Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα

 

Στὸ ἀποκαλυπτικὸ αὐτὸ κείμενο τοῦ κυρ Φώτη Κόντογλου γίνεται λόγος ὄχι μόνο γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ποὺ δια τοῦ θείου φωτός Τοῦ καθαρίζει καὶ ἁγιάζει τὰ πνευματικά μας αἰσθητήρια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν αἰτία ποὺ κάποιοι πολεμοῦν καὶ καταφρονοῦν τὴν ἁγία ὀρθόδοξη παράδοση.

Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, σήμερα μᾶς κράζει ὁ θεόγλωσσος ὑμνωδός, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγοντας «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως Χριστὸν ἐξαστράπτοντα καὶ χαίρετε φάσκοντα τρανῶς ἀκουσόμεθα, ἐπινίκιον ἄδοντες». Μᾶς κράζει λοιπὸν νὰ καθαρίσουμε τίς αἰσθήσεις μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε τὸ Χριστὸ τὸν ἀναστημένο ἀπὸ τὸν τάφο. Νὰ καθαρίσουμε τίς αἰσθήσεις μας, γιατί εἶναι ἀκάθαρτες, βρωμισμένες, ἐπειδὴ τίς μεταχειριζόμαστε γιὰ σαρκικὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα. Καὶ πῶς, ἄραγε καθαρίζονται οἱ αἰσθήσεις; Ἀμα, καθαρισθεῖ ἡ καρδιὰ καὶ ἡ διάνοιά μας μὲ τὴν πνευματικὴ τροφὴ καὶ μέ τη χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θὰ καθαρισθοῦνε κ’ οἱ αἰσθήσεις μας καὶ θὰ γίνουνε ἀπὸ σαρκικές, πνευματικές. Ὁ ὑμνωδὸς τὸ λέει αὐτὸ γιατί τὸ διδάχθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα του ποὺ εἶπε στοὺς Μακαρισμούς: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ ἂν καθαρίσουμε τίς αἰσθήσεις μας, λέει πὼς θὰ δοῦμε τὸ Χριστὸ «ἐξαστράπτοντα», μὲ ἀστραπή, ὄχι θαμπά, ἀλλὰ καθαρότατα, ἀστραφτερὸ ἀπὸ τὸ ἀπλησίαστο φῶς τῆς Ἀναστάσεως, «τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως». Κι’ ὄχι μονάχα θὰ τὸν δοῦμε «τηλαυγώς», ἀλλὰ καὶ θὰ τὸν ἀκούσουμε κιόλας (γι’ αὐτὸ πρέπει νάναι καθαρὲς ὅλες οἱ αἰσθήσεις μᾶς) , κ’ ἡ φωνή του δὲν θάρχεται ἀπὸ μακρυά, νὰ ἀμφιβάλλουμε ἂν τὸν ἀκούσαμε ἢ δὲν τὸν ἀκούσαμε, ἀλλὰ «τρανῶς», δυνατά.

Τίς αἰσθήσεις μας δὲν τίς μολύνουμε μονάχα σὰν κάνουμε μ’ αὐτὲς σαρκικὰ ἔργα κι’ ἐνέργειες, δηλαδὴ σὰν τίς μεταχειριζόμαστε γιὰ τίς ἀπολαύσεις τοῦ κορμιοῦ, ἀλλὰ κι’ ὅταν τίς μεταχειριζόμαστε γιὰ κάποια ἔργα ποὺ τὰ λέγει ὁ κόσμος «πνευματικά», ἐνῶ εἶναι κι’ αὐτὰ σαρκικά, καὶ μάλιστα αὐτὰ εἶναι συχνὰ πιὸ πονηρὰ ἀπὸ τὰ ἄλλα ποὺ φαίνονται φανερὰ πὼς εἶναι σαρκικά. Αὐτὰ τὰ λεγόμενα «πνευματικὰ» ἔργα εἶναι οἱ πονηρὲς σκέψεις ποὺ κάνει ὁ νοῦς μας ψάχνοντας τὰ θεϊκὰ πράγματα, καὶ ποὺ εἶναι ἀσεβέστατες, καὶ σὲ αὐτὲς μᾶς σπρώχνει ἡ ὑπερηφάνειά μας καὶ ἡ ἀφοβία μας μπροστὰ στὸ Θεό, γιατί δίνουν τροφὴ στὴ ματαιοδοξία μας ἐπειδὴ φαινόμαστε πολύξεροι στοὺς ἄλλους, ἐνῶ ὁ σοφὸς Σολομῶν εἶπε: «Ἀρχὴ τῆς σοφίας (δηλ. τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας) εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου». Μ’ αὐτὰ τὰ ψαξίματα καὶ μὲ τίς φιλοσοφίες, ὁ χριστιανὸς ἀληθινὰ μολύνει τίς αἰσθήσεις του, τίς στομώνει, κι’ ἀντὶ νὰ τίς κάνει πνευματικές, τίς κάνει ὄργανα χονδροειδῆ, ἀφοῦ μ’ αὐτὲς ἐρευνᾷ χονδροειδῆ, ὑλικὰ πράγματα, κι’ ὄχι πνευματικά. Γιατί, ὅπως εἶπα πρίν, μ’ ὅλο ποὺ αὐτὲς οἱ ἐνέργειες φαίνονται πνευματικές, στ’ ἀληθινὰ εἶναι σαρκικές, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέγει πὼς τίς κάνει «ὁ νοῦς τῆς σαρκός», γράφοντας στοὺς Κολοσσαεῖς: «Ἄς μὴ σᾶς κατακρίνει κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀρέσει μιὰ δῆθεν ταπεινόφρονη λατρεία τῶν ἀγγέλων, ποὺ βυθίζονται σὲ ψεύτικα ὁράματα καὶ χωρὶς λόγο ὑπερηφανεύονται μὲ τὸ ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία μυαλὸ τούς» (Κολοσ. β, 18). Καὶ στοὺς Ἐφεσίους γράφει: «Αὐτὸ σᾶς λέω καὶ τὸ τονίζω, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ ζεῖτε πιὰ ὅπως ζοῦν οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ ἀκολουθοῦν τοὺς μάταιους διαλογισμούς τους. Τὸ μυαλό τους εἶναι σκοτισμένο καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ δίνει ὁ Θεός, γιατί ἔχουν ἄγνοια, καὶ ἡ καρδιά τους ἔχει πωρωθεῖ» (Ἐφεσ. δ, 17-18). Ποιά λοιπὸν λέγει «ματαιότητα τοῦ νοὸς τῶν ἐθνῶν»; Δὲν λέγει τὰ μάταια ψαξίματα ποὺ κάνανε οἱ φιλόσοφοι, ἂς ἤτανε κ’ ἐκεῖνοι ποὺ φαινόντανε οἱ πιὸ πνευματικοί; Αὐτὰ ποὺ λέγανε ἤτανε σάρξ, (γιατί «το ἐκ τῆς σαρκός, σὰρξ ἔστι») ἀφοῦ ὅ,τι κάνανε τὸ κάνανε ὄντας «ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ τὸ κάνανε μὲ πνεῦμα σαρκικό. Ὅποιος ψάχνει κ’ ἐρευνᾷ μὲ αὐτὸ τὸ σαρκικὸ πνεῦμα, πρῶτα χάνει τὴν παρθενικὴ ἁπλότητα τῆς διάνοιας, γιὰ τὴν ὁποία πρωτομακάρισε (αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος μακαρισμὸς) ὁ γλυκύτατος Χριστός μας ἐκείνους ποὺ τὴν ἔχουνε, λέγοντας «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Ὕστερα, αὐτὸς ποὺ σκαλίζει μὲ τὸ μυαλό του τὰ θεῖα, πειράζει το Θεὸ ποὺ κρύβεται ἀπὸ τίς ἀδιάκριτες διάνοιες καὶ χώνεται μέσα στὸ γνόφο, κι’ αὐτὸ τὸ φανερώνει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, λέγοντας: «Φανερὸς ἔγινα σὲ ἐκείνους ποὺ δὲ μὲ ρωτᾶνε, καὶ γνωρίσθηκα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν μὲ ζητᾶνε μὲ πονηρία». Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει: «Πίστις οὐκ ἔστι τὸ ζητούμενον· ὅν τρόπον γὰρ ἐλπὶς βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπὶς οὕτῳ καὶ πίστις ἐρευνωμένη καὶ οὐκ ἔχουσα τὸ ἀζήτητον, πίστις οὐκ εἴη, κατὰ τὸν ἴσον τῇ ἐλπίδι λόγον». Κι’ ὁ μέγας Βασίλειος λέγει: «Τὸ ἁπλοῦν της πίστεως ἰσχυρότερον ἔστι τῶν λογικῶν ἀποδείξεων».

Καὶ μολαταῦτα πλῆθος χριστιανοὶ καταγίνονται ἀκόμα σήμερα, καὶ πιὸ πολὺ μάλιστα, μὲ τέτοιου εἴδους ψαξίματα καὶ ἔρευνες «ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ» ὅπως ἔλεγε ὁ Παῦλος γιὰ τοὺς ἐθνικούς, κι’ ἀνακατεύουνε μὲ τὴν πίστη, ποὺ δὲν γνωρίσανε οἱ δυστυχεῖς τί λογῆς πρᾶγμα εἶναι, τίς ἐπιστῆμες καὶ τίς φιλοσοφίες, καὶ «ψυχραίνουνε» μ’ αὐτὰ ποὺ λένε «τὴν πίστη τῶν πολλῶν», κ’ ἐνῶ ὁ μάταιος λογισμὸς τους καταγίνεται μὲ «μάταια καὶ ψεύδη», καταργοῦν ἀπὸ ἀλαζονεία κι’ ἀπὸ κουφότητα τὴν ἁγία Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε ὁ χριστιανισμὸς νὰ καταντήσει ἕνα σύστημα ἐπίγειας ζωῆς, χωρὶς ἀποκαλύψεις Ἀθανασίας, δηλαδὴ χωρὶς Χριστό. Κι’ αὐτοὶ θέλουνε νὰ διδάξουνε τὰ ἁπλοϊκὰ κι’ ἀθῶα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὰ μακάρισε ὁ ἴδιος σ’ ὅλους τοὺς Μακαρισμούς, μὰ ἰδιαίτερα στὸν πρῶτο καὶ στὸν ὄγδοο.

Τοῦτοι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι πῶς γιορτάζουνε Χριστὸν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν; Ξένον καὶ παράδοξον! Φιλοσοφοῦντες καὶ ἐπιστημοῦντες πιστεύουν; Μὰ ποιός πίστεψε ποτὲ φιλοσοφῶντας; Ρωτῶ νὰ μάθω. Μὲ τὸ Χριστό, ἡ φιλοσοφία τελείωσε καὶ θάφτηκε γιὰ ὅποιον πίστεψε σ’ Αὐτόν. Ἄς ἀκούσουνε τὸν Παῦλο ποὺ φωνάζει «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα». Ποιά εἶναι τὰ ἀρχαῖα; Ἡ ματαιότητα τοῦ νοῦ, οἱ ἔξυπνοι κ’ εὔστροφοι συλλογισμοί, τὸ νὰ ψευδοταπεινώνεσαι ἐνῶ ἡ περηφάνια σου φανερώνεται ἀπὸ τὰ διανοήματά σου, ὅπως κάνανε πρὸ Χριστοῦ οἱ ἠθικοὶ φιλόσοφοι καὶ τώρα οἱ ἠθικολόγοι Χριστιανοί. «Ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα». Φωνὴ ἐλπιδοφόρα τοῦ εὐλογημένου Παύλου, ποὺ ξαναλέγει στὴ καρδιά μας, ὅ,τι λέγει καὶ τὸ «χαίρετε» ποὺ εἶπε ὁ Ἀναστημένος Κύριός του καὶ Κύριός μας! Νά, τὰ πάντα γινήκανε καινούρια! Γινήκανε καινούρια γιατί εἶναι «καινὸν καὶ ξένον» ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸ τὸ «καινούριο» τὰ ἔκανε ὅλα καινούρια, ἐπειδὴ κατήργησε τὰ παλιά. Κατήργησε τὰ παλιὰ «ὁ καταργήσας τὸν θάνατον», γιατί ὅπου δὲν βρίσκεται «ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ζωῆς» βασιλεύει ὁ θάνατος. Κατάργησε τὴν κατάρα τῆς σάρκας, κ’ ἔφερε τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματος. Κατάργησε τὴ γνώση κ’ ἔφερε τὴν Πίστη («Δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται»). Τὸ παλιὸ ἤτανε ἡ Γνώση, τὸ ψάξιμο, τὸ νὰ ψηλαφεῖ ὁ ἄνθρωπος στὰ τυφλὰ καὶ νὰ μὴ βρίσκει τίποτα. Τὸ καινούριο εἶναι ἡ Πίστη ποὺ ἀνοίγει τὰ πνευματικὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου καὶ βλέπει τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης «Χριστὸν ἐξαστράπτοντα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως». Ἐκεῖνος φθάνει γιὰ ὅλα, δὲν χρειάζεται πιὰ διόλου νὰ ψάχνει τὸ μυαλὸ μας σὰν τῶν ἐθνικῶν φιλοσόφων, ἀφοῦ βρέθηκε «ἡ ὁδός», δηλαδὴ Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε καθαρὰ καὶ σύντομα: «Ὅλα μοῦ ἔχουν παραδοθεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Κανένας δὲν γνωρίζει πραγματικὰ τὸν Υἱὸ παρὰ μόνο ὁ Πατέρας· οὔτε τὸν Πατέρα τὸν ξέρει κανεὶς πραγματικά, παρὰ μόνο ὁ Υἱός, καθὼς κι ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο θέλει ὁ Υἱὸς νὰ τὸν φανερώσει» (Ματθ. ια’, 27). «Ὅποιον θέλει ὁ Γιὸς νὰ φανερώσει, νὰ γνωρίσει τὸν Πατέρα». Ποῦ πᾶς, λοιπόν, χριστιανέ, νὰ γνωρίσεις το Θεὸ καὶ τὸ Χριστὸ ἐσύ, ὁ τυφλός, ὁ ἀδύνατος, ὁ ἀκάθαρτος, μὲ τὴ δική σου δύναμη, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας εἶπε πὼς μονάχα ὁ Πατέρας φωτίζει τὴ διάνοιά σου γιὰ νὰ γνωρίσεις τὸ Χριστό, κι’ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ γνωρίσεις τὸν Πατέρα; Καὶ δὲν πέφτεις σὲ προσευχὴ νὰ τὸ παρακαλέσεις νά σε φωτίσει, ἀλλὰ καταγίνεσαι μὲ ἀσεβῆ ψαξίματα, ὅπως ἐκεῖνοι οἱ ἀρχαῖοι ποὺ δὲν εἴχανε ἀκούσει ἀκόμα τὸ Χριστὸ νὰ λέγει μὲ ἐξουσία αὐτὰ τὰ λόγια; Κι’ ἀλλοῦ ποὺ λέγει «Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα, ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός, ἐγὼ εἶμαι ὁ καθηγητής, ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς, ἐγὼ εἶμαι ὁ γιατρός, ὁ μεσίτης» (Τιμοθ. Α, β, 2), ὁ ποιμήν, τὸ ραβδί. Αὐτὸς εἶναι ὁ «πρωτότοκος τῆς καινῆς κτίσεως», ποὺ ἔκανε «καινὰ τὰ πάντα» κ’ ἔκανε καὶ «καινοὺς ἀνθρώπους», «τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Ναί, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅλα γινήκανε καινούρια. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ὑμνωδὸς λέγει μὲ χαρὰ κι’ ἀγαλλίαση «Δεῦτε πόμα πίομεν καινὸν οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου (τῆς φιλοσοφίας) τερατουργούμενον, ἀλλ’ ἀφθαρσίας πηγὴν ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ ἕν ὦ στερεούμεθα» (ἐλᾶτε νὰ πιοῦμε τὸ καινούριο ποτό, ποὺ δὲν ἀναβλύζει θαυματουργικὰ ἀπό το βράχο, ἀλλὰ ποὺ εἶναι πηγὴ ἀθανασίας, καὶ ποὺ ἀναβλύζει ἄφθονο ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο εἴμαστε στερεωμένοι) καὶ «Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος τῆς θείας εὐφροσύνης ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρᾳ τῆς ἐγέρσεως, βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν, ὑμνοῦντες αὐτὸν ὡς Θεὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (ἐλᾶτε νὰ μεταλάβουμε, κατὰ τὴν ἐπίσημη αὐτὴ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ εἶναι καὶ ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸ νέο γέννημα τοῦ ἀμπελιοῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι θεία εὐφροσύνη, καὶ ἂς ὑμνοῦμε Αὐτὸν ὡς Θεὸ στοὺς αἰῶνες).

Ἀδελφοί μου Χριστιανοί, ἐσεῖς ποὺ καταγινόσαστε μὲ τίς ἐπιστῆμες καὶ μὲ τίς φιλοσοφίες, ἀκοῦστε τὸν Κύριο ποὺ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη «Ἐμένα μὲ ἀφήσανε, ποὺ εἶμαι πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ σκάψανε κάποιους ξερόλακκους ποὺ δὲν ἔχουνε νερό». Καὶ ποὺ λέγει μὲ τὸ δικό του στόμα στὸ Εὐαγγέλιο «ὅποιος βάλει τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι μου καὶ βλέπει πίσω, δηλαδὴ δὲν ἀπαρνήθηκε τὴ κοσμικὴ γνώση ποὺ καταγινόντανε oι ἄνθρωποι πρὶν νὰ ἔλθω ἐγὼ στὸν κόσμο, δὲν εἶναι δεκτὸς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. θ’, 62) . Καὶ ποὺ εἶπε πάλι ἄλλη φορά: «δὲν βάζουνε καινούριο κρασὶ σὲ παλιὰ ἀσκιά».

Ἄς καθαρίσουμε λοιπὸν τὴ διάνοιά μας ἀπὸ τὴ θολούρα τῆς πολύπλοκης γνώσεως, γιατί ἀλλιῶς δὲν θὰ δοῦμε τὸ Χριστὸ «ἐξαστράπτοντα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως», κι’ οὔτε θὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέγει τρανῶς τὸ «Χαίρετε». Μάτια νὰ τὸν δοῦμε κι’ αὐτιὰ γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει μὲ κανένα τρόπο ἡ γνώση, ἡ «κενὴ ἀπάτη», ἀλλὰ μονάχα ἡ εὐλογημένη Πίστη στὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ εἶναι δοξασμένος στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: