Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Ἡ θεολογικὴ τραγωδία τοῦ περσοναλισμοῦ (1ον)

 


 Γράφει ὁ Γέρων Παΐσιος Καρεώτης

1ον

Εἰσαγωγὴ

  Ὁ «Οἰκουμενισμός» ἤδη ἔχει κλείσει ἕνα αἰῶνα ζωῆς. Ἔχει δείξει μὲ σαφήνεια τὴν ταυτότητά του καὶ ἑπομένως μὲ ἀσφάλεια μπορεῖ νὰ κριθῆ ἐκ τῶν ἔργων του, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὰ ἀδιέξοδα, στὰ ὁποῖα ὁδηγεῖ. Μὲ τὸν «οἰκουμενισμὸ» δηλώνεται εὐθαρσῶς ὅτι ἐξέλιπε ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, διὰ τοῦτο καὶ ἀναζητεῖται. Κύρια ὀργάνωση τοῦ «οἰκουμενι(στι)κοῦ κινήματος εἶναι τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.): Ὁ «οἰκουμενισμὸς» ἀποτελεῖ ἕνα μέρος τῆς συνόλου παγκοσμιοποιήσεως, ἔχοντας τὴν ἁρμοδιότητα τοῦ θρησκευτικοῦ τομέα.

Πρὶν ἐκκινήσουν οἱ ἐπίσημοι θεολογικοὶ διάλογοι στὸ πλαίσιο τοῦ «οἰκουμενισμοῦ», ἤδη τὸ θεολογικὸ ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι (1925) ἀπετέλεσε κέντρο θεολογικῆς συγκλίσεως μὲ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ, ἀλλὰ καὶ παραγωγῆς τοῦ θεολογικοῦ ρεύματος τοῦ Περσοναλισμοῦ (προσωποκρατίας), ὡς τὴν κατ’ ἐξοχὴ θεολογία τῆς ἑνότητος. Μία ἑνότης πρὸς μία «διευρυμένη ἐκκλησία», ὅπου ἡ «εὐρεῖα διαφορετικότητα» κρίνεται ὡς αὐτονόητα νόμιμη.

Ἡ «θεολογία τοῦ προσώπου», ἔγινε ἡ κατ’ ἐξοχὴ θεολογικὴ βάσι τοῦ «οἰκουμενισμοῦ». Ἤδη ἔχει ἀναλυθεῖ καὶ κριθεῖ ὡς ἀντορθόδοξη ἀπὸ πολλοὺς παραδοσιακοὺς θεολόγους μὲ προεξάρχοντα τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς. Στὸ παρὸν κείμενο θὰ γίνη ἐπικέντρωσι σὲ τρεῖς βασικὲς θεολογικὲς ἀρχές του, οἱ ὁποῖες συγκροτοῦν τὴ «νέα» διαδασκαλία καὶ ἡ ὁποία ἅπτεται Τριαδολογικῶν, Χριστολογικῶν καὶ Ἐκκλησιολογικῶν θεμάτων.

  Στὸν ἑλληνικὸ ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, ὁ περσοναλισμὸς εἶναι διαδεδομένος ὡς ἡ κυρίαρχη Ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, στὴν ὁποία φοιτοῦν ὅλοι οἱ μέλλοντες κληρικοὶ καὶ στὴ συνέχεια τὴν διδάσκουν – δυστυχῶς ὡς ὀρθοδοξία – καὶ δηλητηριάζουν τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο. Ἑπομένως, εἶναι θέμα σωτηρίας ἡ διασάφησις περὶ τοῦ ποιοὶ εἶναι οἱ βασικοὶ ἄξονες τῆς «θεολογίας τοῦ προσώπου», ποὺ παρουσιάζεται θεσμικὰ ὡς ὀρθόδοξη.

  Αὐτοὶ συναρμόζονται σὲ τρεῖς θεμελιώδεις ἀρχὲς ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὅλη διδασκαλία της, καὶ εἶναι οἱ ἔννοιες «πρόσωπο – κοινωνία – τριαδικὴ ἀγάπη». Θὰ ἀναλυθοῦν καὶ θὰ σχολιασθοῦν οἱ ἔννοιες «πρόσωπο – ὑπόστασι», ὅπως ὁρίζεται στὸ πλαίσιο ἀναφορᾶς τῆς «νέας θεολογίας», κατόπιν (καὶ βάσει τοῦ ὁρισμοῦ τῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου) θὰ ἀναλυθοῦν οἱ δύο ἕτερες ἀρχὲς «κοινωνία- τριαδικὴ ἀγάπη». Ἡ κριτικὴ ποὺ θὰ παρουσιασθῆ, ἔχοντας ἀναφορὰ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία, θὰ παρουσιάση ἐναργῶς τὰ τραγικὰ θεολογικὰ ἀδιέξοδα τοῦ περσοναλισμοῦ καὶ τὸ ἀσύμβατο αὐτοῦ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοσι.

Α- Τὸ περσοναλιστικὸν περιεχόμενον τῆς ἐννοίας «πρόσωπον- ὑπόστασις»

Α1 – Ἡ ὀρθόδοξος διδασκαλία

  Προκειμένου νὰ διασαφηνισθῆ ὁ περσοναλιστικὸς ὁρισμὸς τῶν ἐννοιῶν «πρόσωπο – ὑπόστασις», θὰ ξεκινήσουμε μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μὲ σαφήνεια τοὺς ὁρίζουν. Ἡ ὑπόστασις, λοιπόν, εἶναι «τὸ ἴδιον ἐν τῷ κοινῷ» (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, P.G. 91, 544D-  545A). Δηλαδή, στὴν ὑπόστασι συμπίπτουν ἀμφότερα, τὸ «κοινόν», τὸ ὅλον τῆς φύσεως καὶ τὸ «ἴδιον», ὁ μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος τρόπος ὑπάρξεως τῆς φύσεως. Ἡ δὲ ὑπόστασις διακρίνεται κατ’ ἐξοχὴν διὰ τὸ «ἴδιον» αὐτῆς,  «ἐφ’ ἑαυτοῦ νοεῖσθαί τινα καθ’ ὑπόστασιν ἰδίαν ὁρώμενον» (Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Γ΄ ΒΕΠΕΣ 67, σ. 304, στ. 30- 31).

  Δὲν ὑπάρχει φύσις- οὐσία ὡς μία πραγματικότητα καθ’ ἑαυτή, ἐκ τῆς ὁποίας πηγάζουν οἱ ὑποστάσεις. Ἡ οὐσία εἶναι ἀδύνατον νὰ θεωρηθῆ ἀνυπόστατος. Οὔτε πάλι ἡ ὑπόστασις (πρόσωπο) ἀποτελεῖ τὴν «ἀρχὴ τοῦ εἶναι», οὕτως ὥστε νὰ ἀποκτᾶ «ἀνωτέραν διάστασιν καὶ διαφορετικὴ ὀντολογία ἔναντι τῆς φύσεως». Ἡ πατερικὴ θέσις ἐπ’ αὐτῶν εἶναι ὅτι, φύσις καὶ ὑπόστασις βρίσκονται σὲ μίαν ἀκατάλυτη ἑνότητα καὶ ἀδιαίρετη συνάφεια, δίχως μεταξύ τους νὰ ὑφίσταται πρότερον καὶ ὕστερον. «Ὑπόστασιν δὲ χωρὶς οὐσίας καὶ ἐνεργείας εἶναι ἀδύνατον» (Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρὸς Δαμιανὸν 18, Χρήστου τόμ. Β΄, σελ. 474, στ. 16.

Ἑπομένως, ἡ ὑπόστασις (πρόσωπο) ἔχει φύσι.

«Τοῦτό ἐστιν ἡ ὑπόστασις, οὐχ ἡ ἀόριστος τῆς οὐσίας ἔννοια… ἀλλ’ ἡ τὸ κοινὸν τε καὶ ἀπερίγραπτον ἕν τῶν τινι πράγματι διὰ τῶν ἐπιφαινομένων ἰδιωμάτων παριστῶσα καὶ περιγράφουσα» (Μεγ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 38, 3, ΒΕΠΕΣ 55, σελ. 57).

Α2- Πρόσωπον καὶ φύσις εἰς τὸν περσοναλισμὸν

  Σὲ ἀντίθεσι, στὴ θεολογία τοῦ περσοναλισμοῦ τὸ πρόσωπο (ὑπόστασις) κατανοεῖται ὡς ἔξοδος, ὡς ἔκστασις ἐκ τῆς φύσεως, ὡς κένωσι καὶ ἐν τέλει ὡς συνάντησις καὶ σχέσις. Εἶναι ἀδιανόητη ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου ἔξω ἀπὸ τὶς σχέσεις του, καθότι βρίσκεται σὲ μία διαλεκτικὴ πρὸς τὶς ἄλλες ἑτερότητες- πρόσωπα, ποὺ ἀποτελοῦν ἰδιαίτερα «ἐγώ».

  Τὸ πρόσωπο προτερεύει ἱεραρχικῶς ἐπὶ τῆς φύσεως καὶ τὴν ὑπερβαίνει, εὑρισκόμενο σὲ μία ὀντολογικὴ διαφορὰ ἔναντί της. Γιὰ νὰ ἀναδυθῆ τὸ πρόσωπο, πρέπει νὰ ὑπερβῆ τὴν φύσι του. Ἡ οὐσία- φύσις ἀνάγεται σὲ κατώτερη ὀντολογικὴ βαθμίδα. Σὲ πολλοὺς περσοναλιστὲς ἡ φύσις εἶναι κακὴ ἐξ ὁρισμοῦ, καθὼς π.χ. «Μεταχειρίζεται σαδιστικὰ τὸ ἀνθρώπινο λογικὸ ὑποκείμενο, ὡς ἕνα εἶδος κακοῦ δαίμονα» (Χρήστ. Γιανναρᾶ, ἡ ὀντολογία τῆς σχέσης, ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Ἀθῆναι 2004, σελ. 219, 229). Ἔτσι, ἡ φύσις παρουσιάζεται ὡς μία ἀρχὴ ποὺ καταδυναστεύει τὸ πρόσωπο. Τὸ δὲ πρόσωπο ἀναδεικνύεται ὡς ἕνας ἐπαναστάτης, ὡς ἕνας ἄλλος «πόλος» ἔναντι τῆς ἐνοχοποιημένης φύσεως.

Προσέτι, στὴν ἔννοια «πρόσωπο» ἀποδίδουν τὰ χαρακτηριστικά τῆς αὐτογνωσίας, αὐτοσυνειδησίας καὶ αὐτοπροσδιορισμοῦ, ὅπως τὰ κατανοεῖ καὶ τὰ ἑρμηνεύει ἡ σύγχρονος φιλοσοφία τῆς ψυχολογίας, ὅπου ἡ γέννησις τῆς αὐτοσυνειδησίας καὶ τῆς ὑποκειμενικότητος, λογίζεται ὡς ἡ πεμπτουσία τοῦ ἐλλόγου προσώπου. Ἡ «συνείδησις» ἀνήκει στὶς λειτουργίες τῆς «καρδιᾶς» καὶ ὑπηρετεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κατὰ φύσι ἀγαθό. Πλέον, ὅμως, ἡ ἔννοια τῆς συνειδήσεως ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἀναφορά της στὸ Θεὸ καὶ ἀναδεικνύεται ὡς ἡ καθ’ ἑαυτὸ ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου.

Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ ὅρος «πρόσωπο» κατανοεῖται ὡς ἡ «αὐτοσυνειδησία τοῦ ὑποκειμένου», κάτι τὸ κεντρικὸ στὴ θεολογία τοῦ προσώπου.

Α3-  Ὁ ὅρος «πρόσωπον», ἐπὶ τῶν κτιστῶν καὶ ἐπὶ τῶν ἀκτίστων

  Αὐτὰ λέγονται, διότι στὴ «νέα θεολογία», ἀποδίδεται μὲ τὴν ἴδια ἔννοια ὁ ὅρος «πρόσωπο- ὑπόστασις», τόσο διὰ τὰ κτιστά, ὅδο καὶ διὰ τὰ ἄκτιστα, δηλαδὴ τὶς προσκυνητὲς καὶ ἄρρητες θεῖες Ὑποστάσεις τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Μὲ ἄλλα λόγια, τὰ θεῖα Πρόσωπα, ὅπως καὶ τὰ ἀνθρώπινα, ἀποτελοῦν τὸ κάθε ἕνα, ἕνα ἰδιαίτερο ἐγώ, ἕνα ξεχωριστὸ κέντρο, μία ἑτερότητα, μὲ τὰ χαρακτηριστικά τῆς αὐτογνωσίας, αὐτοσυνειδησίας καὶ αὐτοπροσδιορισμοῦ.

  Δὲν κατανοεῖται, ὅμως, τὸ ὅτι ἂν τὸ περιεχόμενο τοῦ ὅρου «πρόσωπο» ἔχει τὸν ἴδιο ὁρισμὸ τόσο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο καὶ γιὰ τὸ Θεό, τότε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχη καὶ ὁ ὁρισμὸς τῆς «φύσεώς» τους, πρᾶγμα ἄτοπο. Διότι, ὅσων διαφέρει ὁ τρόπος ὑπάρξεως, κατὰ συνέπεια εἶναι διαφορετικὴ καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξις.

  Στὴν μακαρία φύσι τοῦ Θεοῦ, δὲν προηγεῖται σκέψις, ἀπόφασις καὶ γνώμη. Οὔτε ἡ βούλησις διαφοροποιεῖται ἀναλόγως μὲ τὰ πρόσωπα, διότι δὲν ὑπάρχουν διαφορετικὲς «ὑποστατικὲς γνώσεις». Μία εἶναι ἡ γνῶσις καὶ στὰ τρία Πρόσωπα, μία ἡ βούλησις καὶ δὲν διαιρεῖται κατὰ τὶς ὑποστάσεις. Ἀντίθετα, στοὺς ἀνθρώπους ἐνῶ εἶναι μία ἡ φύσις, ὅπως καὶ ἡ φυσικὴ θέλησις, ὅμως τὰ θελήματα καὶ οἱ γνῶμες εἶναι διαφορετικά, ἐπειδὴ οἱ ὑποστάσεις εἶναι χωριστὲς καὶ διαφέρουν ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη ὡς πρὸς τὸν τόπο, τὸν χρόνο, τὴν διάθεσι, τὴν γνῶσι καὶ τὴν προαίρεσι. Βάσει, λοιπόν, τῶν ἀνωτέρω ὀφείλει νὰ ἀπορριφθῆ ὁλοτελῶς ἡ ἔννοια «πρόσωπο», ὅπως ὁρίζεται στὸν περσοναλισμό, σὲ ἀναφορὰ στὶς τρεῖς θεῖες Ὑποστάσεις. Πράγματι εἶναι ἄτοπο νὰ ἑρμηνευθῆ ἡ Τριαδικότητα τῶν θείων Ὑποστάσεων, ὡς τρεῖς συνειδήσεις, ὡς τρεῖς ἑτερότητες, ὡς τρία «ἐγώ». Οἱ θεῖες καὶ προσκυνητὲς Ὑποστάσεις παραμένουν ἀκατάληπτες καὶ ἄρρητες, ὑπερηνωμένες καὶ ἀχώριστες, δίχως αὐτὸ νὰ ὁδηγῆ στὴν συναλοιφὴ τους. (πρβλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1265C-  1266B – Μεγ. Βασιλείου, πρὸς Εὐνόμιον  1,15, P.G. 29, 545- 548).

A4- «Εἶναι» καὶ πρόσωπον

  Οἱ θεολόγοι ὅμως τοῦ προσώπου ἔχοντας ἐγκαταλείψει τὸν ὁρισμὸ τῶν Τριαδικῶν Ὑποστάσεων στὸ πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας τῶν ἑνώσεων καὶ τῶν διακρίσεων (τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατέδειξε ὡς ἀφετηριακὸ σημεῖο ἀπόκλισης, μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης καὶ Λατινικῆς θεολογίας), ἀναδεικνύουν τὴν ὑπόστασι ὡς τὴν πρώτη καὶ ἔσχατη ἀρχὴ ποὺ περικλείει τὸ «Εἶναι». Ἡ ἀρχὴ αὐτὴ ἰσχύει καθολικὰ τόσο γιὰ τὸ θεῖο «Εἶναι» ὅσο καὶ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο.

  «Φύσις εἶναι ἡ πρώτη ὀνομασία τοῦ Εἶναι. Ἡ φύσις δὲν εἶναι ἡ καθολικὴ σύλληψις τοῦ ὄντος, ἀλλὰ ἡ ἐμφάνισις τῆς καθολικότητος τοῦ Εἶναι» (Χρήστ. Γιανναρᾶ, Τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τῆς θεολογικῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου, Ἀθῆναι 1970, σελ. 18). Ἡ δυνατότητα τῆς καθολικῆς φανερώσεως τοῦ «Εἶναι» εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ «προσώπου», δηλαδὴ τὸ προσωπικῶς ὑπάρχειν στὸ χῶρο τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων. Ἄλλος περσοναλιστὴς λέγει χαρακτηριστικά, «ἡ ὑπόστασις συνιστᾶ τὴν ἐσωτάτην ἀρχὴν τοῦ Ἀπολύτου Εἶναι, τὴν ἀρχικὴν καὶ τελικὴν Αὐτοῦ διάστασιν», Διότι, ἡ «ὑποστατικὴ ἀρχὴ» εἶναι ποὺ δύναται νὰ προσλαμβάνη τὸ πᾶν, δηλαδὴ καὶ τὸ θεῖον πρωταρχικὸν Εἶναι καὶ τὸ κοσμικὸν Εἶναι. Ἡ «Ὑποστατικὴ ἀρχή», «εἶναι ἀδιανόητη ἔξω ἀπὸ τὶς σχέσεις της».

  Μὲ ἄλλα λόγια, μία ἑνιαία «ἀλήθεια» διέπει τὰ κτιστὰ καὶ τὰ ἄκτιστα , τὸ θεῖο Εἶναι καὶ τὸ κοσμικὸν εἶναι. Μάλιστα, ἀναφέρονται σὲ ἕνα ἴδιον «Ὑποστατικὸν Εἶναι», τὸ ὁποῖο ἡ κάθε ὑπόστασις, στὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία τῶν προσώπων, τὸ μεταδίδει, τὸ κενώνει στὰ ἄλλα πρόσωπα. «Τὸ πρόσωπο προκειμένου νὰ ζήσει στὸν τόπο ἑνὸς ἄλλου προσώπου κενώνει ἀγαπητικά τὸ «εἶναι» καὶ ἀναδέχεται αὐτὸ» (Ἱερομ. Νικολάου Σαχάρωφ, Ἀγαπῶ ἄρα ὑπάρχω, ἔκδ. «Ἐν πλῷ», Ἀθῆναι 2008, σελ. 108). Ἑπομένως, ἡ ἀλήθεια τοῦ  «Εἶναι», δηλαδὴ τὸ πρόσωπο, ἀναδεικνύεται μέσα ἀπὸ τὴν πολυπλοκότητα τῶν σχέσεων. Ἀναφέρεται πάλι, ὅτι ὅλως ἰδιαιτέρως «ἡ Ὑποστατικὴ ἀρχὴ» στὸ Θεό, εἶναι «οὐσιώδης πραγματικότης κατέχουσα ἰδίαν φύσιν καὶ ἐνέργειαν ζωῆς». Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ πρόσωπο ὡς – δῆθεν – διαφορετικὴ ὀντολογικὴ πραγματικότητα, ἔχει ἰδιαιτέρα φύσι (!) ἔναντι τῆς φύσεως – οὐσίας, ὅπως καὶ ἰδιαιτέρα ἐνέργεια, ὑποστατική, ἔναντι τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν. Μὲ βάσι αὐτὴ τὴν περσοναλιστικὴ παράκρουσι τῶν «θεολόγων», ἡ Τρισ­υπόστατος θεότης, ἢ εἶναι ἕνα πολύπλοκο ὂν μὲ τέσσερις φύσεις καὶ τέσσερις ἐνέργειες, ἢ εἰσέρχεται ἐμφανῶς ἡ τριθεΐα. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις καταργεῖται τὸ «ὁμοούσιον».

  Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ παράκρουσι τῶν περσοναλιστῶν, νὰ θέλουν νὰ διεισδύσουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ ἐσώτατα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μὲ κριτήριο τὴν ἔννοια τοῦ «προσώπου» ποὺ ὅρισαν, ἐκφέροντας στοχαστικὰ καὶ φαντασιακὰ συμπεράσματα, ἐπὶ τῆς θεολογίας, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ πλάνη. Ἐπ’ αὐτοῦ, λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «Ἡ Ἁγία Τρισυπόστατος Μονάς, Πατὴρ καὶ Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα· Τριῶν ἀπείρων ἄπειρος συμφυΐα, τὸν τε τοῦ εἶναι, καὶ πῶς, καὶ τί, καὶ ποῖον εἶναι λόγον πάμπαν τοῖς οὖσιν ἄβατον ἔχουσα. Πᾶσαν γὰρ διαφεύγει νόησιν τῶν νοούντων (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου 111, Ἔκδ. W. Jaeger et al. Leiden (G.N.O.) II, Brill 1952-  1996, σ. 38).

Α5 – «Ἐγὼ εἰμι ὁ ὤν» (Ἔξ. 3,14)

  Στὴν δὲ προσπάθειά τους νὰ στηρίξουν τὴν ἀμάρτυρη καὶ ἀντιπατερικὴ διδασκαλία τους, ὅτι τὸ πρόσωπο προηγεῖται καὶ ὑπερέχει τῆς θείας φύσεως, συστηματικὰ παρερμηνεύουν ὅ,τι σχετικὸ ἢ ἄσχετο βρίσκουν στὰ ἔργα τῶν Πατέρων, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ποὺ λέγει, «οὐκ εἶπεν “ἐγὼ εἰμι ἡ οὐσία”, ἀλλ’ “ἐγὼ εἰμι ὁ ὤν”· οὐ γὰρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν, ἀλλ’ ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία» (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, κατάλογος τῶν ἐκβαινόντων ἀτόπων ΛΖ΄, ΧΡΗΣΤΟΥ τόμ. Α΄, 3,2,12, σελ. 666).

  Στὸ χωρίο αὐτὸ τῆς Ἐξόδου (3,14) θεωροῦν ὅτι παρουσιάζεται ἡ ἀποκάλυψις (!) τῆς «Ὑποστατικῆς ἀρχῆς», στὸ θεόπτη Μωϋσῆ. Παραβλέπουν, ὅμως, ὅτι στὶς θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν ἀναφέρεται τὸ «ἡμεῖς», λέγεται γιὰ τὶς Ὑποστάσεις τῆς θεότητος, ὅταν πάλι ἀναφέρεται τὸ «ἐγώ», λέγεται γιὰ τὸ ἑνιαῖον τῆς φύσεως. «Ποτὲ οὖν τὸ “ἡμεῖς” λέγει διὰ τὰς ὑποστάσεις, πότε δὲ τὸ “ἐγὼ” διὰ τὴν φύσιν» (Μεγ. Ἀθανασίου, Διάλογος Γ΄ περὶ Ἁγίας Τριάδος, ΒΕΠΕΣ 36, σελ. 100). Ἑπομένως τὸ «ἐγὼ» τοῦ ρήματος τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀναφέρεται στὴν ὑπόστασι, ἀλλὰ στὴ φύσι, ὅπως καὶ τὸ «ὤν» στὴν ἰδιότητα τῆς φύσεως. «λέγοντα δὲ πρὸς Μωϋσέα τὸν σοφώτατον «ἐγὼ εἰμι ὁ ὤν». Τῷ δὲ “ἀεὶ ὄντι” (τοῦτο γὰρ σημαίνει τὸ ὤν)…» (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Βίβλος Θησαυρῶν, Λόγ. Ε΄, Ε.Π.Ε. τ.6, σελ. 86).

  Στὴν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου, ποὺ κάνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, πρέπει νὰ τονισθῆ ὅτι στὰ χρόνια τοῦ Ἁγίου δὲν ὑπάρχει ἡ διάκρισι οὐσίας καὶ ὑπάρξεως μὲ τὴν ὑπαρξιστικὴ σημερινὴ ἔννοια. Τὸ ἴδιο ἄλλωστε ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ σύνολο τῶν λοιπῶν ἁγίων Πατέρων. Ἡ μετοχὴ τοῦ ρήματος «εἰμί», ἀναφέρεται στὴν οὐσία, στὸ «Εἶναι» καὶ ὄχι στὸ πρόσωπο. Λέγει σαφέστατα ὁ ἅγιος, «αὐτὸς γὰρ ὤν ὅλον ἐν ἑαυτῷ συνείληφε τὸ εἶναι» (ὅπ. παρ.). Ἡ διάκρισις τοῦ ἁγίου μεταξὺ ὄντος καὶ οὐσίας δὲν ἀναφέρεται στὴν ὀντολογικὴ πρόταξι τῆς ὑποστάσεως ἔναντι τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ.

  Εἶναι ἀσάλευτη ἡ Πατερικὴ διδασκαλία, ὅτι ὅλες οἱ θεοφάνειες εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κοινῆς καὶ ταυτῆς Τριαδικῆς ἐνέργειας καὶ ὄχι ἰδιαιτέρα Ἀποκάλυψις μιᾶς ἐκ τῶν τριῶν θείων Ὑποστάσεων. «… δεικνὺς δι’ αὐτῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι πᾶσα ὀπτασία θειοτέρα καὶ πᾶσα θεοφάνεια καὶ πᾶς λόγος ἐκ προσώπου Θεοῦ λεγόμενος, ἐπὶ τοῦ Πατρὸς νοεῖται καὶ ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἐπὶ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου» (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κατ’ Εὐνομίου, ΒΕΠΕΣ 68, σ. 144, στ. 1-9).

Α6 – Ἀνακεφαλαίωσις

  Ἀνακεφαλαιώνοντας, ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου «πρόσωπον», εἶναι σαφὲς ὅτι εἶναι ἄτοπο νὰ θεωρῆται τοῦ αὐτοῦ περιεχομένου τόσο ἐπὶ τῶν θείων, ὅσο καὶ ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων ὑποστάσεων. Οὐδεμία ἀναλογία, ὑπάρχει, οὔτε ἐπὶ τῆς φύσεως, οὔτε ἐπὶ τῆς ἐνεργείας, οὔτε ἐπὶ τῆς ὑποστάσεως, μεταξὺ κτιστῶν καὶ ἀκτίστων. Οἱ Πατέρες, πάντοτε τονίζουν τὸ «ἄσχετον» αὐτῶν. «Τὸ ἄσχετον τῆς σῆς φωτοχυσίας, καὶ ἀπρόσιτον τῆς θεότητος…» (Ἀπόστιχα Ἑσπερινοῦ Μεταμορφώσεως).

  Παρόμοια, οὐδεμία προτεραιότητα ὑπάρχει μεταξὺ φύσεως καὶ προσώπου. Οὐδέποτε ἡ φύσις εἶναι ἀπρόσωπος, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ πρόσωπο ἀνώτερο ἢ αὐτόνομο ἀπὸ τὴ φύσι. Εὑρίσκονται μεταξύ τους σὲ μίαν ἀδιαίρετο ἑνότητα, ἀδιακρίτως διακρινόμενα. Ἡ ὑπόστασι- πρόσωπο ἀναφέρεται στὸ «κοινὸν» (φυσικὰ ἰδιώματα) καὶ διακρίνεται στὸ «ἴδιον» (ὑποστατικὰ ἰδιώματα). Ἕνεκα τούτων εἶναι ἀπολύτως ἐξοστρακισμένη ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία πᾶσα ἔννοια περὶ ὑποστατικῶν ἐνεργειῶν, καθὼς εἰσάγει ἀφ’ ἑνὸς τὸν μονοθελητισμὸ καὶ ἀφ’ ἑτέρου (ὅσον ἀφορᾶ τὴν Τριαδολογία) τὴν τριθεΐα.

  Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία ὁ ἄνθρωπος δὲν καλεῖται νὰ γίνη «πρόσωπο», ὅπως διδάσκουν οἱ περσοναλιστές, διότι ἕκαστος ἡμῶν ἀποτελεῖ πάντα πρόσωπο. «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὡς οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπόστασιν καὶ πρόσωπον καὶ ἄτομον τὸ αὐτὸ ἐκάλεσαν, τὸ καθ’ ἑαυτὸ ἰδιοσυστάτως ἐξ οὐσίας καὶ συμβεβηκότων ὑφιστάμενον καὶ ἀριθμῷ διαφέρον…» (Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Διαλεκτικά, ΦΘΒ ἀρ. 28, ἔκδ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, ΘΕΣ/ΚΗ 2002, σελ. 192). Συνεπῶς, πάντοτε ἀποτελοῦν ὑποστάσεις – πρόσωπα, ἅπαντα τὰ λογικὰ καὶ νοερὰ ὄντα, Ἄγγελοι, δαίμονες, ἅγιοι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι.

  Ἐπὶ τούτοις, ἡ θεολογία τοῦ προσώπου, ὁδηγεῖ κατὰ συνέπεια στὴν κατάργησι τῆς διακρίσεως «κατὰ φύσι- παρὰ φύσι», ἀναφορικὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ βάσι τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἡ ὁποία κατάργησι καθιστᾶ ἀνεξήγητη τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκατάστασι τῆς ἀνθρωπίνου φύσεως. Ἄλλωστε, δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἀσκητική καταδικάζεται ἀπό τό σύν­ολο τῶν περσοναλιστῶν, καθώς τήν θεωροῦν ὡς ἐνάντια στό σῶμα, γιά τό ὁποῖο δέν κάνουν τήν παραμικρή διάκρισι μεταξύ τῆς πτωτικῆς καταστάσεως καί τῆς ἀποκαταστημένης ἐν Χριστῷ ὁλότητάς του. Καταληκτικὰ προβάλλουν ἕνα τύπο «χριστιανικῆς ζωῆς» ποὺ ἀποθεώνει τὸ «κατὰ γνώμην ἐμπαθῶς ζῆν», ὡς ἔκφρασι μιᾶς αὐτοσυνείδητης ἰδιοτέλειας.