Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Μνήμη Κωστή Παλαμά

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Ο Κωστής Παλαμάς θεωρείται,ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής. Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές.
Πεθανε στις 27 Φεβρουαρίου 1943.
Όταν ο ποιητής τάφηκε,στο «φέρετρο του ακούμπησε όλη η Ελλάδα», όπως έγραψε στο ποίημά του ο Άγγελος Σικελιανός
 
 Κωστή Παλαμά ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΣ Από τον δωδεκάλογο του Γύφτου Απόδοση: ΦΩΤΗΣ ΑΡΜΕΝΗΣ Τίτλος Μουσικής: Αρχαία Ελληνικά Μουσικά Όργανα   Μεσ' στις παινεμένες χώρες, Χώρα παινεμένη, θάρθη κι η ώρα, και θα πέσης, κι από σέν' απάνου η Φήμη το στερνό το σάλπισμα της θα σαλπίση σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση. Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι. Θάρθη κ' η ώρα εσένα, είταν ο δρόμος σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση, σαν το δρόμο του ήλιου γέρνεις όμως το πρωί για σε δε θα γυρίση. Και θα σβήσης καθώς σβήνουνε λιβάδια από μάισσες φυτρωμένα με γητιές πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια κι από δροσοσταλαματιές θα σε κλαίν' τα κλαψοπούλια στ' άχνα βράδια και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές. Και την έκοβε του οχτρού σου την ορμή και της χυτής σου της φωτιάς το θάμα και στο κάστρο σου σπρωγμέν' η Ανατολή λυσσομάναε με τη Δύση αντάμα. Και κρατούσες των αρμάτων την πλυμμύρα, κι ορθός κι άσειστος της δυναμής σου ο κάβος λυγισμένοι ομπρός σου να κι ο Τούρκος, να κι ο Φράγκος, να κι ο Σλάβος. Στην χυτή σου τη φωτιά, ώ! τι μοίρα! καιρούς κ' αιώνες έκαιες τον οχτρό σου στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! τι μοίρα! μόνη σου θα πέσης να καής, τρισαπελασμένη της ζωής. Και χορό τριγύρω σου στήνουν με βιολιά και με ζουρνάδες γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες, και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν, και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες και τ' αγόρια σου τ' αγνά θα τα μολέψουν με τ' αγκάλιασμα τους οι σουλτάνοι, και τα λείψανά σου θα στα κλέψουν οι ζητιάνοι. Χώρα τρισκατάρατη, απ' τα ύψη σε ποια βύθη, χώρα αμαρτωλή! Και κανένας να σου δώση δε θα σκύψη του θανάτου το στερνό φιλί. Και το πέσιμό σου θα βροντήξη κι ένα μοιρολόι σου θα ουρλιάση και το μοιρολόι σου θα το πνίξη από πάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση. Μια καινούργια πλάση, μια γεννήτρα θα φουντώση απ' τα χαλάσματά σου, κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα, διαλαλήτρα μοναχά της ασκημιά σου. Πλάση αταίριαστη μ' εσέ και ξένη, κι ας την έχης με το γάλα σου ποτίσει την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει, κι όπου πάτησε αναβρύζει και μια βρύση. Κ' η Ψυχή σου, ώ Πολιτεία κολασμένη από την αμαρτία, νεκρή αφήνοντας εσένα θα πλανιέσαι κυνηγώντας άλλη γέννα. Σάμπως να είναι πουλημένη σε δαιμόνους, θα σπαράζη και θα πλέη μεσ' στα σκοτάδια, και ίσκιος θα είναι μέσα στ' άδεια, μεσ' στην άβυσο μια βάρκα κι ο ίσκιος ύστερα θα παίρνει σάρκα κ' η βάρκα ύστερα θα φτάνη σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι. Και θα ζης ξανά στους τόπους και στους χρόνους και στις ιστορίες των εθνών και στους κύκλους των αιώνων θα μοιρολογάς, των ξεπεσμών ώ ψυχή, και των αδόξαστων αγώνων. Κ' η ψυχή σου, Πολιτεία καταραμένη, δε θα ' βρη ν' αναπαυτή του Κακού τη σκάλα από σκαλί σε σκαλί θα τήνε κατεβαίνη, κι όπου πάη κι όπου σταθή, σε κορμί χειρότερο θα μπαίνη. Και θάρθη μια μέρα, μαύρη μέρα! Και η ψυχή σου, ώ Πολιτεία, θα κατασταλάξη πέρα, πέρα στη καμαρωμένη Γη, στου ήλιου τη χαρά, στ' Απρίλη τον αέρα. Και στο φως θα βγη και ξαφνίζοντας τον ήλιο, σα θρεμμένο απ' το δικό σου αίμα, ένα γέλιο, ένα παράλλαμα, ένα ψέμα, ένα κλάμα, ένα Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο. Ο δικέφαλος αιτός σου να! μακριά μακριά πέταξε με τ' άξια και με τ' άγια και θα ισκιώσουν τα τετραπλατα φτερά λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια. Προς τη Δύση και προς Βοριά την κορώνα φέρνει, και κρατά - και τα νύχια του είν' αρπαγιά - και τη δόξα και τη δύναμη κρατά και το γέλιο, και το ψέμα το Βασίλειο που γεννήθηκε από σένα μεσ' στον ήλιο, κοίτα, Θεέ! θα σέρνεσαι μπροστά σα μπαλσαμωμένη κουκουβάγια. Μ' όλα σου δε θα ζη μεγαλωσύνη, κ' οι προφήτες που θα προσκυνά, νάνοι και αρλεκίνοι. Και σοφοί του κριτάδες του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι, και διαφεντευτάδες κυβερνήτες του ευνούχοι. Και θα φύγης κι απ' το σάπιο το κορμί, ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα, και δε θάβρη το κορμί μια σπιθαμή μεσ' στη γη για να την κάμη μνήμα, κι άθαφτο θα μείνη το ψοφήμι, να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά, κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά. ΄Οσο να σε λυπηθή της αγάπης ο Θεός, και να ξημερώση μιαν αυγή, και να σε καλέση ο λυτρωμός, ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα! Και θ' ακούσης τη φωνή του λυτρωτή, θα γθυθής της αμαρτίας το ντύμα, και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή θα σαλέψης σαν τη χλόη, σαν το πουλί, σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα, και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί να κατρακυλήσεις βαθιά στου Κακού τη σκάλα - για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί θα αιστανθής να σου φυτρώσουν, ω χαρά! τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου