Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Τά ἐγκλήματα τῆς Τουρκίας καί ἐμεῖς


Ἔβλεπα τόν Ἐρντογάν στό πόντιουμ τοῦ ΟΗΕ καί σκεφτόμουν πόσο ἄθλια ἔχει φερθεῖ στήν Ἑλλάδα ἡ ἑκάστοτε συμμορία τῶν ἑκάστοτε «συμμάχων» μας.

Οὔτε μισή γραμμούλα ἀναφορᾶς στά ἐγκλήματα τῆς Τουρκίας δέν ὑπάρχει στήν Συνθήκη τῆς Λωζάννης, μέ τήν ὁποία ὁρίσθηκαν τά σύνορα ἑνός κράτους καταπατητῶν, ἑνός κράτους εἰσβολέων, πού ἐκτείνεται σέ ἐδάφη τά ὁποῖα ἀνῆκαν σέ ἄλλους λαούς καί πολιτισμούς.

Βάλθηκε ἡ ἀνθρωπότητα ὁλάκερη νά θυμίζει σέ τακτά διαστήματα (καί πολύ σωστά) στούς Γερμανούς τά ἐγκλήματά τους. Στούς Τούρκους, κανείς. Ἡ νεολαία τῆς Τουρκίας δέν γνωρίζει τά ἐγκλήματα τῶν προγόνων της…

Στό σπίτι μας δίπλα ἔμενε ἡ οἰκογένεια τοῦ δημοσιογράφου Μανέτα. Εἶχα τήν εὐτυχία νά εἶμαι ἀπό τά ἀγαπημένα παιδιά τῆς Σάσας καί τῆς μαμᾶς της, φυσικά. Ἄν θυμᾶμαι καλά, τό σπίτι τους εἶχε δύο πατώματα καί τό ἕνα τό νοίκιαζαν. Στό ἐπάνω πάτωμα, λοιπόν, τό 1955 ἦλθε καί ἔμεινε μιά οἰκογένεια διωχθέντων Ἑλλήνων ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Μικρά παιδιά ἔμεῖς, πιάσαμε ἀμέσως φιλίες μέ τά σχεδόν συνομήλικα ἀγόρια τῆς οἰκογένειας τῶν ὁμογενῶν. Οὔτε ρωτήσαμε τί ἔγινε οὔτε μάθαμε, γιά πολύ καιρό, τί εἶχε γίνει στήν Πόλη ἐκεῖνον τόν μαῦρο Σεπτέμβριο. Αὐτά τά μάθαμε πολύ ἀργότερα, καθώς οἱ γονεῖς μας ἀπέφυγαν νά μᾶς τά ποῦν τότε, ἴσως γιά νά μήν πληγώσουν τίς παιδικές μας ψυχές. Μέ εἶχε ἐντυπωσιάσει ὁ μεγάλος ἀριθμός τῶν παιγνιδιῶν πού εἶχαν φέρει μαζί τους, καθώς καί μιά σειρά μέ περιοδικά, στά ἀγγλικά. Μπούφαλο Μπίλ, Πέκος Μπίλ, Ἄνθρωπος-νυχτερίδα, Ὑπεράνθρωπος, περιοδικά πού στά ἑλληνικά τά εἴδαμε πολλά χρόνια ἀργότερα.

«Τά φέραμε ἀπό τήν Πόλη» μοῦ εἶχε πεῖ ὁ Μάκης, κι ἐγώ ἄκουγα «Πόλη» καί φανταζόμουν κάτι τό τεράστιο, τό ἐξωπραγματικό…

Χρόνια ἀργότερα, στό Γυμνάσιο, μιλήσαμε γιά τό «Πογκρόμ» τῆς Κωνσταντινούπολης. Δέν ἦταν μάθημα κανονικό. Ὁ καθηγητής μας, ὁ Ἀχιλλέας Λαζάρου, μᾶς μίλησε γιά ἕνα θέμα τό ὁποῖο μέχρι τότε, στά 13 μας, δέν εἴχαμε ἀγγίξει! Βεβαίως, ὡς καταγόμενος ἀπό τήν Νίκαια, εἶχα πολλά ἀκούσει γιά τήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, γιά τίς σφαγές καί τούς διωγμούς τῶν Ἀρμενίων, γιά τίς ὁποῖες μᾶς εἶχε μιλήσει ὁ ντόκτορ-φιλοσόφ Ἀνανίας Χατσατουριάν, ἕνας συμπαθέστατος Ἑλληνο-Ἀρμένιος καθηγητής σέ κάποιο μεγάλο Πανεπιστήμιο τῶν ΗΠΑ, ὁ ὁποῖος ἐπισκεπτόταν κατά καιρούς τούς συγγενεῖς του καί γείτονές μας (μεσοτοιχία) Σαρκίς καί Βαρτουῆ.

Ἡ ἀφήγηση τοῦ καθηγητῆ μας καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀφηγεῖτο, ἄγγιξε κάτι μέσα μου, καί ἔκτοτε ἀσχολήθηκα ἐπισταμένως μέ τό συγκεκριμένο θέμα.

Ἔγραψα πολλές φορές, ἀλλά νομίζω ὅτι δέν μπορεῖ ἡ πέννα ἑνός ἀνθρώπου πού δέν ἔζησε ἐκεῖνες τίς ἐφιαλτικές ἡμέρες νά ἀποδώσει τήν θηριωδία τοῦ τουρκικοῦ ὄχλου.

Πολλά χρόνια ἀργότερα, καλεσμένος σέ μιά συνάντηση Κωνσταντινουπολιτῶν, συνάντησα τόν Μάκη, τό παιδί τοῦ διπλανοῦ σπιτιοῦ τῶν παιδικῶν μας χρόνων. Μιλήσαμε γιά ὥρα πολλή, μοῦ εἶπε πράγματα πού ἔζησε, σάν παιδί ἕξι ἐτῶν, μοῦ μίλησε γιά τόν τρόμο τῆς μάνας καί τοῦ πατέρα του, τούς ὁποίους ξυλοκόπησαν οἱ ὀρδές τῶν ἀτάκτων τοῦ Μεντερές. Μοῦ εἶπε γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τούς ἔδιωξαν, πού δέν τούς ἄφησαν νά πάρουν μαζί πράγματα τά ὁποῖα εἶχαν ἰδιαίτερη ἀξία.

«Καί γιατί δέν τά εἴπαμε τότε, Μάκη;» τόν ρώτησα. «Τότε ἤθελα νά ξεχάσω.» Μοῦ εἶπε…


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: