ΜΑΥΡΑ ΤΣΕΜΠΕΡΙΑ.
( Εις μνημόσυνον αιώνιον )
Ποτέ της δεν τον γνώρισε.
Ένα κουάδρο ψηλά στον τοίχο τον είχε αντικαταστήσει.
Μια άψυχη ασπρόμαυρη φωτογραφία της χαμογελούσε πάντα.
Ένας νεαρός μελαχρινός άνδρας,
καμαρωτός, μες τη χακί στολή του!
Και οι εικόνες της πρώιμης παιδικής της ηλικίας σημαδεύτηκαν από κείνη την μαυροντυμένη μάνα να λιβανίζει
τη φωτογραφία του και κάθε εθνική γιορτή να την στολίζει με δάφνες.
Την μάνα της δεν την είχε δει ποτέ να κλαίει. Στεκόταν ψηλή και αλύγιστη ,με τη μακριά μαύρη βέστα της και το λυτό μαύρο τσεμπέρι στα μαλλιά.
Ήτανε όμορφο ζευγάρι οι γονέοι της.
Η Αντριάνα και ο Νιόνιος .
Λιγερόκορμη και αλαφροπατούσα εκείνη, όμορφος και καλοφτιαγμένος εκείνος. Αθλητικός τύπος, έπιανε λαγό στο τρέξιμο και ο "σάρτος"του έμεινε παροιμιώδης σ όλο το νησί.
Με την Αντριάνα απόκτησε τρεις γιους
αλλά κανένας τους δεν έμελλε να ζήσει. Χάθηκαν στην πρώτη παιδική ηλικία.
Το άκουσμα μίας νέας εγκυμοσύνης
έφερε ξανά τα χαμόγελα στο χαροκαμένο ζευγάρι. Μα δε κράτησε για πολύ τούτη η χαρά.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασε το χαρτί της επιστράτευσης του Νιόνιου στο μικρασιατικό μέτωπο.
Αποχωριστήκανε στο διάσελο, εκεί που άρχιζαν τα Λαγκάδια.
-Να μου προσέχεις το παιδί,
φώναξε εκείνος, όταν χανόταν στη στροφή του δρόμου.
-Θα ξανάρθεις, του φώναζε εκείνη,
κουνώντας απελπισμένα τα χέρια της.
-Δεν μπορεί... θα ματαγυρίσεις ,
μονολογούσε, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού.
-Πρέπει να γυρίσεις....
Μα δεν γύρισε ποτέ και ούτε ποτέ
έμαθε ότι απόκτησε ένα κοριτσάκι,
μελαχρινό και μεγαλομάτικο σαν εκείνο..
"Αγαπημένε μου Νιόνιο,έγραφε το γράμμα. Έχουμε την θεγατέρα μας. Την έβγαλα Διαμαντίνα ,τση μάνας σου το όνομα. "
Το γράμμα δεν επιδόθηκε ποτέ.
Ο Νιόνιος χάθηκε λίγες μέρες πριν.Και η Αντριάνα έγινε μάνα και πατέρας για εκείνο το μικρό κορίτσι.
Ήταν δεν ήταν δέκα πέντε χρονών η Μαντινούλα και αρχίσανε τα προξενιά.
Πολλοί λιγουρεύτηκαν τα νιάτα της και άλλοι την περιουσία της.
-Είναι μικρή, έλεγε η μάνα.
Μα ο έρωτας είχε ξανθό κεφάλι και σγουρά μαλλιά και η Διαμαντίνα παντρεύτηκε μόλις στα δέκα έξι της χρόνια . Στα δέκα επτά της ήταν πια μητέρα ενός κοριτσιού .
Εκείνο τον Οκτώβρη του 40 η μικρή Τασούλα έκλεινε τον ένα μόλις χρόνο.
Το πρωινό της 28 του Οκτώβρη τους ξύπνησαν οι καμπάνες τση Παναγίας.
-Πόλεμος!!!
Η Μαντίνα συνόδεψε το Γιώργη στο διάσελο του δρόμου.
Εκείνος κρατώντας τη μικρή του κόρη αγκαλιά, έσκυψε και φίλησε τη γυναίκα του.
Ύστερα έβγαλε από το σάκο του ένα μικρό ψαλίδι και έκοψε μια τούφα από τα μαλλάκια της κόρης του.Τα χωσε ευλαβικά στον κόρφο του και έφυγε βιαστικά να προλάβει το ανθρώπινο κομβόι, που όλο ξεμάκραινε.
-Με τη νίκη!!! Τους συνόδευαν οι φωνές των χωριανών..
Η Αντριάνα στην άκρη του δρομου ξαναζούσε ακόμα μια φορά το μαύρο προαίσθημα της απώλειας.
Ο Γιώργης δεν ματαγύρισε ποτέ. Χάθηκε στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Ένας από τους τόσους χιλιάδες άκλαυτους και άταφους νεκρούς.
Στη νεαρή γυναίκα του έφθασε η είδηση: " Έπεσε ηρωικώς μαχόμενος υπέρ Πατρίδος ".
Η Αντριάνα ξανάσφιξε το ζωνάρι της.Είχε να μεγαλώσει τώρα και την εγγονή της.
Στην κόρη της δεν επέτρεψε να φόρεσε το μαύρο τσεμπέρι της χηρείας.
-Είναι παιδί ακόμα, έλεγε. Φτάνει ,που το φορώ εγώ ...
Με την Απελευθέρωση η ζωή άρχισε να παίρνει το δρόμο της.
Τα δειλά χαμόγελα διαδέχτηκαν τα ανοιχτά παράθυρα. Η δίψα για ζωή!
Η Αντριάνα ανησυχούσε. Τα χρόνια περνούσαν. Έπρεπε να αποκαταστήσει τη θυγατέρα της και την εγγονή της.
Το σπίτι χρειαζόταν έναν προστάτη.
Πες-πες ,έπεισαν την Διαμαντίνα ,να ξαναπαντρεφτεί.
Ο αρραβώνας με το Γιάννη, έβαζε τέλος στο πένθος σε εκείνο το χαροκαμένο σπίτι.
Έτσι τουλάχιστον νόμιζαν!
Κάπου μακριά μαινόταν ένας καινούργιος πόλεμος, αλλιώτικος και ύπουλος .
Όταν επιστρατεύτηκε η κλάση του Γιάννη , η Διαμαντίνα του ορκίστηκε ότι θα τον περιμένει , ό,τι κι αν γίνει.
Λίγο αργότερα μαθεύτηκε ότι τραυματίστηκε σοβαρά και του έκοψαν το πόδι .
Συγγενείς και γνωστοί έπεσαν πάνω στην Διαμαντίνα ,να μην τον παντρευτεί.
-Τί τον εθέλεις τον σακάτη. Παράτα τον, της έλεγαν.
Μα εκείνη αμετάπειστη.
-Θα τον επάρω ,αντέτεινε. Το χρωστάω τσου πεθαμένους μου.
Και πάλι η Αντριάνα ξαναπήρε το γνώριμο δρόμο του μόχθου.
Σπίτι-χωράφι, ένα συνεχές πηγαινέλα μίας ολόκληρης ζωής.Χωρίς παράπονο, χωρίς απαιτήσεις.
Ένας αγέρωχος μαροντυμένος βράχος, ανάμεσα στις "ριζιμίες" του τόπου της.
Όταν κάποτε ρώτησαν την κόρη της, την Διαμαντίνα, τί είναι ο πόλεμος για εκείνη, που τόσο πολύ τη σημάδεψε, απάντησε:
"-Είναι , ότι δεν δεν είπα ποτέ τη λέξη πατέρα.
Είναι η μαυροφορεμένη μάνα μου.
Είναι η ορφάνια τση θεγατέρας μου. Είναι το σακατεμένο κορμί του αντρός μου.
Μα είναι και η περηφάνεια που αντέξαμε!!"
Η Αντριάνα πέθανε 107 χρονών.
Μέχρι το τέλος της ζωής της οι διαβάτες έβλεπαν την μαυροφορεμένη φιγούρα της ,καθισμένη στο πεζούλι του σπιτιού της ,να τους δίνει τη ευχή της,σταυρώνοντάς τους.
-Στην ευκή του Θέου.Με το καλό στα σπίτια σας.
Όσο για την Διαμαντίνα πέθανε υπέργηρη, ανάμεσα στα παιδιά και τα εγγόνια της.
Κάποιοι όμως λένε ότι , όταν ξεψυχούσε, ψιθύρισε τη λέξη ... πατέρα!!!
... πανέμορφο...!
ΑπάντησηΔιαγραφήεὐχαριστοῦμε...!