«… Κάποιοι αρχίσανε να κάνουν κομμάτια την αγία τράπεζα για να τη μοιραστούν, άλλοι είχανε φέρει στα άδυτα του ναού γαϊδούρια και μουλάρια, υποζύγια για να μεταφέρουν τη λεία, τα ιερά σκεύη, τα αφιερώματα. Καναδυό απ’ αυτά γλίστρησαν στις πλάκες και έπεσαν. Οι στρατιώτες του Χριστού άρχισαν τότε να τα χτυπούν για να σηκωθούν και το θείο δάπεδο λερώθηκε από το αίμα και τα κόπρανα των δύστυχων ζώων. Μια μισόγυμνη βενετσιάνα πόρνη ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο και άρχισε τραγουδώντας ένα φράγκικο άσμα να χορεύει. Ήρθαν κι άλλες μετά, από τον φόρο της Αφροδίτης, με λύρες και λαούτα. Ακολασία και μέθη σπάζανε κάθε χαλινάρι. Ναοί ξεγυμνώθηκαν, μέγαρα ερημώθηκαν, λεηλατήθηκαν ακόμη και παράσπιτα. Αιώνων ιερά κειμήλια κρέμονταν στην πλάτη τοξοφόρων που γάβγιζαν σαν σκυλιά ή ξεφυσούσαν σαν τα βόδια, παρθένες που δεν τις είχε δει ο ήλιος σπάραζαν στις βρωμερές αγκαλιές των Φράγκων, ευγενικές γυναίκες σέρνονταν σε αρμαθιές δεμένες, μοναχές ατιμάζονταν μέσα στα μοναστήρια. Γέμισαν πτώματα οι δρόμοι και από κάθε στενωπό άκουγες οδυρμούς, στις εκκλησιές ολοφυρμούς και θρήνους στις τριόδους. Τόπος πουθενά άσυλο για να βρεις [...]
Στους Αγίους Αποστόλους διαρρήξανε τον τάφο του Ιουστινιανού, από τον τάφο του Ηράκλειου αφαίρεσαν το χρυσό του διάδημα ενώ αρπάξανε το λείψανο του Γρηγορίου του Θεολόγου. Στην εκκλησία του Εβδόμου καθυβρίστηκε χυδαία του Βασιλείου του Μακεδόνος το σκήνωμα, στο στόμα του οποίου οι άθλιοι πριν φύγουν βάλανε, αφού παίξανε με τον σκελετό του, μια φλογέρα» εξακολουθούσε ο διάκονος που τον έλεγαν, όπως άκουσα πρώτη φορά τότε, Νήφωνα. «Όσο για την Αγία Σοφία, αυτήν κι αν τη ρημάξανε. Τα σάβανα του Σωτήρος, τα χρυσά λαγήνια με τα δώρα των μάγων, το τεμάχιο από την τράπεζα του μυστικού δείπνου, έναν λίθο από τον Πανάγιο Τάφο, την πέτρα απ’ το φρέαρ της Σαμαρείτιδας.
Κι ακόμη τον τίμιο σταυρό, τον ακάνθινο στέφανο, τον σπόγγο, τα καρφιά, τη λόγχη του μαρτυρίου, τη ράβδο, τον χιτώνα του Κυρίου, τη ζώνη, τα υποδήματα, την κρύπτη με τη φιάλη του τιμίου αίματος, τη λεκάνη που έπλυνε των μαθητών τα πόδια, την κάρα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, το δάκτυλο που ο απόστολος Θωμάς έθεσε στην πλευρά του Ιησού. Από την Παναγία των Βλαχερνών, την εικόνα Της και το ιερό σουδάριο κι από τη μονή Στουδίου την κάρα και τίμια λείψανα του Προδρόμου. Από τον ναό του Αγίου Μιχαήλ τον σταυρό από το κλήμα του Νώε, το κλαδί ελιάς που πήγε στον Νώε το περιστέρι, το κέρας του Σαμουήλ, τη βέργα του Μωυσή, τη σάλπιγγα του Ιησού του Ναυή, τα καλάθια των πολλαπλασιασθέντων άρτων. Αρπάζανε ό,τι τους γυάλιζε και καταστρέφανε ό,τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν. Σταματούσαν μόνο για να σκοτώσουν, να βιάσουν ή να ανοίξουν κελάρια για να πιουν. Μοναστήρια, ναοί, βιβλιοθήκες, τίποτε δεν γλίτωσε. Όσο για τα αρχαία αγάλματα, κανείς δεν θα πιστέψει πως καταστρέψανε το άγαλμα της Αθηνάς, έργο του Φειδίου, τον Ηρακλή του Λυσίππου, τον Πάρι με το μήλο της έριδος, τον Αλέξανδρο, τον Βελλεροφόντη και το περίφημο Ανεμοδούλιον, πως λιώσανε στο χυτήριο την Ήρα και τη Λύκαινα, πως κάνανε κομμάτια την Ελένη που μάγευε όποιον την θωρούσε. Μέχρι και τα τέσσερα άλογα του Λυσίππου από τον Ιππόδρομο ξεθεμέλιωσαν για να τα πάρουν στην Βενετία».
[Κώστας Χατζηαντωνίου, «Το στέμμα των αυγών», Εκδόσεις Καστανιώτη 2020]
ΠΙΝΑΚΑΣ: Eugène Delacroix, Entrée des Croisés à Constantinople (1840, musée Condé de Chantilly).
τα ίδια τότε, τα ίδια και σήμερα,
ΑπάντησηΔιαγραφήτότε με στρατό,
σήμερα με πιο πανούργα μέσα,
μίσος, αφού έχουμε την Αλήθεια,
η οποία τους πειράζει στην συνείδηση,
όταν μας αντικρύζουν.