Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Ο Συμεών ο Στυλίτης του Καβάφη & Ο Συμεών Στυλίτης του Μπουνιουέλ

 Στη μνήμη του Ανδρέα Μπελεζίνη (1929-2011), από τον οποίο πρωτάκουσα το ποίημα αυτό, στο Φροντιστήριό του, ένα πρωί Κυριακής του 1971. Το ποίημα «Συμεών» γράφτηκε τον Ιούλιο του 1917 και ανήκει στα ανέκδοτα ή κρυμμένα του ποιητή
«Υπήρξε, ίσως, ο μόνος άνθρωπος που ετόλμησε να ζήση πραγματικά ολομόναχος», είχε σχολιάσει ο Κωνσταντίνος Καβάφης είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν γράψει το ποίημα για τον Συμεών τον Στυλίτη. [ΑΡΧΕΙΟ ΚΑΒΑΦΗ / ΙΔΡΥΜΑ ΩΝΑΣΗ]


 - Σταύρος Ζουμπουλάκης

Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1968 από τον Γ. Π. Σαββίδη (Κ. Π. Καβάφη, «Ανέκδοτα ποιήματα, 1882-1923», Ικαρος) και αργότερα βεβαίως συμπεριλήφθηκε στα «Κρυμμένα ποιήματα 1877; -1923», πάντα σε φιλολογική επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη (Ικαρος, 1993), με πλουσιότερο υπομνηματισμό. Ο μεγάλος θαυμασμός του Καβάφη για τον Συμεών έχει εκφραστεί γραπτώς, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν από το ποίημα, σε αγγλόφωνο σημείωμά του, όπου σχολιάζει αντιρρητικά όσα απαξιωτικά έγραφε για τον Στυλίτη ο Γίββων στο «The History of the Decline and Fall of the Roman Empire» (επικριτικά σχολιάζει επίσης εκεί ο Καβάφης και το ποίημα του Τέννυσον). Το σημείωμα εξέδωσε ο Μιχάλης Περίδης στο βιβλίο Κ. Π. Καβάφη, «Ανέκδοτα πεζά κείμενα» (Νέα Βιβλιοθήκη Φέξη, 1963, σ. 70-75). Παραθέτω την πρώτη παράγραφό του, κατά τη μετάφραση του Περίδη: «Αυτός ο μεγάλος, αυτός ο υπέροχος άγιος είναι ασφαλώς θέμα που πρέπει να ξεχωρισθή μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία, για να θαυμασθή και μελετηθή. Υπήρξε, ίσως, ο μόνος άνθρωπος που ετόλμησε να ζήση πραγματικά ολομόναχος» (σ. 71). Ο Καβάφης υπογραμμίζει στο σχόλιό του τη λέξη alone. Σε αυτήν ακριβώς τη λέξη συμπυκνώνεται ο μεγάλος θαυμασμός του: ο Συμεών τόλμησε κάτι που δεν είχε κάνει κανείς άλλος έως τότε, έζησε μόνος! Ο Περίδης χρονολογεί το σημείωμα «γύρω στα 1890» (σ. 29), ενώ ο Σαββίδης, που το αναδημοσιεύει στα «Κρυμμένα» (σ. 184-185), περ. το 1896-1899. Βλ. σχετικά και Diana Haas, «Le problème religieux dans l’ oeuvre de Cavafy. Les années de formation (1882-1905)», Presses de l’ Université de Paris-Sorbonne, 1996, σ. 182-191. Δεν μου χρειάζονται εδώ άλλα φιλολογικά.

Συμεών
Τα ξέρω, ναι, τα νέα ποιήματά του·
ενθουσιάσθηκεν η Βηρυτός μ’ αυτά.
Μιαν άλλη μέρα θα τα μελετήσω.
Σήμερα δεν μπορώ γιατ’ είμαι κάπως ταραγμένος.

Απ’ τον Λιβάνιο πιο ελληνομαθής είναι βεβαίως.
Όμως καλύτερος κι απ’ τον Μελέαγρο; Δεν πιστεύω.

Α, Μέβη, τί Λιβάνιος! και τί βιβλία!
και τί μικρότητες!… Μέβη, ήμουν χθες —
η τύχη το ’φερε — κάτω απ’ του Συμεών τον στύλο.

Χώθηκα ανάμεσα στους Χριστιανούς
που σιωπηλοί προσεύχονταν κι ελάτρευαν,
και προσκυνούσαν· πλην μη όντας Χριστιανός
την ψυχική γαλήνη των δεν είχα —
κι έτρεμα ολόκληρος και υπόφερνα·
κι έφριττα, και ταράττομουν, και παθαινόμουν.

Α μη χαμογελάς· τριάντα πέντε χρόνια, σκέψου —
χειμώνα, καλοκαίρι , νύχτα, μέρα, τριάντα πέντε
χρόνια επάνω σ’ έναν στύλο ζει και μαρτυρεί.
Πριν γεννηθούμ’ εμείς — εγώ είμαι είκοσι εννιά ετών,

εσύ θαρρώ είσαι νεότερός μου —
πριν γεννηθούμ’ εμείς, φαντάσου το,
ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο
κι έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον Θεό.

Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.—
Πλην τούτο, Μέβη, κάλλιο να το πεις
που ό,τι κι αν λεν οι άλλοι σοφισταί,
εγώ τον παραδέχομαι τον Λάμονα
για πρώτο της Συρίας ποιητή.


Κάτω από τον στύλο

Ο νεαρός Μέβης (εμφανίζεται και στο ποίημα «Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας») θέλει να συζητήσει με τον αφηγητή τα ποιήματα του Λάμονα (φανταστικά πρόσωπα και οι δύο), με τα οποία έχει ενθουσιαστεί όλη η Βηρυτός, μα εκείνος δεν μπορεί, είναι ταραγμένος και δεν έχει καμιά όρεξη για τέτοιες κουβέντες. Ο λόγος είναι πως την προηγουμένη έγινε μάρτυρας μιας ακραίας πράξης, ήταν «κάτω απ’ του Συμεών τον στύλο». Προσθέτει ότι βρέθηκε εκεί τυχαία, ίσως για να μην περάσει από τον νου του εθνικού φίλου του ότι άλλος λόγος ενδεχομένως να οδήγησε τα βήματά του εκεί. Αυτό που είδε τον συγκλόνισε: «Χώθηκα ανάμεσα στους Χριστιανούς / που σιωπηλοί προσεύχονταν κ’ ελάτρευαν, / και προσκυνούσαν· πλην μη όντας Χριστιανός / την ψυχική γαλήνη των δεν είχα – / κ’ έτρεμα ολόκληρος και υπόφερνα· / κ’ έφριττα, και ταράττομουν, και παθαινόμουν.».

Ο Μέβης δεν συμμερίζεται τον συγκλονισμό του φίλου του και χαμογελάει (αμήχανα ή ειρωνικά), οπότε ο αφηγητής συνεχίζει με μεγαλύτερη ένταση: «Τριάντα πέντε χρόνια, σκέψου – / χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα, μέρα, τριάντα πέντε / χρόνια επάνω σ’ έναν στύλο ζει και μαρτυρεί. […] πριν γεννηθούμ’ εμείς, φαντάσου το, / ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο / κ’ έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον Θεό». Μετά από αυτό που είδαν τα μάτια του πώς να κουβεντιάσει για ποιήματα; «Α, Μέβη, τι Λιβάνιος! και τι βιβλία! / και τι μικρότητες! …..». Ολα αυτά χάνουν τη σημασία τους, ακόμη και ο πολύς Λιβάνιος, ο δικός τους Λιβάνιος! Επειδή δεν είχε καμιά όρεξη για τέτοιες κουβέντες, θα κλείσει βαριεστημένα τη συζήτηση, παραγγέλλοντας στον Μέβη να πει πως ναι, τον παραδέχεται «τον Λάμονα / για πρώτο της Συρίας ποιητή». Δεν μπορώ να φανταστώ πιο δραστικό τρόπο για να υποδηλωθεί ότι αυτό δεν έχει καμιά απολύτως σημασία από τούτη την αναγνώριση της ποιητικής πρωτοκαθεδρίας. Στο ποίημα αντιπαραβάλλεται η ποίηση με την πράξη και το αποτέλεσμα της σύγκρισης είναι ξεκάθαρο: η ποίηση απαξιώνεται, μηδενίζεται, ενώ η πράξη καταξιώνεται και θαυμάζεται.

Σε ένα άλλο ποίημα του Καβάφη, στο πολυσυζητημένο «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», δημοσιευμένο τρία χρόνια μετά τον «Συμεών» (1920), αντιπαραβάλλονται ξανά η πράξη και η ποίηση. Ο ηθοποιός, που διασκεδάζει τους αρωματισμένους Σιδώνιους νέους απαγγέλλοντας επιγράμματα (Μελέαγρο, Κριναγόρα και Ριανό), είχε στο ρεπερτόριό του και το επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου, στο οποίο δεν μνημονεύεται διόλου η ποίησή του αλλά μόνο ότι πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα κατά των Περσών. Το τετράστιχο επιτύμβιο ενοχλεί τον νεαρό Σιδώνιο: «Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες». Η αποσιώπηση του υψηλού ποιητικού έργου («της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό») και η αποκλειστική μνεία μιας πολεμικής πράξης («μόνο [υπογραμμισμένο από τον ποιητή] που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό / πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη»), αυτό ακριβώς είναι που θεωρείται από τον Σιδώνιο νέο λιποψυχία. Αντιπαραβάλλεται πάλι εδώ η ποίηση με την πράξη και το αποτέλεσμα της σύγκρισης είναι επίσης ξεκάθαρο: απαξιώνεται η πράξη και καταξιώνεται η ποίηση.

Το εξαίρετο, το μοναδικό
Ο αφηγητής της Βηρυτού και ο σύγχρονός του πάνω κάτω νέος της Σιδώνος φαίνεται να τηρούν μια διαμετρικά αντίθετη στάση απέναντι στο ζεύγος ποίηση-πράξη. Ετσι φαίνεται, μα δεν είναι έτσι. Ο αφηγητής του «Συμεών» απαξιώνει μια μέτρια ποίηση έναντι της εξαίρετης και μοναδικής πράξης του Στυλίτη, ενώ το ζωηρό παιδί απαξιώνει τη συμμετοχή σε μια συλλογική πράξη (ακριβέστερα: την αποκλειστική μνεία σε αυτήν) έναντι της εξαίρετης και μοναδικής ποίησης. Πιστεύω πως η φαινομενικά αντιθετική στάση των δύο παρακμιακών νέων υπόγεια ενώνεται: και οι δυο τους καταξιώνουν το εξαίρετο, το μοναδικό, αδιάφορο αν είναι ποίηση ή πράξη, αυτό που βρίσκεται πάνω από τα κοινά μέτρα, αυτό που «πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει» («Το πρώτο σκαλί»). Αν ο Καβάφης ήταν «άνθρωπος του πλήθους», όπως τον περιέγραψε ο Σαρεγιάννης, ήταν πάντως ως αισθητής. Ο ίδιος επιδίωκε το εξαίρετο, το μοναδικό. Αυτό ήταν για εκείνον το εκλεκτό, όπως ακριβώς και στον έρωτα «εκλεκτή εμορφιά» είναι η ξεχωριστή «εμορφιά των ανωμάλων έξεων», πέρα από το «οπωσδήποτε επιτετραμμένον» και την «τρεχάμενη ηθική» («Σ’ ένα παλιό βιβλίο -»).

Ο Συμεών Στυλίτης του Μπουνιουέλ - Σταύρος Ζουμπουλάκης

Η πρώτη φορά πού έμαθα ότι ο Μπουνιουέλ (1900-1983) είχε γυρίσει ταινία με τίτλο «Ο Σίμων της ερήμου» ήταν από το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του «Σύγχρονου Κινηματογράφου» (Σεπτέμβριος 1969), του περιοδικού που μας έμαθε σινεμά στα εφηβικά και πρώτα νεανικά μας χρόνια. Ολο το εξώφυλλο το κάλυπτε μια εικόνα της ταινίας, για την οποία ωστόσο δεν γινόταν λόγος στο τεύχος. Την ίδια την ταινία την είδα μία δεκαετία αργότερα στο Παρίσι. Την ξαναείδα φέτος το καλοκαίρι, που παίχτηκε για πολύ λίγο.
Η Σίλβια Πινάλ (πρωταγωνίστρια του Μπουνιουέλ στη «Βιριδιάνα» και στον «Εξολοθρευτή Αγγελο») ενσαρκώνει τον «Διάβολο» και υποβάλλει σε πειρασμούς τον Κλαούντιο Μπρουκ στο φιλμ «Ο Σίμων της ερήμου» (1965).

Ο «Σίμων της ερήμου» (1965), η τελευταία ταινία που γύρισε ο Μπουνιουέλ στο Μεξικό, είναι μικρής διάρκειας (42΄), γιατί, σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, αναγκάστηκε από τον παραγωγό, λόγω οικονομικών προβλημάτων, να παραλείψει το μισό σενάριο. Το έργο του Μπουνιουέλ που δήλωνε, χωρίς να θεωρεί ότι αντιφάσκει, «Δόξα τω Θεώ, είμαι άθεος» («Η τελευταία μου πνοή», μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, Δώμα, 2024, σ. 247, όπου και θα παραπέμπω εφεξής), είναι γεμάτο χριστιανισμό. Μια ταινία όμως για τον Αγιο Συμεών τον Στυλίτη (η μνήμη του άγεται την 1η Σεπτεμβρίου) δεν είναι και κάτι τόσο αναμενόμενο, ακόμη και από τον Μπουνιουέλ (ένα ποίημα από τον Καβάφη είναι μάλλον περισσότερο). Στην ταυτότητα της ταινίας, όπως παρουσιάζεται στη φιλμογραφία του (σ. 374), διαβάζουμε ότι βασίστηκε σε ένα θέμα του Λόρκα, αφού προηγουμένως μας έχει διηγηθεί ο ίδιος (σ. 340) ότι ο Λόρκα του είχε δώσει να διαβάσει τα «Χρυσά αναγνώσματα», γελώντας με τα περιττώματα του Συμεών πάνω στον στύλο. Στο περί ου ο λόγος βιβλίο όμως, τα «Legenda aurea» (1264) του Δομινικανού Ιακώβου του Βοραγινού, δεν γίνεται αναφορά για τον Συμεών. Ο Μπουνιουέλ δεν θυμάται καλά, αλλά όπως και να ‘χει αρκούσε τάχα για αυτή του την απόφαση μια συζήτηση με τον Λόρκα, τριάντα τόσα χρόνια νωρίτερα;

Το σενάριο


Είχα πάντα την απορία σε ποιες πηγές άραγε βασίστηκε ο Μπουνιουέλ για το σενάριο; Στην ημιαυτοβιογραφία του βρίσκεται η άκρη του νήματος για την απάντηση στην απορία: στην Public Library of New York (αυτή είναι η Βιβλιοθήκη της 42ης Οδού) αναζήτησε, μας λέει, ένα βιβλίο του Φεστιζιέρ, αλλά το είχε προσώρας ζητήσει άλλος αναγνώστης (σ. 340). Το βιβλίο του A. J. Festugière που έψαχνε και χωρίς αμφιβολία διάβασε είναι το «Antioche païenne et chrétienne. Libanius, Chrysostome et les moines de Syrie» (Bibliothèque des Écoles Françaises d’ Athènes et de Rome, De Boccard, Παρίσι 1959). Δεν ξέρω αν διάβασε και κάτι άλλο, το βιβλίο πάντως του π. Φεστιζιέρ περιείχε ό,τι του χρειαζόταν: αναλυτική παρουσίαση των τριών αρχαίων Βίων (ελληνικών και συριακού) και κυρίως μετάφραση στα γαλλικά των δύο ελληνικών, του Βίου του αυτόπτου Θεοδωρήτου Κύρου (σ. 388- 401) και του μαθητή του Αντωνίου (σ. 493-506).

Ο Μπουνιουέλ θαυμάζει τον Συμεών («την εκπληκτική προσωπικότητα του Οσίου Συμεών του Στυλίτη», σ. 340) και μένει κατά βάσιν πιστός στους αρχαίους Βίους, όπως τους διάβασε στον Φεστιζιέρ, ενίοτε όμως τροποποιεί ορισμένα περιστατικά τους ή προσθέτει άλλα που δεν υπάρχουν σε αυτούς, υπάρχουν όμως σε άλλους, και γενικά είναι σύμφωνα με το πνεύμα του αρχαίου μοναχισμού. Μένει πιστός όταν αφηγείται τη μετακίνηση του Συμεών από χαμηλότερο στύλο –το βιτριολικό χιούμορ του Μπουνιουέλ βάζει έναν κληρικό να λέει ότι έμεινε εκεί 666 μέρες– σε άλλον ψηλότερο ή όταν αφηγείται την προσέλευση πλήθους πιστών κάτω από τον στύλο και τα θαύματα του αγίου (τα οποία μάλλον δεν εκτιμούν οι ευεργετηθέντες). Σύμφωνα με όλους τους αρχαίους Βίους, ο Συμεών δίδασκε τα πλήθη πάνω από τον στύλο και υπερασπιζόταν την Εκκλησία έναντι των εθνικών και των αιρετικών, όπως τον βλέπουμε να κάνει και στην ταινία. Κάτω από τον στύλο του θα ακουστούν κραυγές υπέρ ή κατά της αποκαταστάσεως, της θείας υποστάσεως, του Νεστορίου! Τροποποιεί το περιστατικό με τη μάνα του Συμεών, η οποία σύμφωνα με τους Βίους πήγε πράγματι κάτω από τον στύλο, αλλά δεν έστησε καλύβα εκεί, μα πέθανε την ίδια μέρα που έφτασε. Η άρνηση της ιεροσύνης αποτελεί κανόνα για τους αρχαίους ασκητές, ενώ η σύσταση της αποπομπής του αγένειου μοναχού από το μοναστήρι ανήκει στα οριζόμενα. Το κύριο μέρος της ταινίας καταλαμβάνουν οι δαιμονικοί σαρκικοί πειρασμοί, κάτι που δεν ιστορούν οι Βίοι του Συμεών, αλλά υπάρχει σε εκατοντάδες άλλους. Ο πόλεμος των μοναχών κατά της σαρκικής απόλαυσης, κυρίως της σεξουαλικής, αποτελεί κύριο στοιχείο σύνολης της ασκητικής γραμματείας, που είναι ακριβώς μια γραμματεία μάχης.

Μεταξύ ουρανού και γης

Με πλάνα που τον δείχνουν διαρκώς μεταξύ ουρανού και γης, ο Συμεών παρουσιάζεται στην ταινία, όπως ήταν και στη ζωή του, πολύ πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, κρατάει όμως εδώ και τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά: ονειρεύεται ότι ξαπλώνει στα γόνατα της μάνας του, ξεχνάει τα λόγια της προσευχής. Γενικά πάντως η ταινία αποτελεί πιστή εξιστόρηση της ζωής ενός ακραίου ερημίτη, σύμφωνα με τους Βίους του και το πνεύμα του αρχαίου αναχωρητικού μοναχισμού. Τα πράγματα παίρνουν ξαφνικά και απότομα άλλη τροπή και γίνονται αινιγματικά στο τέλος της ταινίας. Η τελευταία μεταμόρφωση του πνεύματος του Κακού, με τη μορφή γυναίκας, μεταφέρει τον Σίμωνα σε ένα νάιτ κλαμπ της Νέας Υόρκης, όπου νέοι και νέες χορεύουν ξέφρενα, σε κατάσταση ντελίριου. Ο χορός λέγεται «ραδιενεργή σάρκα». Ο Σίμων παρακολουθεί ήρεμος και αμέτοχος, σχεδόν θλιμμένος, καπνίζοντας τη πίπα του και πίνοντας. Θέλει να γυρίσει πίσω στον στύλο, αλλά η γυναίκα-Σατανάς του λέει ότι δεν μπορεί να το κάνει γιατί εκεί βρίσκεται πια άλλος. Στο ευαγγελικό «ύπαγε οπίσω μου» που της λέει, εκείνη του απαντάει «ύπαγε πέραν», ultra, και ότι πρέπει να αντέξει έως το τέλος. Ο άγιος, αυτός που δεν ξέρει τη διάκριση ανάμεσα στο εμόν και το σον, δεν έχει άραγε θέση στον σύγχρονο κόσμο, είναι εντελώς ανήμπορος να συναντηθεί και να αναμετρηθεί μαζί του, και το μόνο που του απομένει είναι να μην ταυτίζεται πλήρως με αυτόν και να τον παρατηρεί αμέτοχος; Ο άγιος είναι αναγκαστικά φυγόκοσμος; Μήπως έχει δίκιο το Πνεύμα του κακού ότι ο άγιος πρέπει να προχωρήσει πέραν και να αντέξει; Πέραν, προς τα πού; Και τι είναι αυτό που πρέπει να αντέξει; Σοβαρά ερωτήματα, στα οποία το βιαστικό τέλος της ταινίας δεν μας επιτρέπει να δώσουμε σίγουρες απαντήσεις. Τόσο το καλύτερο.

Πηγή: Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου