Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Ο Χρήστος Γιανναράς θυμάται πως τον επηρέασε η γνωριμία του με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο

 


 

Η δεύτερη (μετά τον Πικιώνη) αποφασιστική για μένα γνωριμία, ήρθε κι αυτή απρόσμενα. Ήταν αρχές του καλοκαιριού του 1961, όταν ο καλός μου φίλος –από τα μαύρα χρόνια του οικοτροφείου– ο φιλόλογος Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, μου σύστησε με ενθουσιασμό να διαβάσω ένα κείμενο: Κάποιος Ζήσιμος Λορεντζάτος είχε γράψει στον Ταχυδρόμο λίγες σελίδες για τον Παπαδιαμάντη.

«Θα το βρεις σε ανάτυπο, στο βιβλιοπωλείο της “Εστίας”», είπε ο Νίκος.

Τον συγγραφέα του άρθρου δεν τον ήξερα, είχα ακουστά μόνο το όνομα του πατέρα του, του Παναγή Λορεντζάτου, καθηγητή στη Φιλοσοφική Αθηνών και συντάκτη ενός θαυμάσιου ομηρικού λεξικού. Ο Νίκος μού μίλησε για την ποιητική συλλογή του Ζήσιμου Μικρά σύρτις, το Δοκίμιο 1 για τον Σολωμό και μια μετάφραση των ποιημάτων του Έζρα Πάουντ, Κατάη.

Υπάκουσα στον ενθουσιασμό του φίλου μου κι αγόρασα το ανάτυπο για τον Παπαδιαμάντη από την «Εστία». Ήταν όλο κι όλο εικοσιπέντε σελίδες. Η έκπληξή μου από το διάβασμά τους δεν περιγράφεται. Αυτός ο άγνωστός μου Λορεντζάτος μιλούσε για τον κόσμο του Παπαδιαμάντη, την Ορθοδοξία και την Παράδοση με μια γλώσσα που δεν είχε καμιά σχέση με τα αυτονόητα της ακαδημαϊκής θεολογίας ή της ηθικοπλαστικής θρησκευτικότητας. Ήταν μια γλώσσα που έσωζε την αμεσότητα της ζωής, ξέχωρα από ιδέες ή θεωρητικές πεποιθήσεις – κι όμως ήταν γλώσσα ενός λόγιου ανθρώπου, λογοτέχνη και κριτικού της λογοτεχνίας, που δεν απεμπολούσε τίποτα από το φορτίο της κοσμικής του γνώσης.
Γι’ αυτό και στην κριτική που έκανε στον «κόσμο της Αθήνας που θαυμάζει, ή καμώνεται πώς θαυμάζει, τον Παπαδιαμάντη και δε συμφωνάει σε τίποτα μαζί του» δεν αντιπαράθετε έναν άλλο, θρησκευόμενο κόσμο, με τη δική του γλώσσα και ιδεολογία. Η διαστολή που έκανε ήταν ανάμεσα σε αυτούς που υποψιάζονται τα ουσιώδη της ζωής και στους ανυποψίαστους. Και καταλάβαινα διαβάζοντάς τον, πως κι ό δικός μου κόσμος –της «Ζωής», του Τσιριντάνη, των «προοδευτικών» του έργου– ήταν από τη μεριά των ανυποψίαστων.

Δεν μπορούσα να ησυχάσω με αυτές τις εικοσιπέντε σελίδες, μου αναστάτωσαν τη ζωή. Έβαζα από τη μια μεριά της πλάστιγγας όλα τα μέχρι τότε διαβάσματά μου (τη ζωή μου ολόκληρη) κι από την άλλη τις εικοσιπέντε σελίδες του Λορεντζάτου – κι είχαν αυτές το περισσότερο βάρος. Ήθελα να μάθω το γιατί, να βρω το μυστικό της ολοφάνερης υπεροχής.

Έψαξα στον τηλεφωνικό κατάλογο, βρήκα το όνομα: Ζήσιμος Λορεντζάτος, σχημάτισα τον αριθμό. Μου απάντησε μια φωνή βαριά, κάπως αργόσυρτη και απερίεργη. Του εξήγησα ότι διάβασα το κείμενό του και ήθελα πολύ να τον ρωτήσω μερικά πράγματα, να του ζητήσω να μου ξεκαθαρίσει ό,τι δεν καταλάβαινα. Δεν φάνηκε πολύ πρόθυμος, αλλά ούτε και αρνητικός. Συμφωνήσαμε στη μέρα και στην ώρα. Τον ρώτησα πού θα τον βρω.

«Στο κάτω μέρος της οδού Σταδίου, πριν από την Ομόνοια, δεξιά, είναι ένας γέρος με μεγάλα μουστάκια, που φτιάχνει πολίτικο παγωτό. Θα είμαι εκεί απ’ έξω και θα σας περιμένω», είπε.

Τον ρώτησα πώς θα τον αναγνωρίσω.

«Δεν είναι δύσκολο, αυτά γίνονται από μόνα τους, θα δείτε».

Έφτασα καθυστερημένος στη συνάντηση και δεν μου το συχώρεσε ποτέ. Τον περίμενα διαφορετικό και ξαφνιάστηκα – ήταν ντυμένος με την προσεγμένη ατημελησία ενός ξένου καλοκαιρινού τουρίστα: σαντάλια, λινό παντελόνι, ένα ελαφρότατο πουκάμισο. Πανύψηλος, με μια πατίνα αρχοντιάς σε κάθε του κίνηση.

Περπατήσαμε στους δρόμους της Αθήνας. Οι ερωτήσεις που είχα να του κάνω ήταν όλες επιθετικές.

«Πώς είναι δυνατό να μιλάτε για την Παράδοση και να την προβάλλετε σαν μοναδική λύση ζωής; Δεν βλέπετε γύρω σας τους παραδοσιακούς θρησκευτικούς, συντηρητικούς, στενοκέφαλους, τυπολάτρες, κολλημένους στον φορμαλισμό της Παράδοσης σαν τα στρείδια στο βράχο;».

«Αγαπητέ μου», είπε ο Λορεντζάτος, «μέσα σε έναν κόσμο που τρέχει ασταμάτητα σαν το ποτάμι είναι μεγάλο πράγμα να κολλάς στον βράχο, να κρατιέσαι σταθερά κάπου – μόνο τότε βλέπεις γύρω σου σωστά»
.

Δεν τον καταλάβαινα. Μα είχε στον λόγο του την πειθώ του ανθρώπου που καταθέτει την εμπειρία του, όχι ιδέες και γνώμες.

«Εσύ έχεις ακόμα το μυαλό σου κοφτερό σαν ξουράφι, να τα τεμαχίζει όλα και να ψάχνει», είπε. «Γι’ αυτό και κυκλοφέρνεις αδιάκοπα, δίχως να προχωράς πουθενά. Παραδώσου στην Παράδοση, όπως παραδίνεται ο νεκρός για να τον πλύνουν. Και τότε θα δεις πώς θ’ ανοίξει ο δρόμος μπροστά σου και θα καταλάβεις ότι ζεις».

Με συμπάθησε στην αποκοτιά μου, τον αγάπησα στη δυσπρόσιτη σοφία του – γίναμε φίλοι. Η φιλία μας κρατάει ως σήμερα, κι είναι από τα πιο πολύτιμα δώρα που δέχτηκα στη ζωή.

Ο Ζήσιμος ήταν ο μόνος άνθρωπος που τόλμησε να μου πει, απερίφραστα κι επιτακτικά, πως έπρεπε να φύγω από τη «Ζωή». Του είχα δώσει το βιβλίο μου Άσκηση σε δώδεκα διηγήματα, το διάβασε, κι είχαμε συναντηθεί στα προπύλαια της Εθνικής Βιβλιοθήκης
.
«Λογοτεχνική κριτική δεν θα σου κάνω», μου είπε, «ούτε έχει και καμιά αξία – ξεχώρισα ένα διήγημα, “Η κάθοδος”, αυτό μόνο. Μα ήθελα να σου πω, ύστερα από το διάβασμα αυτού του βιβλίου, πως πρέπει να κατέβεις από κάποιο βάθρο που πάνω του έχεις ανεβεί και βλέπεις από ψηλά τη ζωή. Δεν ξέρω ούτε πώς ζεις, ούτε τι είναι αυτή η Αδελφότητα όπου βρίσκεσαι, ξέρω ότι πρέπει να φύγεις από κει μέσα. Είτε μοναχός γίνεις είτε πάτερ-φαμίλιας, ο δρόμος και για τα δυο περνάει μέσα από τη ζωή».

Πρέπει να ήταν Νοέμβρης ή Δεκέμβρης του 1963.

Aπόσπασμα από το βιβλίο “Καταφύγιο Ιδεών” (Εκδόσεις Ίκαρος) σελίδες 339-343

πηγή


1 σχόλιο:

  1. ... στὴν θεωρούμενη ἀξιόλογη βιβλιοθήκη τῆς μικρής μας πόλης

    δὲν ὑπάρχει τίποτα γιὰ τὸν Λορεντζᾶτο
    καὶ τὸ ὄνομά του, δὲν τοὺς θυμίζει τίποτα...

    ἔτυχε... ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή