"Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε, οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο..."
Η μητέρα που τόσο πολεμείται στις μέρες μας γι’αυτους τους ανωμάλους ντε λέμε που θενε "μπαμπάδες με μπαμπάδες" και "μαμάδες με μαμάδες" που ισοπεδώνουν οι αναίσχυντοι κάθε άξια και τιμή στη μάννα …
Ας δούμε με τα μάτια των ποιητών και των συγγραφέων της πατρίδας μας,με την λέξη που γεννά τη ζωή… Λέξη συνώνυμη με τις λέξεις αγάπη,
Ελεγε ο Οδυσσέας Ελύτης πως "Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου ..."
Ο Νίκος Καζαντζάκης θα περιγράψει την δική του μάνα στο βιβλίο "Αναφορά στον Γκρέκο":
«Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ’ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζανα πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου• κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντηλό της να φύγει.
Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά ’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου• δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου• δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε για την μητέρα στο βιβλίο του "Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του....":
Η μητέρα είχε ένα καλαμένιο πανέρι γεμάτο κουβαρίστρες, δαχτυλήθρες, βελόνες, κουμπιά, κρίκους, αγκράφες. Ήταν ένα σωστό περιβολάκι όπου περιδιάβαζαν τα όνειρα της μητέρας. Μια γαλάζια κλωστή άνοιγε ένα πορτάκι στον ουρανό. Επάνω σε μια πράσινη κλωστή περπάταγαν σα σκοινοβάτες φύλλα, παπαγαλάκια, μικρά παγόνια, ένα πουλί με κόκκινη ομπρέλα, μια αναίτια απογευματινή λύπη, ώσπου να φτάσουν με αλλεπάλληλα μικρά πηδήματα στο στρογγυλό τελάρο της μητέρας με το τεζαρισμένο ατλάζι. Εγώ αφαιρούσα κάθε μέρα ένα κομμάτι απ’ τα δέντρα, απ’ το φως, απ’ τον αέρα και τα πρόσθετα στο κέντημα της μητέρας. Ώσπου, σιγά σιγά, έγινε μια μυστική ανταλλαγή ανάμεσα στο σπίτι μας και στο ύπαιθρο. Τα έπιπλά μας δώσανε τη θέση τους σε πουλιά, πηγές, θάμνους. Έτσι, λίγο λίγο άδειασε και το ύπαιθρο απ’την πρασινάδα του και γέμισε καναπέδες, ντουλάπες, καθρέφτες και κουρτίνες. Ο πατέρας, φαίνεται, δεν πήρε είδηση, απ’ αυτή την αλλαγή, γιατί εξακολουθούσε να τινάζει τη στάχτη του τσιγάρου του μέσα σ’ένα κρίνο-δηλαδή στο ίδιο μέρος που ήταν άλλοτε το σταχτοδοχείο. Εγώ κι η μητέρα κοιταζόμαστε κρυφά και κουνούσαμε το κεφάλι μας χαμογελώντας.
Αργότερα, ένα παιδί κρατούσε ένα ίδιο πανέρι και πουλούσε κεράσια. Αμέσως το αγάπησα. «Το καλάθι της μητέρας» του λέω. Αυτός με κοιτάει. Βγάζει και μου δίνει δυο κεράσια. Δεν είναι πια η μητέρα να κουνήσουμε μαζί το κεφάλι χαμογελώντας. «Ευχαριστώ», του λέω και του δίνω δυο δεκάρες. «Εγώ στα χάρισα- μου λέει. Δε θέλω πλερωμή». Μου πέταξε τις δεκάρες μπρος στα πόδια μου. Τις μάζεψα. «Ευχαριστώ», του λέω ξανά. Κρατώ τα κεράσια με τ’ αριστερό μου χέρι. Λέω τώρα να φυτέψω τα κουκούτσια τους μέσα σε δυο δαχτυλήθρες, στο πανέρι της μητέρας. Για να φυτρώσουν δυο μικρές κερασιές στη θέση που κεντούσαν τα χέρια της..."
Ο Γιάννης Ρίτσος σε ένα απόσπασμα απο το «Εμβατήριο του ωκεανού» ξαναμιλάει για την μάνα:
Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…
Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα τη θάλασσα…
"Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου, την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο..."
Η μητέρα που τόσο πολεμείται στις μέρες μας γι’αυτους τους ανωμάλους ντε λέμε που θενε "μπαμπάδες με μπαμπάδες" και "μαμάδες με μαμάδες" που ισοπεδώνουν οι αναίσχυντοι κάθε άξια και τιμή στη μάννα …
Ας δούμε με τα μάτια των ποιητών και των συγγραφέων της πατρίδας μας,με την λέξη που γεννά τη ζωή… Λέξη συνώνυμη με τις λέξεις αγάπη,
Ελεγε ο Οδυσσέας Ελύτης πως "Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου ..."
Ο Νίκος Καζαντζάκης θα περιγράψει την δική του μάνα στο βιβλίο "Αναφορά στον Γκρέκο":
«Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ’ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζανα πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου• κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντηλό της να φύγει.
Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά ’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου• δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου• δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε για την μητέρα στο βιβλίο του "Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του....":
Η μητέρα είχε ένα καλαμένιο πανέρι γεμάτο κουβαρίστρες, δαχτυλήθρες, βελόνες, κουμπιά, κρίκους, αγκράφες. Ήταν ένα σωστό περιβολάκι όπου περιδιάβαζαν τα όνειρα της μητέρας. Μια γαλάζια κλωστή άνοιγε ένα πορτάκι στον ουρανό. Επάνω σε μια πράσινη κλωστή περπάταγαν σα σκοινοβάτες φύλλα, παπαγαλάκια, μικρά παγόνια, ένα πουλί με κόκκινη ομπρέλα, μια αναίτια απογευματινή λύπη, ώσπου να φτάσουν με αλλεπάλληλα μικρά πηδήματα στο στρογγυλό τελάρο της μητέρας με το τεζαρισμένο ατλάζι. Εγώ αφαιρούσα κάθε μέρα ένα κομμάτι απ’ τα δέντρα, απ’ το φως, απ’ τον αέρα και τα πρόσθετα στο κέντημα της μητέρας. Ώσπου, σιγά σιγά, έγινε μια μυστική ανταλλαγή ανάμεσα στο σπίτι μας και στο ύπαιθρο. Τα έπιπλά μας δώσανε τη θέση τους σε πουλιά, πηγές, θάμνους. Έτσι, λίγο λίγο άδειασε και το ύπαιθρο απ’την πρασινάδα του και γέμισε καναπέδες, ντουλάπες, καθρέφτες και κουρτίνες. Ο πατέρας, φαίνεται, δεν πήρε είδηση, απ’ αυτή την αλλαγή, γιατί εξακολουθούσε να τινάζει τη στάχτη του τσιγάρου του μέσα σ’ένα κρίνο-δηλαδή στο ίδιο μέρος που ήταν άλλοτε το σταχτοδοχείο. Εγώ κι η μητέρα κοιταζόμαστε κρυφά και κουνούσαμε το κεφάλι μας χαμογελώντας.
Αργότερα, ένα παιδί κρατούσε ένα ίδιο πανέρι και πουλούσε κεράσια. Αμέσως το αγάπησα. «Το καλάθι της μητέρας» του λέω. Αυτός με κοιτάει. Βγάζει και μου δίνει δυο κεράσια. Δεν είναι πια η μητέρα να κουνήσουμε μαζί το κεφάλι χαμογελώντας. «Ευχαριστώ», του λέω και του δίνω δυο δεκάρες. «Εγώ στα χάρισα- μου λέει. Δε θέλω πλερωμή». Μου πέταξε τις δεκάρες μπρος στα πόδια μου. Τις μάζεψα. «Ευχαριστώ», του λέω ξανά. Κρατώ τα κεράσια με τ’ αριστερό μου χέρι. Λέω τώρα να φυτέψω τα κουκούτσια τους μέσα σε δυο δαχτυλήθρες, στο πανέρι της μητέρας. Για να φυτρώσουν δυο μικρές κερασιές στη θέση που κεντούσαν τα χέρια της..."
Ο Γιάννης Ρίτσος σε ένα απόσπασμα απο το «Εμβατήριο του ωκεανού» ξαναμιλάει για την μάνα:
Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…
Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα τη θάλασσα…
"Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου, την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο..."
Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου
των αιώνων όργητες ξεφωνίζοντας
ο που σ’ είδε, στο αίμα να ζει
και στην πέτρα
μακρινή μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
των φονιάδων το αίμα με φως
ξεπληρώνω
μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.
(Οι τρεις πρώτες στροφές είναι μελοποιημένες).
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου
των αιώνων όργητες ξεφωνίζοντας
ο που σ’ είδε, στο αίμα να ζει
και στην πέτρα
μακρινή μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
των φονιάδων το αίμα με φως
ξεπληρώνω
μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.
(Οι τρεις πρώτες στροφές είναι μελοποιημένες).
Αφιερωμένη τούτη η ανάρτηση στον Πανιερωτατο Επίσκοπο Μορφου π.Νεόφητο για την τόση αγάπη του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου