Ἐνδιαφέρουσα πραγματικὴ ἱστορία
Σημείωση ἐκδότου: Τὸ βιβλιαράκι αὐτὸ βρέθηκε χωρὶς χρονολογία ἐκδόσεως. Λόγω ὅμως τῆς ὠφελείας του ἐκδίδεται καὶ πάλι πρὸς διδασκαλία ὅλων, ἰδιαιτέρως ὅμως πρὸς παρηγοριὰ τῶν δοκιμαζόμενων συνανθρώπων μας στὶς φυλακές.
Εἶναι πολλὰ χρόνια. Περισσότερα ἀπὸ εἴκοσι πέντε. Εὑρέθηκα στὴν ἱστορικὴ πόλι τῆς Πελοποννήσου καὶ πρώτη πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδος, τὸ εὐγενικὸ Ναύπλιο. Τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ τοῦ δίνει ἡ ἱστορία του ἀπὸ τοὺς ἀρχαιότατους χρόνους, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἐθνεγερσία τοῦ 1821, καὶ τὴν γραφικότητα ποὺ παίρνει ἀπὸ τὴν τοποθεσία του στὸν ἤρεμο μυχὸ τοῦ Ἀργολικοῦ κόλπου μὲ τὰ καταγάλανα νερά του, – αὐτὴ τὴν χαριτωμένη καὶ ἰδιότυπη μικρὴ πόλη τὴ σκιάζουν δυὸ ὄγκοι φυσικοί, πέτρινοι, ἀπότομοι. Βουνὸ τὸ ἕνα καὶ βράχος, ὁλόισα στημένος στὴν βορειοανατολικὴ πλευρὰ τοῦ Ἀναπλιοῦ, μὲ τὰ χίλια περίπου σκαλοπάτια του καὶ τὶς ντάπιες καὶ τὰ φρούριά του, -τὸ Παλαμήδι- ρίχνει τὴ μελανὴ σκιά του, σχεδὸν ὅλη τὴν ἡμέρα, στὴν εὐγενικιὰ πόλη. Νησὶ τὸ ἄλλο, μικρὸ ἀλλὰ βραχῶδες, μέσ᾿ στὸ μυχὸ τοῦ ἤρεμου Ἀργολικοῦ, φρούριο σωστὸ μὲ τὶς πολεμίστρες καὶ τὶς ντάπιες του κι αὐτό, -τὸ Μπούρτζι- μελανιάζει μὲ τὴ βαρειὰ σκιά του τὰ ἤρεμα καὶ ὁλόφωτα νερὰ τοῦ Ἀργολικοῦ, – ἀντίθεση ἀπαίσια καὶ ἀνορθογραφία χτυπητὴ στὴν χαρὰ τῆς γύρω φύσης!
Ἀλλὰ γιὰ μένα, καὶ τὸ Παλαμήδι καὶ τὸ Μπούρτζι μοῦ ἦσαν πιὸ ἀπαίσια, ἀπὸ τὸν σκοπό ποὺ ὑπηρετοῦσαν! Τὸ Παλαμήδι ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ αὐστηρὴ φυλακὴ τοῦ Κράτους, ποὺ στὰ ὑπόγεια καὶ σκοτεινὰ κελλιά του ἔμεναν γιὰ πάντα ἐγκάθειρκτοι οἱ μεγαλύτεροι ἐγκληματίες, θανατηφόροι κι ἰσοβίτες. Τὸ Μπούρτζι, μονάχο κι ἤρεμο καὶ σκοτεινό, ἔκλεινε στὰ σκοτεινὰ πηγάδια του, τὶς πιὸ μισητὲς καὶ θλιβερὲς ὑπάρξεις, ποὺ καὶ ὁ θρῦλλος καὶ ἡ ὄψη τους προξενοῦσε φρίκη σ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, φυλακισμένους καὶ ἐλεύθερους: τοὺς μπόγηδες. Τοὺς θανατηφόρους ἐκείνους ἐγκληματίες, πού, γιὰ νὰ σώσουν τὸ τομάρι τους, ἐδέχτηκαν θεληματικὰ νὰ μείνουν ἰσόβια φυλακισμένοι στὸ ἀπαίσιο ἐκεῖνο φρούριο, καὶ νὰ κόβουν στὴν καρμανιόλα τά κεφάλια τῶν συνανθρώπων τους θανατηφόρων, – παίρνοντας μάλιστα καὶ μιὰ ἀσήμαντη καταραμένη ἀμοιβὴ γιὰ κάθε κεφάλι! Ἦσαν οἱ δήμιοι!
Ἔτσι, μοῦ πίεζαν τὴν ψυχὴ ἰδιαίτερα τὸ Παλαμήδι καὶ τὸ Μπούρτζι! Μὰ κάτι μὲ τραβοῦσε σὲ ἐπίσκεψή τους. Καὶ τὰ ἱστορικὰ κ᾿ ἐπιστημονικὰ βέβαια διαφέροντα, ποὺ εἶχα γι᾿ αὐτά, ἀλλὰ καὶ κάποια ἰδιαίτερη συμπόνοια, ποὺ αἰσθανόμουν ἀπὸ μικρὸς γιὰ τοὺς φυλακισμένους. Γιατὶ καὶ οἱ φυλακισμένοι ἄνθρωποι σὰν καὶ μᾶς τοὺς ἄλλους εἶναι, καὶ ἡ φυλάκιση εἶναι μιὰ δυστυχία ἀληθινή, δίκαιη βέβαια γιὰ ὅσα κακὰ στὸν βίο τους ἔκαμαν – μὰ καὶ καμμιὰ φορὰ ἄδικη ἢ κι αὐστηρότερη ἀπ᾿ ὅ,τι θὰ ἔπρεπε. Ἔτσι, ὅπως κι᾿ ἂν τὸ πάρης, ἡ ἐπίσκεψη καὶ παρηγοριά τους -ἐκτὸς ποὺ δίνει τόσα διδάγματα σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους- ἀλλ᾿ εἶναι καὶ καθῆκον στοιχειῶδες κι ἀπαραίτητο, καὶ μάλιστα σὲ κάθε Χριστιανό· γιατὶ παρηγορεῖ ἀνθρώπους δυστυχεῖς καὶ δίνει κουράγιο καὶ ἀνύψωση κι ἐλπίδα σὲ ρημαγμένες ψυχὲς καὶ σὲ καρδιὲς φουρτουνιασμένες!
… Κι ἀποφάσισα τὴν ἄλλη μέρα νὰ ἀνεβῶ στὸ Παλαμήδι.
Εὐτυχῶς ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια τ᾿ Ἀναπλάκι ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὸ ἄγος ἐκεῖνο καὶ τὴ φρίκη, ποὺ τοῦ ‘δινε τὸ Μπούρτζι. Γιατὶ καταργήθηκε ἡ λαιμητόμος καὶ τὸ Μπούρτζι, ἐλεύθερο πιὰ ἀπὸ δήμιους, ἔγινε σήμερα ἕνα συγχρονισμένο τουριστικὸ ξενοδοχεῖο, ποὺ προσελκύει ξένους καὶ περιηγητές. Ἀλλὰ γιὰ μένα, ποὺ τὸ πρόλαβα γιὰ φυλακὴ δημίων, μένει ἀπαίσιο καὶ ζοφερὸ καὶ τ᾿ ὄνομά του ἀκόμη!
Ἦταν Ἀπρίλης. Ἡ πρωινὴ αὔρα λεπτὴ φυσοῦσε, κι ἔφερνε τὸ ἐλαφρὸ μῦρο τῶν ἀνοιξιάτικων λουλουδιῶν κι ὅλης τῆς ὄργωσης ζωῆς τοῦ Ἀργολικοῦ κάμπου. Ἔτσι, τὰ πρῶτα σκαλοπάτια τοῦ Παλαμηδιοῦ τ᾿ ἀνέβηκα ἄκοπα· μὰ ἀπὸ τὴ μέση κι ἔπειτα, παρ᾿ ὅλη τὴν ἀντοχή μου καὶ τὰ νειάτα τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ἡ κούραση ἄρχισε νὰ γίνεται αἰσθητή. Εὐτυχῶς, ποὺ κάθε τόσο ὑπῆρχαν καὶ χτιστοὶ ἐξῶστες, σὰν μικρὲς βεράντες, ποὺ μποροῦσε ὁ ἀναβάτης νὰ ξεκουραστῆ, ἀποζημιωμένος σύγχρονα καὶ μὲ τὸ ὑπέροχο θέαμα, ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ γύρω φύση, ὁ κάμπος ὁ Ἀργολικός, μαζὶ μὲ τὰ γαλανὰ νερὰ τοῦ ὁμώνυμου κόλπου. Ἦταν ἀληθινὸ πανόραμα, σωστὴ ζωγραφιά, ποὺ καὶ στὰ χείλη τοῦ πιὸ κρύου κι ἀδιάφορου, ἔκανε ἄθελα νὰ ἔρχωνται τὰ λόγια τοῦ μεγάλου ποιητῆ καὶ βασιλέα – τοῦ Δαυίδ: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε»!… Κι αὐτὰ τὰ λόγια ψιθυρίζοντας εὐλαβικὰ κι ἐγώ, ἔμενα πολλὲς ὧρες ἐκστατικὸς θαυμαστὴς τῆς γύρω ὀμορφιᾶς καὶ καλωσύνης, ποὺ εἶχε σκορπίσει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τόσο πλούσια ὁ Πλάστης!
Ἀλλὰ τὴν χάρη αὐτὴ θλιμμένη σκέψη ἦλθε νὰ θολώση! Ὁ ὄγκος τοῦ Παλαμηδιοῦ ἀπὸ κοντὰ ἐγιγαντώνονταν καὶ μοῦ πλάκωνε τὰ στήθη, μὲ τὶς σιδερένιες πόρτες καὶ τὶς ντάπιες του, ποὺ μέσα ἔρρεβαν, στὸ ὑγρό τους σκοτάδι, τόσοι δυστυχισμένοι ἄνθρωποι! Ὤ, πόσο τραγικὴ ἀντίθεση τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ μας πρὸς τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων! Τί ὀμορφιὰ καὶ τί χαρὰ ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, – καὶ πόση ἀσχήμια καὶ φρίκη ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς συνανθρώπους του! Ὤ, τὴν ἁμαρτία!… Πόσο δυστυχισμένο κάνει ᾿κεῖνον, ποὺ σκλαβώνεται σ᾿ αὐτή, πόσο μᾶς ἀφαιρεῖ τὶς χάρες καὶ τὶς ὀμορφιές, ποὺ δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τὰ πλάσματά του…
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἀπορροφημένος, δὲν κατάλαβα πότε ἔφτασα στὴν πρώτη πόρτα τοῦ Παλαμηδιοῦ. Ἀνοίχτηκε βαρειὰ καὶ σιδερένια ἀμέσως καὶ πολλὲς διατυπώσεις ἀπαραίτητες δὲν μ᾿ ἐβασάνισαν, γιατὶ ἔτυχε νὰ εἶναι τότε φρούραρχος ἐκεῖ ἐπάνω ἀγαπητότατος ἐξάδελφός μου, ὁ ἔφεδρος ἀπὸ τὸ Ναύπλιο ἀνθυπολοχαγὸς Η.Κ., ποὺ λίγους μῆνες ἔπειτα ἔπεσε – Θεὸς σχωρέσει τον!- σὰν παληκάρι Ἑλληνόπουλο στὰ χιονισμένα τοῦ Μπιζανιοῦ ὑψώματα!
Τοῦ εἶπα τὸν σκοπό μου. Ἤτανε γιὰ νὰ ἰδῶ τὸ Παλαμήδι, νὰ τὸ μελετήσω, μὰ καὶ νὰ δῶ καὶ τὶς τρομερές του φυλακὲς καὶ τοὺς φυλακισμένους, νὰ μείνω λίγο μὲ αὐτούς, καὶ νὰ τοὺς πῶ δυὸ λόγια, ἂν μοῦ τὸ ἐπέτρεπαν.
Μὲ προθυμία καὶ χαρὰ ὁ καλὸς ξάδελφός μου δέχτηκε τὴν ἐπιθυμία μου. Κι ἀφοῦ μαζὶ γυρίσαμε μελετώντας ὅλο τὸ φρούριο, κι ἐθαυμάσαμε ἀπὸ κεῖ ᾿πάνω ἀκόμη πιὸ μεγαλόπρεπο τὸ γύρω θέαμα, ποὺ τώρα ἀγκάλιαζε τὸν Ἀργολικὸ ὁλόκληρο, μὲ τὰ ὄμορφα νησιά του, κι ἔφτανε στὶς ἀντικρυνὲς ἀκτὲς τῆς Πελοποννήσου καί, πέρα βαθειά, αὐτῆς τῆς Ἀττικῆς, – μ᾿ ἐπῆγε ἔπειτα νὰ ἰδῶ καὶ τὶς φυλακὲς καὶ τοὺς φυλακισμένους, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς «φυλακὲς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα».
Οἱ φυλακὲς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα δὲν ἦταν παρὰ ἕνα περιμάντρωμα ψηλό, μὲ ντάπιες καὶ μὲ πολεμίστρες, ἂν καλὰ θυμᾶμαι, σχεδὸν στὸ κέντρο τοῦ Παλαμηδιοῦ, πρὸς τὴ βορεινὴ πλευρά του. Πῆραν δὲ τ’ ὄνομά τους ἀπὸ τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι, ποὺ ἦταν στὴ μέση τῆς αὐλῆς, καὶ ποὺ τό ᾿κτισε, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ ᾿21, ὁ Νικηταρᾶς, κατὰ διαταγὴ τοῦ Κολοκοτρώνη. Γιατὶ ἀνήμερα τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου κυρίεψε ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τὰ παλικάρια του τὸ Παλαμήδι ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ, μάλιστα, ἐκείνη τὴ ντάπια πρώτη, ποὺ κτίστηκε κατόπιν τὸ ἐκκλησάκι.
… Οἱ βαρεῖες πόρτες τῆς φυλακῆς ἄνοιξαν καὶ οἱ φυλακισμένοι ὅλοι εἶχαν συγκεντρωθῆ, κατὰ διαταγὴ τοῦ Φρουράρχου στὴν αὐλή, γιὰ τὸ κήρυγμα. Πολὺ θλιβερὸ θέαμα μὲ περίμενε! Προχώρησα στὸ ἐκκλησάκι γιὰ νὰ προσκυνήσω, μὰ μέσα ἀντίκρυσα τὸ λείψανο ἑνὸς φυλακισμένου· κι ἡ θλίψη μου ἔγινε ἀκόμη μεγαλύτερη, ὅταν ἔμαθα πὼς ὁ νεκρὸς αὐτὸς ἦταν τὸ θύμα συμπλοκῆς, ποὺ εἶχε γίνη τὴν προηγούμενη ἡμέρα μεταξὺ τῶν φυλακισμένων! Ἐπάγωσα καὶ μὲ συντριβὴ ζήτησα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀποφασισμένος νὰ μὴ μιλήσω. Τί νὰ πῆ κανεὶς καὶ τί νὰ κηρύξη μέσα σὲ τέτοια ζούγκλα, πού, σὰν νὰ μὴ τοὺς ἔφτανε ἡ δυστυχία τῆς φυλακῆς τους, σκοτώνονταν καὶ ἀναμεταξύ τους! Μὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μ᾿ ἐλέησε καὶ ἔκρινα, ὅτι γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν περισσότερη ἀνάγκη ν᾿ ἀκουστῆ ἐκεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ! Γι᾿ αὐτό, καὶ ὅταν βγῆκα ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι, ἀνέβηκα ἀμέσως στὸ πεζούλι ποὺ τὸ ἔζωνε, καὶ μὲ τόνο ἀδελφικὸ εἶπα, ὅ,τι ὁ Θεὸς μὲ φώτισε, λαμβάνοντας ὡς ἀφορμὴ τὸν νεκρό, ποὺ ἦταν μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία.
Οἱ φυλακισμένοι ἄκουγαν μὲ προσοχή, ἂν καὶ εἶπα ὅτι, ὅποιος θέλει, ἦταν ἐλεύθερος νὰ φύγῃ ἀπ᾿ τὸ κήρυγμα. Ἔμειναν ὅλοι ἀκίνητοι, καὶ μόνον ἕνας, ποὺ ἦταν κράμα θλιβερὸ λεβεντιᾶς καὶ ἀγριωσύνης, ἔκοβε βόλτες πάρα Ἀέρα, μὰ σταμάταγε καὶ κάπου κάπου κι ἄκουγε μὲ ἀδιαφορία. Οἱ ἄλλοι ὅλοι ἤτανε ἱκανοποιημένοι· μὲ κάποια ἔκπληξη ἄκουγαν τὰ κηρυττόμενα, ἀλλὰ σ᾿ ὅλων τὰ πρόσωπα μιὰ θλιβερὴ συγκίνηση ἦταν ζωγραφισμένη. Νὰ ἦταν ἀρχὴ αὐτὴ συντριβῆς καὶ μετανοίας; Νὰ ἦταν ἀνάμνηση τοῦ πρώην βίου τους, τοῦ ἐλεύθερου; Νὰ ἦταν ἔλεγχος σωτήριος τῆς συνείδησής τους, γιὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ εἶχαν κάνη; Ποιὸς ξέρει, τί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦσε στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς ἀκροατὰς ἐκείνους…
Ἀλλὰ δὲν πρόκειται ἐδῶ ὁ λόγος γιὰ τὴ σωτήρια ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στῶν ἀνθρώπων τὶς ψυχές, καὶ σὲ ἐκεῖνες ἀκόμη, ποὺ ὁ κόσμος μὲ τὸν σκληρὸ ταρτουφισμό του θεωρεῖ ὁριστικὰ χαμένες! Πρόκειται γιὰ μιὰ ἔκπληξη ποὺ μ᾿ ἐπερίμενε, εὐθὺς μετὰ τὸ κήρυγμα, γιὰ μιὰ σκηνὴ ποὺ μένει ἀκόμη χαραγμένη βαθειὰ κι εὐχάριστα μέσ᾿ στὴν ψυχή μου, καὶ ποὺ αἰσθάνομαι τὴν ὑποχρέωση νὰ σᾶς τὴν ᾿πῶ, ὅπως ἔγινε.
Μόλις κατέβηκα ἀπὸ τὸ πεζούλι τοῦ ναοῦ κι ἐσκόρπισαν οἱ κατάδικοι στὰ κελλιά τους, μὲ πλησιάζει εὐγενικὰ ἕνας φυλακισμένος ἑξηντάρης καὶ μὲ συστολὴ μοῦ κάνει τὴν παράκληση, ἂν εἶχα τὴν καλωσύνη νὰ περάσω στὸ κελλί του νὰ πάρω τὸν καφέ, ποὺ ἤμουν κουρασμένος ἀπ᾿ τὸ κήρυγμα… Τὸν περιστοίχιζαν πέντε-ἓξ συγκατάδικοί του, σὰν κι αὐτοὶ νὰ ἕνωναν τὴν παράκλησή τους, -μὰ ἦσαν τόσο ἱλαρὰ καὶ ταπεινὰ καὶ ἥμερα τὰ πρόσωπά τους,- ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ ἐπιμείνω στὴν πρώτη ἄρνησή μου. Ἡ ἄδεια ἐδόθη πρόθυμα ἀπ᾿ τὴ Διοίκηση τῶν φυλακῶν καὶ ἐπροχώρησα μαζί τους νὰ δοκιμάσω «τὸν καφὲ τὸν Παλαμήδιον», ὅπως οἱ ἴδιοι χαριεντιζόμενοι μοῦ ἔλεγαν στὸν δρόμο…
Μπῆκα στὸ κελλὶ τοῦ πρώτου, ποὺ μ᾿ ἐκάλεσε. Ἕνα κελλὶ λίγο μεγαλύτερο ἀπὸ τ᾿ ἄλλα, ἀλλὰ καθάριο, τακτοποιημένο, εἰρηνικό. Μὰ δὲν ἦταν μόνο αὐτό… Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας κι ἄλλες ἐστόλιζαν τὸν καθαρότατο τοῖχο καὶ κάμποσα βιβλία, θρησκευτικὰ καὶ ἄλλα, ἦσαν ἐπάνω σ᾿ ἕνα πολὺ μικρὸ τραπέζι, – τὸ μοναδικὸ τοῦ κελλιοῦ ἐκείνου ἔπιπλο. Ἡ πρώτη περιέργειά μου μετεβλήθηκε σὲ πραγματικὴ ἔκπληξη, σὰν ἔβλεπα γύρω μου· κι ἡ ἔκπληξή μου ἐκείνη μοῦ ᾿δινε σιγὰ-σιγὰ ἕνα εὐάρεστο συναίσθημα γαλήνης κι ἠρεμίας, τόσο ἀναπάντεχο καὶ ξένο κι ἀπροσδόκητο μέσα σ᾿ ἕνα κελλὶ τῶν φυλακῶν βαρυποινήτου τοῦ Παλαμηδιοῦ.
Ὁ καφὲς ἦλθ᾿ εὐγενικὰ καὶ ἡ κουβέντα ἄρχισε δειλὰ-δειλά. Μιλοῦσα μὲ τὸν ἑξηντάρη, ποὺ μ᾿ ἐκάλεσε· μὰ καμμιὰ δεκαριὰ συγκατάδικοί του, ἄλλοι καθισμένοι σταυροπόδι χάμω κι ἄλλοι ὄρθιοι, -ὅλοι γαλήνιοι καὶ εἰρηνικοί- ἄκουγαν προσεκτικά. Μὰ τί εὐλογία μ᾿ ἐπερίμενε! Δὲν ἦταν ἡ πρόσκληση ἐκείνη στὸ κελλὶ ἀπότοκος μόνον τῆς Ἑλληνικῆς φιλοξενίας, γιὰ νὰ μοῦ δώσουν τὸν καφέ… μὰ ἤτανε τὸ προῖον ἑνὸς βαθύτερου αἰσθήματος, μιᾶς ἀναγέννησης ψυχῶν εὐγενικῶν καὶ ἐκλεκτῶν!
Γιατὶ ὅλοι ᾿κεῖνοι, ποὺ ἦσαν στὸ κελλί, δὲν εἶχαν σχηματίση ἁπλῶς μιὰ παρέα ἥσυχη καὶ εἰρηνική. Ἀλλὰ -θαῦμα ἀληθινό!- ἀποτελοῦσαν μιὰ ἀδελφότητα ἀληθινή, ποὺ ζοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ ἐλάτρευαν τὸν Χριστό, ποὺ ἐμελετοῦσαν κάθε μέρα τὸ Εὐαγγέλιό Του καὶ ποὺ ἦσαν πραγματικὰ δοσμένοι στὸν Θεὸ καὶ Τὸν ὑμνοῦσαν ταπεινὰ κι εἰλικρινὰ μὲ προσευχὲς καὶ ψαλμωδίες!
-Τὴν πρώτη ἀφορμὴ στὴ νέα μου ζωή, ἄρχισε νὰ μοῦ διηγῆται ὁ φυλακισμένος ποὺ μ᾿ ἐκάλεσε, τὴν πρώτη ἀφορμὴ στὴ νέα μου ζωή, τὴν πῆρα ἀπὸ τὸν Λαμπάκη, τὸν γραμματικὸ τῆς Βασίλισσας τῆς Ὄλγας, ποὺ κάθε τόσο ἐρχόταν ἀπὸ μέρους της ἐδῶ καὶ μᾶς μοίραζε τὸ Εὐαγγέλιο κι ἄλλα θρησκευτικὰ βιβλία, καθὼς κι ἀσπρόρουχα. Αὐτός, Θεολόγος ἦταν, εἶπε στοὺς φυλακισμένους δυὸ καλὰ λόγια, προτοῦ μᾶς μοιράση τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ βιβλία… Ὁ Θεὸς μ᾿ ἐφώτισε, κι ἄρχισα νὰ διαβάζω τὸ Εὐαγγέλιο…
Δὲν εἶχα ποτὲ ἐνδιαφερθῆ γιὰ τὴν θρησκεία. Μικρός, πήγαινα στὴν Ἐκκλησία τὶς μεγάλες μόνο γιορτὲς μὲ τοὺς γονεῖς μου. Μὰ ὅταν μεγάλωσα, ἔκοψα κι ἀπ᾿ αὐτὴ, κι ἐζοῦσα ὅπως οἱ περισσότεροι συγχωριανοί μου, μέρα μου καὶ νύχτα μου, χωρὶς σκοπό, ὥσπου τὸ ἔγκλημα μ᾿ ἔφερε ἐδῶ. Παπὰς ποῦ καὶ ποῦ ἐρχόταν ἐδῶ ᾿πάνω, νὰ μᾶς λειτουργήση· κήρυγμα σπανιώτατο, γιὰ νὰ μὴν πῶ καθόλου! Ἄνθρωπος νὰ μᾶς ἐπισκεφθῆ κανεὶς -ἐκτὸς ἀπὸ κανὰ οἰκεῖο μας-… καὶ μόνο τοῦ ἁγίου Ἀντρέα, στὴ μνήμη τοῦ ναοῦ, βλέπαμε κάναν ἄνθρωπο καὶ ἀκούγαμε καὶ κάνα λόγο! Μὰ ἡ φυλάκιση μ᾿ εἶχε λυγίση… Καὶ μόνο μένα; Κι ἄλλους… Γι᾿ αὐτὸ μοῦ φάνηκε κάτι, σὰν εἶδα, πὼς ἡ Βασίλισσα μᾶς θυμήθηκε, ἂν κι ἀγνώστους της, καὶ μᾶς ἔστειλε βιβλία καὶ ἐσώρουχα· καὶ τὰ λόγια τοῦ Γραμματικοῦ της, τοῦ Λαμπάκη, μοῦ ᾿κάναν μιὰ ἐξαιρετικὴ ἐντύπωση!
-Ρίχτηκα μὲ τὰ μοῦτρα -ἐξακολούθησε ὁ φυλακισμένος συνομιλητής μου- ρίχτηκα μὲ τὰ μοῦτρα στὸ διάβασμα τῶν βιβλίων, ποὺ μᾶς μοίρασαν. Μὲ τὰ λίγα γράμματα πού ᾿ξερα, στὴν ἀρχὴ λίγα καταλάβαινα· μὰ καὶ μὲ κεῖνα τὰ λίγα ἔνοιωθα μιὰ εὐχαρίστηση μέσα μου, πρῶτα γιατὶ ἐσκότωνα τὴν ὥρα ἀπὸ τὸ ἀφόρητο ἐκεῖνο καθησιὸ τῆς φυλακῆς· ἔπειτα, ἄκρες-μέσες, ἔνοιωθα ὅτι γιὰ καλὰ πράγματα μιλοῦσαν τὰ βιβλία ᾿κεῖνα· Καὶ σ᾿ ὅ,τι δὲν καταλάβαινα, ζητοῦσα τὴν βοήθεια κανα-δυὸ συγκαταδίκων μου, ποὺ ἔβλεπα ὅτι κι αὐτοὶ εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ διαβάζουν τὰ βιβλία, – κι ἔδειξε δυὸ ἀπὸ τοὺς παριστάμενους εἰς τὸν κύκλο μας συγκαταδίκους. Ἔτσι, οἱ τρεῖς μας, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, ἀνταμώναμε συχνὰ καὶ διαβάζαμε τὰ βιβλία, καὶ μάλιστα τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ γίναμε σιγὰ-σιγὰ μιὰ ξεχωριστὴ παρέα, ποὺ κάτι ἐσωτερικὸ τὴν ἐσυνέδεε…
-Θεοῦ δάκτυλος ἦταν!… Ἐτόλμησα νὰ ψιθυρίσω…
-Καὶ βέβαια Θεοῦ δάκτυλος ἦταν! Ἐπανέλαβε θριαμβευτικὰ ὁ συνομιλητής μου, κ᾿ ἐκινήθηκαν ἐπιβεβαιωτικὰ τὰ κεφάλια τῶν δυὸ παρισταμένων καταδίκων, πού, ὅπως κατάλαβα, ἦταν τὰ πρῶτα μέλη τῆς Ἱερᾶς ἐκείνης συντροφιᾶς.
Συνέχισε ἔπειτα σὲ τόνο ταπεινῆς καὶ ἤρεμης χαρᾶς:
-Ἀπὸ τότε ὁ Θεὸς μᾶς ἐλυπήθηκε καὶ πλούσιες τὶς εὐλογίες του μᾶς ἔδωκε… Αἰσθανθήκαμε τὴν ἀνάγκη νὰ μετανοήσουμε, ν᾿ ἀλλάξουμε βίο, ν᾿ ἀκολουθήσουμε τὴν φωτεινὴ ἐκείνη καὶ ἤρεμη ζωή, ποὺ ἡ μελέτη μας μᾶς ἐφανέρωσε… Φωνάξαμε τὸν πνευματικὸ ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι, μὲ τὴν ἄδεια τῆς Ἐπιστασίας· ἐξωμολογηθήκαμε· καὶ νὰ, ἐμεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί, μπρὸς στὴν «Ἁγία Θύρα», ἔπειτα ἀπὸ τόσα χρόνια, κοινωνήσαμε… Ὢ τί καινούργιοι κόσμοι τότε, μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία, μᾶς φανερώθηκαν! Τί χαρὰ καὶ τί ἀγάπη στὸν Σωτῆρα μας Χριστὸ αἰσθανθήκαμε! Καὶ πῶς νοιώθαμε κ᾿ οἱ τρεῖς μας ἀπὸ τότε τὸν ἑαυτό μας σφικτὰ συνδεδεμένο μεταξύ μας. Ἐνοιώσαμε κι οἱ τρεῖς μας, ὅτι εἴμαστε ἀδελφοί, μὰ ἀδελφοὶ πνευματικοί, περισσότερο καὶ βαθύτερα ἀγαπημένοι ἀπὸ τοὺς σαρκικούς!
… Ἐστήριξε γιὰ λίγο τὰ μάτια του, ἤρεμα καὶ φωτεινά, στὸ χαμηλὸ ταβάνι τοῦ κελλιοῦ του. Κ᾿ ἔπειτα ἐπρόσθεσε:
-Ἂς εἶναι εὐλογημένο τοῦ Θεοῦ τὸ ὄνομα! Εἶναι δέκα περίπου χρόνια ἀπὸ τότε, καὶ οἱ τρεῖς μας γίναμε δέκα, μὲ μιὰ ψυχὴ καὶ μιὰ καρδιά, μ᾿ ἕναν σκοπὸ καὶ μὲ μιὰ ζωή!… Ἐκτὸς ἀπὸ κείνους τοὺς συγκρατουμένους μας, ποὺ συμπαθοῦν τὴν συντροφιά μας! Γιατὶ ὄχι λίγοι, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς συναδέλφους μας στὴ φυλακή, πολλὲς φορὲς θέλουν τὴν συντροφιὰ καὶ τὴν κουβέντα μας, κι εὐχάριστα, ὅσο ᾿μποροῦν κι αυτοί, ἀκοῦν τὶς συμβουλές μας… Οἱ ἄλλοι τράβηξαν τὸν δρόμο τους… Καυγάδες, συμπλοκές, φόνους κι ὅλα τὰ κακὰ τῆς φυλακῆς… Κι ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι καὶ κεῖνοι, ποὺ ἔγινε κι ὁ χθεσινὸς ὁ φόνος…
-Καὶ ἡ Διοίκηση τῶν Φυλακῶν, πῶς βλέπει τὴν ξεχωριστὴ αὐτὴ παρέα; Ἐρώτησα…
-Στὴν ἀρχὴ μὲ κάποια ὑποψία καὶ παρακολούθηση. Γιατὶ δὲν ἔλειπαν ἐκεῖνοι, πού, περισσότερο ἀπὸ ἄγνοια, μᾶς ἔλεγαν εἰρωνικὰ ἄλλοι κουτούς, κι ἄλλοι «ἀλλούτερους, προτεστάντες»! Μὰ, σιγὰ-σιγὰ, εἶδαν τὸ φῶς κι ἐπείσθησαν πὼς εἴμαστε ὀρθόδοξοι, ὅπως γεννηθήκαμε, στὴν πίστη τῶν πατέρων μας. Καὶ ἡ Διοίκηση κι ἡ Εἰσαγγελία, τώρα, μ᾿ εὐχαρίστηση βλέπει τὴ νέα μας ζωή· γι᾿ αὐτό, ὅπως καὶ βλέπετε, κάθε εὐκολία μᾶς παρέχει…
«Παράδεισος σὲ φυλακή»! Σκεπτόμουν μὲ βαθειὰ συγκίνηση σ᾿ ὅλη ἐκείνη τὴν διήγηση! Ἔκπληκτος γιὰ ὅσα ἄκουγα κι ὅσα ἔβλεπα, ἔνοιωσα, ἄλλη μιὰ φορὰ ἀκόμη, τὴν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐδόξασα τὴν χάρη καὶ τὴν εὐλογία Του, ποὺ ἔχει τὴν δύναμη τοὺς ἀνθρώπους νὰ τοὺς κάνη ἀγγέλους, τὴν ταραχὴ καὶ θλίψη νὰ τὴν μεταβάλλη σὲ γαλήνη καὶ χαρά, καὶ τὴν δυστυχία σ᾿ εὐτυχία ἄρρητη! «Παράδεισος σὲ φυλακή», σκεπτόμουν διαρκῶς, γεμάτος, λέω, ἀπὸ ἱερὴ συγκίνηση… Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπορροφημένος ἀπ᾿ τὶς σκέψεις μου, σύντομες μόνο ἀπαντήσεις ἔδινα στὶς πολλές τους ἐρωτήσεις, ποὺ διέκοπταν τὴν διήγηση ἐκείνη, περιμένοντας νὰ φωτισθοῦν, σὰν δάσκαλο, ἀπὸ μένα!
… Κι ὅταν σηκώθηκα νὰ φύγω -γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ φύγω, κάτι μὲ κράταγε στὴν ἤρεμη καὶ ἅγια ἐκείνη ἀτμόσφαιρα- κι εὐλαβικά, τὸ ἐπαναλαμβάνω, τοὺς ἀποχαιρέτησα, μὲ ξεπροβόδισαν ὅλοι μὲ μιὰ φωνή:
-Νὰ εὔχεσαι καὶ γιὰ μᾶς, Διδάσκαλε!
… «Νὰ εὔχωμαι καὶ γιὰ σᾶς»… σκεπτόμουν!
Ἀλλὰ τί νὰ εὐχηθῶ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς γιὰ σᾶς, ψυχὲς ἀναγεννημένες μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, κι εὐλογημένες ἀπὸ τὴν χάρη Του! Τί νὰ εὐχηθῶ ἐγὼ γιὰ σᾶς, ποὺ ζῶ ἐλεύθερος, ναί! στὴν κοινωνία, ἀλλὰ στὸ βάθος ἐγώ, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι ἐλεύθεροι πολίτες, εἴμαστε δοῦλοι καὶ δεσμῶτες τραγικοὶ τῶν παθῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Τί νὰ εὐχηθῶ γιὰ σᾶς, τοὺς φυλακισμένους, ναί! καὶ τοὺς δεσμῶτες, ἀλλὰ ποὺ κοντὰ στὸν Χριστὸ πετύχατε, μιὰ γιὰ πάντα, τὴν ἀπελευθέρωσή σας ἀπὸ τὰ βαρειὰ κι αἰώνια δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐνοχῆς, καὶ εἴσαστε ἀληθινὰ ἐλεύτεροι, ὠφέλιμοι στὸν ἑαυτό σας καὶ στοὺς ἄλλους!
… Ἔφυγα! Καὶ μὲ τὶς σκέψεις αὐτὲς κατέβαινα τὰ ἀτελείωτα σκαλιὰ τοῦ ἀπαίσιου ἐκείνου φρουρίου, τοῦ Παλαμηδιοῦ, ποὺ στὰ ὑγρὰ καὶ φοβερά του κελλιά ζοῦσε γαλήνια -ποιὸς νὰ τὸ φαντασθῆ!- μιὰ κοινωνία μικρὴ βέβαια καὶ ἄσημη, ἀλλὰ πραγματικὰ ἐλεύθερη κι εὐτυχισμένη, ἕνας ἀληθινὸς Παράδεισος!
Ναί, ἀγαπημένε μου, φυλακισμένε ἀναγνώστη! «Παράδεισο σὲ φυλακή» μπορεῖς νὰ ἀρνηθῆς καὶ σὺ, ὅτι βρῆκα στὴ σκοτεινὴ φυλακὴ τοῦ Παλαμηδιοῦ!;… Μὰ αὐτὸ δὲν γεννάει καὶ στὴ δική σου τὴν ψυχὴ συλλογισμοὺς καὶ σκέψεις; Παράδεισο, ποὺ ἔκανε τὴ μαύρη ζωὴ τῶν κρατουμένων ἐκείνων τοῦ Παλαμηδιοῦ, φωτεινὴ καὶ χαρωπή, γεμάτη ἀπὸ ὑψηλοὺς σκοποὺς καὶ ἀπὸ εὐτυχία θεϊκή; Κι αὐτὸ δὲν φωτίζει καὶ τὴ δική σου τὴν ψυχὴ καὶ δὲν τῆς δίνει ἐλπίδες χαρωπές;
Φυλακισμένος εἶσαι, ναί, καί σύ, ἀδελφέ μου. Καὶ ὑποφέρεις ἀσφαλῶς στὴ φυλακή σου! Ἀλλά γιατί καὶ σύ, ἀδελφέ μου, τὴ φυλακή σου αὐτὴ νὰ μὴ τὴν κάνης καὶ σὺ Παράδεισο;
Θὰ μοῦ πῆς: Εἶναι δύσκολο!
-Ὄχι! Σοῦ ἀπαντῶ. Εἶναι δύσκολο, καὶ ἴσως καὶ ἀδύνατο, ὅταν στηρίξουμε τὴν προσπάθειά μας αὐτὴ στὶς δικές μας μόνον τὶς δυνάμεις, τὶς ἀνθρώπινες, ποὺ εἶναι ἀνίσχυρες καὶ περισσότερες φορὲς ψεύτικες καὶ ἀπατηλές. Μά, ὅταν λάβουμε τὴν ἀπόφαση ν᾿ ἀκολουθήσουμε τὴ ζωὴ τὴν Χριστιανικὴ καὶ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ εἰλικρινᾶ, ὅταν τὴν ἀπόφασή μας αὐτὴ τὴν ἐμπιστευθοῦμε μὲ πίστη στὸν Θεό… Ἔ! τότε, ἀγαπητέ μου, τὰ λοιπὰ δὲν εἶναι δικά σου. Εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, τοῦ Παντοδύναμου! Αὐτὸς θὰ σὲ δυναμώση νὰ πραγματοποιήσῃς τὴν καλή σου ἀπόφαση. Αὐτὸς θὰ καθαρίση ἀπὸ τὰ ἐμπόδια τὸν δρόμο, ποὺ ἄρχισες. Αὐτὸς θὰ φωτήσῃ καὶ ἄλλους ἀκόμη νὰ σὲ μιμηθοῦν!
Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ μας αὐτὴ τὴ δύναμη ἔχει ἀγαπητέ μου! Νὰ μεταβάλλη ἄκοπα καὶ τὸ μεγαλύτερο κακὸ σὲ καλὸ μεγάλο, τὴ δυστυχία σὲ εὐτυχία, τὴν ἀδυναμία σὲ δύναμη, τὴν κόλαση σὲ πραγματικὸ Παράδεισο!
Θυμήσου τόσα καὶ τόσα περιστατικὰ τῆς θρησκείας μας, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια αὐτή. Καὶ τί νὰ σοῦ πρωτοαναφέρω; Τὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔλυσε τὰ δεσμὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ φυλακή του; (Πράξ. κεφ. 12ον κ.λπ.). Ἢ τοὺς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σύλα, ποὺ τὴν σκληρὴ τὴν ἄγρια φυλακη τους τὴν εἶχαν μεταβάλλη σὲ Παράδεισο καί, γεμάτοι ἀπὸ γαλήνη καὶ χαρά, «ὑμνοῦν τὸν Θεό», καὶ τὴν χαρά τους τὴν μετέδωσαν ὄχι μόνο σ᾿ ὅλους τοὺς φυλακισμένους, πού, ὅπως ἀναφέρει ἡ Γραφή, εὐλαβικὰ τοὺς ἤκουαν: «ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι», -μὰ καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν δεσμοφύλακα, ποὺ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια ἐπίστεψε ἀμέσως στὸν Χριστό; (Πράξ. κεφ. 16, στίχ. 25 κ.λπ.). Ἢ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολο τὸν Παῦλο, πού, κατὰ τὴν δίχρονη στὴ Ρώμη φυλάκισή του, ἔκαμε τὴ φυλακή του κέντρο φωτεινὸ κηρύγματος ποὺ τόσοι καὶ τόσοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, μεγάλοι κι ἄσημοι, φωτίστηκαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ βρῆκαν τὴν παρηγοριά τους καὶ τὴ σωτηρία τους;
Κι εἶναι ἀνάγκη ν᾿ ἀναφέρουμε ἀκόμη καὶ τοὺς δυσμέτρητους ἐκείνους μάρτυρες καὶ ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πού, σὲ σειρὰ ὁλόκληρη δυὸ χιλιάδων χρόνων καὶ ἕως σήμερα, μὲ τὴν πίστη τους καὶ τὴν ζωή τους τὴν ἁγία, ἔκαμαν τὴ φυλακή τους παράδεισο ἀληθινό, ποὺ τὸν ζήλεψαν πολλοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς δεσμοφύλακες καὶ τοὺς βασανιστές τους κι ἔγιναν κι αὐτοὶ Χριστιανοὶ καὶ ἅγιοι;
Γιατί, ἀδελφέ μου, καὶ σύ, νὰ μὴ μιμηθῆς τοὺς φυλακισμένους τοῦ Παλαμηδιοῦ, ποὺ σοῦ ἀνέφερα;
Ἄνθρωποι ἦσαν κι αὐτοί, σὰν καὶ σένα. Τὰ μέσα καὶ τὶς εὐκολίες μάλιστα τὶς ἔχεις περισσότερες σὺ ἀπ᾿ αὐτούς. Ναί! Τότε τοὺς φυλακισμένους κανεὶς δὲν τοὺς πλησίαζε· περιφρονημένοι καὶ χωρὶς παρηγοριά, ἔλυωναν στὶς ὑγρές τους φυλακές… Μὰ τώρα ὑπάρχουν καλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ σᾶς θυμοῦνται· ὑπάρχουν σύλλογοι ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ σᾶς· αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς φροντίζει, ὅσο μπορεῖ, γιὰ τοὺς φυλακισμένους ὅλους καὶ γιὰ σένα, καὶ ὅ,τι μπορεῖ κάνει γιὰ τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν σωτηρία Σας!
Κι αὐτὸ ἀκόμα τὸ μικρὸ βιβλιαράκι, ποὺ κρατᾶς στὰ χέρια σου καὶ τὸ διαβάζεις τὴ στιγμὴ αὐτή, μπορεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη, νὰ σὲ βοηθήση γιὰ νὰ πάρης τὴ σωτήρια ἀπόφαση νὰ πλησίασης τὸ Χριστό,… ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις καὶ ἐπιδιώξεις…
Μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη Δ.Ι.Κ.
Ἡ διήγηση αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ἱστορία, ποὺ ἐκτίθεται πιστὰ κι᾿ ἀληθινά, χωρὶς καμμιὰ ὑπερβολὴ ἢ προσθήκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου