Στο πρώτο μέρος της εργασίας μας, «Η πνευματική τελείωση της Θεοτόκου σύμφωνα με την πατερική Θεολογία»(εδώ), είχαμε δει, έχοντας ως βάση το βιβλίο «Θεός Λόγος και Ανθρώπινος Λόγος» του π. Χρυσοστόμου Διονυσιάτου (Ι.Μ. Αγίου Διονυσίου, Άγιον Όρος, 1998) την πνευματική ωρίμανση της Θεοτόκου στα Άγια των Αγίων. Θα προχωρήσουμε τώρα περισσότερο και θα φθάσουμε σε ό,τι αφορά την προετοιμασία της Παρθένου να δεχθεί το χαρμόσυνο άγγελμα του αρχαγγέλου Γαβριήλ ότι θα γίνει Μητέρα του Θεού και περαιτέρω την Γέννηση του Θεανθρώπου. Το κείμενο είναι αρκετά δύσκολο, θα κάνουμε όμως μια μικρή προσπάθεια να απλουστεύσουμε τα νοήματα, μια που τα θεολογικά αυτά ζητήματα, απ’ όσο γνωρίζω, απουσιάζουν τελείως από την Θεολογία της εποχής μας, πράγμα παράξενο.
Σύμφωνα λοιπόν με τους Πατέρες της Εκκλησίας, η Θεοτόκος δεν φανέρωσε μόνον την ανθρώπινη φύση όπως δημιουργήθηκε στο κατά φύσιν, αλλά και τη ζωή στο υπέρ φύσιν. Κατά τον ιερό Καβάσιλα, δημιούργησε «ουρανόν καινόν και γην καινήν». Βλέπουμε λοιπόν ότι η Παναγία προχώρησε τόσο πολύ στον αγιασμό της μέσα στα Άγια των Αγίων, ώστε ξεπέρασε στην αγιότητα οποιοδήποτε άλλο ον, είτε άνθρωπο είτε Άγγελο, και έγινε η ίδια ακριβώς όπως την ήθελε ο Θεός, «ουρανός καινός» και «γη καινή».
Η Θεοτόκος, κατά τον π. Χρυσόστομο, «ήταν ο πρώτος άνθρωπος ο οποίος υπερέβη τα οντολογικά ρήγματα του σύμπαντος. Δεχόμενη άνωθεν τον φωτισμό της λογικής δυνάμεως, με την μετοχή στους πνευματικούς λόγους, υπερβαίνει μέσα από την ένθεη γνώση των αρετών το υστέρημα του κοινού γυναικείου λόγου» (σ. 379). Τι θα πει «υστέρημα του γυναικείου λόγου»; Τι θα πει «γυναικείος λόγος»; Δεν μπορούμε να εξαντλήσουμε το θέμα, και ίσως, στην προσπάθεια να είμαστε σύντομοι, προδώσουμε τα λεπτά νοήματα του κειμένου – γι’ αυτό και προτρέπουμε άλλη μια φορά τον αναγνώστη να προβεί ο ίδιος στην ανάγνωση του βιβλίου. Πάντως, το σχετικό θέμα αναλύεται στο κεφάλαιο «Η ετερότητα ανδρός και γυναικός» και «Περί της προπτωτικής φυσιολογίας» (σ. 109-124). Λοιπόν, κατά τους Πατέρες ο πρώτος άνθρωπος δεν γνώριζε την σαρκική συνουσία και η εντολή «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» απέκλειε την σαρκική μίξη, εφόσον στον Παράδεισο πολιτευόταν η Παρθενία (αγ. Ιω. Δαμασκηνός, Έκδοσις ορθοδόξου πίστεως, 4, 24). Ο άνθρωπος πλάσθηκε με παρθενικό τρόπο και στον Παράδεισο κυριαρχούσε η Παρθενία. Τι συνέβη μετά; Μετά λοιπόν την παρακοή του Αδάμ και της Εύας στον Θεό, ο άνθρωπος ντύθηκε τους περίφημους «δερμάτινους χιτώνες», για τους οποίους ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι «είναι αυτά τα οποία έχουμε προσλάβει από το άλογο δέρμα, δηλαδή η γαμική μίξη, η σύλληψη, η γέννηση, η ακαθαρσία, ο θηλασμός, η τροφή, η βαθμιαία αύξηση προς το τέλειο, το γήρας, η νόσος, ο θάνατος» (Περί ψυχής και αναστάσεως, ΕΠΕ 1, 370). Ο έλλογος άνθρωπος «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις» και κοινώνησε την α-λογία, καθώς τα εντός της φύσεώς μας άλογα πάθη έχουν «τα αφορμάς εκ της προς την άλογον φύσιν συγγενείας» (Αγ. Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, 18).
Το ανθρώπινο σώμα αποκόπηκε από την κοινωνία με τους «άκτιστους λόγους», καθώς, όπως λέγει ο π. Χρυσόστομος, μετά την παρακοή, «ψυχή και σώμα ακολούθησαν την δυναμική των ψυχοδυναμικών δυνάμεων καθ’ εαυτών, οι οποίες έχασαν πλέον την ζωοποιό κοινωνία της θείας Ενέργειας» (σ. 110). Εδώ γεννιέται ξανά το ερώτημα τι είναι αυτοί οι «άκτιστοι λόγοι» των όντων, για τους οποίους πρωτομίλησε ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και συνέχισε κατά πολύ την ανάλυση ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Τι είναι λοιπόν οι λόγοι των όντων; Λόγοι των όντων, όπως αναλύσαμε στην εργασία μας για τον άγιο Πορφύριο, είναι «τα προαιώνια θελήματα του Θεού για τα όντα». Εκτός όμως από τα διάφορα επιμέρους όντα, αν δεν κάνω λάθος- και θα χαρώ να με διορθώσει εδώ κάποιος θεολόγος- υπάρχουν και λόγοι των επιμέρους πραγματικοτήτων, όπως π.χ. του ανθρώπου γενικά, του ανθρώπινου σώματος, της ανθρώπινης ψυχής, των αρετών κ.λπ. Και πρέπει να θυμίσουμε, δυστυχώς λίαν συντόμως, ότι κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή ο Θεός έπλασε και την άλογη αίσθηση των ζώων και την λογικότητα των νοερών ουσιών (υφίσταται στον άγιο Μάξιμο η διάκριση αισθητά-νοητά). Με την πτώση, συνέβη το ανθρώπινο σώμα να αποκοπεί από τους άκτιστους λόγους (γιατί το ανθρώπινο σώμα είναι ιερό και κοινωνεί, σύμφωνα με την θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά του ίδιου του Θεού) και να κινηθεί προς τα πάθη. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, όπως ήδη είδαμε, ό,τι έχει σχέση με την αναπαραγωγή και την βιολογική εξέλιξη δόθηκε μετά την πτώση, δηλαδή την επιλογή του ανθρώπου να βρίσκεται εγγύτερα στην άλογη αίσθηση των ζώων, παρά στην λογικότητα των νοερών ουσιών (σ.110).
Ο άνθρωπος κατά τους Πατέρες ήταν αρχικά άφυλος. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «εν τη πρώτη κατασκευή τη θεία προγνώσει και δυνάμει πάσα η ανθρωπότης περιείληπται» (Περί κατασκευής τους ανθρώπου 16), που σημαίνει ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα και την γυναίκα εξαιτίας του ότι προγνώριζε πως θα επέλθει η πτώση. Γι’ αυτό και κατά τον ιερό Πατέρα η διαφορά αρσενικού και θηλυκού κατασκευάστηκε τελευταία στον άνθρωπο. Ο άγιος Μάξιμος επίσης φρονεί ότι «η ιδιότητα του ανδρός και της γυναικός δεν συναπτόταν με τον αρχικό λόγο της γενέσεως του ανθρώπου στην θεία πρόθεση’ (Αγ. Μάξιμος, Περί αποριών 103), ώστε ο τέλειος άνθρωπος να μην διακρίνεται σε φύλα, συμφώνως προς τα γραφικά λόγια, «ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3,28).
Η δημιουργία των δύο φύλων, κατά τους πρώτους Πατέρες της Εκκλησίας, ήταν «οικονομική», και αργότερα, όταν ολοκληρώθηκε η μυστική θεολογία περί της Θεοτόκου από τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Νικόλαο Καβάσιλα (ιδ αιώνας), φανερώθηκε και η θεολογικότερη αιτία. «Κεντρικός άξονας της διδασκαλίας των τελευταίων είναι η ιδέα ότι, όπως η αισθητή κτίση δημιουργήθηκε για τον Βασιλέα άνθρωπο, ομοίως και ο απώτερος σκοπός όλου του κόσμου συγκλίνει στην γέννηση της Θεοτόκου, καθώς αυτή υπερείχε στην τελειότητα και από τους ανθρώπους και από τις νοερές δυνάμεις… Εν τέλει, ‘ο Δημιουργός δεν έδωσε στην ανθρώπινη φύση έναν προορισμό στην αρχή και μετά τον άλλαξε. Από την πρώτη στιγμή την έπλασε τέτοια, ώστε, όταν θα χρειαζόταν να γεννηθεί, να πάρει από αυτήν την μητέρα’(αγ. Νικ. Καβάσιλας)».
Το θέμα είναι μεγάλο και δεν θα επιμείνω εδώ με λεπτομέρειες. Το θέμα έχει να κάνει και με την καθόλου πορεία του ανθρώπου προς την τελειότητα και την υπέρβαση των διαιρέσεων της κτίσεως, μία από τις οποίες αποτελεί αυτή των φύλων. Υπάρχει «ενιαίος ‘οντολογικός λόγος’ του ανθρώπου, (που) αποτελεί κορυφαία έκφραση της πανσοφίας και αγαθότητος του Δημιουργού» (σ. 112). Είναι βέβαια αλήθεια ότι τα δύο φύλα διαφέρουν, ότι η γυναίκα έχει πλασθεί με εντονότερη την συναισθηματική δύναμη, ενώ ο άνδρας με περισσότερη λογική. Ανεξάρτητα πάντως από αυτή την διαφορά, ο πατερικός λόγος αναλύει με σαφήνεια την πνευματική δυναμική σχέση των φύλων. Ξεκινώντας έμμεσα από το γεγονός ότι η ‘πλευρά’ (του Αδάμ, από την οποία πλάσθηκε η Εύα) σχετίζεται με την αίσθηση, ερμηνεύει την δράση των ψυχικών μερών των δύο φύλων μέσα από την λειτουργία της γνώσεως των λόγων της Κτίσεως» (σ.113). Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μιλώντας για αυτό το θέμα, γράφει ότι «άνδρας είναι ο νους που ενδιαφέρεται για την φυσική πνευματική θεωρία και έχει Κεφαλή τον γενεσιουργό Λόγο του σύμπαντος…, γυναίκα δε αυτού του νου είναι η σύνοική του αίσθηση, με την οποία επιθεωρεί την φύση των αισθητών και εκλέγει τους θεϊκότερους λόγους από αυτά, μη επιτρέποντας να απογυμνωθεί από τα λογικά ενδύματά της και να γίνει υπηρέτρια της αλογίας… Κεφαλή του Χριστού, δηλαδή του Δημιουργικού Λόγου, είναι ο απόρρητος Νους ο οποίος γεννά τον Λόγο κατ’ ουσίαν» (Προς Θαλάσσιον 25). Αυτή είναι η διαφορά του άνδρα και της γυναίκας, στην οποία διαχωρίστηκε ο ενιαίος άφυλος άνθρωπος του Παραδείσου. Και όντας τα πράγματα έτσι, αποκαλύπτεται ένας συμπληρωματικός τρόπος συμπλοκής των ψυχικών δυνάμεων των πρωτοπλάστων, που θα πει ότι τα δύο φύλα συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Όμως, πράγμα πολύ σημαντικό, κατά τους Πατέρες, αυτή η ετερότητα και η λειτουργική διαφορά ενοποιείται ‘εν Κυρίω’, καθώς η Κεφαλή της αισθήσεως είναι ο λόγος, του δε λόγου ο νους, ενώ ο κυβερνήτης του νου είναι ο Θεός. Η κατά φύσιν συμπλοκή των ψυχικών μερών των φύλων, οδηγεί στον κατά φύσιν τέλειο άνθρωπο: «εν Χριστώ Ιησού … ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. 3,28). Ο Χριστός «της γαμικής ακολουθείας ουδόλως προσδεηθείς», γεννηθείς εκ Παρθένου, υπερέβη αυτήν την διαίρεση της φύσεως, αποκαλύπτοντας τον αρχικό ενιαίο οντολογικό λόγο του ανθρώπου.
****************
Επιστρέφουμε τώρα στο βασικό θέμα μας, μετά από αυτές τις διευκρινίσεις, που είναι ο αγιασμός της Θεοτόκου στα Άγια των Αγίων και η προετοιμασία της να γίνει Μητέρα του Θεού. Η Θεοτόκος ήταν λοιπόν, όπως είπαμε, ο πρώτος άνθρωπος ο οποίος «υπερέβη τα οντολογικά ρήγματα του σύμπαντος. Δεχόμενη άνωθεν τον φωτισμό της λογικής δυνάμεως, με την μετοχή στους πνευματικούς λόγους, υπερβαίνει μέσα από την ένθεη γνώση των αρετών το υστέρημα του κοινού γυναικείου λόγου. Καθιστά έτσι ενεργό την ενοποιητική δράση της πνευματικής αισθήσεώς της, η οποία, καθοδηγούμενη από τον λόγο, προσλαμβάνει τους χαρακτήρες της ενιαίας υπερφυλετικής ανθρωπίνης φύσεως, που προσέλαβε κατόπιν ο Χριστός» (σ. 380). Η Παναγία εφθασε λοιπόν ξανά, υπερβαίνοντας την διάκριση άρσεν και θήλυ, στην ενιαία πέρα και πάνω από τα φύλα, ανθρώπινη φύση. Και από αυτήν προσέλαβε την ενιαία υπερφυλετικη φύση και ο ίδιος ο Χριστός, όπως είδαμε λίγο πριν, στους λόγους των Πατέρων της Εκκλησίας.
«Η κοινωνία της φωτιστικής Ενέργειας και η μέσω του λόγου μετοχή στους αγγελικούς λόγους πραγματώνει την ισότητα και ενότητα με τον νοερό κόσμο, καθ’ όσον ο θεομητορικός λόγος υπερέβη και αυτές τις αγγελικές δυνάμεις στη γνώση. Τέλος, η τελειωτική Ενέργεια ένωσε τον νου της Θεοτόκου με τις υπέρ φύσιν θείες βουλές, τους λόγους περί ενανθρωπήσεως, τους οποίους τότε δεν κοινωνούσαν ούτε οι άγγελοι». Τι σημαίνει αυτός ο όρος, «λόγοι περί ενανθρωπήσεως», στους οποίους μάλιστα δεν κοινωνούσαν ούτε οι ίδιοι οι άγγελοι; Τολμώ να πω –ας με διορθώσει εδώ ο ειδικός- ότι αναφέρεται στην προαιώνια βουλή του Θεού για την ενανθρώπηση του Λόγου, στην οποία μυήθηκε πρώτη η Παναγία, στα πλαίσια της προετοιμασίας Της για την Γέννηση του Χριστού.
Η Παρθένος, γνωρίζοντας την ανθρώπινη κακία και έκπτωση από τις αναγνώσεις των Γραφών στον Ναό, όπου και κατοικούσε, «καταλήφθηκε από οίκτο για το κοινό γένος και θέλοντας να εύρει φάρμακο αντίδοτο του τόσο φοβερού πάθους, αποφάσισε να στραφεί με όλον της τον νου προς τον Θεό∙ ανέλαβε την υπέρ ημών πρεσβεία, προκειμένου να βιάσει τον αβίαστο για να απομακρύνει την κατάρα…, να επιλάμψει το άδυτο φως και, θεραπεύοντας την ασθένεια, να συνδέσει προς τον εαυτό του το πλάσμα» (Αγ. Γρηγ. Παλαμά, Ομιλία 53). Παρατηρούμε λοιπόν ότι η Παναγία παραδόθηκε ολόκληρη στην προσευχή, και μάλιστα υπέρ των ανθρώπων- πράγμα που την κάνει κατάλληλη να γίνει Μητέρα του Θεού, γιατί Αυτός θέλει την σωτηρία όλων. «Μέτοχη στην τελειότητα της ένθεης Γνώσεως, η Θεοτόκος γνώριζε πλήρως την ιεραρχημένη κατά φύσιν λειτουργία των δυνάμεων της ψυχής. Όλες οι κινήσεις των λογισμών και οργάνων της θεομητορικής ψυχής οδηγούντο από τον πνευματικό νου, ο οποίος με την σειρά του ήταν ενωμένος με τους λόγους των αρετών και φωτιζόταν από το προαιώνιο φως. Η πανάγια θέλησή της, μη πράττοντας τίποτε το αντίθετο στην θεία βουλή, καθοδηγούσε το άρμα της ψυχής πάντοτε εντός της ένθεης τάξης και δικαιοσύνης. Ήταν επόμενο λοιπόν, η Θεοτόκος να επιλέξει την καταλληλότερη δύναμη της ψυχής για την τελειωτική ένωσή Της με τον Θεό. Από τις ενέργειες-δυνάμεις της ψυχής που έχουν προαναφερθεί (αίσθηση, φαντασία, δόξα, διάνοια, νους), όλες δρουν μέσω του νοός, ενώ μόνον ο νους ‘έχει και κάποια άλλη ανώτερη ενεργεία, την οποία αυτός μπορεί να ενεργεί και καθ’ εαυτόν’ (Γρηγ. Παλαμάς)» (σ.380-1).
Η Παρθένος υψώθηκε πάνω και από την συμπάθεια για το ίδιο το σώμα της και ένωσε τον νου της με την αδιάλειπτη προσευχή. Διέκρινε νέα και απόρρητη οδό στους ουρανούς, που θα την ονομάζαμε «ιερή σιγή» (σ.381). Και διατηρώντας αυτή την σιωπή στον νου, βλέπει την δόξα του Θεού και εποπτεύει την θεία χάρη. «Η από την καρδία προσευχή του καθαρού νοός έγινε έτσι πρόξενος της θείας ενώσεως, ενώ η νοητή σιγή καινή γλώσσα κοινωνίας με την υπέρ τον λόγο Θεότητα, μέσα στο άρρητο φως» (381). Το σημαντικό τώρα είναι ότι «η τελειωτική Χάρη του Πνεύματος, η οποία κατηύγασε τον θεομητορικό νου, κοινωνήθηκε βαθμιαία από τον λόγο και την αίσθηση, και μέσω αυτής, και από το πανάγιο σώμα’ (σ.381). Αυτό ήταν απαραίτητο να γίνει γιατί ο Θεός, που θα ενοικούσε μέσα σε πανάγιο σώμα, ζητούσε την κατάλληλη κατοικία για να ενοικήσει. Η πρόοδος προς την σύλληψη του Λόγου σωματικά και κατόπιν την θεία Γέννα είναι σαφής.
«Η τελειωμένη αίσθηση έγινε εν συνεχεία πρόξενος της σωματικής τελειώσεως της Θεοτόκου. Χωρίς να μεταλλάξει την μεταπτωτική παχύτητά του, το πανάγιο, κατά την ποιότητά του, σώμα, μετατράπηκε σε «πνευματικόν σώμα», προσλαμβάνοντας τους ‘υπέρ φύσιν τρόπους’ της καινής ζωής» (σ.382). Το σώμα της υπερέβαλε λοιπόν τους φυσικούς νόμους και αξιώθηκε της υπέρ φύσιν θείας γέννας: έγινε καθ’ ομοίωσιν του τέλειου σώματος του Χριστού. Έχουμε φθάσει πια κοντά στο μέγα γεγονός που γνώρισε η Ιστορία: τα Χριστούγεννα, την θεία Γέννα. Οι ψυχοσωματικές δυνάμεις του ανθρώπου δέχθηκαν την πλήρη ένωση με τους υπέρ φύσιν λόγους και τρόπους της θεότητος.
«Ποιοι όμως είναι ακριβώς αυτοί οι υπέρ φύσιν λόγοι και τρόποι με τους οποίους η Θεοτόκος αξιώθηκε την υπέρ φύσιν σύλληψη; Ας θυμηθούμε εδώ ότι, η τελειωμένη αίσθηση κοινωνεί όλους τους λόγους των αισθητών, οι οποίοι απαρτίζουν το σώμα του Λόγου, ενώ ο λόγος της ψυχής τους λόγους των νοερών όντων, που συγκροτούν το ίδιο το αίμα του Χριστού. Καθώς δε τα οστά Του επισημαίνουν ‘τους υπέρ νόησιν περί θεότητος λόγους’, είναι επόμενο ότι ο νους της Θεοτόκου, δεχόμενος τους ‘υπέρ φύσιν λόγους’, τους οποίους δεν είχε η φύση μας –όπως την υπέρ φύσιν ηδονή (Αγ. Μάξιμος)- , δέχθηκε και τους υπέρ φύσιν ‘τρόπους’ που αρμόζουν σε μια Μητέρα του Θεού. Πρόκειται για τον υπέρ φύσιν λόγο και τρόπο της εν Πνεύματι μητρότητος, ο οποίος, ως ενοποιός όλων των σχετικών με την θεία Σάρκα λόγων (σώματος, αίματος, οστών) καθιστά δυνατή την σάρκωση του ίδιου του Χριστού (σ. 382-3)». Η Θεοτόκος πήρε λοιπόν ως δώρο του Πνεύματος τον άρρητο λόγο της μητρότητας και πρόσφερε το πλήρωμα των δυνάμεων και του σώματος δώρο στον Αγαθό. Και εκείνος της αντιδώρισε την ανεπανάληπτη δωρεά, να λάβει σάρκα και οστά από την δική της σάρκα και το δικό της αίμα.
****************
Θα σταματήσουμε εδώ την ανάλυση, εφόσον φθάσαμε στο σημείο όπου πια ο Θεός αποφασίζει, για τους λόγους που προαναφέραμε, να ενοικήσει στην μήτρα της Παρθένου. Αυτές είναι οι θεολογικές προϋποθέσεις, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, της εορτής των Χριστουγέννων, της πανευφρόσυνης και μεγίστης αυτής εορτής. Τα θέματα που αναλύσαμε ήταν λεπτά και δύσκολα, και στην πραγματικότητα απαιτούν για να τα αντιμετωπίσει κανείς ανάλογη πείρα, την οποία φυσικά δεν διαθέτουμε. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μίλησα κυρίως εγώ, αλλά άφησα τους Πατέρες της Εκκλησίας να μας μυήσουν στο Μυστήριο.