Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Ἡ χαρὰ τῶν ἁγίων

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

  Μελέτιος

Τὰ πρῶτα λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς μετὰ τὴν ἀνάσταση ἦταν τὸ «χαίρετε». Συγκινούμεθα βαθειά. Ὅλοι μας ποθοῦμε νὰ ἔχουμε στὴ ζωή μας χαρά. Ὅλοι ἀγωνιζόμαστε νὰ βροῦμε χαρά. Κανένας δὲν θέλει τὴν λύπη. Παρὰ ταῦτα, πρέπει νὰ προσέξουμε, γιατί κάτω ἀπὸ τὸ ὄνομα «χαρά», κρύβονται χίλιες δυὸ ἀπομιμήσεις της. Ὁ ἄνθρωπος ἐπὶ παραδείγματι, αἰσθάνεται χαρὰ ὅταν κάνει τὸ καθῆκον του. Αἰσθάνεται χαρὰ καὶ ὅταν συμπεριφέρεται στὸν ἄλλο μὲ ἐγωισμό, ὅταν τὸν ταπεινώνει. Αἰσθάνεται χαρὰ ὅταν θυμώνει. Αἰσθάνεται χαρὰ ὅταν ἱκανοποιεῖ τὰ πάθη του, ὅποια καὶ ἂν εἶναι.

Καὶ τὸ ἐρώτημα: Εἶναι ποτὲ δυνατὸν αὐτὴ ἡ χαρὰ νὰ εἶναι ὑγιής; Ἀφοῦ εἶναι ἔκφραση καταστάσεως ποὺ ὅλοι τὴν καταλαβαίνουμε, τοὐλάχιστον ὅταν τὴν βλέπουμε στοὺς ἄλλους, ὅτι εἶναι κατάσταση νοσηρή. Εἶναι δυνατὸν ποτέ, ἄρρωστο πρᾶγμα νὰ δίνει ὑγιῆ χαρά;

Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ὅταν ἀνέστῃ ἐκ νεκρῶν εἶπε τὸ «χαίρετε». Γιὰ νὰ μᾶς ὑποδείξει ὅτι πρέπει νὰ ψάχνουμε γιὰ τὴν ἀληθινὴ χαρά.

Μᾶς λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι «ἔσπασε» ἡ καρδιὰ τοῦ ἅγιου καὶ δίκαιου Ἰωσήφ, τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὅταν ὁ Χριστός, παρέδωκε τὸ πνεῦμα του καὶ πέθανε κατὰ τὸ ἀνθρώπινο πάνω στὸ Σταυρό. Δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ τὸ σκεφθεῖ, πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ἀφήσει νὰ μείνει κρεμασμένος στὸ Σταυρό, ἄταφος. Καὶ πῆγε στὸν Πιλάτο, «τολμήσας», μετὰ ἀπὸ τόσο μῖσος ποὺ εἶχαν δείξει οἱ Ἑβραῖοι ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Πῆρε τὸ θάρρος ἢ καλύτερα ἔδειξε τὸν ἡρωισμό, νὰ πάει στὸν Πιλάτο καὶ νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Κινδύνευε νὰ βρεῖ τὸν μπελᾶ του, ἂν τὸν ἔπιαναν. Καὶ ὅταν ἀποκαθήλωναν τὸν Κύριο καὶ τὸν τοποθετοῦσαν στὸ μνημεῖο, οἱ μεγάλοι αὐτοὶ ἀπόστολοι Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος, θρηνοῦσαν τὸν Χριστό.

Ὅμως, ὅταν κάνει ὁ ἄνθρωπος τὸ καθῆκον του, αἰσθάνεται χαρά. Ἁγία. Γλυκειά. Εἰρηνική. Καὶ προπαντὸς ἀκαταίσχυντη. Δὲν ἔχει νὰ ντροπιαστεῖ ἀπὸ κανένα. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τοῦ παρατηρήσει ὅτι εἶναι ἔκφραση πάθους. Ὅτι κεῖνο ποὺ τὴν γέννησε εἶναι σιχαμερό. Εἶναι χαρὰ ἁγία. Τὸ ἴδιο λέγει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τίς μυροφόρες.

Τί λέει ἡ πεῖρα μας; Κλαίει τὸ παιδὶ τὸν πατέρα του… Κλαίει, πονάει, ἀλλὰ ταυτόχρονα τελειώνοντας, ἔχει χαρά. «Ἔκανα τὸ καθῆκον μου σωστά», λέει, καὶ γεμίζει ἀπὸ εἰρήνη. Ἡ χαρὰ αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν πόνο. Πονεμένος, τὴν ἔχεις. Ὄχι τραγουδῶντας, οὔτε γλεντῶντας, οὔτε ἠδονιζόμενος. Ἀλλὰ εἶναι χαρά, εἰρηνική, ἤρεμη, γλυκυτάτη.

Ὑπάρχει βέβαια ἡ χαρὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ ὅταν τὴν δοκιμάζεις, ἀμέσως μετὰ γεμίζεις ταραχή.

Ἔκανες τὴν ἁμαρτία, καὶ γεμίζεις ταραχή…

 

Γιὰ ποιά χαρὰ μιλᾶμε;

Ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὑπάρχει χαρὰ ποὺ φέρνει ταραχή.

Καὶ ὑπάρχει χαρὰ ποὺ φέρνει εἰρήνη καὶ γαλήνη καὶ ἠρεμία. Ἡ μία, εἶναι ἡ χαρὰ πού μας τὴν δίνει ἡ ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄλλη εἶναι ἡ χαρὰ τῶν παθῶν σώματος καὶ ψυχῆς. Καὶ ξέρετε ἀδελφοὶ ἕνα παράξενο πρᾶγμα; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δοκιμάσει τὴν χαρὰ τὴν πνευματική, δὲν τοῦ χρειάζεται πιὰ χαρὰ σωματική. Εἶναι ἱκανοποιημένος. Δὲν τὸν ἀπασχολεῖ τί φαΐ θὰ φάει, γιὰ νὰ τὸ γλεντήσει τὸ φαΐ. Δὲν τὸν ἀπασχολεῖ ἡ παράνομη ἡδονή. Δὲν θέλει νὰ ταπεινώσει τὸν ἄλλο ἄνθρωπο γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ χαρά. Δὲν ἔχει καμιὰ ὄρεξη νὰ πάει νὰ γλεντήσει στὰ νυχτερινὰ κέντρα. Ἔχει μέσα του χαρά. Δὲν ζητάει χαρά.

Καὶ ἔχει χαρά, εἴτε εἶναι μόνος του εἴτε εἶναι παρέα μὲ ἀνθρώπους. Εἴτε εἶναι νηστικός, εἴτε εὑρίσκεται σὲ μία παρέα καὶ εὐφραίνονται. Εἴτε ἔχει πένθος, εἴτε ἔχει γάμο, εἴτε ἔχει ὁποιοδήποτε ἄλλο γεγονὸς στὴ ζωή του.

Ἀντίθετα, ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ στὴν ψυχὴ καὶ στὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου ταραχή, καὶ ἡ ταραχὴ ξεσπάει, φωνάζει. Καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο θλιμμένο καὶ πικραμένο. Νὰ μήν τοῦ ἀρέσει τίποτα. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, ὁ ἄνθρωπος μὴ ξέροντας τί τοῦ φταίει, ἔστω καὶ ἂν παριστάνει τὸν ἔξυπνο καὶ τὸν μορφωμένο, προσπαθεῖ νὰ σβήσει τὸν στεναγμὸ τῆς ψυχῆς του, μὲ τὸν θόρυβο καὶ μὲ τὴ συνεχῆ ἀπασχόληση. Τραγούδια, ραδιόφωνο, τηλεόραση, ντόρο, τρέξιμο. Μὲ ἕνα καὶ μοναδικὸ σκοπό. Νὰ ξεχάσει τὴν φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του ποὺ τοῦ λέει: «Δὲν ἔχεις δικαίωμα νὰ ἔχεις χαρά, γιατί τὰ ἔργα σου δὲν εἶναι καλά». Καὶ ὅσο πιὸ πολύ, ἀναζητεῖ τὴν χαρὰ στὴν ἁμαρτία, τόσο περισσότερο στενάζει ἡ ψυχή του καὶ ψάχνει νὰ βρεῖ μεγαλύτερη ἁμαρτία, γιὰ νὰ σιγάσει τὸν πόνο τῆς ψυχῆς του.

 

Γεμᾶτο πορτοφόλι, ἄδεια καρδιά

Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Βλέπουμε στὸν σύγχρονο κόσμο, ὅτι μερικοὶ ποδοπάτησαν καὶ ἰσοπέδωσαν τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συνείδηση καὶ τρέχουν καὶ κάνουν ἁμαρτίες. Ποῦ ὅμως χαρά; Πουθενά! Καὶ διαβάζουμε στὶς ἐφημερίδες, ὅτι νεαρὰ παιδιά, ποὺ τὰ δίδαξαν οἱ γονεῖς τους καὶ τὸ περιβάλλον τους, ὅτι δὲν εἶναι τίποτα ἡ πορνεία καὶ τὰ ὁποιαδήποτε ἄλλα αἰσχρὰ πάθη, εἶναι δυστυχισμένα. Καὶ ἂς λένε μερικοὶ χαζογέροντες: «Ρὲ τρελλὰ ποὺ εἶναι τὰ παιδιὰ σήμερα. Σήμερα δένουν τὰ σκυλιὰ μὲ τὰ λουκάνικα. Νὰ ἤμουν ἐγὼ νεαρός…» Ὦ ταλαίπωρε γέρο ποὺ δὲν ἔχεις κουκούτσι μυαλό, γι’ αὐτὸ ἤθελες νὰ εἶσαι νεαρὸς σήμερα;»

Καὶ τί γίνονται οἱ νεαροί; Παρότι ἔχουν ὅλη τὴν ἐλευθερία νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν, ἀκοῦμε κάθε τόσο αὐτοκτονίες νέων παιδιῶν. Ποιά παιδιὰ εἶναι αὐτά; Ἐκεῖνα ποὺ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία; Ἐκεῖνα ποὺ συμβουλεύονται τοὺς ἱερεῖς; Ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τὸ καθῆκον τους; Ἀκούσατε ποτὲ νὰ αὐτοκτόνησε κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδιά;

Καὶ γιατί αὐτοκτονοῦν; Τὸ ἐξηγοῦν τὰ ἴδια σὲ γραπτά

Αἰσθάνονται: «ἄδεια». Ποιός αἰσθάνεται ἄδειος, ἀπογοητευμένος, ἀπελπισμένος; Ἕνα παιδὶ εἴκοσι χρονῶν. Γιατί; Γιατί ἄδειασε τὴν καρδιά του καὶ τὴν ψυχή του μὲ τὴν ἁμαρτία. Ἐνῶ ὁ Χριστός μᾶς εἶπε: «Χαίρετε, ἐν Κυρίῳ». «Χαίρετε», μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ μὲ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ καθήκοντος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέναντι τοῦ πλησίον.

Γιὰ νὰ πράξει κανεὶς τὸ καθῆκον του ἀπέναντι τοῦ πλησίον καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πίστη. Πίστη στὸν Χριστό. Γι’ αὐτό, μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή: «ὅποιος ἐπικαλεσθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ σωθεῖ». Τὸ εἶπαν καὶ τὸ κήρυξαν οἱ ἀπόστολοι μπροστὰ σὲ ὅλους τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων. «Αὐτὸς ποὺ ἐσταυρώθῃ καὶ ἀπέθανε, εἶναι ὁ σωτῆρας τοῦ κόσμου. Καὶ ὅποιος ἐπικαλεστεῖ τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ εἰπεῖ: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μέ τον ἁμαρτωλό», θὰ σωθεῖ».

Θὰ σωθεῖ καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ γιατί θὰ γεμίσει ἡ καρδιά του γαλήνη, εἰρήνη, χαρά. Χαρὰ μόνιμη καὶ ἀκαταίσχυντη. Θὰ σωθεῖ καὶ ἐκεῖ στὴν αἰώνια ζωή, γιὰ νὰ χαίρεται ἀτελεύτητα μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους.

Πηγὴ ἀληθινῆς χαρᾶς εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ δυναμώνει τὴν ἀπόφασή μας νὰ κάνουμε ὅ,τι πρέπει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας.

Πέθανε ὁ Χριστὸς στὸ Σταυρό. Ὅμως δὲν ἔμεινε στὸν τάφο. Γιὰ νὰ μᾶς ἀποδείξει ὅτι δὲν τελειώνει ἐδῶ ἡ ζωή. Ἀλλὰ θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ θὰ ζήσουμε στὴν αἰώνια ζωή. Ἀκούσατε κανένα πεθαμένο νὰ ἀναστηθεῖ ποτέ; Ἄν σᾶς πεῖ κανένας, «ξέρεις ἀναστήθηκε ὁ παπποῦς μου ἢ ἡ γιαγιά μου ἢ ὁ θεῖος μου» τὸ πιστεύετε ποτέ;

Τότε, πῶς μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ;

 

Τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ ἀπόστολοι δὲν τὴν ἔγραψαν ἀπὸ κάποιες ψεύτικες ἐντυπώσεις τους. Τὸν εἶδαν τὸν Χριστὸ ὁλοζώντανο μπροστά τους, μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάστασή του. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη ἡμέρα. Σαράντα ἡμέρες τὸν ἔβλεπαν συνεχῶς. Ἐρώτημα: Μπὰς καὶ μᾶς λένε ψέματα; Μήπως ἀπατοῦν;

Ε, πῶς νὰ μᾶς ἀπατοῦν εὐλογημένε. Ὅλοι γιὰ τὴν δόξα καὶ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ σφαγήκανε. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀποστόλους, ὁ μόνος ποὺ πέθανε φυσικὸ θάνατο, ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὑπέφερε τὰ πάντα. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὑπέμειναν σταυρό, μαρτύρια, κρέμασμα, σφαγῇ μὲ ξίφος. Μποροῦν νὰ λένε ψέματα ἐκεῖνοι ποὺ σφάζονται γιὰ κάτι ποὺ πιστεύουν; Δὲν εἶναι δυνατὸν ποτέ;

Ἐρώτημα δεύτερον: Οἱ ἀπόστολοι λένε ὅτι τὸν εἶδαν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ψηλάφησαν. Μήπως ἀπατήθηκαν; Μήπως δὲν κατάλαβαν καλά; Ἀπάντηση: Τὰ συναισθήματα ποὺ ἔχω στὴν καρδιά μου, μποροῦν νὰ μὲ ἐπηρεάσουν καὶ νὰ κάνω λάθος. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἰδέες ποὺ ἔχω στὸ μυαλό μου. Ἀλλὰ ὅ,τι πιάνω μὲ τὰ χέρια μου, ξέρω μὲ βεβαιότητα τί εἶναι. Σίδερο, ξύλο, φωτιὰ ποὺ καίει. Αὐτά, τὰ χειροπιαστά, δὲν εἶναι ἰδέες γιὰ νὰ κάνω λάθος εἶναι συγκεκριμένα πράγματα. Καὶ κάτι ἀκόμη: δὲν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἀνάσταση. Δώδεκα ἀπόστολοι μαζὶ τὸν εἶδαν τὸν Χριστό. Μποροῦν νὰ ἀπατηθοῦν δώδεκα ἄνθρωποι μαζί; Μήπως τὸ περίμεναν; Δὲν τὸ περίμεναν!

Κάποια ἄλλη φορὰ ποὺ τὸν εἶδαν, ἦταν πεντακόσιοι μαζί. Πεντακόσιοι ἄνθρωποι μαζί, κάνανε λάθος; Καὶ κουβέντιασαν μαζί του καὶ ἔφαγαν. Βάλανε τὰ χέρια τους στὴν πλευρά του. Ἀγκάλιασαν τὰ πόδια του καὶ τὰ φίλησαν. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ κάνουν λάθος; Οὔτε ἀπατοῦν οἱ ἀπόστολοι οὔτε ἀπατήθηκαν.

 

Τί μένει; Εἶναι ἀληθινὰ ὅσα λένε γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ σήμερα, ἔχουμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πίστευσαν στὴν ἁγία ἀνάσταση. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος πίστευσε σωστὰ στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ κάνει θαύματα. Ὁ ἅγιος Γεράσιμος στὴν Κεφαλληνία, γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν αἰώνια ζωή, μπῆκε σ’ ἕνα ὑπόγειο σπήλαιο. Καὶ ἔζησε χρόνια πολλά. Πῶς ἔζησε; Γεμᾶτος εἰρήνη καὶ χαρά, προσευχόμενος πρὸς τὸν Χριστό. Ἦταν πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ γλεντᾶνε στὰ νυχτερινὰ κέντρα. Καὶ μέχρι σήμερα, ὄχι μόνο θαύματα κάνει, ἀλλὰ τὰ δαιμόνια τὸν τρέμουν.

Ἄς καταλάβουμε πόσο ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ποὺ ἀναζητοῦμε τὴν χαρὰ ὄχι στὴν ἀνάσταση, ὄχι κοντὰ στὸν Χριστό, σύμφωνα μὲ τίς ἐντολές του, ἀλλὰ μακρυὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ στὴν ἁμαρτία.

Καὶ ἂς τὸν παρακαλέσουμε, νὰ μᾶς φωτίζει καὶ νὰ μᾶς συνετίζει, νὰ ἐπικαλούμεθα τὸ ὄνομά του τὸ ἅγιο ὄχι τυπικά, ἀλλὰ οὐσιαστικά. Τὸ «Κύριος», νὰ τὸ λέμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας. Καὶ τὸ «ἐλέησόν μέ», νὰ τὸ λέμε μὲ κατάνυξη. Παρακαλῶντας τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς στείλει την χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματός του, νὰ μᾶς φωτίσει, νὰ μᾶς καθαρίσει, νὰ μᾶς ἁγιάσει, νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας εἰρήνη καὶ χαρά. Ἀμήν.-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου