕΠΕΣ
68, σελ. 125, στ. 24- 31). Τὸ ἴδιο θὰ ἐπαναλάμβανε καὶ σήμερα ὁ Ἅγιος: «Τί
χρήζει τῆς τοῦ Πατρὸς ἀγάπης, ὁ ὅλον ἔχων ἐν ἑαυτῷ τὸν Πατέρα;». Διότι,
ἅπαντα τὰ τοῦ Πατρὸς «προσόντα φυσικῶς ἐνυπάρχειν τῷ γεννήματι» ὅπως
καὶ εἰς τὸ ἐκπορευτὸν Πανάγιον Πνεῦμα (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην, Βιβλίον Α΄ 5, P.G. 73, 77D).
Δὲν
κατανοοῦν οἱ περσοναλιστές, λόγῳ πλάνης, ὅτι διὰ τῆς μεταδόσεως καὶ τῆς
-δῆθεν-κενώσεως, εἰσάγουν στὴν Τριαδικὴ θεότητα, ἀλλοίωσι, τρεπτότητα,
πάθος, διάστημα, ἀτέλεια καὶ ἀνάγκη γιὰ μετοχή. Ἂν ἡ κάθε θεία Ὑπόστασις
ἀναμένει τὴν κένωσι καὶ τὴν προσφορὰ τῆς ἑτέρας, τότε κατὰ συνέπεια
καταργεῖται καὶ τὸ «ὁμοούσιον». Ἡ
Τριαδικὴ θεότης δὲν εἶναι κοινωνία ὁμογνωμούντων καὶ ἀγαπωμένων προσώπων
– ἑτεροτήτων, ποὺ τὸ ἕνα πρόσωπο προσφέρει «κάτι» ποὺ δὲν ἔχει τὸ ἄλλο,
τὸ ὁποῖο σαφέστατα τὸ καθιστᾶ ἀτελές. Ἡ Τριαδικὴ θεότης εἶναι «μία
σύγκρασις φωτός, ἐν τρισὶν ἡλίοις» (Ἁγίου Γρηγορίου θεολόγου, Ὁμολ. ΛΑ΄
14, ΕΠΕ 4, σελ. 220).
Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ κάθε ἥλιος ἔχει τὸ
αὐτὸ φῶς μὲ τοὺς ἄλλους δύο ἥλιους. Δὲν εἶναι μεταδιδόμενον καὶ
προσφερόμενον τὸ Φῶς ἀπὸ τὸν ἕνα ἥλιον στὸν ἄλλον. Δὲν ὑφίσταται ἡ
ἔννοια τῆς κενώσεως καὶ κατὰ συνέπεια τοῦ πληρώματος, μεταξὺ τῶν τριῶν
θείων Ὑποστάσεων. «Οὐδέποτε γὰρ γίνεται τὸ φύσει κοινόν, ἑνὸς καὶ μόνου τινὸς ἴδιον…» (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, P.G. 90, 160AB).
Β4 – «Συνυποστατικὴ ἑνότης» καὶ «Τριαδικὴ διϋποκειμενικότης»
Στὴν προσπάθειά τους οἱ περσοναλιστὲς νὰ ἀποφύσουν τὴν κατηγορία ὅτι
ἀποκλίνουν πρὸς μία ἔκδηλη τριθεΐα, λόγῳ τῆς ἀπολυτοποιήσεως τῆς
«Ὑποστατικῆς ἀρχῆς» στὴν Τριαδικὴ θεότητα, εἰσήγαγαν ἕνα ἀσαφῆ ὅρο, τὴν
«Συνυποστατικὴ ἑνότητα» (Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἡ
ζωή Του, ζωή μου, σελ. 36). Ὁμιλοῦν δηλαδή, γιὰ μία ἀπόλυτη διάκρισι
τῶν θείων Ὑποστάσεων, ὅπου ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς ὡς «προσωπικὰ
ὑποκείμενα», σχετίζονται, διαλέγονται καὶ ἀγαπῶνται. «Ὅπως
ἀντιλαμβανόμαστε, μέσα στὸ Θεό, ὡς Τριάδα Προσώπων, ὑπάρχει ἕνας
ὑπαρξιακὸς διάλογος, ποὺ ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν θεία ἀγάπη, διάλογος μέσῳ
τοῦ ὁποίου τὰ Πρόσωπα κοινωνοῦν τὰ ὑπαρξιακὰ νοήματα τῆς θείας ζωῆς, ἀπὸ
τὸ ἕνα Πρόσωπο στὸ ἄλλο Πρόσωπο. Καὶ τὰ νοήματα εἶναι πλήρη καὶ
ἱκανοποιητικά, ὅταν εἶναι νοήματα, ποὺ ἐκφράζουν τὴν ἀγάπη (D. Staniloae, Chipul memuritor al lui Dumnezen, ed. Mitropoliei Oltenieri Craiova, 1987, σελ. 110).
Μὲ ἄλλα λόγια, μέσα στὴν «Συνυποστατικὴ ἑνότητα» ὑπάρχει ἕνας
ὑπαρξιακὸς διάλογος ἀγάπης, ὅπου τὸ κάθε Πρόσωπο ἔχει ξέχωρα νοήματα,
ἔχει δική του βούλησι, προαίρεσι καὶ γνώμη. Μία τέλεια κοινότητα
«ἀπελευθερωμένων» προσώπων, ὅπου ἡ «γνωμικὴ ἑτερότητα» ἀποτελεῖ τὴν
προϋπόθεσι τοῦ ὑπαρξιακοῦ διαλόγου. Σὲ ἀντίθεσι οἱ Πατέρες
διδάσκουν «…μηδὲ μέσον τις ἑαυτὸν ὠθεῖτο τοῦ μόνου Πατρὸς πρὸς τὸν μὸνον
Λόγον, προφάσει τοῦ βουλεύεσθαι. Μαίνοιτο γὰρ ἂν τις μεταξὺ τιθεὶς
Πατρὸς καὶ Υἱοῦ βούλησιν καὶ σκέψιν» (Ἁγίου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Κατὰ
Ἀρειανῶν ΙΙΙ, 66, P.G. 26, 464A). Πάσχει,
λοιπόν, ἀπὸ μανία καὶ σχιζοφρένεια, γιὰ τὸν Μεγάλο Ἀθανάσιο, ὅποιος
παρεμβάλλει μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, «βούλησιν καὶ
σκέψιν» νοήματα καὶ διάλογο, γνωμικὲς ἑτερότητες καὶ κενώσεις ἀγάπης.
Εἶναι
πασιφανὲς ὅτι οἱ περσοναλιστὲς προσπαθοῦν νὰ διεισδύσουν στὸ «Τριαδικὸ
Εἶναι» τοῦ Θεοῦ, θέτοντας ὡς θεμέλιο τὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης ὡς
«διϋποστατικῆς ἐνέργειας», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κατ’ ἐξοχὴ προσωπικὴ σχέσι.
Αὐτὸ τὸ ὀνομάζουν «Τριαδικὴ διϋποκειμενικότητα» (Δημητρ. Στανιλοάε, Ἡ περὶ Θεοῦ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ διδασκαλία, ἔκδ. ΑΡΜΟΣ, Ἀθῆναι 2011, σελ. 298).
Ἡ συνέπεια τούτων εἶναι νὰ εἰσάγωνται οἱ ἔννοιες «ἐγὼ- ἐσύ»,
«ὑποκείμενο- ἀντικείμενο», παρμένες αὐτούσια ἀπὸ τὴ φιλοσοφία τοῦ
ὑπαρξισμοῦ καὶ ἱδρύοντας τὴν ὀντολογία τῆς θεολογίας τοῦ προσώπου.
Σύμφωνα μὲ αὐτή, παρουσιάζεται ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἢ «πόλο», ἡ οὐσία
(φύσις) ὡς μία ἀνελεύθερη ἀναγκαιότητα, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ πρόσωπο, ὡς ἡ
ἀπόλυτη ὀντολογικὴ ἐλευθερία καὶ ἀγάπη, τόσο γιὰ τὴν ἄκτιστη θεότητα,
ὅσο καὶ γιὰ τὰ κτιστὰ πρόσωπα. Ἡ
ὑποστατικὴ ἀγάπη γίνεται ἡ ἀφετηρία τῆς κοινωνίας τῶν θείων Ὑποστάσεων.
«Μία ἀγάπη ἑνὸς Πατέρα, μὲ ἕνα Υἱὸ καὶ ἀπὸ μία ὑποστατικὴ κοινωνία
μεταξὺ τῶν δύο, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (D. Staniloae,
Spiritualitated Orthodoxa, Ascetica si Mistica, EIB, Bucuresti 1992,
σέλ. 36). Ἡ κοινωνία, λοιπόν, τῆς περσοναλιστικῆς τέλειας ἀγάπης, ὁδηγεῖ
πασιφανῶς στὸ περίφημο Φιλιόκβε (Filioque).