«Ο Θεός είναι νεκρός», έγραψε ο Νίτσε στη «Χαρούμενη επιστήμη» του. «Ο Θεός παραμένει νεκρός. Κι εμείς τον σκοτώσαμε». Ως φυσική συνέπεια αυτής της δολο-φονίας καταλήξαμε στις μέρες μας να διαπιστώνουμε τον απανθρωπισμό του ανθρώπου. Και αφού προ πολλού με την προβιά του μοντέρνου κηδεύαμε την τέχνη που εξανθρωπίζει, έφτασε και η ώρα να κηδέψουμε και την τέχνη που αγιάζει τον άνθρωπο.
Σηπτική σκιά ρίχνει η Εθνική Πινακοθήκη μέσω της έκθεσης με τίτλο «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου» στους αυριανούς πολίτες μας καθώς οι εκπαιδευτικές επισκέψεις θα αλλοτριώσουν το εν ιερά «εικόνι διαπορευόμενο» έθνος μας.
Εύστοχη κριτική για την σημασία της καθόλου τυχαίας προκύπτουσας ύβρεως θα βρείτε στην Πολιτεία του Πλάτωνα (στίχοι: 401b-403c. Μεταφ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος 2002). Σε όσα θα διαβάσετε το μόνο που μπορεί να προστεθεί είναι ένα λεπτό σιγής ως ένδειξη πένθους για τη θανατηφόρο πλεύση της πολιτείας μας.
«Τότε λοιπόν τους ποιητές μονάχα θα πρέπει να επιβλέπουμε και να τους υποχρεώνουμε να αποτυπώνουν στα έργα τους το αγαθό ήθος, ειδαλλιώς να μη συνθέτουν στην πόλη μας ποιήματα, ή θα χρειαστεί να επιβλέπουμε και τους άλλους τεχνίτες και να τους εμποδίζουμε τούτο τον κακό χαρακτήρα, τον ακόλαστο, τον μικροπρεπή, τον παράταιρο να τον απεικονίζουν στους ζωγραφικούς πίνακές τους, στα οικοδομήματα ή σε οποιοδήποτε άλλο έργο, και σ' όποιον δεν είναι ικανός να το κάνει αυτό να μην του επιτρέπουμε να ασκεί στην πόλη μας την τέχνη του, προκειμένου οι φύλακες της πολιτείας μας να μην ανατρέφονται μέσα σε απεικονίσεις του κάκου σαν μέσα σε κακό λιβάδι τσιμπολογώντας απο 'δω κι απο 'κει λίγο–λίγο κάθε μέρα και δοκιμάζοντας πολλά ώσπου τελικά, δίχως να αντιληφθούμε πώς, να σωρεύσουν στην ψυχή τους ένα πελώριο κακό, αλλά να αναζητούμε τεχνίτες με έμφυτη την ικανότητα να ανιχνεύουν την ομορφιά και την ευπρέπεια, ώστε οι νέοι, σαν μέσα σ' έναν τόπο υγιεινό, να αντλούν ωφέλεια από τα πάντα, καθώς οτιδήποτε από τα όμορφα έργα θα αγγίζει τα μάτια ή τα αυτιά τους θα είναι σαν αύρα από έναν τόπο καλό που θα φέρνει υγεία, και χωρίς καν να το καταλάβουν, από παιδιά κιόλας, θα τους οδηγεί να μοιάσουν, να φιλιώσουν και να ταιριάξουν με το λόγο που κλείνει μέσα της η ομορφιά;
…Και μια παραπέρα αιτία δεν είναι ότι όποιος έχει ανατραφεί όπως πρέπει θα προσέξει αμέσως οποιαδήποτε ατέλεια, οτιδήποτε δεν είναι όμορφα φτιαγμένο ή η φυσική ανάπτυξή του δεν έχει όμορφα ξεδιπλωθεί, και δυσανασχετώντας, δικαίως, γι' αυτό όσα μεν είναι ωραία θα τα παινεύει και θα τα χαίρεται, και κλείνοντάς τα μέσα στην ψυχή του θα τρέφεται από αυτά και θα πλάθεται καλός και άξιος, ενώ όσα είναι άσχημα θα τα κατακρίνει, όπως είναι το σωστό, και θα τα απεχθάνεται από νέος κιόλας, προτού καν να είναι σε θέση να αντιληφθεί για ποιον ακριβώς λόγο συμβαίνει αυτό, κι όταν κάποτε ο λογισμός έλθει, εκείνος, έχοντας έτσι ανατραφεί, θα τον καλωσορίσει αμέσως αναγνωρίζοντάς τον από τη συγγενικότητα που έχει μαζί του. Έτσι δεν είναι;
Είναι όπως όταν αρχίζαμε να μαθαίνουμε γράμματα. Νιώθαμε τότε ότι θα είχαμε κάνει σημαντική πρόοδο, όταν θα μπορούσαμε να αναγνωρίζουμε τα γράμματα, που είναι λιγοστά, σε όλες τις λέξεις, στις οποίες εναλλακτικά εμφανίζονται, και δίναμε σ' αυτά την ίδια προσοχή, αδιακρίτως αν ήταν γραμμένα μικρά ή μεγάλα, χωρίς να το νομίζουμε αυτό κάτι άχρηστο αλλά προσπαθώντας να τα διακρίνουμε παντού, έχοντας κατανοήσει ότι δεν θα μαθαίναμε ανάγνωση προτού να το κατορθώναμε αυτό.
…Τότε λοιπόν, μα τους θεούς, δεν είναι σωστό αυτό που λέω, ότι δηλαδή δεν πρόκειται να λάβουμε ολοκληρωμένη καλλιέργεια, ούτε εμείς ούτε αυτοί για τους οποίους ισχυριζόμαστε ότι πάμε να τους δώσουμε παιδεία, εννοώ τους φύλακες της πολιτείας μας, προτού να μπορούμε να διακρίνουμε τα σχήματα της σωφροσύνης, της ανδρείας, της μεγαλοψυχίας, της αξιοπρέπειας κι όσα πάνε χέρι–χέρι με αυτά, όπως πάλι και τα αντίθετά τους, παντού όπου αυτά εναλλακτικά εμφανίζονται και υπάρχουν, μέσα στο καθετί στο οποίο υπάρχουν;».
ΥΓ. Η πρόσθετη υπογράμμιση με έντονα γράμματα αποσκοπεί στην καλύτερη κατανόηση. Παραθέτω το αρχαίο κείμενο:
[401b] Ἆρ’ οὖν τοῖς ποιηταῖς ἡμῖν μόνον ἐπιστατητέον καὶ
προσαναγκαστέον τὴν τοῦ ἀγαθοῦ εἰκόνα ἤθους ἐμποιεῖν
τοῖς ποιήμασιν ἢ μὴ παρ’ ἡμῖν ποιεῖν, ἢ καὶ τοῖς ἄλλοις
δημιουργοῖς ἐπιστατητέον καὶ διακωλυτέον τὸ κακόηθες τοῦτο
καὶ ἀκόλαστον καὶ ἀνελεύθερον καὶ ἄσχημον μήτε ἐν εἰκόσι
ζῴων μήτε ἐν οἰκοδομήμασι μήτε ἐν ἄλλῳ μηδενὶ δημιουρ-
γουμένῳ ἐμποιεῖν, ἢ ὁ μὴ οἷός τε ὢν οὐκ ἐατέος παρ’ ἡμῖν
δημιουργεῖν, ἵνα μὴ ἐν κακίας εἰκόσι τρεφόμενοι ἡμῖν οἱ
[401c] φύλακες ὥσπερ ἐν κακῇ βοτάνῃ, πολλὰ ἑκάστης ἡμέρας
κατὰ σμικρὸν ἀπὸ πολλῶν δρεπόμενοί τε καὶ νεμόμενοι, ἕν
τι συνιστάντες λανθάνωσιν κακὸν μέγα ἐν τῇ αὑτῶν ψυχῇ,
ἀλλ’ ἐκείνους ζητητέον τοὺς δημιουργοὺς τοὺς εὐφυῶς δυνα-
μένους ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ τε καὶ εὐσχήμονος φύσιν,
ἵνα ὥσπερ ἐν ὑγιεινῷ τόπῳ οἰκοῦντες οἱ νέοι ἀπὸ παντὸς
ὠφελῶνται, ὁπόθεν ἂν αὐτοῖς ἀπὸ τῶν καλῶν ἔργων ἢ πρὸς
ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοήν τι προσβάλῃ, ὥσπερ αὔρα φέρουσα ἀπὸ
[401d] χρηστῶν τόπων ὑγίειαν, καὶ εὐθὺς ἐκ παίδων λανθάνῃ εἰς
ὁμοιότητά τε καὶ φιλίαν καὶ συμφωνίαν τῷ καλῷ λόγῳ
ἄγουσα;
Πολὺ γὰρ ἄν, ἔφη, κάλλιστα οὕτω τραφεῖεν.
Ἆρ’ οὖν, ἦν δ’ ἐγώ, ὦ Γλαύκων, τούτων ἕνεκα κυριωτάτη
ἐν μουσικῇ τροφή, ὅτι μάλιστα καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς
ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία, καὶ ἐρρωμενέστατα ἅπτεται
αὐτῆς φέροντα τὴν εὐσχημοσύνην, καὶ ποιεῖ εὐσχήμονα,
[401e] ἐάν τις ὀρθῶς τραφῇ, εἰ δὲ μή, τοὐναντίον; καὶ ὅτι αὖ τῶν
παραλειπομένων καὶ μὴ καλῶς δημιουργηθέντων ἢ μὴ καλῶς
φύντων ὀξύτατ’ ἂν αἰσθάνοιτο ὁ ἐκεῖ τραφεὶς ὡς ἔδει, καὶ
ὀρθῶς δὴ δυσχεραίνων τὰ μὲν καλὰ ἐπαινοῖ καὶ χαίρων καὶ
καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχὴν τρέφοιτ’ ἂν ἀπ’ αὐτῶν καὶ
[402a] γίγνοιτο καλός τε κἀγαθός, τὰ δ’ αἰσχρὰ ψέγοι τ’ ἂν ὀρθῶς
καὶ μισοῖ ἔτι νέος ὤν, πρὶν λόγον δυνατὸς εἶναι λαβεῖν,
ἐλθόντος δὲ τοῦ λόγου ἀσπάζοιτ’ ἂν αὐτὸν γνωρίζων δι’
οἰκειότητα μάλιστα ὁ οὕτω τραφείς;
Ἐμοὶ γοῦν δοκεῖ, ἔφη, τῶν τοιούτων ἕνεκα ἐν μουσικῇ
εἶναι ἡ τροφή.
Ὥσπερ ἄρα, ἦν δ’ ἐγώ, γραμμάτων πέρι τότε ἱκανῶς
εἴχομεν, ὅτε τὰ στοιχεῖα μὴ λανθάνοι ἡμᾶς ὀλίγα ὄντα ἐν
ἅπασιν οἷς ἔστιν περιφερόμενα, καὶ οὔτ’ ἐν σμικρῷ οὔτ’ ἐν
[402b] μεγάλῳ ἠτιμάζομεν αὐτά, ὡς οὐ δέοι αἰσθάνεσθαι, ἀλλὰ
πανταχοῦ προὐθυμούμεθα διαγιγνώσκειν, ὡς οὐ πρότερον
ἐσόμενοι γραμματικοὶ πρὶν οὕτως ἔχοιμεν―
Ἀληθῆ.
Οὐκοῦν καὶ εἰκόνας γραμμάτων, εἴ που ἢ ἐν ὕδασιν ἢ ἐν
κατόπτροις ἐμφαίνοιντο, οὐ πρότερον γνωσόμεθα, πρὶν ἂν
αὐτὰ γνῶμεν, ἀλλ’ ἔστιν τῆς αὐτῆς τέχνης τε καὶ μελέτης;
Παντάπασι μὲν οὖν.
Ἆρ’ οὖν, ὃ λέγω, πρὸς θεῶν, οὕτως οὐδὲ μουσικοὶ πρό-
[402c] τερον ἐσόμεθα, οὔτε αὐτοὶ οὔτε οὕς φαμεν ἡμῖν παιδευτέον
εἶναι τοὺς φύλακας, πρὶν ἂν τὰ τῆς σωφροσύνης εἴδη καὶ
ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας καὶ ὅσα
τούτων ἀδελφὰ καὶ τὰ τούτων αὖ ἐναντία πανταχοῦ περι-
φερόμενα γνωρίζωμεν καὶ ἐνόντα ἐν οἷς ἔνεστιν αἰσθανώμεθα
καὶ αὐτὰ καὶ εἰκόνας αὐτῶν, καὶ μήτε ἐν σμικροῖς μήτε ἐν
μεγάλοις ἀτιμάζωμεν, ἀλλὰ τῆς αὐτῆς οἰώμεθα τέχνης εἶναι
καὶ μελέτης; (ΠΛΑΤΩΝ: ΠΟΛΙΤΕΙΑ 401b-403c. Μεταφ. Ν.Μ. ΣΚΟΥΤΕΡΟΠΟΥΛΟΣ 2002)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου