[..]Μετά μία εικοσαετία σκληρών αγώνων στο αυστηρό κοινόβιο του Διονυσίου, όπου έλαβε την κουρά και την ιεροσύνη, έκανε μία τριακονταετία στον Πειραιά, συνεχίζοντας τους αγώνες του και βοηθώντας τους εκεί χριστιανούς.
Ήταν δάσκαλος στην πατρίδα του Βόρειο Ήπειρο.
Η μεγάλη του ασκητικότητα, η θυσιαστική αγάπη και η γλυκύτητα του χαρακτήρα του τον έκαναν στοργικό Πνευματικό πατέρα πολλών πιστών.
Αφιλοχρήματος και ακτήμων υπερβολικά, ζούσε πάντα ως φιλοξενούμενος.
Ποτέ δεν απέκτησε δική του στέγη.
Κοιμόταν ελάχιστα, τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά, προσευχόταν θερμά, σιωπούσε ηθελημένα.
Όσα χρήματα του έδιναν τα μοίραζε ελεημοσύνη.
Συχνά αγρυπνούσε.
Διαβάζοντας τους εξορκισμούς έφευγαν τα δαιμόνια, για τη μεγάλη του καθαρότητα και ταπείνωση.
Μεγάλη του χαρά οι καθημερινές θείες Λειτουργίες σε εξωκκλήσια ταπεινά.
Τον έβλεπαν τα καθαρά μάτια να μην πατά στη γη.
Συχνό γεύμα του τα πρόσφορα της προσκομιδής.
Το αυστηρό ασκητικό του πρόγραμμα δεν το άφησε μέχρι του τέλους του.
Μέσα από τα παλιόρασά του φορούσε βαριά σίδερα, που του είχαν φάει τις σάρκες.
Κοιμόταν σε χαμηλό κάθισμα και γι’ αυτό είχε καμπουριάσει.
πό τις πορείες και τις μακρές ορθοστασίες είχαν αρχίσει να σαπίζουν τα πόδια του, μα δεν μύριζαν ποτέ άσχημα.
Οι φίλοι του τού συνιστούσαν την επίσκεψη σε ιατρούς.
Με τη γλυκύτητα που πάντα τον διέκρινε, τους απαντούσε: «Μετά της Άγιας Άννης θα πάω…».
Αγαπούσε υπέρμετρα την Παναγία και την αγία μητέρα της, τη «μάμμη» όλων των Αγιορειτών.
Τους Χαιρετισμούς της έλεγε πολλές φορές την ημέρα.
Δεν είναι δίχως σημασία που ο θάνατός του ήλθε στο δειλινό της εορτής της Αγίας Άννης.
Το πρωί είχε τελέσει την τελευταία θεία Λειτουργία του.
Εξήλθε του ιερού βήματος μετά δακρύων και χαράς.
Στο πρόσωπό του έβλεπες όλη τη μακάρια ανάπαυση των πολλών κόπων του.
Στα χείλη του ίσα που άκουγες τα τελευταία «Χαίρε» των ασίγαστων Χαιρετισμών προς την Αειπάρθενο Θεοτόκο. Πράγματι, η μητέρα της μητέρας του Παναγία, τον παρέλαβε με τις πρεσβείες της κοντά της.
Εκεί που από μικρός προσδοκούσε να κατευθυνθεί και να τερματίσει, ο έτοιμος από καιρό.
Καθήμενος στο σκαμνί του και βαστώντας το κομποσχοίνι του τελείωσε τον βίο του οσιακά.
Όταν τον σαβάνωσαν οι ιερείς, είδαν τα πληγωμένα πόδια του γεμάτα σκουλήκια και θαύμασαν.
Από τον τάφο του έβλεπαν να βγαίνει φως.[....]
1 σχόλιο:
Ο πατήρ Ευγένιος, το επίθετο Λεμόνης (Λεμόνι, στα αλβανικά), ήταν αλβανικής καταγωγής αλλά Έλληνας στη συνείδηση, από την Χοστίστα της περιοχής Κορυτσάς. Είχε κάποια παιδεία, νομίζω ήταν δάσκαλος της ελληνικής. Μετά την αλλαγή του ημερολογίου, το 1924, έφυγε από τη Μονή Διονυσίου και ήρθε στον κόσμο και εξυπηρετούσε λειτουργικά τους Παλαιοημερολογίτες στον Πειραιά, χωρίς να είναι φανατικός και να μιλάει για "άκυρα μυστήρια" και άλλα τέτοια ανυπόστατα που διακινούσαν φανατικοί Παλαιοημερολογίτες. Λειτουργούσε στο εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, στην οδό Μακεδονίας, στην Αγία Σοφία του Πειραιά. Το εκκλησάκι είχε χτιστεί εκεί όπου ήταν το σπιτάκι μιας γιαγιάς που το είχε παραχωρήσει και υφίσταται μέχρι σήμερα, ανήκει στους Παλαιοημερολογίτες. Υπάρχει και αγίασμα μέσα στο εκκλησάκι, ρέει από τον βράχο. Τον πατέρα Ευγένιο είχε γνωρίσει η γιαγιά μου, κοιμόταν σε μία καρέκλα και δενόταν με αλυσίδα για να μην πέσει. Όλοι στη γειτονιά, ανεξάρτητα από το ημερολόγιο (και η γιαγιά μου ήταν με το Νέο), τον θεωρούσαν άγιο άνθρωπο. Μερικά παιδιά τον έβλεπαν στη Μεγάλη Είσοδο να υπερίπταται. Τον είχε γνωρίσει μάλλον και η γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς, τον αναφέρει, αλλά όχι με το όνομά του, σε μία ομιλία της που έχει εκδοθεί στο βιβλίο "Λόγια Καρδιάς", όπου σε κάποιο σημείο μιλάει για έναν άγιο γέροντα που έμενε στα Καμίνια του Πειραιά και θεωρώ ότι ήταν ο πατήρ Ευγένιος. Προσθέτω ότι είχε πνευματική κόρη μία συντοπίτισσα της γιαγιάς μου από τη Σέριφο, που είχε χάσει όλα της τα παιδιά από φυματίωση, φτωχή γυναίκα, την κυρα Καλλιόπη. Θα ήταν ευχής έργο να βρεθούν περισσότερες μαρτυρίες για τον μακαριστό πατέρα Ευγένιο Λεμόνη τον Διονυσιάτη. Ας έχουμε την ευχή του.
Δημοσίευση σχολίου