Γράφει ὁ Δημήτριος Ἰωάννου
Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ ἤθελα νὰ παρουσιάσω τὰ πορίσματα μίας ἐργασίας τοῦ π. Callinic Berger “Does the Eucharist makes the Church?” (St Vladimir’s Theological Quarterly 51:1 (2007) 23–70), ποὺ ἀναφέρεται στὴν συγκριτικὴ ἐξέταση τῶν δύο ἐκκλησιολογιῶν, αὐτῆς τοῦ π. Δημητρίου Στανιλοάε καὶ τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, ἡ ὁποία γνωρίζει μεγάλη διάδοση καὶ κυριαρχεῖ στὶς ἡμέρες μας. Θεωρῶ ἐν μέρει δεδομένη τὴ γνώση τῆς Εὐχαριστιακῆς θεολογίας τοῦ Μητρ. Περγάμου (κυκλοφοροῦν τὰ βιβλία «τὸ Εἶναι ὡς Κοινωνία», Ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2023 καὶ προπαντὸς τὸ «Ἐκκλησιολογικὰ Μελετήματα», Ἔκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2016), γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ προβῶ σὲ κάποια παρουσίασή της. Κεντρικὴ θέση της εἶναι ὅτι ἡ εὐχαριστία δημιουργεῖ τὴν Ἐκκλησία, ἐνῷ ἐπίσης ἐξαίρεται ὁ ρόλος τοῦ Ἐπισκόπου στὴν τέλεση τοῦ Μυστηρίου. Ὁ Μητρ. Περγάμου ἄντλησε ἀπὸ διάφορες πηγές, τὸν π. Ἀφανάσιεφ καὶ τὸν Βλάντιμιρ Λόσκι, ὡστόσο ὁ ἴδιος ἐμπλούτισε τὸ ἔργο τῶν προγενεστέρων θεολόγων. Δὲν ἔφτασε ὅμως ποτὲ σὲ μία στέρεη σύνθεση Χριστολογίας καὶ Πνευματολογίας, ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε στὸ ἐκκλησιολογικὸ ἔργο του.
Ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε, ἀντιθέτως -πρᾶγμα ποὺ δὲν γνώριζε ὁ Μητρ. Ζηζιούλας, ἐφόσον τὸ ἔργο τοῦ πρώτου παρέμενε ἀμετάφραστο σὲ κάποια διεθνῆ γλῶσσα-, πέτυχε μία τέτοια σύνθεση, καὶ ἀνέπτυξε, βασιζόμενος πάντα στὶς πατερικὲς πηγές, μία πλούσια Τριαδολογία, ποὺ ἀναφέρεται μάλιστα καὶ στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀντιθέτως, ὁ Μητρ. Περγάμου μίλησε μόνο γιὰ τὴν ad extra οἰκονομία τῶν Προσώπων τῆς Θεότητας, τὸν ρόλο τους δηλαδὴ στὴν πρὸς τὰ ἔξω προβολή τους. (Ὁ Ἕλληνας ἀναγνώστης, ὅσον ἀφορᾶ τὸν Στανιλοάε, μπορεῖ νὰ σχηματίσει μία ἰδέα γιὰ τὴν Τριαδολογία τοῦ τελευταίου, μελετώντας τὸ βιβλίο του «Θεολογία καὶ Ἐκκλησία», Ἔκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1989.)
Ὁ π. Μπέργκερ, τοῦ ὁποίου παρουσιάζουμε τὴν ἐργασία, ἀναφέρεται στὸ ὅτι, ὅπως εἴπαμε, οἱ θεολόγοι μας εἶχαν ὑπόψη τους τὸ ἔργο τοῦ Βλάντιμιρ Λόσκι, ὁ ὁποῖος, στὸ ἐξαίρετο βιβλίο του «Δοκίμιο γιὰ τὴν Μυστικὴ Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας», μίλησε γιὰ τὸ ἀδιαχώριστο μὲν τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔκανε ὡστόσο λόγο γιὰ δύο Οἰκονομίες, μία τοῦ Υἱοῦ, ποὺ στηρίζει τὸ θεσμικὸ στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀναφέρεται στὸ χαρισματικὸ στοιχεῖο αὐτῆς. Ὁ π. Στανιλοάε ἐπέκρινε τὴν διάκριση αὐτὴ τῶν δύο Οἰκονομιῶν. Γιὰ τὸν Λόσκι, ὁ Υἱὸς ἐκπροσωπεῖ τὴ «φύση», ἐνῷ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸ «πρόσωπο». Ὁ Ζηζιούλας κάνει μία παρόμοια διάκριση, ὅταν λέγει ὅτι ὁ Υἱὸς δημιουργεῖ τὴν Ἱστορία, ἐνῷ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀπελευθερώνει ἀπὸ αὐτήν. Ἡ συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἐρχομὸς τοῦ «ἐσχάτου» καὶ τῆς «κοινωνίας» στὴν Ἐκκλησία, ὅροι ποὺ παίζουν τεράστιο ρόλο στὴν θεολογία τοῦ Ζηζιούλα. Αὐτὸ μάλιστα ἀφορᾶ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Πράττοντας ἔτσι, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μετατρέπει τὸν Χριστὸ σὲ μία «corporate personality» (συλλογικὴ προσωπικότητα), τὸν «Ἕνα» ποὺ περιλαμβάνει τοὺς πολλούς, τὸ πρόσωπο, καὶ ὄχι πιὰ τὸ ἄτομο. Ὁ Ζηζιούλας λέγει ὅτι εἶναι τὸ πρόσωπο, καὶ ὄχι τὸ ἄτομο, ποὺ μετέχει στὴν Ἐκκλησία. Ἐπιχειρηματολογώντας ἔτσι, ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία «is in-stituting by Christ, but con-stituted by the Spirit» (=θεσμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀλλὰ τὸ βασικὸ συστατικό της στοιχεῖο εἶναι τὸ Πνεῦμα). Τὸ πρῶτο, ἡ θεσμοποίηση ἀπὸ τὸν Χριστό, δεσμεύει τρόπον τινὰ τὴν ἐλευθερία μας, ἐνῷ τὸ δεύτερο, τὸ ἔργο τοῦ Πνεύματος, εἶναι κάτι ποὺ ἀποδεχόμαστε ἐλεύθερα, λαμβάνοντας μέρος στὴν «ἐπιφάνειά» του. Ἀνευρίσκει λοιπὸν μία ἔνταση ἀνάμεσα στὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅπως εἴπαμε, παρατηρεῖ κανεὶς εὔκολα τὴν ἐπίδραση τοῦ Λόσκι. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει ὡς ρόλο νὰ μεταδίδει τὸ στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας, τὸ προσωπικὸ στοιχεῖο. Ὁ Ζηζιούλας γράφει ὅτι τὸ Πνεῦμα «προσωποποιεῖ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό»!
Κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Ζηζιούλα αὐτὰ τὰ δύο στοιχεῖα, τὸ ἔσχατο καὶ ἡ κοινωνία, καὶ ὄχι ἡ πνευματικότητα καὶ ἡ ἁγιοποίηση, ἔχουν καθορίσει τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Τὰ δύο τελευταῖα περνοῦν σὲ δεύτερη μοῖρα. Ἡ κύρια μέριμνα τοῦ Ζηζιούλα εἶναι νὰ δείξει ὅτι καμιὰ χειροτονία, ἀξίωμα ἢ δομὴ στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ὡς αὐτάρκης ἢ ἔξω ἢ πάνω ἀπὸ τὸ Κοινὸ Σῶμα- αὐτὸ εἶναι σωστό. Λέγει ὅμως ὅτι ὅλα τὰ ἀξιώματα καὶ οἱ θεσμικὲς πλευρὲς τῆς Ἐκκλησίας βρίσκουν τὴν ἀληθινή τους ἔκφραση μόνο στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, ὅπου τὸ «ἔσχατον» καὶ ἡ «κοινωνία» συναντῶνται. Ἀλλά, πρᾶγμα ἐνδιαφέρον, αὐτὴ ἡ διχοτομία μεταξὺ Πνευματολογίας καὶ Χριστολογίας, δὲν ὑπερβαίνεται στὴ σύνθεση τοῦ Ζηζιούλα ἀπὸ μία μελέτη πρωτίστως τῆς σχέσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος στὴν ἐνδοτριαδικὴ ζωή, οὔτε στὴ σχέση τους «ad extra» στὸ ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας, ἀλλὰ στὴν Θεία Λειτουργία. Ἡ ἔλλειψη σύνθεσης Χριστολογίας καὶ Πνευματολογίας ἔφερε αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα στὴ σκέψη του.
Ὁ Στανιλοάε ἀντιμετωπίζει τὴν ἐκκλησιολογία, ὅπως εἴπαμε, διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι ὁ Ζηζιούλας. Ἐπεξεργάζεται, ἐπαναλαμβάνουμε, μία ὑψηλὰ ἀνεπτυγμένη σύνθεση μεταξὺ Πνευματολογίας καὶ Χριστολογίας καὶ ἔτσι διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴν «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία». Πρέπει νὰ δώσουμε μία συνοπτικὴ περιγραφὴ αὐτῆς τῆς σύνθεσης στὸν π. Στανιλοάε. Συνοπτικά, ὁ θεολόγος μας κατανοεῖ τὴν σχετικὴ πατερικὴ διδασκαλία καὶ ἑρμηνεύει τὴν φράση «δι’ Υἱοῦ» («Τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς δι’ Υἱοῦ») ὡς ἀναφερόμενη ὄχι σὲ μία αἰτιώδη ἐνδοτριαδικὴ πράξη, ὅπως ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ σὲ κάτι ἄλλο: στὴν «ἐκδήλωση» ἢ «φανέρωση» τοῦ Πνεύματος διὰ τοῦ Υἱοῦ. Στὴν ἑρμηνεία τοῦ Στανιλοάε αὐτὴ ἡ «φανέρωση» εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς αἰώνιας σχέσης μεταξὺ Πνεύματος καὶ Υἱοῦ. Ἔτσι στόχος τοῦ θεολόγου εἶναι νὰ δείξει ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἔχουν μία μοναδικὴ αἰώνια σχέση μεταξύ Τους, ὅπως καὶ μὲ τὸν Πατέρα. Αὐτὴ ἡ αἰώνια σχέση ἀποκαλύπτεται στὴν ἐν χρόνῳ οἰκονομία τῆς Σωτηρίας, ὅπου εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ποτὲ δὲν διαχωρίζονται μεταξύ Τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται μὲν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἀλλὰ «ἀναπαύεται» ἐν τῷ Υἱῷ, πρᾶγμα ποὺ εἶναι καὶ ὁ στόχος Του. Δὲν προχωρεῖ πουθενὰ πέραν τοῦ Υἱοῦ, γιατί ἐκεῖ βρίσκει τὴν πλήρωσή Του. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «φανερώνεται» ἢ «ἐκλάμπει» διὰ τοῦ Υἱοῦ, εἰδικὰ πρὸς τὸν Πατέρα. Αὐτὴ ἡ φανέρωση εἶναι ἕνα προσωπικὸ χαρακτηριστικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ Υἱὸς δὲν ἔχει ἕναν παθητικὸ ρόλο. Περαιτέρω, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μεταφέρει τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱό, ποὺ εἶναι ὁ στόχος τῆς ἐκπόρευσής Του. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴ σειρά του στέλνει τὴν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ Πνεῦμα εἶναι ἕνας ὑποστατικὸς «δεσμὸς» τῶν θείων Ὑποστάσεων, ἡ προσωπικὴ ἀρχὴ τῆς ἑνότητας στὴν Ἁγία Τριάδα. Τὸ Πνεῦμα ἐμποδίζει ἔτσι μία ἐγωιστική, ἀποκλειστικὴ ἀγάπη στὴν Τριάδα (πρᾶγμα ποὺ κατὰ τοὺς Πατέρες θὰ συνέβαινε ἂν τὰ θεῖα Πρόσωπα ἦταν δύο) . Δημιουργώντας τὴν ὑπεράπειρη μὴ ἐγωιστικὴ ἀγάπη, διατηρεῖ τὰ πρόσωπα στὴν ἑνότητά Τους. Ἀλλὰ παράλληλα, ἔστω κι ἂν δημιουργεῖ «ὑποστατικὴ ἑνότητα», διατηρεῖ τὸ «ὑποστατικὸ» γνώρισμα τοῦ κάθε Ἁγίου Προσώπου, χωρὶς νὰ τὸ ἀλλοιώνει- τὸ Πνεῦμα ἔτσι εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς Τριαδικῆς «περιχώρησης», ἀλληλοδιείσδυσης. Τὸ Πνεῦμα ἀποκαλύπτει τὸν Υἱὸ καὶ ὁ Υἱὸς ἀποκαλύπτεται ἐν τῷ Πνεύματι. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Στανιλοάε εἶναι προσεκτικὸς στὸ νὰ μὴ ἀποπροσωποποιήσει κανένα Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος μέσα σὲ αὐτὸ τὸ «μοντέλο», ποὺ εἶναι ἐξολοκλήρου δανεισμένο ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Γιὰ νὰ μιλήσουμε μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια, ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ποὺ ἔρχεται νὰ ἀναπαυθεῖ στὸν Υἱό, καὶ τότε «ἐκλάμπει» ἤ «φανερώνεται» ἀπὸ τὸν Υἱὸ πρὸς τὸν Πατέρα, εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Υἱὸς ποὺ ἀγαπᾶ καὶ ἀγαπᾶται μὲ τὴν σειρά Του, δὲν ἔχει, ἐπαναλαμβάνουμε, ἕνα παθητικὸ ρόλο.
Καὶ ἔτσι φθάνουμε στὸ τελικὸ σημεῖο. Στὸν Στανιλοάε ἡ ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος βασίζεται, ὅπως καὶ κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, στὴν κοινὴ θεία Οὐσία ἢ μᾶλλον «Ὑπερουσία» καὶ στὴν ἀμοιβαία ἐνοίκηση τοῦ ἑνὸς προσώπου στὸ ἄλλο. Ἀντιθέτως στὸν Ζηζιούλα, ἡ ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν βασίζεται στὴν κοινὴ θεία Οὐσία, γιατί γιὰ αὐτὸν ἡ «Οὐσία» εἶναι συνώνυμο τῆς «ἀνάγκης». Ὁ Ζηζιούλας ὑποτιμᾶ πλήρως τὴν Θεία Οὐσία. Στὸ ἔργο του ἡ ἑνότητα τῆς Τριάδος βασίζεται στὴν ἠθελημένη ἀπόφαση τοῦ Πατέρα νὰ ὑπάρξει «κοινωνία» τῶν Ὑποστάσεων, στὸ γεγονὸς ὅτι μεταδίδει στὰ ἄλλα πρόσωπα τὸ ὑποστατικό τους χάρισμα. Ἡ Οὐσία εἶναι συνώνυμη τῆς ἀνάγκης, ἡ Ὑπόσταση τῆς ἐλευθερίας, κατὰ τὴν θεολογία του. Ὁ Στανιλοάε ἀπορρίπτει ὅλα αὐτά: τὴν ἐξίσωση τῆς ὑπόστασης μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τῆς φύσεως μὲ τὴν ἀνάγκη. Καὶ τὴν ἄποψη ἐπίσης ὅτι ἡ Φύση εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ρόλου τοῦ Υἱοῦ, ἐνῷ ἡ Ἐλευθερία ἢ τὸ Πρόσωπο εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ρόλου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
* * *
Ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ Στανιλοάε ἀναπτύσσει τὴν ἐκκλησιολογία του ἀπὸ τὴν παραπάνω περιγραφεῖσα τριαδολογικὴ σύνθεση καὶ δὲν δημιουργεῖ «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ Ζηζιούλα. Κατὰ συνέπεια, ἔχει μία εὐρύτερη ἄποψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ ὅ,τι ὁ Ἕλληνας θεολόγος καὶ μιλᾶ διαφορετικὰ γιὰ τὴν Εὐχαριστία. Κατὰ τὴν θεολογία του, τὸ νὰ ὁρίσει κανεὶς τὴν Ἐκκλησία ὡς τὴν «εὐχαριστιακὴ κοινότητα» ἢ ὡς μία δομὴ ποὺ περιβάλλει τὸν Ἐπίσκοπο εἶναι πολὺ στενὴ στὴ σύλληψή της θέση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κάτι εὐρύτερο τῆς Εὐχαριστίας. Ὁ Στανιλοάε τονίζει τὴν διαρκῆ ἐνοίκηση τοῦ Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ μέλη της, τῶν ὁποίων διαποτίζει κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς τους. Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἁγιοπνευματική. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι διαρκὴς καὶ σταθερὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ μέλη της λόγῳ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μυστήρια κατὰ τὰ ὁποῖα ἡ Θεότητα ἔρχεται νὰ κατοικήσει στὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν Χριστό, ἀναζητεῖ διαρκῶς τὴν ἀνανέωση, τὴν πρόοδό της διὰ μέσου τῆς προσευχῆς, τῆς Εὐχαριστίας κ.λπ. Ἕνα βασικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Στανιλοάε θὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο: τὸ ἀδιαχώριστο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν δομή της, ἡ συνέργεια Πνεύματος καὶ Χριστοῦ στὴν οἰκοδόμηση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ἤδη σημειώσαμε, ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συμβαίνουν ταυτόχρονα καὶ ἐντὸς ἡ μία τῆς ἄλλης. Ποτὲ ὁ Χριστὸς ἢ τὸ Πνεῦμα δὲν δροῦν χωριστά, οὐσιωδῶς ἢ ὑποστατικῶς. Ἑπομένως ὁ Στανιλοάε δὲν βλέπει τὴν δομὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἱεραρχικὴ αὐτὴ δομή, ὡς ἀποκλειστικὰ χριστολογική, οὔτε τὰ χαρίσματα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀποκλειστικὰ πνευματολογικά. Ἀφοῦ τὸ Πνεῦμα εἶναι ἀδιαχώριστο ἀπὸ τὸν Υἱό, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ μία προϋπάρχουσα ἑνότητα ἢ δομὴ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐξασφαλίζει τὸ Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα δημιουργεῖ καὶ τὰ δύο, καὶ τὴν δομὴ καὶ τὴν ἑνότητα, ἐν Χριστῷ. Ἡ πνευματικότητα καὶ ὁ θεσμὸς εἶναι καὶ τὰ δύο ἐκφράσεις τῆς συντονισμένης ἐνέργειας τῶν δώρων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ, μία ποικιλία χαρισμάτων καὶ ὑπουργημάτων ποὺ ἐκφράζουν τὸν πνευματικὸ πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἴδια στιγμή, ὅπως εἴπαμε, ὁ Χριστὸς δὲν διαχωρίζεται ἀπὸ τὸν ρόλο του στὴν διαφοροποίηση τῶν χαρισμάτων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ ἕνας Λόγος τῶν πολλῶν «λόγων», καὶ ὡς τέτοιος, δὲν ἐπιφέρει μία μονότονη ἑνότητα, ἀλλὰ αὐτὴν τοῦ πλήθους τῶν νοημάτων, τῶν προσώπων καὶ τῶν χαρισμάτων. Ὁ Στανιλοάε ὑποστηρίζει λοιπὸν ὅτι ἡ προσωποποίηση καὶ ἡ κοινωνία δὲν ἀποδίδεται ἀποκλειστικὰ στὸ Πνεῦμα, στὴν Πνευματολογία. Ἄλλωστε ὁ Χριστὸς εἶναι πλήρως Πρόσωπο, τοῦ ὁποίου τὸ «Ἐγὼ» ἑνώνεται, ἀλλὰ ποτὲ δὲν συγχέεται μὲ τοὺς ἄλλους. Ὁ Χριστὸς συσχετίζει τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας σὲ μία προσωπικὴ σχέση μαζί Του, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Περαιτέρω, γιὰ τὸν Στανιλοάε, εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα αὐτὸ ποὺ ἐπιφέρει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἄλλωστε διαφάνηκε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸ Πνεῦμα δημιουργεῖ ἑνότητα καὶ δεσμὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὁ ρόλος του αὐτὸς στὴν Οἰκονομία εἶναι ἀντανάκλαση τοῦ ἐνδοτριαδικοῦ ρόλου του στὴν ἕνωση Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Μέσῳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ Ἐκκλησία γίνεται ἐπίσης ἕνα «ὅλον». Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ «τόπος» ὅπου ἡ Ἐκκλησία συνάζεται, ἡ «ἀτμόσφαιρα» μέσα στὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ζεῖ καὶ κινεῖται καὶ ζεῖ ἐν κοινωνίᾳ.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συγκροτεῖ τὸ Πνεῦμα, δὲν καταργεῖ τὴν ἱεραρχία, ἀλλὰ τὴν αὐτάρκεια καὶ τὴν κυριαρχία ἢ ὑποταγή, λὲς καὶ κάποιο μέλος τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἦταν ἀνεξάρτητο ἢ ἐξωτερικὸ ἢ ἀνώτερο πρὸς τὰ ἄλλα μέρη τοῦ Σώματος. Στὴν σκέψη τοῦ Στανιλοάε ὑπάρχει μία ὀντολογικὴ διάκριση μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὴν ἑνότητά τους. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ θεία της Κεφαλὴ- διαβάζοντας Ζηζιούλα σοῦ δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι δὲν ἰσχύει κάτι τέτοιο, καθὼς παραθεωρεῖ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Ὑπερουσίας. Μόνο αὐτὸς δέχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ὁλότητα τῆς θείας Του Ὑπόστασης, ἐνῷ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας συμμετέχουν στὴν ἄκτιστη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τὸ καθένα εἶναι ἱκανό. Ὁ Χριστὸς ἔχει μία μόνιμη, ὀντολογικὴ σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῷ ἐμεῖς εἴμαστε υἱοὶ Θεοῦ κατὰ χάριν, διὰ τῆς υἱοθεσίας. Καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἀλήθεια ὑποβαθμίζεται στὸ ἔργο τοῦ Ζηζιούλα.
Ἡ διάκριση, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὸν Στανιλοάε, ἔχει κάποιες συνέπειες. Καταρχήν, ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι περιορισμένη. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ διδάξει κάτι ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός. Διδάσκεται ἡ ἴδια ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ τὴν συμβουλεύει, ἐντέλλεται, παρηγορεῖ κ.λπ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ ἔσχατη πηγὴ τῆς αὐθεντίας, ὅπως στὸν Ζηζιούλα, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν εἶναι μία περιοχὴ ἀπόλυτης κυριαρχίας ἢ αὐτάρκειας. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕνα ἐξωτερικὸ καὶ ἕνα ἐσωτερικὸ περιορισμό: εἶναι συνειδητὰ ταπεινὴ καὶ ὑπεύθυνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου, ἐνῷ ὑποχρεοῦται νὰ διατηρεῖ ζωντανὴ τὴν θεία Ἀποκάλυψη, ποὺ δόθηκε ἐν Χριστῷ καὶ ἑδραιώνεται στὴν Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε δεμένη πρὸς τὴν Ἀποκάλυψη ποὺ δόθηκε κάποτε καὶ συνεπάγεται τὴν μόνιμη παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐντός της καὶ ὄχι μόνο τὴν στιγμὴ τῆς Εὐχαριστίας. Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν Ἀποκάλυψη ἀναλλοίωτη, ἐφόσον ζεῖ καὶ βιώνει ἐπίσης ἀναλλοίωτα τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία βέβαια διασφαλίζει τὴν αὐθεντία της στὴν ἄπειρη ζωὴ ἐν Θεῷ- ἀλλὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὁ περιορισμὸς τῆς Ἐκκλησίας στὴν διδασκαλικὴ αὐθεντία της σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς παραμένει πάντα ὁ ὁδηγός της. Ὁ Χριστός, ἐπαναλαμβάνουμε, εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐνεργὸς ἐντὸς αὐτῆς.
Ὁ Στανιλοάε προτιμᾶ νὰ ὀνομάζει «μυστήριο» τὴν ὅλη Ἐκκλησία, στὸ σύνολό της. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ἐπιμέρους μυστήρια παραμένουν ἐνεργὰ καὶ ἀνανεώνουν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας διαρκῶς. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῶν μυστηρίων, ὅπως στὸν Ζηζιούλα, ἀλλὰ ἡ προϋπόθεσή τους. Μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ ὅτι τὰ μυστήρια εἶναι ἡ συνεχὴς ἀναπνοὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως τὸ Πνεῦμα ἀναπαύεται στὸν Υἱό, ἔτσι ἀναπαύεται βεβαίως διαρκῶς καὶ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, ἑνωμένο ὅμως μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἑνώνοντας τοὺς πάντες μὲ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, δὲν περιλαμβάνει τὸ Πνεῦμα στὴν ὁλότητα τῆς Ὑποστάσεώς Του. Τὸ Πνεῦμα ἐνοικεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπερβαίνει τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία χρειάζεται διαρκῶς ἀνανέωση ἀπὸ Αὐτό.
Ὁ Στανιλοάε ἔτσι βλέπει τὴν Ἐκκλησία ὄχι ὡς ἀποτέλεσμα τῶν μυστηρίων, ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος, ὅπως συνέβη στὴν Πεντηκοστή. Τὸ Πνεῦμα, παραμένοντας διαρκῶς στὴν Ἐκκλησία, τὴν στηρίζει ὡς ἕνα μυστήριο στὴν ὁλότητά της. Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ Ἐκκλησία ἀνανεώνεται διὰ τῶν Μυστηρίων, ἐφόσον δι’ αὐτῶν ἀκριβῶς δέχεται τὸ Πνεῦμα, πλουτίζεται καὶ καινουργεῖται. Ἡ Ἐκκλησία ἐπικαλεῖται διαρκῶς τὸ Πνεῦμα, ὄχι μόνο γιατί ὑπάρχουν ἁμαρτωλοὶ στοὺς κόλπους της, ἀλλὰ γιατί δὲν εἶναι ἡ ἴδια ἡ πηγὴ τῆς θείας ζωῆς. Πρόκειται γιὰ μία ἀλήθεια ποὺ ὑποβαθμίζεται ἐπίσης στὸ ἔργο τοῦ Μητρ. Περγάμου.
* * *
Στὴν συνέχεια τῆς ἐργασίας τοῦ π. Καλλίνικου Μπέργκερ ἀναφέρονται ὁρισμένα πράγματα ποὺ ὁ Στανιλοάε γράφει εἰδικὰ γιὰ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα, μυστήρια τὰ ὁποῖα ἡ «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» ὑποβαθμίζει. Δὲν μποροῦμε ἐδῶ νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν βαπτισματικὴ θεολογία τοῦ π. Στανιλοάε, λόγω ἔλλειψης χώρου. Τὸ βάπτισμα πάντως μᾶς καθιστᾶ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ναὸ τοῦ Προσώπου Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ σημαίνει, ἄλλη μία φορά, ὅτι ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν μελῶν της φέρει τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Πνεῦμα διαρκῶς στὴν ὕπαρξή της καὶ ὄχι μόνο στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη. Ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα πρωτίστως ἐνοικοῦν στὴν Ἐκκλησία διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Τὸ βάπτισμα, γιὰ τὸν Στανιλοάε, γίνεται ἡ θεμελιώδης ἀρχὴ ὄχι μόνο τῆς Ἐκκλησιολογίας, ἀλλὰ τῆς ὅλης πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι παγκόσμια, καθολική, γιατί ὅταν βαπτίζεται κανεὶς ἑνώνεται μυστηριακὰ μὲ ὅλους ὅσους ἔχουν τὴν βαπτισματικὴ χάρη. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως: ἡ πίστη δὲν εἶναι ἁπλὰ μία θεωρητικὴ διακήρυξη, ἀλλὰ κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι ἀδιαχώριστο μὲ τὴν ἐνοίκηση τοῦ Πνεύματος στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν καὶ τὴν τέλεση τῶν μυστηρίων καὶ συνεπῶς τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ἡ πίστη διαχωριστεῖ ἀπὸ τὰ μυστήρια καταντᾶ θεωρία δίχως δύναμη καὶ ἀντιστρόφως, τὰ μυστήρια γίνονται πράξεις χωρὶς περιεχόμενο. Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἀδιαχώριστη ἀπὸ τὴν ἐννόηση καὶ διατήρηση τῆς ἀλήθειας. Ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Πνεύματος καὶ ὡς τέτοιο εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας ποὺ ἐκδηλώνεται στὸν βάπτισμα καὶ τὴν Εὐχαριστία. Τὰ μυστήρια ἀποτελοῦν ἕνα μέρος τῆς ἐκδήλωσης τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.
* * *
Μποροῦμε νὰ συγκρίνουμε τώρα καλύτερα τὴν θεολογία τοῦ π. Στανιλοάε μὲ τὴν «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» τοῦ Ζηζιούλα. Δίνοντας ἔμφαση στὴν «κοινωνία» καὶ τὸ «ἔσχατο», ὁ Μητροπολίτης κάνει μερικὲς πολύτιμες παρατηρήσεις, ὅπως ἡ ἐσχατολογικὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ συνέπειες ποὺ αὐτὴ ἔχει στὰ ὑπουργήματα τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, ὁ θεολόγος μιλᾶ ξανὰ γιὰ τὸ ἀποκλειστικὸ «πρωτεῖο» τῆς Εὐχαριστίας, ἀντὶ γιὰ αὐτὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος – τοῦ λείπει, ὅπως εἴπαμε, ἡ σύνθεση Χριστολογίας καὶ Πνευματολογίας, γιὰ τὴν ὁποία γράφει ρητὰ ὅτι εἶναι ἕνα «ζητούμενο». Ἡ σύνθεση τοῦ ἱστορικοῦ καὶ τοῦ ἐσχατολογικοῦ ἀποδίδονται ἀποκλειστικά, κατὰ τὸν Ζηζιούλα, στὴν εὐχαριστία. Ἀπὸ τὴν μία γράφει ὅτι ἡ σύνθεση ἱστορικοῦ καὶ ἐσχατολογικοῦ πρέπει νὰ λάμπει στὴν Ἐκκλησία διαρκῶς, ἀλλὰ αὐτὸ δύσκολα μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἐκτὸς τοῦ πλαισίου τῆς λατρείας. Ἡ Ἐκκλησία, λέγει, εἶναι ἕνα «γεγονὸς» (event), ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ξανὰ καὶ ξανά. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινότητα συνιστᾶ ἕνα σημεῖο ὁπού τὸ ἔσχατο μπορεῖ νὰ διαπεράσει τὴν ἱστορία ἀλλὰ ποτὲ νὰ ἐνοικήσει ἐντός της. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Ζηζιούλας ἀναφέρεται στὸν ἐσχατολογικὸ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς «στι-γμιαῖο», μία χάρη ποὺ δίνεται «γιὰ νὰ χαθεῖ ξανά». Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ θεολόγος δὲν ἐξηγεῖ τὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος ἐκτὸς τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης, ἐσαεί. Αὐτὴ ἡ θεωρία ὁδηγεῖ καὶ τείνει πρὸς ἕνα διαχωρισμὸ τῆς πνευματικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν λατρευτικὴ ζωή, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἦταν δύσκολο νὰ βροῦμε ἀξία στὶς ἀτομικὲς προσευχές, τὰ ἀγαθὰ ἔργα ἢ τοὺς ἀσκητικοὺς κόπους τῶν πιστῶν ἐκτὸς τῆς Εὐχαριστίας. Ὁ μοναχισμὸς ὑποβιβάζεται. Ὁ Ζηζιούλας δυστυχῶς δὲν βλέπει τὴν πνευματικότητα καὶ τὴν ἁγιοποίηση ὡς οὐσιώδη συστατικὰ τῆς Ἐκκλησιολογίας. Μοιάζει νὰ θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀτομικὴ προσευχή, τὰ ἀγαθὰ ἔργα καὶ οἱ ἀσκητικοὶ μόχθοι ὁδηγοῦν στὸν ἀτομικισμό. Στὴν πραγματικότητα ἰσχύει τὸ ἀντίθετο. Ὁ Στανιλοάε τονίζει ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ μοναχισμοῦ, καὶ γενικότερα τοῦ ἀσκητισμοῦ, δὲν εἶναι ἁπλῶς νὰ νικήσουμε τὰ πάθη, ἀλλὰ τὸν ἐγωισμό, ποὺ καταστρέφει τὴν λατρεία – ἡ ἀγάπη γεννᾶ τὴν Κοινὴ Σύναξη. Ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ προέρχονται ὅλα τὰ πάθη, αὐτὸς καταστρέφει τὸ ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα. Ἡ ἀφαίρεση τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς διανοίγει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καὶ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν διαπροσωπικὴ κοινωνία. Ἡ ἁγιότητα καὶ ὁ ἀσκητισμὸς καθιστοῦν δυνατὴ τὴν διαπροσωπικὴ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Καὶ μόνο ἐπειδὴ ἡ ἐνοίκηση τοῦ Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία εἶναι διαρκὴς μποροῦν τὰ διάφορα ὑπουργήματα στὴν Ἐκκλησία νὰ ἔχουν ἐσχατολογικὸ χαρακτῆρα. Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ χάσει τὴν χάρη τόσο σύντομα ὅσο τὴν δέχεται- ὅπως εἶναι ἡ προσέγγιση τοῦ Ζηζιούλα, ὁ ὁποῖος «πολώνει» τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μεταξὺ τῆς Ἱστορίας καὶ τοῦ Ἐσχάτου- ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα ἀναπαύεται στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὸν Στανιλοάε, ὅπως καὶ στὸν Υἱό.
Περαιτέρω, στὸν Ζηζιούλα, λόγω τῆς ὑποβαθμισμένης τριαδολογικῆς σύνθεσής του, ἐμφανίζεται μία ὑπερταύτιση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Στὴν Εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία τὸ σχῆμα Χριστὸς/Χριστολογία/ Εὐχαριστία παρέχουν τὴν βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Στὸν Ζηζιούλα ἡ ἑνότητα εἶναι μία χριστολογικὴ πραγματικότητα, ἐνῷ παραθεωρεῖται ἡ Πνευματολογία. Αὐτὸ εἶναι μία σημαντικὴ διαφορά. Ὁ Ζηζιούλας ὑπερταυτίζει τὸν Χριστὸ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Περαιτέρω, στὴν Πνευματολογία τοῦ Ζηζιούλα, οἱ πιστοὶ ἑνώνονται μὲ τὸν Χριστὸ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν παίζει ἕνα ρόλο στὸ νὰ ἑνώνει τὸν Χριστὸ μὲ τὸν Πατέρα. Ἐντεῦθεν, ὅταν προσπαθοῦμε νὰ ἐξηγήσουμε τὸ πῶς ἡ Εὐχαριστία ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση μὲ τὸν Πατέρα, ὁ Ζηζιούλας ἀναγκάζεται νὰ κάνει μία πλήρη ταύτιση τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Πνεύματός του. Ὁ Στανιλοάε μπορεῖ νὰ διατηρεῖ μία διάκριση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμη καὶ στὴν «εὐχαριστιακὴ ἐπίκληση», ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν βλέπει τὴν μεταμόρφωση τῶν Δώρων καὶ τοῦ πιστοῦ σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ ὡς ἁπλῶς μία στιγμιαία μετουσίωση στὴν Λειτουργία. Ἡ Εὐχαριστία στὸν Στανιλοάε εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν Χριστὸ βεβαίως διὰ τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἐπικαλεῖται ἡ Ἐκκλησία. Καὶ τὸ ἐπικαλεῖται γιατί τὸ Πνεῦμα, ἐπαναλαμβάνουμε ἄλλη μία φορά, εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἀδιαχώριστος ἀπὸ τὸ σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ προσωπικὰ δὲν ταυτίζεται μαζί της.
* * *
Θὰ σταματήσουμε ἐδῶ τὴν παρουσίαση. Δὲν εἶμαι θεολόγος καὶ ζητῶ συγγνώμη γιὰ τὶς θεολογικὲς ἀστοχίες, ἀλλὰ προέβην σὲ αὐτὴ τὴν παρουσίαση, γιατί οἱ ὅροι ὅπως πρόσωπο, κοινωνία, ὑπόσταση κ.λπ. ἔχουν φιλοσοφικὸ ἐνδιαφέρον. Εἶναι ἔργο τῶν θεολόγων νὰ προχωρήσουν σὲ παραπέρα διασαφηνίσεις καὶ διευκρινίσεις.
Διαβαστε επισης Κατά του μεγάλου αιρετικού Ζηζιούλα!
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή... σύμφωνοι,
ΑπάντησηΔιαγραφήγιὰ τοὺς περισσότερους,
"αὐτά"
δὲν ἔχουν ἴσως τίποτε νὰ ποῦνε
(ἀν καὶ ἐδῶ, νομίζω, διατυπώνονται ἁπλά καὶ περιεκτικά)
καὶ φαντάζουν ψιλολογήματα
ὅμως, ἔχει ἀποδειχθεῖ ἀπό την ἴδια τὴ ζωή καὶ τὴν ἱστορία
πῶς ὅπου πέρασαν θεολογικά σφάλματα καὶ ἀλλοιώθηκαν τὰ δόγματα
οἱ συνέπειες, ἁπλώθηκαν
ἀργότερα καὶ διαπότισαν τὴν καθημερινότητα τῶν ἀνθρώπων...