
______________

1.
ζωγραφική που απεικονίζει σκηνές από την καθημερινή ζωή ή κοινά και ανάξια λόγου αντικείμενα, χρησιμοποιώντας μάλιστα για τον σκοπό αυτόν φθηνές χρωστικές ύλες

(ειδικότ.) ζωγραφική που απεικονίζει θάμνους, καρπούς, νεκρά θηράματα κ.λπ., συγγενεύει δηλ. με ό,τι είναι ευρύτερα γνωστό ως «νεκρή φύση»

(συνεκδ.) ο ζωγραφικός πίνακας που ανήκει στα παραπάνω είδη ζωγραφικής: η «Xαρούμενη συγκέντρωση» είναι μια πολύ γνωστή ~ τού Γιαν Mέτους.
― ρωπογράφος (ο/η) [μτγν.].

[ΕΤΥΜ. μτγν. < ῥωπογράφος < αρχ. ῥῶπος «μικρό και ευτελές αντικείμενο» + -γράφος < γράφω.
Tο αρχ. ῥῶπος είναι αγν. ετύμου· δεν θα μπορούσε ωστόσο να αποκλειστεί η σύνδ. με το ουσ. ῥώψ («βοτάνη ἁπαλή», κατά τον Hσύχιο), για το οποίο βλ. λ. ρουπάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου