Παρακολουθούμε μία εξαιρετική συνέντευξη ενός ανθρώπου που ήταν στέλεχος εκπαίδευσης και είχε την ευλογία να συναντήσει τους πιο σημαντικούς Ανθρώπους που διέτρεξαν την ελληνική Υγιή γη στα σύγχρονα χρόνια ,τον άγιο Παΐσιο και τον άγιο Πορφύριο.
άγιος Πισσιος |
Γράφει η Λιναρδάκη Μαρία
Ο πρώην διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης κ.Μανώλης Καπετανάκης συγκλονίζει με τις βιωματικές εμπειρίες του .
Ο κ. Μανόλης μας περίμενε στο χωριό Άγιος Μύρωνας Κρήτης , για να μας μεταφέρει τα δικά του βιώματα τα οποία είχε με τους δύο αυτούς σύγχρονους οδοδείκτες, καθώς είχε την ευλογία και τη χαρά να τους γνωρίσει και να τους συναναστραφεί για πολλά χρόνια μέχρι και την κοίμησή τους, μας είδε που κοιτάζαμε τις εικόνες τους που είχε στο σπίτι του και τόνισε με έμφαση: «Είναι ζωντανοί, είναι εδώ»
Οι Αγαπημένοι Άγιοι Γέροντες είχαν έναν κοινό, την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Αυτή την αγάπη δεν μπορεί κανείς να την περιγράψει με λόγια, όπως λέει ο κ. Μανόλης χαρακτηριστικά. «Την εκλάμβανες την αγάπη τους σε υπέρτατο βαθμό, σου την μετέδιδαν με τόση ανιδιοτέλεια».
Η γνωριμία με τον Άγιο Παΐσιο και το… πιστόλι
Ήταν ένας γέροντας φωτισμένος, απαντούσε σε όλους τους προβληματισμούς όλων όσων των επισκέπτονταν, μας λέει ο κ. Μανόλης. «Η πρώτη γνωριμία έγινε το 1997, είχα πάει στο Άγιο Όρος με μία παρέα, ο ένας ήταν ο πατήρ Ευδόκιμος, ιερομόναχος των Σαββαθιανών και οι άλλοι πέντε αδελφοί.
Φτάσαμε στο Άγιο Όρος και από εκεί κατευθυνθήκαμε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Μείναμε το πρώτο βράδυ και μετά αποφασίσαμε όλοι μαζί να πάμε, ξεκινήσαμε για το κελάκι του Αγίου Παϊσίου. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ήρθα σε επαφή με ασκητή. Μπήκαμε στο κελάκι του και μας αγκάλιασε. Έλαμπε από Χάρη, ζήτησα την ευχή του και οι άλλοι της παρέας και εν συνεχεία μας έβαλε και καθίσαμε σε ένα τραπέζι στρογγυλό με κούτσουρα γύρω - γύρω. Η χαρά όλων μας δεν περιγράφεται. Μας έδωσε μάλιστα το ελεύθερο να λέμε ότι απορίες έχουμε ή ότι θέλουμε να του ζητήσουμε. Ήμουν όρθιος και με πλησιάζει και μου λέει: «Δάσκαλε». Δεν γνώριζε φυσικά ότι ήμουν δάσκαλος, ούτε και το όνομά μου ήξερε. Εκεί κατάλαβα ότι δεν μπορούσες να του κρυφτείς με τίποτα. Με ρώτησε λοιπόν: «Δάσκαλε, έχεις πιστολάκι; Του απάντησα «όχι». Με ξαναρωτάει, «δεν έχεις πιστολάκι μαζί σου;», λέω «δεν έχω». «Καλά» μου λέει, «Κρητικός εσύ, επιτρέπεται να μην έχεις πιστόλι». Λέω «γέροντα συγνώμη δεν έχω». Βάζει το χέρι στην τσέπη και μου δίνει ένα κομποσκοίνι και μου λέει «πάρε αυτό είναι καλό πιστόλι, όταν κάνεις την προσευχή σου!». Ήταν το πρώτο δώρο που έλαβα από το χέρι του!
Καθίσαμε στο τραπέζι και έφυγε, μπήκε μέσα στο κελί μόνος, επιστρέφοντας κρατούσε μία πολύ μεγάλη λεκάνη η οποία ήταν γεμάτη σύκα. Έβαλε τα σύκα στο τραπέζι και σκέφτηκα επειδή ήταν πάρα πολύ η φτώχεια εκεί, λίγο να τον βοηθήσουμε. Λέω «γέροντα, μπορώ να πω κάτι, λίγο νεράκι γίνεται;». «Βεβαίως». μου απαντά, «πάω αμέσως». Φεύγει, μπαίνει στο κελί κι εγώ σηκώθηκα και έκανα έναν έρανο και μάζεψα αρκετά χρήματα, τα οποία και τοποθέτησα κάτω από την γαβάθα με τα σύκα.
Νόμιζα ότι είχα κάνει μία πάρα πολύ καλή πράξη. Εκείνος το είδε. Δεν γνωρίζουμε πώς, αλλά το είδε. Μόλις επέστρεψε μου λέει: «Δάσκαλε πάρε τα χρήματα, μοίρασε στον καθένα όσα έβαλε και τα υπόλοιπα στην τσέπη σου». Έκανα υπακοή ότι σε ότι μου είπε.
«Χαίρε Παΐσιε! Χαίρε παιδί μου, γιατί δεν δέχεσαι ούτε χρήματα, ούτε επιταγές»
Τον ρώτησα: «Γέροντα αυτό που έκανα δεν έχει ευλογία;» και μου απάντησε «όχι» και «γιατί;», τον ρώτησα ξανά. «Δεν έχει γιατί είναι το τυπικό που έχω τέτοιο και δεν επιτρέπεται» τον ξαναρώτησα: «Που γνωρίζετε ότι αυτό το τυπικό που έχετε είναι σωστό;». Και μου απαντά: «Κι εμένα με απασχόλησε πολύ αν αυτό που κάνω είναι σωστό ή λάθος και μάλιστα αυτές τις ημέρες έκανα πολύ προσευχή στον γέροντά μου, τον Άγιο Αρσένιο τον Καπαδόκη, ο οποίος είναι και ο νονός μου και τον παρακάλεσα να μου δείξει αν αυτό που κάνω είναι σωστό ή όχι και αξιώθηκα να τον δω μπροστά μου ένα απόγευμα την ώρα που έκανα τον κανόνα μου, να με ευλογεί και να μου λέει: "Χαίρε Παΐσιε! Χαίρε παιδί μου, γιατί δεν δέχεσαι ούτε χρήματα, ούτε επιταγές"».
Στο Άγιο Όρος ο ένας, στα Μέγαρα ο άλλος
Ήταν ένας γνωστός γέροντας ο οποίος ήταν ηγούμενος στο Μακρυνό, σε ένα μοναστήρι στα Μέγαρα, ο πατήρ Δαμασκηνός, ο οποίος είχε κάποτε ένα σοβαρό πρόβλημα που δεν περνούσε (δεν γνωρίζουμε τι ήταν, το οποίο δεν περνούσε), άρχισε να προσεύχεται στον γέροντα Παΐσιο τον οποίο είχε γέροντα και καθοδηγητή του, αλλά δεν περνούσε το πρόβλημα. Έβγαινε από την Εκκλησία και φώναζε: «Παΐσιε, γέρο Παΐσιε βοήθεια!». Τίποτα! Οπότε αφού πέρασαν αρκετές ημέρες, σκέφτηκε να πάει στο Άγιο Όρος για να δει τον γέροντα να τον βοηθήσει. Όταν συναντήθηκαν του είπε ο Άγιος Παΐσιος: «Γερο Δαμασκηνέ να σου ζητήσω μία χάρη; Άλλη φορά όταν φωνάζεις να φωνάζεις σιγότερα, μου έχεις σπάσει τα τύμπανα!».
Η εμφάνιση της Παναγίας
Ένας κοινός γνωστός ιερομόναχος, πήγε κάποτε στο κελί του, μου το διηγήθηκε ο ίδιος, λέει ο κ. Μανόλης, τον ρωτάει: «Γέροντα έχει ευλογία να μείνω μαζί σου να κάνουμε αγρυπνία», του είπε «ναι». Το πρωί αισθάνθηκαν ευωδία θυμιάματος, μέσα στο κελί, άναψε ένα υπερφυσικό φως και είχαμε εμφάνιση της Παναγίας. Αλλά ο Άγιος Παΐσιος δεν τον άφησε να την δει. Του έπιασε το κεφάλι και το έβαλε στο πάτωμα. Και μόνο όταν έφυγε η Παναγία άφησε τον ιερομόναχο να σηκωθεί. Γιατί το έκανε αυτό ο Άγιος μόνο εκείνος γνωρίζει…
Το… ψαράκι
Ο δάσκαλός μου Αθανάσιος Μουρμουρής, μας λέει ο κ. Μανόλης, πηγαίνοντας στο κελί του γέροντα μια μέρα, του έκανε μία ερώτηση, «είμαι άνθρωπος εγώ, όπως είσαι κι εσύ, πες ότι για την ανάγκη του σώματος, θέλεις ένα ψαράκι, πού θα το βρεις το ψαράκι να το φας εδώ;». Και τότε ο Άγιος Παΐσιος του απαντάει πολύ φυσικά και απλά: «Θα σου πω τι έκανε ένας γείτονας» - και πρέπει να ήταν λέει ο Θανάσης, ο ίδιος ο Άγιος - «Μία ημέρα ήθελε και αυτός ένα ψαράκι και σταματάει μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας και της λέει μανούλα μου πεινάει ο γιος σου, ένα ψαράκι γίνεται;» και πριν προλάβει λέει να τελειώσει την προσευχή, σπαρταρούσε ένα ψαράκι στον νεροχύτη.
Το ελαφάκι
Στη μονή Κουτλουμουσίου στο Άγιο Όρος είναι ηγούμενος ο γέροντας Χριστόδουλος, διηγείται ο ίδιος ότι είχε κάποτε προβλήματα σαν άνθρωπος και σηκώθηκε να πάει στον Άγιο Παΐσιο να πει τα προβλήματά του. Κατεβαίνοντας μπήκε στο εκκλησάκι προσκύνησε, κάθισαν στο αρχονταρίκι και συζητούσαν και τότε βλέπει ένα ελάφι να πλησιάζει στην μάντρα, μόλις το βλέπει ο Άγιος Παΐσιος, άρχισε να το μαλώνει: «Δεν σου έχω πει να μην κυκλοφορείς ημέρα. Θα σε σκοτώσουν! Καταλαβαίνεις, ή δεν καταλαβαίνεις;». Εκεί την στιγμή όπως το μάλωνε σηκώνει το μπροστινό ποδαράκι του και του δείχνει ότι ήταν σπασμένο. Βλέποντάς το ο Άγιος του λέει «περίμενε» και μπαίνει μέσα στο κελί και φέρνει ένα ξύλο ακριβώς στο μέγεθος του ποδιού και έναν επίδεσμο, βγαίνει έξω και σαν τέλειος ορθοπεδικός του δένει του πόδι και του λέει: «Άντε στο καλό να πας και σε 25 ημέρες να έρθεις να βγάλουμε τον… γύψο», έφυγε το ελάφι και ο πατήρ Χριστόδουλος μετρούσε τις ημέρες να δει τι έγινε με το ελάφι και τον γέροντα.
Την 25η ημέρα το πρωί, ο γέροντας Χριστόδουλος, κατεβαίνει από την μονή Κουτλουμουσίου στην Παναγούδα συναντά τον Άγιο Παΐσιο και τον ρωτάει «γέροντα δεν έχει έρθει το ελάφι ακόμα;». «Περίμενε», του λέει ο Άγιος, «κατεβαίνει»! Μετά από λίγο φτάνει στην μάντρα και σηκώνει πάλι το πόδι του και του δείχνει. «Περίμενε» του λέει ο Άγιος, «έρχομαι να βγάλουμε τον... γύψο». Αφού του έλυσε τις γάζες και του έβγαλε το ξύλο, το πόδι είχε δέσει τέλεια και του λέει: «Στο καλό να πας και να προσέχεις! Να κυκλοφορείς μόνο τη νύχτα!».
Ο Άγιος Πορφύριος ήταν ο πνευματικός του κ. Μανόλη. Ο γέροντας συνιστούσε, αγάπη, υπακοή και ταπείνωση. Είχε όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Προφητικό, προορατικό και ιαματικό.
Κάποτε αρρώστησε, έπαθε ένα καρδιολογικό επεισόδιο και φώναξαν ένα καθηγητή πανεπιστημίου να τον εξετάσει. Τον έβαλαν κάτω και του έκαναν καρδιογράφημα και του είπαν «γέροντα περνάτε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου». Και ο Άγιος Πορφύριος του λέει, «κ. καθηγητά δεν είναι οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, γιατί αν ήταν θα έδειχνε άλλα το καρδιογράφημα», αναλύοντάς του παράλληλα και τι θα πρέπει να έδειχνε... Ο καθηγητής εξεπλάγην με την διάγνωση που έκανε ο Άγιος που... τον έκανε πνευματικό του.
Συνεχίζοντας ο κ. Μανόλης περιγράφει την γνωριμία του με τον Άγιο Πορφύριο.
Είμαι δάσκαλος, το 1972 υπηρετώ στην Σαλαμίνα. Ένα ζευγάρι με παίρνει μία μέρα τηλέφωνο και μου λέει «υπάρχει ένας γέροντας, ο οποίος λέγεται πατήρ Πορφύριος, θέλετε να έρθετε να πάμε παρέα;». Ο πατήρ Πορφύριος τότε έμενε στα Καλλίσια στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου, στην Πεντέλη. Πήγαμε. Σε μισή ώρα φτάναμε για να τον συναντήσουμε.Το αυτοκίνητο σταμάτησε μακριά από το εκκλησάκι, Έξω είδαμε μία κυρία μάθαμε ότι ήταν η αδερφή του. Με ρωτάει ο κ. Μανόλης, περάστε μέσα σας θέλει ο γέροντας. Μόλις με βλέπει μου λέει: «Βρε καλώς τον Μανόλη» και μου λέει όλη μου την ζωή από την παιδική ηλικία μέχρι και τότε. Αφού τα είπε όλα με ρώτησε «έτσι δεν είναι;». Του απάντησα «έτσι είναι γέροντα, όλα αυτά που μου είπατε τα έχω εξομολογηθεί». Τότε γυρνάει και με "σκάει" ένα εγκάρδιο χαμόγελο και μου λέει: «Γι’ αυτό ασχολούμαι μαζί σου, εάν δεν τα είχες εξομολογηθεί… τίποτα! Πήγαινε έξω και φέρε την Μαρία. Μαρία δεν λένε την γυναίκα σου;». Του απαντάω «ναι γέροντα» και μου λέει: «Εμένα θα γελάσεις;».
Βγαίνω έξω μπαίνει μέσα η Μαρία και μετά από λίγο λέει στη Μαρία «φώναξε τον Μανόλη». Μπαίνουμε και οι δύο μέσα, μετά από λίγο αισθανόμουν ότι βρισκόμουν με έναν άγιο άνθρωπο, ο οποίος γνώριζε τα πάντα. Μόλις κάθισα δίπλα του, μου λέει «προσεύχεστε για τρία πράγματα, το πρώτο είναι ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος, θα πας και θα ξαναπάς», μου λέει, «δεν υπάρχει πρόβλημα. Δεύτερο αίτημα προσευχής είναι ταξίδι στο Ιεροσόλυμα, δεν υπάρχει πρόβλημα, θα πάτε και θα ξαναπάτε. Υπάρχει και ένα τρίτο αίτημα για το οποίο προσεύχεστε». Τον ρωτάω: «Ποιο είναι αυτό γέροντα;» και μου λέει «δεν τεκνοποιείτε». Μου λέει «γι’ αυτό το αίτημα δεν έχετε ευλογία, ούτε να προσεύχεστε». Του λέω γέροντα «μ’ αγαπάτε;» και μου απαντάει «βρε ευλογημένε, αν δεν σε αγαπούσα, τόση ώρα θα ασχολούμουν μαζί σου. Και του λέω «γιατί δεν έχει ευλογία;» και μου λέει: «Έχουμε ένα μπουκάλι και βάζουμε το δάχτυλο μέσα στο μπουκάλι, μέχρι το σημείο που σφηνώνει το δάχτυλο, προσπαθούμε να γυρίσουμε δάχτυλο αριστερά, δεξιά, δεν προχωράει και μια στιγμή μπαίνει το δάχτυλο όλο στο μπουκάλι και βγαίνει έξω», μου λέει, «Αυτό μπορείς να μου το εξηγήσεις γιατί γίνεται;» και του λέω «όχι γέροντα». «Ε, τότε ούτε και κι εγώ μπορώ να σου εξηγήσω» μας δίνει τα χέρια και μας λέει «άντε στο καλό!». Γι' αυτό κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να πληροφορηθούμε.
Το… ταξίδι από το Μήλεσι στον Άγιο Μύρωνα
Στο Ηράκλειο υπήρχε ένας μακαριστός γέροντας, ο πατήρ Μεθόδιος Γεωργιανάκης, εκλεκτός κληρικός, υπηρετούσε τον Ναό της Αγίας Τριάδος. Ήταν τέκνο πνευματικό του Αγίου Πορφυρίου. Το 1985 έρχεται στον π. Πορφύριο για εξομολόγηση. Πήγαμε μαζί στο Μήλεσι. Μπαίνει ο π. Μεθόδιος, κάνει γύρω στη μισή ώρα και ανοίγει την πόρτα και μου λέει κ. Μανόλη περάστε μέσα. Περνάω, κλείνω την πόρτα και ο γέροντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι σκεπασμένος με κουβέρτα και κρατούσε ένα σταυρό στο χέρι. Του λέει ο γέροντας «πώς με βλέπεις παιδί μου;» και του λέει ο πάτερ Μεθόδιος: «Είστε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, σκεπασμένος με μία κουβέρτα και κρατάτε έναν σταυρό. Όποιος βάλει μετάνοια, φιλήσει τον σταυρό, παίρνει ευχή και φεύγει».
«Τώρα αυτή τη στιγμή έχω πάει στο χωριό σου και βρίσκομαι στην κεντρική πλατεία του Αγίου Μύρωνα. Αυτό δεν είναι το χωριό σου;»
«Ωραία», λέει ο πατήρ Πορφύριος και γυρνάει σ’ εμένα και με ρωτάει «εσύ παιδί μου, πού με βλέπεις και πώς με βλέπεις;» και του απαντάω τα ίδια ακριβώς με τον πατήρ Μεθόδιο. Και μας λέει: «Κοιτάξτε ποια είναι τα μεγαλεία του Θεού εσείς με βλέπετε εδώ κι εγώ δεν είμαι κοντά σας!» Και τον ρωτάω: «Γέροντα, πού είστε;». Η απάντησή του ήταν: «Τώρα αυτή τη στιγμή έχω πάει στο χωριό σου και βρίσκομαι στην κεντρική πλατεία του Αγίου Μύρωνα. Αυτό δεν είναι το χωριό σου;» και του απαντώ «ναι, γέροντα».
Και συνεχίζοντας αναφέρει: «Στρίβω το δρόμο δεξιά επάνω, βρίσκω κάτι σκαλοπάτια, ανεβαίνω τα σκαλοπάτια και βρίσκω τρεις πόρτες μπροστά μου, η τρίτη πόρτα δεν είναι η δική σου;», με ρωτάει και του λέω «ναι γέροντα». «Ε, είδες», μου λέει «που τα ξέρω όλα, εμένα θα γελάσεις;». Συνεχίζει: «Ανοίγω την πόρτα, κατεβαίνω κάτω, ανοίγω την δεύτερη πόρτα και μπαίνω στο χωλ. Μετά το χωλ έχεις ένα δωμάτιο (εκείνο το δωμάτιο έχουμε κάνει αποθήκη) και μου λέει «βρε ευλογημένε το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού σου έχεις κάνει αποθήκη;» και τον ρωτάω «και τι να το κάνω;», «να το κάνεις καθιστικό», μου λέει. Και πραγματικά το κάναμε καθιστικό.
Όπως ήταν ξαπλωμένος τον βλέπω να γελάει πολύ εγκάρδια. Τον ρώτησα και μου λέει «ξέρεις τι έχω κάνει τώρα, σου έχω κάνει επιθεώρηση σε όλα τα δωμάτια, σου έχω ανοίξει όλα τα συρτάρια, και για να δω τι έχεις σου έχω κάνει άνω κάτω τα πράγματα». Κάποια στιγμή έτσι όπως μιλούσε πήρε μία βαθιά ανάσα και μου λέει… τώρα ήρθα από τον Άγιο Μύρωνα και είμαι κοντά σας.
«Πράγματι, όταν επιστρέψαμε πίσω», μας λέει ο κ. Μανόλης «η Μαρία κι εγώ βρήκαμε ανάστατο το σπίτι και τα συρτιάρια ανοιγμένα και ανακατεμένα»!
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή