Ἔχουμε ἐδῶ τὴν ἑορτὴ τῆς Εἰσόδου τῆς Θεοτὸκου στὸ Ναό. Τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς εἶναι πολὺ ἁπλό: ἕνα κοριτσάκι προσάγεται ἀπὸ τοὺς γονεῖς του στὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἰδιαὶτερα ἀξιοσημείωτο στὸ γεγονὸς αὐτό, ἐπειδὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη αὐτὸ ἀποτελοῦσε μιὰ γενικὰ ἀποδεκτὴ συνήθεια καὶ πολλοὶ γονεῖς ἔφερναν τὰ παιδιά τους στὸ ναὸ, ὡς σημεῖο προσαγωγῆς τους στὸν Θεό, ὡς ἔνδειξη, πώς δίνουν στὴ ζωή τους ἕναν οὐσιαστικὸ σκοπὸ καὶ νόημα, πώς τὰ φωτίζουν ἀπὸ μέσα μὲ τὸ φῶς μιᾶς ἀνώτερης ἐμπειρίας.
Στὴν περίπτωση ὅμως τῆς Παναγίας, ὅπως μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει ἡ Ἀκολουθία τῆς ἡμέρας, ὁδήγησαν τὸ παιδὶ στὰ “Ἅγια τῶν Ἁγίων”, στὸν τόπο πού κανεὶς ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ πάει, στο μυστικὸ ἐσωτερικὸ Ἱερὸ τοῦ ναοῦ. Τὸ ὄνομα τοῦ κοριτσιοῦ εἶναι Μαρία. Εἶναι ἡ μελλοντικὴ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χρίστου, μέσῳ τοῦ ὁποίου, σύμφωνα μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος, νὰ μοιραστεῖ τὴν ζωή του καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὸ θεῖο της περιεχόμενο. Εἶναι ὅλα αὐτὰ παραμύθια; Ἤ εἶναι κάτι πού μᾶς δόθηκε καὶ πού ἀποκαλύπτεται ἐδῶ, κάτι πού σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ζωή μας, κάτι πού δὲν μπορεῖ ἴσως νὰ ἐκφραστεῖ μὲ λόγια τῆς καθημερινῆς ζωῆς;
Αὐτὸς εἶναι ὃ μεγαλειώδης, ὁ ὀγκώδης, ὁ ἱεροπρεπὴς ναὸς τῆς Ἱερουσαλήμ. Καὶ γιὰ αἰῶνες ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς βαρεῖς τοίχους, ἕνα πρόσωπο μποροῦσε νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό. Τώρα ὅμως, ὁ ἱερέας παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι τὴ Μαρία καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὸ Ἱερότερο τμῆμα τοῦ Ναοῦ καὶ ἐμεῖς ψάλλουμε: “Ὁ καθαρώτατος ναός τοῦ Σωτῆρος… σήμερον εἰσάγεται ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου…”. Ἀργότερα, στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ὁ Χριστὸς λέει: “Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν”. Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς συμπληρώνει: “ἐκεῖνος δὲ ἔλεγεν περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ” (Ἴωάν. 2,19,21).
Τὸ νόημα ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων, τῶν λέξεων καὶ τῶν σκέψεων, εἶναι ἁπλό: ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἕξης, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός. Οὔτε πέτρινος οὔτε θυσιαστήριο ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος -ἡ ψυχή του, τὸ σῶμα του καὶ ἡ ζωὴ τοῦ -γίνεται ἡ ἱερὴ καὶ θεία καρδία τοῦ κόσμου, τὰ “ἁγία τῶν ἁγίων”. Ὁ ἕνας ναός, ἡ Παναγία – ζῶν καὶ ἀνθρώπινος – ὁδηγεῖται σ’ ἕναν ἄλλο ναὸ φτιαγμένο ἀπὸ πέτρα καὶ ὁλοκληρώνει ἔτσι ἐκ τῶν ἔνδον τὴν σημασία καὶ τὸ νόημα του.
Μ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς, ἡ θρησκεία, καὶ ἀκόμη περισσότερο ἡ ζωή, ὑφίσταται μιὰ πλήρη μεταβολὴ τῆς ἰσορροπίας της. Αὐτὸ πού τώρα εἰσέρχεται στὸν κόσμο, εἶναι μιὰ διδασκαλία ποὺ δὲν τοποθετεῖ τίποτε ἄλλο ὑψηλότερα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀναλαμβάνει τὴ μορφὴ ἀνθρώπου, γιὰ ν’ ἀποκαλύψει τὴν κλήση καὶ τὸ νόημα τοῦ ἀνθρώπου ὡς θεϊκοῦ πλάσματος. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ κι ἔπειτα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος. Τίποτε πλέον δὲν βρίσκεται ἀπὸ πάνω του, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ κόσμος εἶναι δικός του, ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τὸν θεϊκό του προορισμό.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ πού ἡ Παναγία εἰσῆλθε στὰ “ἅγια τῶν ἁγίων”, ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ἔγινε Ναός. Κι ὅταν ἑορτάζουμε τὰ Εἰσόδιά της, ἑορτάζουμε τὸ θεῖο νόημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς ὑψηλῆς του κλήσεως. Δὲν γίνεται, λοιπὸν, νὰ ἐξαφανιστοῦν καὶ νὰ ξεριζωθοῦν ὅλ’ αὐντά ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου.