Σάββας Ηλιάδης, Δάσκαλος
Κιλκίς, 4-6-2024
Το βιβλίο: «Γέροντας Ιερώνυμος, ο Ησυχαστής της Αίγινας» (Έκδοση Α΄, Πέτρου Μπότση, 1993) είναι ένα βιβλίο οδηγός για την ορθόδοξη πορεία στην επίγεια ζωή του χριστιανού. Το άνοιξα πάλι, μετά από είκοσι περίπου χρόνια και το ξεφύλλισα. Φτάνοντας στην τριακοστή σελίδα, και διαβάζοντας μια από τις εισαγωγικές υποενότητες, όπου ο άγιος αυτός άνθρωπος, πρόσφυγας από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας, περιγράφει με συντομία την πνευματική κατάσταση του χωριού του, αλλά και αντίστοιχα το κλίμα που συνάντησε, όταν ήρθε στην Ελλάδα, σταμάτησα.
Δεν χρειάζεται σχολιασμό. Την δημοσιεύω, πιστεύοντας πως θα εγείρει στον καθένα μας την ανάλογη «καλή ανησυχία», για προβληματισμούς και επανατοποθετήσεις!
«Οι άνθρωποι στην πατρίδα μου είχαν πολύ ζήλο στα θεία. Ήταν αγνοί και πολύ ευλαβείς. Είχαν φόβο και μεγάλη αγάπη στον Θεό. Στις αγρυπνίες το πάτωμα γέμιζε δάκρυα. Τα παιδιά είχαμε ευσέβεια, αγάπη και υπακοή στους γονείς και σεβασμό στους ξένους. Στο σχολείο οι δάσκαλοι μας μάθαιναν την ευσέβεια και την αγάπη στον Θεό και στην πατρίδα κι έπειτα στα γράμματα. Οι θρησκευτικές γιορτές μας είχαν μεγαλοπρέπεια. Κι όλοι μας παρακαλούσαμε πότε θα ΄ρθουν. Εγώ τα αγαπούσα όλ΄ αυτά, είχα μεγάλο ζήλο, ιδιαίτερα προς τα θεία, από μικρό παιδί. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, μετά την ανταλλαγή, σκανδαλιστήκαμε πολύ. Είχαμε την εντύπωση ότι στην χώρα αυτή δεν κατοικούν ούτε καν χριστιανοί. Οι άνθρωποι βλασφημούσαν, τραγουδούσαν κοσμικά τραγούδια, ντύνονταν άσεμνα, δεν νήστευαν και δεν εκκλησιάζονταν. Αμάν, είπαμε΄ πού ήρθαμε; Αν ήταν δυνατόν, να παίρναμε το καράβι και να γυρίζαμε πίσω, στην Ανατολή. Εκεί τα χωριά μας ήταν σαν μοναστήρια. Όλοι νήστευαν, προσεύχονταν κι έτρεχαν στις εκκλησίες. Οι νέοι στα χωράφια και οι νέες στο σπίτι κάνοντας τις δουλειές τους, σιγόψελναν διάφορους ψαλμούς, αντί να τραγουδούν άσεμνα τραγούδια όπως εδώ. Ούτε κι έβλεπες γυναίκες με ακάλυπτη κεφαλή και κοντά μανίκια. Εδώ όμως όλα είναι διαφορετικά. Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο βαδίζουμε στο χειρότερο».
... γι αυτό λοιπόν βάλθηκαν να ξεκληρίσουν. την αδούλωτη ρωμηοσύνη,
ΑπάντησηΔιαγραφήένα αγκάθι, που κένταγε τα ξυγκιασμένα πλευρά τών Οσμανλήδων,
και βρήκαν την ευκαιρία τότε,
ελπίζοντας πως θα την ξεφορτωθούν μιά και καλή
και θεωρώντας, πως ο μετέωρος τότε ελλαδιτισμός,
με μεταλλαγμένη κάμπόσο την άρχουσα τάξη του
και με την καρδιά του δοσμένη στά δυτικά... ανεμομαζώματα,
θα μπορούσε, πιεσμένος κι από τις δυσκολες οικονομικές συγκυρίες
να... ολοκληρώσει κάπως... τη δουλειά...
αντιθέτως όμως και σε βάθος χρόνου
αυτός ο λαός που διώχτηκε, κυνηγήθηκε, ξεσπιτώθηκε, τσαλακώθηκε,
και τσαλαπατήθηκε
ωστε να γινει ένα με τό χώμα
ά ν τ ε ξ ε
κουβαλώντας μαζί του
τα εικονίσματά του, τα ιερά του σκεύη και την πνευματική του αρχοντιά
και ρίζωσε στα άγονα εδάφη
και έβγαλε πολύ καρπό,
σνθρώπους άξιους κι ευλογημένους,
κι ανάμεσά τους εκτός από ενα σωρό ανθρώπους τών γραμμάτων
τόσους και τόσους
σύγχρονους ά γ ί ο υ ς ... !