Κύριε, Κύριε
κι εμείς εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι κι αδέξιοι
με το άδειο δισάκι στα χέρια
μ’ ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο
με χέρια αθώα κι απορημένα που δεν επαιτούν.
Μητέρα δε μας μένει τίποτα.
Πού θ’ απαγκιάσουμε;
Πού θα κοιμηθούμε;…
Θα έγραφα για το απόσπασμα από τις λίμνες των δρόμων με τα μεγάλα ψίχουλα, από όπου δεν τρώνε μόνο τα πουλιά, ψυχές όμορφες διακονεύουν για τις άλλες ψυχές που αργοπεθαινουν από την ανημποράδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚυρά Δέσποινα έχουμε Εσένα, ομιλούν οι άθλιοι που λιώνουν κάτω από τα συντριβάνια των λέξεων, σε κάποιες έρημες πλατείες, που δεν πατάει άνθρωπος μόνο μεθυσμένοι από τον οινο και τον πόνο.
Απαγκιάσαμε κάτω από ένα άστρο, κοιμηθήκαμε κάτω από το δέντρο της συμπόνιας, όμως πάντα ένα άστρο και το όνειρο, μας κρατάει ξύπνιους.
.
.
... πῶς θἆναι ἅραγε, νὰ κάνεις τραγούδι τὸν πόνο τῶν ἄλλων...
ΑπάντησηΔιαγραφήκαθισμένος στὰ ζεστά,
φορῶντας τὶς παντόφλες οου και... μισοναρκωμένος...
ἀπὸ τὸ γεμᾶτο στομάχι,
μὲ τὸ ἄφθονο, εὔγευστο καλομαγειρεμένο σου φαγητό... ;