Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Ἡ μηλιὰ μὲ τὰ χρυσᾶ μήλα

 

 

Ἦταν ἕνας κακὸς ἄνθρωπος, μὲ λαιμὸ χοντρὸ καὶ μάτια κοντόθωρα· καὶ τὸν ἔλεγαν ἄρχοντα Σκληρόκαρδo. Ἦταν κι ἕνας ἄλλος, μὲ πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά· καὶ τὸν ἔλεγαν ἄρχοντα Στενόμυαλo. Κι ἐζοῦσαν ὁ καθένας χωριστὰ στὴ χώρα του.

Ὁ ἕνας εἶχε τὰ πιὸ ψηλὰ δέντρα καὶ τὰ πιὸ ὄμορφα λουλούδια τῆς γῆς. Χαρούμενα πεῦκα κι ἄλικα τριαντάφυλλα, καρπερὲς ἐλιές, καὶ μυρωδᾶτα γαρίφαλα, χαρὰ τ’ ἀνθρώπου καὶ μόνο νὰ τὰ βλέπει.

Κι ἀκόμα ―α! καὶ νά ‘μαστε κεί― κάτι Μεγάλα Δέντρα, π’ ἀνθίζαν καραμέλες καὶ σοκολάτες κι ὅ,τι ζαχαρωτὸ φανταστεῖς.

Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι σου νὰ κόψεις τὸ παραμικρό.

Γιατί ὁ Σκληρόκαρδος εἶχε κάτι ψηλοὺς φύλακες, μὲ χίλια μάτια καὶ ἑκατὸ χέρια, καὶ τὸ κάθε μάτι ἄγρυπνο κοιτοῦσε μὴν κόψει κανεὶς τίποτα ἀπ’ τὰ δέντρα, καὶ μὲ τὰ μακριά τους χέρια σ’ ἀρπάζαν καὶ σ’ ἀμπαροκλείδωναν στὴν πιὸ μαύρη φυλακὴ μὲ τὰ πιὸ στενὰ παράθυρα.

Κι οὔτε τὸ φῶς ξανάβλεπες, οὔτε ξανάκουγες τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν. Γιατί τέτοια διαταγὴ εἶχε βγάλει ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, ποὺ καθισμένος στ’ ὁλόχρυσο θρονί του τραγουδοῦσε δυνατὰ κάνοντας τάχα τὸν εὐτυχισμένον, κι ἂς ἦταν ὁ πιὸ δυστυχισμένος σ’ ὅλη τή γή, ἀφοῦ κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν ἀγαπoύσε.

Μὰ κι ἡ καρδιά του ἦταν πάντα γεμάτη φαρμάκι, ἀπ’ τὴ μεγάλη του ζήλια γιὰ τὰ πλούτη τοῦ γείτονά του ἄρχoντα.

Γιατί ὁ Στενόμυαλος, αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.

Γεμᾶτες οἱ ἀποθῆκες του χρυσάφια, διαμάντια, ρουμπίνια.

Καὶ μόλις ἔκανες νὰ σκάψεις λίγο τὸ χῶμα ―ώπ! ἀστράφτανε μπρός σου ὅλα τὰ ὄμορφα γυαλιστερὰ πετράδια τῆς γῆς…

Κόκκινα, πράσινα, βυσσινιά.

Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι νὰ πάρεις τὸ παραμικρό.

Γιατί ὁ Στενόμυαλος εἶχε κάτι θεόρατους στρατιῶτες μ’ ἑκατὸ μάτια καὶ χίλια χέρια. Καὶ τὸ κάθε χέρι ἤτανε ἕνα σπαθὶ καὶ ―χράπ! σου ‘κοβε ἀμέσως τὸ δικό σου τὸ χεράκι· αὐτοὶ εἴχανε χίλια, βλέπεις, καὶ δὲν τοὺς ἔμελε.

Μὰ κι ὁ πλούσιος ἄρχοντας δὲ ζοῦσε εὐτυχισμένος.

Τί, φώλιαζε πάντα στὴν καρδιά του ὁ φόβος μὴ χάσει τὸ κίτρινο χρυσάφι. Kι ἡ λαχτάρα ὅλο νὰ τὸ κάνει πιὸ πολύ, ὅλο νὰ μαζεύει.

Καὶ μὲ τὸ στενὸ μυαλό του καθόταν καὶ σκεδίαζε πῶς ν’ ἁρπάξει τὴ χώρα τοῦ γείτονά του ἄρχοντα.

Μὲ χρῆμα ἢ μὲ στρατὸ ―αυτὸ δὲν τὸν ἔνοιαζε.

Ἔτσι ζοῦσαν οἱ δυὸ κακογείτονες. Κι οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ζοῦσαν κι αὐτοὶ δυστυχισμένοι. Γιατί οἱ κακοὶ ἄρχοντες δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ σκάψουν τὴ γῆς, νὰ φυτρώσει στάρι, νὰ ζυμώσουν ὄμορφο ψωμὶ νὰ φᾶνε. Κι οὔτε πάλι νὰ κόψουν ἀπ’ τὰ δέντρα.

Κι ἔτσι μέναν ἀπάνω οἱ ὄμορφοι ροδοκόκκινοι καρποί. Κι ὕστερα χλώμιαιναν, ζάρωναν καὶ πέθαιναν: γιατί κανεὶς ποτὲ δὲν τοὺς χαιρόταν.

Τότες λοιπὸν ἐφύτρωσε ἕνα Μεγάλο Δέντρο, κοντὰ στὸν ψηλὸ τοῖχο ποὺ χώριζε τὴ μιὰ χώρα ἀπὸ τὴν ἄλλη.

Τὸ πρωὶ ἦταν ώσαμε μιὰ βέργα, τὸ μεσημέρι εἶχε γίνει ψηλὸ σὰν τὸν παπποῦ, τ’ ἀπογεματάκι μποροῦσες νὰ δέσεις κοῦνια νὰ παίξεις.

Καὶ κεῖ κατὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου βγάνει κάτι ὄμορφα κίτρινα λουλούδια καὶ ξαφνικὰ ―τὶ ἦταν αὐτό; ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση!… Τρία ὁλόχρυσα ἀστραφτερὰ μῆλα κρεμόντουσαν ἀπ’ τὰ κλώνια του!

Μηλιά: 11 μυστικά για την καλλιέργεια | Τα Μυστικά του Κήπου

Βλέπουν ὁ Σκληρόκαρδος κι ὁ Στενόμυαλος τὴ λάμψη αὐτή, τρέχουν στὸν πιὸ ψηλὸ τοῖχο ―τὶ νὰ δοῦν;!…

Ἡ μηλιὰ ἔχει τίς ρίζες της στὴ χώρα τοῦ ἑνὸς καὶ τὰ κλωνιὰ της στ’ ἄλλου!…

Ε, τότες ἦταν π’ ἄφρισαν οἱ κακοὶ γείτονες ἀπ’ το θυμὸ καὶ τὴ ζήλια τούς.

Στὴν ἀρχὴ ἐφοβέριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μόνο μὲ λόγια:

― Ἔλα, ἂν σοῦ βαστᾷ, νὰ τὰ κόψεις!, φώναζε ὁ Στενόμυαλος στὸ Σκληρόκαρδο, γιατί στὴ μεριά του κρεμόντουσαν τὰ μῆλα.

― Τόλμησε ἂν μπορεῖς νὰ τ’ ἀγγίξεις!, οὔρλιαζε ὁ Σκληρόκαρδος ποὺ στὴ δική του μεριὰ ἦταν ἡ ρίζα τοῦ δέντρου. Θὰ κόψω τὴ μηλιά, νὰ μὴν ξανακάνει μῆλα. Χά, χά!

― Εἶσαι παλιάνθρωπος!, ἄφρισε ὁ Στενόμυαλος.

― Δική μου εἴν’ ἡ Μηλιά… Κλέφτη!,  μάνιασε ὁ Σκληρόκαρδος.

Κι ὅπως τ’ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι ἀπ’ τὸ θυμὸ σκύβει καὶ σηκώνει μιὰ πέτρα καὶ τὴ σφεντονίζει, νὰ τὸν χτυπήσει στὸ κεφάλι, νὰ τὸν ξεκάνει. Μὰ αὐτός, σβέλτος, κάνει δίπλα καὶ τὸν περνᾷ ξυστὰ καὶ τὴ γλιτώνει.

Αὐτὸ ἦταν. Βγάζουν εὐτὺς τίς μεγάλες τους σπάθες, ἔρχονται κι οἱ Στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ καὶ τὰ ἑκατὸ μάτια, φωνάζει κι ὁ ἄλλος τὰ φουσάτα, τοὺς φύλακες μὲ τὰ χίλια μάτια καὶ τὰ ἑκατὸ σπαθιά, κι ἀρχίζει ἕνας πόλεμος, ἕνας σκοτωμός, νὰ μὴν ἔχει τελειωμό.

Ἐκεῖ νά ‘σουνα νὰ δεῖς τὸ Σκληρόκαρδο νὰ λυσσομανά, ν’ ἀφρίζει, τοὺς στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ νὰ πελεκοῦν, νὰ πετσοκόβουν, νὰ λιανίζουν, ὡσότου πᾶνε, πήρανε δρόμο οἱ φύλακες τοῦ δύστυχου τοῦ Στενόμυαλου.

Καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἔπιασαν, τοῦ ‘κοψαν εὐτὺς τὸ κεφάλι, τό ‘βαλαν ἀπάνου σ’ ἕνα ξύλο καὶ τὸ γύριζαν νὰ τὸ βλέπει ὁ κόσμος νὰ τοὺς φοβᾷται.

Τόσο αἷμα ἀνθρώπινο χύθηκε κείνη τὴ μέρα ποὺ οἱ στρατιῶτες βάψανε τὰ φέσια τους ἀπὸκόκκινα. Kι  τότες, ὡς τὰ σήμερα, τὸ ἴδιο χρῶμα ἔχουν.

Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατί νίκησε, γυρνᾷ τότες νὰ δεῖ ὁ δυνατὸς Σκληρόκαρδος τὰ μῆλα, νὰ τὰ καμαρώσει, πάνω στὴ δική του πιὰ τὴ Μηλιά…

Ἄι! Ἄφαντα τὰ μῆλα!… Τρίβει, ξανατρίβει τὰ μάτια του, ζαλίζεται, πέφτει χάμου, ἀνασηκώνεται, ξανατρίβει τὰ μάτια του.

Ἄι! Ἄφαντα τὰ μῆλα!… Κι ἡ Μηλιὰ μόνη, χωρὶς λουλούδια, μὲ μαραμένα τὰ κλαδιά, μὲ ποτισμένη τὴ ρίζα της αἷμα, ἕτοιμη κι αὐτὴ νὰ μαραθεῖ, νὰ πέσει.

Τότε χαλᾷ τὸν κόσμο στὶς φωνές.

Καὶ μαζεύονται ὅλοι καὶ ψάχνουν τὸ χῶμα καὶ σκάβουν καὶ ξανασκάβουν καὶ φτάνουν ὡς τὰ σπλάχνα τῆς γῆς.

Μὰ πουθενὰ χρυσᾶ μῆλα.

Τότες ὁ Σκληρόκαρδος διατάζει νὰ μαζευτοῦν ἀπ’ ὅλον τὸν κόσμο οἱ πιὸ ἔξυπνοι Περβολάρηδες κι οἱ πιὸ καλοὶ Χτίστες.

Καὶ ξεχωρίζει τοὺς καλύτερους καὶ τοὺς βάζει νύχτα μέρα νὰ κοιτοῦν τὴ Μηλιά, νὰ τὴν ποτίζουν νὰ τὴν κλαδεύουν καὶ νὰ τὴν μπολιάζουν, μὴ κι ἀνθίσει καὶ βγάλει πάλι μῆλα.

Καὶ τοὺς χτίστες τοὺς παίρνει καὶ τοὺς βάζει νὰ χτίσουν τὸν πιὸ γερὸ τοῖχο· κι ἀπάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι ἀπάνω στὸ κάστρο πύργους κι ἀπάνω στοὺς πύργους πoλεμίστρες.

Καὶ μέσα ἀπὸ τίς πολεμίστρες φυλᾶνε μὲ τὰ μακριὰ κοντάρια καὶ τοὺς χρυσοῦς θώρακες ψηλοὶ στρατιῶτες μ’ ἄγρυπνα μάτια καὶ κοφτερὰ σπαθιά, μὴ τολμήσει κανεὶς καὶ ξεπεράσει τὸ νέο σύνoρo.

Γιατί τώρα ἔχει μέσα φυλαγμένη ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, τὴ δική του Μηλιά, τὴ Μηλιά-πού-κάνει-τα-Χρυσᾶ-Mήλα.

 

T’ Aρχοντόπουλα

Ὕστερα γέννησε ἡ γυναῖκα τοῦ Σκληρόκαρδου κι ἔκανε ἕναν γιο. Κι ἔτυχε τὴν ἴδια μέρα νὰ γεννήσει κι ἡ γυναῖκα τοῦ Στενόμυαλου καὶ νὰ κάνει κι αὐτὴ γιο.

Σὰν μεγάλωσαν, ὁ ἕνας εἶχε πιὸ χοντρὸ λαιμὸ καὶ πιὸ ἄγρια μάτια ἀπὸ τὸν πατέρα του.

Καὶ τὸν εἶπαν κι αὐτὸν Σκληρόκαρδο.

Κι ὁ ἄλλος, αὐτὸς εἶχε ἀκόμα πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά.

Καὶ τὸν εἶπαν ἄρχοντα Στενόμυαλον…

Καὶ μόλις πάτησε τὰ δεκαεφτά, ὁ νέος Σκληρόκαρδος βγάζει το γέρο πατέρα του ἀπό το θρόνο, τὸν κλείνει γερὰ καὶ σφαλιχτὰ στὴν πιὸ μαύρη φυλακὴ καὶ γίνεται Ἄρχοντας αὐτός.

Καὶ τὴν ἴδια μέρα, βγάζει κι ἡ μάνα τοῦ Στενόμυαλου τὸ ματοβαμμένο χρυσὸ δαχτυλίδι τοῦ πατέρα του καί τοῦ τὸ φορᾷ.

Ἔτσι ἔγινε κι αὐτὸς Ἄρχοντας.

Τώρα οἱ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο δὲν τολμοῦσαν νὰ κόψουν τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὰ δέντρα ἢ νὰ σκάψουν μὲ τὴν τσάπα τους τὴ γῆς, μὰ καὶ μόνο νὰ ποῦν ὅ,τ’ εἶχαν στὴν καρδιὰ καὶ στὸ μυαλό τους.

Γιατί οἱ δυὸ νέοι ἄρχοντες ἔχουν κατάσκοπους σ’ ὅλη τὴ χώρα.

Καὶ κὶχ νά ‘κανες, σοῦ ‘κοβαν τὸ κεφάλι.

Ὕστερα βγῆκε ἕνας λόγος, πού ‘λεγε πὼς ἡ Χρυσῆ Μηλιὰ θ’ ἀνθίσει καὶ θὰ κάνει τὰ Χρυσᾶ Μῆλα σὲ τρία χρόνια. Καὶ πὼς ὅποιος βρεθεῖ τὴ βλογημένη κείνη ὥρα κοντά της καὶ κόψει τὰ Χρυσᾶ Μῆλα, αὐτὸς θὰ ἐξουσιάζει μὲ τὸ σπαθί του καὶ τίς δυὸ χῶρες.

Κι ὁ κόσμος ―τότες― θὰ ζεῖ εὐτυχισμένος.

Μόλις τ’ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ δυὸ Ἄρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σὰν τὸ φλουρὶ ―ο ἕνας ἀπὸ φόβο, ὁ ἄλλος ἀπὸ ἔχθρητα καὶ ζήλια.

Κι ἀρχίζει τότες καὶ τοιμάζεται ὁ Νέος Στενόμυαλος κρυφά, νὰ πάρει πίσω τα Χρυσᾶ Μῆλα ποὺ μὲ τὸν παλιὸ τοῖχο ἦταν στὴ δική του μεριά.

Κι ὁ Σκληρόκαρδος, αὐτὸς δὲν κοιμᾷται πιὰ ἀπό το φόβο του μήν του πάρουν τὰ Χρυσᾶ Μῆλα· γιατί μὲ τὸν παλιὸ τοῖχο μονάχα ἡ ρίζα τοῦ δέντρου ἦταν στὴ δική του τὴ μεριά.

Βγάζει λοιπὸν διαλαλητὴ καὶ φωνάζει τοὺς πιὸ καλοὺς μαστόρους ἀπ’ ὅλες τίς χῶρες.

Καὶ μὲ τὴν προσταγή του κόβουν οἱ ξυλοκόποι τίς καρπερὲς ἐλιὲς νὰ σιάξουν Φράχτες. Κι οἱ μαραγκοὶ πριονίζουν τὰ ὄμορφα πεῦκα καὶ σιάχνουν χοντρὲς πόρτες. Κι οἱ σιδερᾶδες λιώνουν τὸ σκληρὸ σίδερο καὶ σιάχνουν μεγάλες ἀμπάρες καὶ χοντρὰ Kαρφιά. Κι οἱ χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα καὶ χτίζουν κάστρα, πύργους, πολεμίστρες. Καὶ στὸ τέλος γυρίζουν καὶ τὸ ποτάμι, ποὺ πότιζε τὴ χώρα, καὶ τὸ φέρνουν νὰ περνᾷ πλατὺ κι ἀφρισμένο μπρὸς ἀπὸ τ’ ἄπαρτο κάστρο ποὺ φυλάγει μέσα ὁ Ἄρχοντας τη Χρυσῆ τὴ Mηλιά.

Μὰ ὁ πονηρὸς Στενόμυαλος αὐτὸς φωνάζει ξένους τεχνῖτες ποὺ δουλεύουνε μόνο τὴ νύχτα.

Κρυμμένοι σ’ ἕνα βαθὺ λαγούμι, σαράντα μπόγια κάτ’ ἀπ’ τή γή, κρυφὰ μαστορεύουν καὶ ζητᾶνε νὰ βροῦνε νέες τέχνες, τὸν ἄπαρτο τὸν πύργο νὰ γκρεμίσουν καὶ τὸ παλιὸ τὸ σύνορο ἄκοπα νὰ διαβoύν.

Καὶ ξοδεύει τὸ χρυσάφι ὁ Στενόμυαλος καὶ σκορπᾷ τὸ μαργαριτάρι καὶ σὲ λίγο ἀδειάζουν ὅλες οἱ ἀποθῆκες ποὺ ἀπ’ τὸν καιρὸ τοῦ πατέρα του ἦταν γεμᾶτες.

Κι οἱ Ἄνθρωποι ζοῦνε ἀκόμα πιὸ δυστυχισμένoι.

Γιατί τὰ πουλάκια φύγαν ἀπ’ τὰ δάση· καὶ τὰ τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως τὸ κελάηδημά τoύς· καὶ τὰ παιδιὰ εἶναι ἀδύνατα καὶ πολὺ χλωμά· κι οἱ καρπερὲς ἐλιὲς κείτονται κομμένες στὸ χῶμα…

Κι ὅσοι δὲν εἶναι στρατιῶτες, δουλεύουν μόνο γιὰ νὰ γεμίζει τίς ἀποθῆκες καὶ νὰ ξοδεύει ὁ ἕνας ἄρχοντας ἢ γιὰ νὰ χτίζει ψηλὰ κάστρα ὁ ἄλλoς.

Καὶ μιὰ μέρα ἀκούγεται ἕνα φοβερὸ ποδοβολητὸ καὶ τρέμει ἡ γῆς καὶ σιοῦνται συθέμελα τὰ Kάστρα. Κι οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ πετιοῦνται πάνω τρομαγμένοι καὶ τί νὰ δoύν!…

Ἕνα μεγάλο σύννεφο ν’ ἁπλώνεται, ὥσπου φτάνει τὸ μάτι σου, κι ὅλο νὰ θολώνει καὶ ν’ ἀντριεύεται.

Κι ἔρχεται εὐτὺς ὁ Σκληρόκαρδoς. Καὶ βαροῦνε οἱ σάλπιγγες· κι αὐτὸς καβάλα ἀπάνω στ’ ὁλόλευκο ἄτι του, ποὺ δαγκάνει τὰ σίδερα καὶ χλιμιντρὰ νὰ πολεμήσει, προχωρᾷ καταπάνου στὸ σύννεφο νὰ δεῖ.

Καὶ ξαφνικὰ ἀστράφτουν χίλιες ἀστραπὲς καὶ πέφτουν χίλιοι κεραυνοὶ κι ἀντιβουίζουνε βουνὰ καὶ κάμποι. Καὶ μέσ’ ἀπ’ τὴ φωτιὰ π’ ἄστραψε ἀπ’ τὸν κουρνιαχτό, φαίνουνται γιὰ πρώτη φορὰ οἱ σημαῖες καὶ τὰ μπαϊράκια τ’ ἄρχοντα Στενόμυαλου.

Καὶ ξανατρέμει ἡ γῆς καὶ σκοτεινιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ κρύβεται ὁ ἥλιος…

Κι ἀρχίζουν μέσα σ’ ἕνα βουερὸ κι ἀπαίσιο μούγκρισμα νὰ σφυρίζουν καὶ νά ‘ρχουνται καταπάνου στὸ κάστρο μπάλες ἀπὸ καυτὸ σίδερο.

Καὶ τινάζουν τοὺς πύργους στὸν ἀγέρα, καὶ πέφτουν οἱ τοῖχοι σὲ συντρίμμια, κι οὐρλιάζουν οἱ στρατιῶτες, ποὺ τὸ καυτὸ μολύβι τους θερίζει τὰ ποδάρια, τοὺς κόβει κορμιά, τοὺς σφάζει ζωντανούς.

Καὶ τὸ ποτάμι γίνεται κόκκινο ἀπ’ τὸ πολὺ γαίμα, κι ἀφρίζει θυμωμένο τὸν ὀλοκόκκινον ἀφρὸ κι ὁρμᾷ νὰ πνίξει τ’ ἄλογα καὶ τὰ κανόνια καὶ τὴν κόκκινη ἀπ’ τὸ αἷμα μηλιὰ ποὺ κάνει τὰ Χρυσᾶ Μῆλα.

Τρέχουν εὐτὺς οἱ μυριάδες στρατός, μ’ ἀμέτρητους κουβᾶδες, σκύβουν στ’ ἀφρισμένο τὸ ποτάμι, κι ἀδειάζουν στ’ ἄσπλαχνο διψασμένο χῶμα τὸ κόκκινο αἷμα.

Κι ἀπὸ τότες, ὁ παλιὸς ἀνθισμένος κάμπος ἔχει παντοῦ κόκκινο χῶμα. Καὶ κανένα λουλούδι δὲ φυτρώνει. Οὔτε δέντρο. Κι οὔτε πουλὶ δὲν περνᾷ ψηλὰ στὸν οὐρανό…

Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατί νίκησε, τρέχει ὁ Νέος Στενόμυαλος πάνω στ’ ὁλόμαυρο ἄτι του, περνᾷ τὸ κόκκινο ποτάμι, βρίσκει τὸ σκοτωμένο Σκληρόκαρδο, τοῦ κόβει τὸ κεφάλι, καὶ πάει καὶ τὸ κρεμᾷ στὴ ματοβαμμένη Μηλιά.

Κι ἔτσι πῆρε ἐκδίκηση…

Ἀλλ’ ἄδικα περιμένει νὰ πάρει καὶ τὰ Χρυσᾶ Μῆλα.

Περνᾶνε χίλιες μέρες, ἑκατὸ βδομάδες, πενῆντα χρόνια, βγάζει ψαρᾶ γένια κι ἄσπρα μαλλιά, ὅμως ὄχι, δὲν ἀνθίζει γι’ αὐτὸν ἡ Μηλιά.

Τότες φωνάζει πίσω τούς ξένους τεχνῖτες. Kαι τούς βάζει νὰ σκάβουν βαθιὰ λαγούμια, πέρα ἀπ’ τὴ Χρυσῆ Μηλιά.

Ὕστερα, ξεζεύει μόνος του τὰ χίλια ἄλογα πού ‘σερναν τὰ κανόνια καὶ τὰ στήνει ὅλα μαζί, γυρισμένα καταπάνου στὴ χώρα τοῦ νικημένου Σκληρόκαρδου…

Καὶ μὲ τὰ κανόνια καὶ μὲ τὰ λαγούμια, πιστεύει πὼς ἔκλεισε μέσα καὶ τῇ χρυσῇ του τύχῃ.

Γιατί ἂν ἀνθίσει ἡ Μηλιά, μὲς στὴ δική του χώρα, χώρᾳ θὰ κάνει τὰ μῆλα, γιὰ τοὺς δικούς του μονάχα τοὺς γιους, τ’ ἀρχοντόπουλα.

 

O Σπιθοβολάκης

Ὕστερα, ἂν πεῖς πὼς δὲ γέννησε πάλι ἡ Ἀρχόντισσα, θά ‘λεγες ἔν’ ἄσκημο ψέμα. Γιατί κι οἱ δυὸ Ἀρχόντισσες γεννούσανε ὅλο ἀγόρια, τό ‘νὰ πιὸ ἄγριο καὶ πιὸ κακὸ ἀπὸ τ’ ἄλλο…

Καὶ κάθε ἕνας τους, ἤθελε γιὰ δική του μονάχα τὴ Μηλιά. Ἔκανε λοιπὸν νέον Πόλεμο νὰ τὴν πάρει πίσω. Κι ὁ ἄλλος ―αυτὸς ἔκανε πόλεμο, νὰ τὴ φυλάξει.

Καὶ κάθε φορὰ λέγανε ψέματα ―πὼς ὅλο καὶ θ’ ἀνθίσει ἡ Μηλιά, ὅλο καὶ θὰ κάνει τὰ ὄμορφα χρυσαφιὰ λουλούδια της. Καὶ πὼς τότες ὁ κόσμος θὰ ζεῖ εὐτυχισμένος…

Ὅμως ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη Πεῖνα, κι ἡ πιὸ φοβερὴ Δίψα ―άπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦμε ἀπάνω στὴ γῆς.

Οἱ ἀνθρῶποι τρώγαν καὶ ποντίκια καὶ γάτες· καὶ γιὰ νὰ πιοῦνε νερὸ ἀπλώναν στὴ γῆς ἀπάνω κουβᾶδες καὶ ντενεκέδες, κι ὅ,τι ἄλλο εἶχαν, μὴ ρίξει ὁ οὐρανὸς καμιὰ στάλα νά ‘χοῦν νὰ πιουν.

Ε, τότες λοιπόν, μιὰ καλομοίρα Γριά, εἶχε ψάξει χίλιες φορὲς τὴν ἀποθήκη τῆς μὴ βρεῖ μιὰ σταλίτσα ἀλεύρι, νὰ ψήσει ψωμί.

Καὶ λέει: «βρὲ δὲν πάω νὰ ψάξω μιὰν ἀκόμα;» Κι ἀδειάζει, ποὺ λέτε, ὅλα της τὰ σακιὰ καὶ στὸ τελευταῖο βρίσκει μιὰ χουφτίτσα ἀλεύρι…

Ἐκεῖ νὰ δεῖς χαρὰ τὴ Γριά: καὶ τ’ αὐτιά της γελούσανε! Πιάνει γλήγορα γλήγορα καὶ τὸ ζυμώνει καὶ τὸ πλάθει καὶ σιάχνει ἕνα κουλουράκι καὶ τὸ σκεπάζει μὲ τὴν κάπα της ὄμορφα ὄμορφα, νὰ ζεσταθεῖ, νὰ φουσκώσει.

Τώρα, ἡ Γριούλα αὐτὴ εἶχε δεκατρία παιδιά, καὶ τῆς εἶχαν πεθάνει ὅλα στὸν πόλεμο. Κι ὁ πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια, καὶ κάθε χρόνο ἔχανε κι ἕνα παιδί, κι ἔτσι τῆς ἔμεινε μόνο τὸ τελευταῖο, ποὺ τὸ λέγανε Σπιθοβολάκη.

Αὐτὸς ἦταν τὸ πιὸ καλὸ παιδὶ τῆς γειτονιᾶς· μὰ τί τὰ θές, ἦταν καὶ λίγο σκανταλιάρικο… Κείνη τὴ μέρα εἶχε χωθεῖ στὸ πιθαράκι μὲ τὸ λάδι, ἔτσι γιὰ νὰ πεταχτεῖ ἀπὸ μέσα τὴν ὥρα ποὺ θὰ τρώγανε καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ γελάσουν.

Μὰ σὰν εἶδε τὸ κουλουράκι ―ώπ! δίνει μιά, καὶ νὰ τὸν ἔξω ἀπ’ τὸ πιθάρι!… Τσίμπα ἀπὸ δῶ, τσίμπα ἀπὸ κεῖ, ἔφαγε δίχως νὰ τὸ καταλάβει ὅλο τὸ ζυμάρι…

Τί νὰ κάνει τότε; Κάθεται, παίρνει χῶμα, σιάχνει λάσπη, πλάθει ἕνα ὀλόϊδιο κουλουράκι, τὸ πασπαλίζει μὲ τὴν ἀλευρόσκονη πού ‘χὲ μείνει, καὶ ―τσούπ! ξανατρυπώνει στὸ πιθαράκι…

Ἔρχεται ὁ Γέρος κι ἡ Γριὰ νὰ φᾶνε κι ἀρχίζουν τίς φωνές.

― Σπιθοβολάκη!… Ποῦ ‘σαι, βρὲ Σπιθοβολάκη;… Ἔλα, ἔλα νὰ φᾷς!…

Σὰν εἶδαν κι ἀπόειδαν ποὺ δὲν ἐρχόταν ὁ προκομμένος ὁ γιος τους, κάθονται νὰ φᾶνε.

Πιάνει ὁ Γέρος τὸ κουλουράκι, τὸ δαγκώνει…

― Χάϊ, χάϊ! T’ εἴν’ αὐτό… Φτού! Xαφτού!

Κι ἀρχίζει τὰ γέλια τότες ὁ Σπιθοβολάκης μέσ’ ἀπ’ τὸ πιθαράκι, καὶ ψάχνουν αὐτοὶ θυμωμένοι νὰ τὸν βροῦν κι ἀπὸ δῶ τὸν ἔχουν, ἀπὸ κεῖ τοὺς φεύγει.

Κι ἀπὸ τὰ πολλὰ τὰ γέλια παίρνει δρόμο, μαζὶ μὲ τὸ πιθάρι… Καὶ βλέπει ἡ Γριὰ ἕνα κοτζὰμ πιθάρι νὰ τὸ σκάει ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ καταλαβαίνει πὼς κάποια διαολιὰ θά ‘ναι πάλι τοῦ Σπιθοβολάκη καὶ πιάνει τὴ σκούπα κι ἀρχινᾷ νὰ τὸν κυνηγᾷ.

Τρέχει, τρέχει ὁ Σπιθοβολάκης μέσα ἀπὸ τὸ πιθάρι. Κι ἔχει βγάλει όξω τὰ ποδάρια του, μὰ τὸ κεφάλι του μεγάλωσε ἀπ’ τὰ πολλὰ γέλια καὶ δὲ βγαίνει…

Τέλος φτάνει κοντὰ στὴ Χρυσῆ Μηλιά, δίνει μιὰ τοῦ πιθαριοῦ στὸν κορμό, τὸ σπᾷ καὶ λευτερώνεται. Μὰ ἡ μάνα του τὸν ἔχει φτάσει κι ἁπλώνει τὸ χέρι τῆς ―άπ!… νὰ τὸν τσακώσει.

― Μηλιά, μηλιά, ἀνέβασ’ μὲ ψηλά! λέει τότες ὁ Σπιθοβολάκης.

Κι εὐτύς, σκύβει ἡ Μηλιά, κι ὡσότου κλείσει ἡ μάνα του τὰ χέρια της, νά τον ὁ Σπιθοβολάκης ψηλά, πάvω στὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς καὶ χοροπηδᾷ καὶ σκάει στὰ γέλια!…

Καὶ βγάζει ἕνα σκοινὶ πού ‘χὲ δεμένο στὴ μέση του καὶ δένει μιὰ ψηλὴ κοῦνια κι ἀρχινᾷ τὸ γέλιο καὶ τὸ ξεφωνητὸ καί το τραγούδι…

Κι ἡ γριούλα μιὰ φοβᾷται μὴ τῆς πέσει, μιὰ τὴν πιάνουν τὰ γέλια μὲ τὴ διαολιὰ καὶ τὸ κέφι τοῦ γιου της.

Ἡ Μηλιὰ χαίρεται κι αὐτὴ κι ἀναγαλλιάζει, ἕνα παιδὶ σκαρφαλωμένο ἀπάνω της νὰ παίζει καὶ νὰ τραγουδᾷ…

Ἡ καρδιά της χτυπᾷ χαρούμενη· καὶ ξεχνᾷ τὸ πηχτὸ κόκκινο γαίμα ποὺ τὴν πότιζαν οἱ Κακοὶ Ἄρχoντες.

Κι ὁ Ἥλιος χαίρεται κι αὐτὸς ποὺ εἶδε τὴ χαρακαμένη μανούλα νὰ γελάσει. Καὶ λίγο πρὶν δύσει, στέλνει τίς τρεῖς πιὸ ὄμορφες ἀχτίνες του, νὰ τοὺς κρατήσουν συντροφιά, νὰ παίζουν κι ὅταν θὰ σκοτεινιάσει.

Μὰ ξαφνικὰ ―τὶ ἦταν αὐτό;… ―οι τρεῖς φωτεινὲς ἠλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιὰ ὄμορφα λoυλoύδια. Ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση! Καὶ ―νά τα!… τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα λάμπουν μέσα στὰ κλώνια τῆς Mηλιάς.

― Σπιθοβολάκη μου! Σπιθοβολάκη, φωνάζει τότες ἡ Γριoύλα. Κόψε, κόψε τὰ Χρυσᾶ Μῆλα!

― Θά μου τὰ δώσεις ἂν κατέβω; λέει ὁ Σπιθoβoλάκης.

― Ναί, γιόκα μoύ.

― Καὶ δὲ θὰ μὲ δείρεις γιὰ τὸ κουλουράκι; ξαναρωτᾷ τὸ σκανταλιάρικο.

― Ὄχι, γιόκα μoύ.

― Ε, τότες γιατί νὰ κατέβω; Ἄσε νὰ τελειώσω πρῶτα τὴν κοῦνια μoύ!… Xoπ!… Καὶ ξεκαρδίζεται νὰ γελᾷ, ὅπως πετᾷ ―οπ λα, λα­ κάτω ἀπὸ τὰ χρυσᾶ τὰ Μῆλα.

― Σπιθοβολάκη, Σπιθοβολάκη, λέει τότες ἡ Μανούλα τoύ. Δως μου τὰ Χρυσᾶ τὰ Μῆλα κι ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὴν πιὸ Χρυσῆν Εὐχὴ τῆς Mανoύλας. Τότες ὁ Σπιθοβολάκης ἀφήνει γλήγορα τὸ παιχνίδι, σκαρφαλώνει εὐτὺς πιὸ ψηλὰ καὶ ρίχνει τὰ Χρυσᾶ Μῆλα στὴ γλυκιά του Μανούλα. Κι ἐκείνη τοῦ λέει ψιθυριστά, στὸ μικρὸ ἔξυπνο αὐτάκι του, μιὰ Μαγικὴ Λέξη, τρεῖς φορές: «Εἰρήνη-Εἰρήνη-Εἰρήνη».

Καὶ κρατοῦσε στὰ χέρια τῆς τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα ποὺ θὰ φέρναν στὸν κόσμο τὴν εὐτυχία.

Ξανασκαρφαλώνει τότες ὁ Σπιθοβολάκης πολὺ ψηλά, πάνω στὴ Χρυσῇ τῇ Mηλιά. Κι ἀρχίζει νὰ φωνάζει, μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ λυγίζανε τὰ δέντρα ἀπ’ τὴν ἀνάσα πού ‘βγαζε κάθε φoρά.

Καὶ τὸν ἀκοῦν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ζοῦσαν χωριστὰ στὴ χώρα τοῦ τελευταίου Σκληρόκαρδου καὶ τοῦ τελευταίου Στενόμυαλου κι ἔρχουνται εὐτὺς νὰ δοῦν τί τρέχει.

― Παιδιά, λέει τότες μὲ τὴ βροντερή του φωνὴ ὁ παλικαρὰς ὁ Σπιθοβολάκης, ἡ Μηλιὰ ἄνθισε, γιατί νὰ κάνουμε πόλεμο γιὰ τὰ Χρυσᾶ Mήλα;… Ἡ Μηλιὰ ἄνθισε, κι ὅλοι οἱ Σκληρόκαρδοι κι ὅλοι οἱ Στενόμυαλοι μήτε τὸ πῆραν χαμπάρι, οὔτε τὴ Χρυσῆν Εὐχὴ τῆς Μανούλας ἔχουν μαζί τους… Εἰρήνη-Εἰρήνη-Εἰρήνη!

― Ζήτω-ὦ-ὦ!… θὰ γίνει!, φωνάζουν τότες κι ὅλα μαζὶ τ’ ἀγαπημένα παιδιά.

Κι ἀρχίζουν εὐτὺς τὸ τραγούδι καὶ τὸ χορὸ καὶ πιάνουνται ὅλοι χέρι μὲ χέρι κι ἀρχίζουν νὰ χοροπηδοῦν καὶ νὰ χορεύουν γύρῳ γύρῳ, -ώπα, ώπ! οὖλοι μαζί! ―γύρω ἀπ’ τὴ Χρυσῆ τὴ Μηλιά.

Καὶ τὸ χαρούμενο τραγούδι τους, γοργὸ σὰν κρούσταλλο νεράκι ἔλεγε:

Ἡ Μηλιά μας ἔχει ἀνθίσει

καὶ τὰ Μῆλα εἶναι Χρυσᾶ

καὶ σ’ Aνατολὴ καὶ Δύση

θὰ σκορπίσουν τὴ χαρά,

τράλα, λάλα, λά

τράλα, λάλα, λά!

 

Πήδα -χόπλα! Λύγα! -χόπλα!

Ἴσια τὸ κορμί -ἔϊ χό!

Τρέξτε ὅλοι, πιάστε ὅλοι

τὸ Λεβέντικο Χορό,

τράλα, λάλα, λό

τράλα, λάλα, λό!

 

Oι Ἄρχοντες

Τότες ἀκοῦν οἱ κακοὶ Ἄρχοντες το τραγούδι τῶν παιδιῶν. Καὶ γιομίζει ἡ καρδιὰ τοὺς φαρμάκι. Καὶ τρέμουν τὰ χέρια τοὺς ἀπὸ θυμό· καὶ λυσσᾶνε π’ ἄνθισε γιὰ τὰ Παιδιὰ ἡ Μηλιὰ καὶ δὲν ἄνθισε γι’ αὐτούς…

Κι ἁρπάζουν εὐτὺς τ’ ἄγρια ἀσημένια σπαθιὰ καὶ βγαίνουν όξω…

Μὰ τί νὰ δοῦν;!!…

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά, πιασμένα χέρι χέρι, νὰ πηδοῦν ἐλεύτερα γύρῳ,γύρω γύρῳ, γύρω ἀπ’ τὴ Χρυσῆ τὴ Μηλιὰ καὶ νὰ τραγουδοῦν…

Κι ἡ Μηλιά, εὐτυχισμένη, ν’ ἁπλώνει ὅσο μπορεῖ τὰ μεγάλα δυνατά της κλαδιά, ν’ ἀγκαλιάσει ὅλα τὰ παιδιά.

Μὰ ξαφνικά― … τί ἦταν αὐτό;… ―αστράφτει ὁ οὐρανός!… Χαράζει ἡ Ἀνατολή, φωτάει ἡ Δύση!… Κι ἀνθίζουν ὅλα τὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς ―άπ’ Ἀγάπη! Καὶ χιλιάδες Χρυσᾶ Μῆλα ἀστράφτουν ψηλά, πέφτουν σὰν ἀστέρια καὶ φυτρώνουν ἐκεῖ ποὺ πατοῦσαν τὰ ποδαράκια τῶν παιδιῶν… Κι οἱ Κακοὶ Ἄρχοντες, αὐτοὶ βλέπουν καὶ λυσσοῦν ―καὶ τρέμουνε τ’ ἄσκημα χέρια τους.

Γιατί ἄνθισαν γιὰ τὰ παιδιὰ τὰ μῆλα· κι εἶναι τὰ Μῆλα Χρυσᾶ κι εἶναι ὄμορφα· καὶ δὲν εἶναι γι’ αὐτούς.

Ε τότες, βγάζουν τ’ Ἀσημένια Σπαθιὰ κι ὁρμοῦν, καὶ τὰ μάτια τους πετοῦν φωτιές.

Καὶ ζυγώνουν σὰν ἄνεμος καὶ σηκώνουν τ’ ἄσπλαχνα σπαθιά, καὶ νά, τὰ κατεβάζουν, νὰ κόψουν τ’ ἀγαπημένα χεράκια, νὰ σφάξουν τὰ Παιδιά, νὰ φτάσουν τη Χρυσῆ Μηλιά, ν’ ἁρπάξουν αὐτοὶ τὰ μῆλα!

Μὰ τὰ σπαθιὰ δὲν κόβουν.

Καὶ τὰ χεράκια δὲ σπᾶνε.

Καὶ τὰ παιδιὰ τραγουδοῦν ἄφοβα καὶ χορεύουν.

Καὶ σφίγγουν ὅλο πιὸ πολὺ τ’ ἀγαπημένα χέρια.

Κι ὁ Μεγάλος Κύκλος πού ‘ναι πιασμένα καὶ χορεύουν ὅλα τὰ Παιδιά, γίνεται τότες πιὸ δυνατὸς ἀπ’ τὸν πιὸ φοβερὸν πολεμιστή, πιὸ φοβερὸς κι ἀπ’ τὸ ψηλὸ Κάστρο.

Τότες, θολώνουν τ’ ἄγρια μάτια τους.

Καὶ τὰ κοφτερὰ Σπαθιά, πέφτουν ἀπ’ τὰ χέρια τους.

Καὶ ζαλίζουνται, πέφτουν χάμου. Κι ἀνασηκώνουνται· καὶ ξαναπέφτουν.

Καὶ τὸ φαρμάκι πού ‘χουνε στὴ μαύρη ψυχή τους, ἔπηξε κι ἔγινε πηχτὸ κόκκινο γαίμα. Καὶ σταματᾷ τὴν ἄσπλαχνη καρδιά τους· νὰ μὴ χτυπᾷ πιά.

Καὶ παραλυοῦνε τὰ μακριὰ σουβλερά τους δαχτύλια. Καὶ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ σκοτώνουν.

Ε, σὰν εἶδαν τ’ Ἀρχοντόπουλα τοὺς ἀγαπημένους τους ἄρχοντες σκοτωμένους, φωνάζουν τοὺς φύλακες μέ-τα-Χίλια-Μάτια.

Κι ἀπὸ τοὺς Μαύρους Τάφους ξεπηδοῦν οἱ Στρατιῶτες με-τα-Χίλια Σπαθιά.

Καὶ ὅλοι μαζὶ οἴ ὀχτροὶ τῶν παιδιῶν ζυγώνουν, μὲ πνιχτὰ βήματα, μὲ μάτι θολὸ κι ἀγριεμένα Σπαθιά. Καὶ θέλουν κι αὐτοὶ νὰ σφάξουν τὰ παιδιά, ν’ ἁρπάξουν τὰ Χρυσᾶ τὰ Μῆλα.

Μὰ τὰ παιδιὰ δὲν τοὺς βλέπουν καὶ δὲν τοὺς ἀκοῦν. Καὶ χαρούμενα σφίγγουν τὰ χέρια. Κι ὅλο τραγουδοῦν.

Καὶ πετᾷ το τραγούδι τους γοργὸ κι ἀντηχεῖ ὡς τὸν Κόκκινον Κάμπο, κεῖ, ποὺ Πουλὶ δὲν πετᾷ καὶ Λουλούδι δὲ φυτρώνει.

Καὶ τ’ ἀκοῦν οἱ φτωχοὶ Περβολάρηδες ποὺ δεμένοι στὶς χρυσὲς ἁλυσίδες τοῦ Σκληρόκαρδου σκάβουν. Τί, δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν τὴ Μηλιὰ ν’ ἀνθίσει.

Καὶ τ’ ἀκοῦν οἱ Καλοὶ Χτίστες ποὺ δεμένοι στὶς βαριὲς ἁλυσίδες τοῦ Στενόμυαλου χτίζουν. Tι, δὲν μπόρεσαν νὰ φυλάξουν καλὰ τὴ Χρυσῆ Μηλιά.

Καὶ σηκώνουν τὰ μάτια καὶ βλέπουν τὸν Ἥλιο. Μὰ ξαφνικά, το τραγούδι ὁρμᾷ στὴ μεγάλη κόκκινη φωτιὰ καὶ τὴ σβήνει.

Τότες σωπαίνουν τὰ μεγάλα νεροπρίονα στὸ δάσος. Kι ἀπ’ τὰ βαθύσκια Δάση βγαίνουν οἱ ξυλοκόποι.

Καὶ φύλλο δὲν τρέμει, κι ἀγέρας δὲ φυσᾷ.

Κι ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι, π’ ἀγαποῦν τὰ Παιδιά, βλέπουν τότες τοὺς χίλιους μαύρους φύλακες ποὺ ζυγώνουν. Tι, ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς καὶ φάνηκε ὁ Ἥλιος· κι ἀκούγονται τὰ βαριά τους πατήματα καὶ γυαλίζουνε τ’ ἀσημένια τους σπαθιά… Καὶ ὡσὰν τοὺς εἶδαν, κάνουν ἔτσι καὶ σπᾶνε τίς ἁλυσίδες.

Καὶ ―νὰ τοί!― τρέχουν, πετοῦν, ξεχύνουνται, μὲ τσάπες καὶ τσεκούρια, μὲ πριόνια καὶ μυστριά, μὲ σίδερα ποὺ βρῆκαν καὶ κλαδιὰ ποὺ κόψαν.

Ἀστράφτει στὰ μάτια τους ἡ Ἀγάπη.

Καὶ γοργὰ χτυπᾷ στὶς φλέβες τὸ κόκκινο Ἀνθρώπινο αἷμα. Καὶ ἐρχόμενοι, ἐκεῖνα τὰ παλικάρια, ἐχυθήκαν ἀπάνω τους, ὡσὰν λεοντάρια λυσσασμένα.

Καὶ τότες ―άϊ χά! ―σηκώνουνται ψηλὰ τ’ ἀτσάλινα μπράτσα. Καὶ πρὶν κατέβουν, ξεψυχοῦν οἱ στρατιῶτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά. Καὶ σὰν κατέβουν, λιανίζουν, πετσοκόβουν, πελεκοῦν τοὺς λυσσασμένους φύλακες τῶν Ἀρχοντάδων.

Ὅμως ὅσοι ἀπομεῖναν ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ τελευταίου Σκληρόκαρδου καὶ τοῦ τελευταίου Στενόμυαλου ἑνωθήκανε τότες σ’ἕνα μεγάλο στρατό, κι  καὶ πάλι καταπάνου στὰ παιδιὰ γιὰ νὰ κόψουν τὰ ἑνωμένα τους χέρια καὶ νὰ πάρουν αὐτοί, γιὰ λογαριασμό τους μονάχα, τὰ τρία ―ολόχρυσα― Μῆλα.

Καὶ τότες καὶ οἱ πατεράδες καὶ ὅλες οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν ποὺ εἶδαν τὸν κίνδυνο αὐτὸν ὁρμήσανε καταμπρός, ἄλλοι ἀπὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν πίσω μεριά τους· καὶ ἐκάναν τὴν καρδιά τους σκληρὴ καὶ ἄπονη: Καὶ ἁρπάξαν τοὺς κακοὺς αὐτοὺς στρατιῶτες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ γυρίσαν κατὰ πίσω την κεφαλή τους καὶ τοὺς ἐχτύπησαν μὲ ὅλη τους τὴ δύναμη στὸ κεφάλι. Kαι μετὰ τοὺς ἐγύρισαν τὸ χέρι καὶ τοὺς ἐπῆραν τὸ μαχαίρι, ὅπου ἐκρατοῦσαν πρὶν μέσα στὰ δόντια τους γιὰ νὰ σφάξουν οἱ κακοῦργοι αὐτοὶ τὰ παιδιά. Καὶ μὲ τὸ ἴδιο αὐτὸ ἀτσάλινο μαχαίρι τοὺς χτυπήσαν μὲ μεγάλη δύναμη, ἴσα μέσα στὴν καρδιά. Ἔτσι σκληρὰ καὶ ἄπονα τοὺς ἐσκοτώσανε. Καὶ μένανε ἐκεῖ αὐτοὶ πάνω στὸ χῶμα ξαπλωμένοι ―δίχως νὰ μποροῦνε πιὰ νὰ κάνουν κακὸ σὲ κανέναν ἄνθρωπο― οὔτε καὶ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ κυνηγούσανε πρὶν μὲ κακία μεγάλη.

Ἐτότες ἐφάνηκε κι ἕνας καβαλάρης μὲ σπαθὶ ξεγυμνωμένο καὶ ἅρματα λαμπερά. Καὶ ἄρχισε νὰ σφάζει τοὺς φύλακες, ὅσοι εἴχανε ἀπομείνει· καὶ τοὺς ἐπῆρε κυνηγῶντας πέρα ἀπὸ τὴ Χρυσῆ τὴ Μηλιά, μέσα στὰ βουνά.

Καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὴ γῆ.

Καὶ τὰ παιδιὰ βοηθῶντας, καὶ μέ τη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐσταθήκανε νικητές.

Πιάνουνε λοιπὸν τ’ Ἀρχοντόπουλα καὶ τὰ κλείνουνε στὶς δικές τους σκοτεινὲς φυλακές.

Καὶ τοὺς στρατιῶτες τοὺς κόβουν εὐτὺς τὰ πολλὰ χέρια. Καὶ τοὺς ἀφήνουνε μόνο δυό, νὰ δουλεύουν καὶ νὰ τρων.

Kαι τοὺς Φύλακες ―αυτοὺς τοὺς πᾶνε καὶ τοὺς στήνουν μὲς στ’ ἀνθισμένα ἀμπέλια, νὰ φυλοὺν τὰ σταφύλια μὲ τὰ χίλια τοὺς μάτια, μὴν ἔρθει κάνα πουλάκι καὶ τσιμπήσει τίς γλυκὲς ζουμερὲς ρόγες…

 

O χορὸς τῆς χρυσῆς μηλιᾶς

Σκύβει τότες ὁ Σπιθοβολάκης, μαζεύει τὰ ὁλόχρυσα Μῆλα καὶ τὰ φυτεύει βαθιά, στὰ καρπερὰ σπλάχνα τῆς γῆς.

Κι ὁ Γέρος ―χάϊ! ―αυτὸς μοιράζει σ’ ὅλους τίς χίλιες Ἀσημένιες τσάπες.

Κι ἀπὸ πίσω ―νά την! ―σκαλίζει μ’ ἕνα σκαλιστηράκι κι ἡ Γριά.

Καὶ σὰ βρίσκει παλιὸ κίτρινο κοντάρι, τὸ σιάχνει εὐτὺς δρεπάνι-δρεπανάκι. Καὶ σὰ βρίσκει παλιὸ σκουριασμένο κανόνι, τὸ ρίχνει εὐτὺς στὴ μεγάλη κόκκινη Φωτιά.

Καὶ τὸ παίρνουν οἱ Σιδερᾶδες, τὸ χτυποῦν στὸ δυνατὸ ἀμόνι καὶ τὸ σιάχνουν ὄμορφο ἀλέτρι.

Καὶ πιάνει ὁ παλικαρὰς ὁ Σπιθοβολάκης τ’ ἀλέτρι κι ὀργώνει μὲ μιᾶς ὁλάκερη τη γῆς. Κι ἀπ’ τὸ γερὸ καὶ βαθὺ σκάψιμο, πέφτουν οἱ ψεύτικοι Πύργοι, γκρεμίζουνται οἱ ψηλοὶ μαῦροι Τοῖχοι, γεμίζουν χῶμα τὰ φιδωτὰ λαγούμια, πέφτουν οἱ Σκοτεινὲς φυλακές, καὶ τίποτα πιὰ δὲ χωρίζει ὅλα τὰ Παιδιά!

Κι ἀπὸ πίσω ―νὰ κι ὁ Γέρος! ρίχνει τὸ στάρι.

Καὶ νὰ καὶ τὰ Παιδιὰ ―αυτὰ θερίζουν τὰ κυματιστὰ ὁλόχρυσα στάχια.

Μὰ φυτρῶσαν καὶ τὰ Μῆλα. Καὶ βγῆκαν παντοῦ οἱ ὄμορφες ἀληθινὲς Μηλιές.

Καὶ ὅλοι ὅσοι βρίσκουνται τώρα κοντὰ στὴ Χρυσῆ Μηλιά, πιάνουνται χέρι μὲ χέρι, σφιχτὰ κι ἀγαπημένα, στὸν πιὸ λεβέντικο χορὸ πού ‘γινε ποτές.

Καὶ πιάνει ὁ Σπιθοβολάκης τὸν κάβο κι ἡ Γριούλα τὴν ἄλλη ἄκρη. Κι ὁ Γέρος ―χάϊ ―αυτὸς κάνει ἔτσι καὶ φωνάζει, φωνάζει ὅλα τὰ Παιδιά, ἀπ’ ὅλη τη Γῆς, στὸ χορὸ τῆς Χρυσῆς της Μηλιᾶς.

Καὶ βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια μὲ σβέλτα μάτια καὶ χλωμὸ πρόσωπο, Ἀραπάκια μὲ σγουρὸ μαλλὶ κι ἀστραφτερὸ χαμόγελο, Ἰνδιανάκια μὲ κόκκινο δέρμα καὶ πολύχρωμα φτερά, Ἐσκιμωάκια μὲ λοξὰ μάτια καὶ τολμηρὸ πρόσωπο.

Ἡ Μηλιά μας ἔχει ἀνθίσει

καὶ τὰ Μῆλα εἶναι χρυσᾶ

καὶ σ’ Aνατολὴ καὶ Δύση

θὰ σκορπίσουν τὴ χαρά,

τράλα, λάλα, λά

τράλα, λάλα, λά

Κι ὁ Μεγάλος Κύκλος ἁπλώνει καὶ μεγαλώνει καὶ γυρνᾷ καὶ χορεύει καὶ τραγουδᾷ καὶ σὲ λίγο ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴ γῆ μας, ὅπως ταξιδεύει φωτεινὴ κι ὄμορφη στὸ Γαλάζιο Ἄπειρο.

Κι ἡ Γής ἀναγαλλιάζει χαρούμενη, ὅλα τὰ παιδιὰ ἀγαπημένα, νὰ χορεύουν ἀπάνω τῆς καὶ νὰ τραγουδοῦν.

Ἡ καρδιά της χτυπᾷ χαρούμενη.

Καὶ ξεχνᾷ τὸ πηχτὸ κόκκινο γαίμα ποὺ τὴν πότιζαν οἱ Κακοὶ ἄρχοντες.

Κι ἀνθίζει εὐτὺς τὰ χαρούμενα δέντρα κι ὡριμάζει ἄφθονους τοὺς χρυσοῦς της καρπούς.

Καὶ βάζει τὰ ποτάμια νὰ ποτίζουν καὶ δένει τὸ πιὸ ὄμορφο στάρι. Καὶ λέει στὰ ψηλὰ βουνὰ νὰ κρατοῦν τ’ ἄσπρο χιόνι, νά ‘χοῦν καὶ τὸ καλοκαίρι νερὸ νὰ ποτίζουν οἱ Ἄνθρωποι.

Κι ὁ Ἥλιος αὐτὸς στέλνει τίς πιὸ ὄμορφες Ἀχτίνες του. Καὶ γελοῦν καὶ χορεύουν μὲ ὅλα τὰ Παιδιά!

Κι εἶναι ὅλοι δυνατοὶ ―καὶ χαρούμενοι― καὶ πολύ, μὰ πολὺ εὐτυχισμένοι.

Γιατί τὰ πουλάκια ξαναγύρισαν στὰ δάση. Καὶ τὰ τριαντάφυλλα ξανάνθισαν μὲ τὸ κελάηδημά τους. Καὶ τὰ Παιδιὰ εἶναι πολὺ γερὰ καὶ ροδοκόκκινα. Κι οἱ καρπερὲς Ἐλιὲς ἀνθίζουν ξανὰ τὸν πιὸ ὄμορφο καρπὸ καὶ χαρίζουν σ’ ὅλους τὸ χρυσὸ χρυσὸ λάδι, τῆς μιᾶς Ἀτέλειωτης Εἰρήνης τῶν Ἀνθρώπων.

Τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα εἶχαν ἀνθίσει.

Ψέματα κι ἀλήθεια, ἔτσι εἴν’ τὰ παραμύθια·

μήτε ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖ, μήτε σεὶς νὰ τὸ πιστέψετε.

Τέλος τοῦ παραμυθιοῦ, Καλησπέρα σας…