Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ

 

Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο
Ὁ Βαρλαάμ ἦταν ἕνας οὐνίτης μοναχός πού ἦλθε στήν ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία χωρίς νά γνωρίζη τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, ἀφοῦ γνώριζε τόν δυτικό σχολαστικισμόκαί γι' αὐτό ἀντέδρασε ὀξύτατα μόλις πληροφορήθηκε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον προσεύχονταν οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐντόπισε ἀμέσως αὐτό τό γεγονός καί μάλιστα ἑρμήνευσε καί τό πῶς ξεκίνησε καί πῶς τελείωσε τήν ζωή του ὁ Βαρλαάμ.
Τό σημαντικό τῆς νοοτροπίας τοῦ βαρλααμισμοῦ εἶναι ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γίνεται βάσει τῆς φιλοσοφίας, τῶν διαλεκτικῶν συλλογισμῶν καί τῶν στοχαστικῶν ἀναλύσεων καί ὄχι βάσει τῆς ζωντανῆς ἐμπειρίας τοῦ ἡσυχασμοῦ.
Ὁ Βαρλααμισμός ἐπίσης ὑποστηρίζει ὃτι ἡ θεολογία, δηλαδή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀντικείμενο ἐμπειρίας τῶν αἰσθήσεων, τῆς φαντασίας καί τῆς λογικῆς ἐπεξεργασίας, καί ὄχι καρπός προσωπικῆς ἐμπειρίας, ὅπως τήν βίωναν οἱ ἡσυχαστές μοναχοί.
Ἔτσι, ὅταν ὑποτιμᾶται ὁ ἡσυχασμός, διά τοῦ ὁποίου ἀποκτοῦμε μέθεξη τῆς Ἀκτίστου Ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, αὐτό θεωρεῖται ὡς βαρλααμισμός ἤ ἔστω νεοβαρλααμισμός.
Βεβαίως, ὁ Βαρλαάμ δέν παρουσιάσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Θεσσαλονίκη ὡς σχολαστικός φιλόσοφος, οὔτε ὡς οὐνίτης μοναχός, ὅπως καί πράγματι ἦταν, ἀλλ' ὡς ὀρθόδοξος μοναχός καί στήν ἀρχή ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στούς φιλοσοφοῦντες θεολόγους καί σέ ἄλλους Χριστιανούς. Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς πού γνώριζε τόν Ἀριστοτέλη καί πού εἶχε θεοπτικές ἐμπειρίες τοῦ Ἂκτιστου Φωτός, κατάλαβε πολύ καλά τήν θεολογική διγλωσσία τοῦ Βαρλαάμ, τό ἀστήρικτο θεολογικό του σύστημα, ἀπό πλευρᾶς πατερικῆς παραδόσεως, καί τό «πνευματικό δηλητήριο» πού κρυβόταν κάτω ἀπό τίς ὡραῖες αἰσθητικές καί φιλοσοφικές ἀναλύσεις καί γι' αὐτό τόν ἀπεκάλυψε πλήρως. Ὁπότε, ὁ Βαρλαάμ ἐξαναγκάσθηκε νά ἀναχωρήση ἀπό τόν ὀρθόδοξο χῶρο καί νά καταλήξει στήν λατινική-παπική παράδοση ἀπό τήν ὁποία προερχόταν καί τήν ὁποία ἐξέφραζε.
Ἡ ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τό ὁποῖο μετέχει τῆς θείας Χάριτος, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ( καί ὄχι ἡ γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων ), και ἡ θέα -θεοπτία- τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, πού εἶναι ἡ Δόξα τῆς Θεότητος, εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ
Ἀπό τά ἀνωτέρω φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Βαρλαάμ ὑπερτόνιζε τήν ἔξω σοφία, δηλαδή τήν φιλοσοφία τῶν φιλοσόφων, εἰς βάρος τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, κατέκρινε ὡς πλάνη τήν νοερά προσευχή, ἐπειδή στηριζόταν ὁ ἴδιος στίς συλλογιστικές, στοχαστικές ἀναλύσεις καί ἠρνεῖτο τήν συμμετοχή τοῦ σώματος στήν θέωση, καθώς ἐπίσης παρερμήνευε ἐπικίνδυνα τά περί θεοπτίας τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, διότι κατ' αὐτόν ἡ τελειότητα δέν ἔρχεται μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση, ἀλλά μέ τίς λογικές γνώσεις, τήν γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων, τήν σχολαστική ἀναλογία, και τήν μεταφυσική. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὃμως , παρακάμπτεται ὅλη ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων καί ἑρμηνεύεται ἤ ὑποτιμᾶται ἡ μέθοδος πού ὁδηγεῖ στήν θεοπτία, πού εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός. Ἑπομένως, κατ' ἐπέκταση ὑπερτονίζεται ἡ «λογική λατρεία», εἰς βάρος τῆς νοερᾶς λατρείας.
Ἡ ἱερά ἡσυχία συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση, ὅπως ἀναλύεται διεξοδικά ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ,
Οἱ Προτεστάντες καί οἱ Παπικοί έπειδή δέν πιστεύουν ὃτι ὁ κτιστός ἂνθρωπος εἶναι ποτέ δυνατόν ὢστε νά ἀξιωθεῖ μέ τήν Χάριν τοῦ Χριστοῦ, νά άποκτήσει ἐμπειρίαν Θεοπτίας τῆς Δόξης Τοῦ Θεοῦ, άπορρίπτουν χωρίς συζήτηση,τό γεγονός τῆς έπέμβασης τῆς Ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, καί ὡς ἐκ τούτου πιστεύουν ὃτι ὁ Θεός ἐπεμβαίνει μέσα στήν δημιουργία Του μέ τήν Χάριν Του τήν ὁποία ὃμως θεωροῦν ὃτι εἶναι κτιστή. Ἐάν ὃμως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή,τότε εἶναι άδύνατον τά « Μυστήριά τους» νά σώζουν τόν ἂνθρωπο, διότι ἡ κτιστή χάρις δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά θεώσει ὁτιδήποτε μέσα στήν κτίση καί οὒτε φυσικά καί τόν κτιστό ἂνθρωπο.
Στήν Ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία,ὁ κατ΄ἐξοχήν θεολόγος δέν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος χρησιμοποιῶντας τήν λογική του,τήν φιλοσοφία του καί τήν ἠθικολογία του,ἀγωνίζεται γιά νά ἐρμηνεύσει τήν Ἁγία Γραφή, προσπαθῶντας νά πλησιάσει καί νά κατανοήσει τόν Θεό, ὃπως πιστεύουν καί ὃπως ὑποστηρίζουν οἱ Δυτικοί, ἀλλά ὁ κατ΄ἐξοχήν θεολόγος στήν Πατερική μας Θεολογία, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τήν Χάριν Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος άποκτᾶ Θεοπτίαν καί θεωρίαν τῆς Δόξης τοῦ Ἀκτίστου Φωτός καί λαμβάνοντας ἒτσι Ἀποκάλυψιν Θεοῦ γίνεται γιά τόν πιστό ὁρθόδοξο λαό μας, ἓνας Ἃγιος τοῦ Θεοῦ καί μία αὐθεντία ἐπί τῶν πνευματικῶν θεμάτων,. Αὐτό εἶναι κάτι τό ἀκατανόητο καί ἀπαράδεκτο γιά τούς Παπικούς καί τούς Προτεστάντες οἱ ὁποῖοι στεροῦνται τῆς Θείας Χάριτος, ὃταν πιστεύουν καί δογματίζουν ὃτι ἡ Χάρις Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κτιστή.
Ε.Χ’ΧΥΔΗΡΟΓΛΟΥ