Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Τὸ μνῆμα τῆς μάνας

 

Εἶχαν θερίσει πιά καὶ οἱ χωρικοὶ ἄφηναν ἐλεύθερα στὴν ἐξοχή τὰ ζῶα τους νὰ βόσκουν νύχτα μέρα, βόδια καὶ ἄλογα μαζί.

«Ἐμεῖς νὰ μὴν ἀφήσομε ἔξω τὴ γαϊδουρίτσα μας», εἶπε ἡ Σμαράγδα στὸν ἄντρα της τὸ χαλκιά, τὸ Ζαφείρη τον Τσιρίμπαση.

«Ὅλος ὁ κόσμος τ’ ἀφήνει ἔξω• γιατί ἐμεῖς ὄχι;»

«Oι ἄλλοι, ἂν πάθουν τίποτα, ἔχουν ν’ ἀγοράσουν κι ἄλλα. Ἐμεῖς; Πέρσι θυμᾶσαι, ποὺ μᾶς ψόφησε τὸ μουλάρι, χρεωθήκαμε γιὰ νὰ πάρομε τὴ γαϊδουρίτσα. Ἔχει καὶ τὸ πουλαράκι της καὶ δὲν κάνει νὰ μείνει ἔξω. Ποιός ξέρει, ἂν κανένας λύκος δὲν τὴ βρεῖ ἀδύνατη καὶ μᾶς τὴ φάει».

«Λύκος!… Ποῦ βρέθηκε λύκος;»

«Ναὶ• στοῦ Λάλα ἔκοψε κάμποσα πρόβατα κι ἔπνιξε μιὰ φοράδα».

«Ἔ, τόσο μακριὰ μπορεῖ• μὰ στὸ χωριό μας, χρόνια τώρα ποὺ δὲ φάνηκε».

Ποῦ νὰ ἤξερε ὁ Τσιρίμπασης, πὼς ὁ λύκος μπορεῖ νὰ βραδιάσει στὴ Ρούμελη καὶ, περνῶντας τὸ γεφύρι τοῦ Ἰσθμοῦ, νὰ ξημερωθεῖ στὰ βουνὰ τοῦ Μοριᾶ!

Ἀλήθεια, τὸ χωριὸ ποὺ ὀνόμασε ἡ Σμαράγδα, τὸ ρήμαξαν δυὸ λύκοι. Εἶχαν βγεῖ συντροφιὰ νὰ κυνηγήσουν. Κρύβονταν τὴν ἡμέρα στὸ δάσος ἢ σὲ καμιὰ ἀπόμερη σπηλιὰ καὶ τὴ νύχτα ρίχνονταν στὰ κοπάδια. Ὥσπου νὰ ποῦν: «λύκος τριγυρνάει στὶς στάνες μας», οὔτε λύκος φαινόταν οὔτε τ’ ἀχνάρια του.

Σ’ ἕνα βουνὸ, οἱ δύο λύκοι τὴν ὥρα ποὺ σκοτείνιαζε ἀπάντησαν μιὰ ἀλεποῦ. Ἦταν βιαστική, μὰ κοντοστάθηκε καὶ τοὺς κοίταξε. Τὴν κοίταξαν κι ἐκεῖνοι φιλικά, σὰν νὰ τῆς ἔλεγαν, πὼς εἶναι ξένοι καὶ δὲν ξέρουν, ποῦ ἔχει καλὸ κυνήγι. Ἡ ἀλεποῦ ὀσμίσθηκε τριγύρω καὶ σταμάτησε κάπου τὸ κεφάλι της, σὰν νὰ τοὺς ἔδειχνε κάτι σπουδαῖο. Ἔπειτα τοὺς ἔριξε μιὰ ματιὰ κι ἔγινε ἄφαντη. Oἱ λύκοι κατάλαβαν, τί ἤθελε νὰ τοὺς πεῖ:

«Πιὸ εὔκολα θὰ κυνηγήσετε στοῦ Τάση τὴ στάνη. Σκυλιὰ δὲν ἔχει καὶ ὁ τσοπάνης ἀγαπᾶ τὸν ὕπνο. Εἶχε κάμποσες κότες καὶ τῆς πῆρα ὅλες, τὴ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη».

Oἱ δυὸ λύκοι προχώρησαν. Πήγαιναν σκυμμένοι στὴ γῆ μὲ τὰ ποδάρια τους ἀνοιχτά, σὰ νὰ πηδοῦσαν κι ὄχι νὰ περπατοῦσαν. Τὰ ρουθούνια τους ἦταν ὑγρὰ καὶ μύριζαν τὸ χῶμα καὶ τὸν ἀέρα ἀπὸ μακριά. Τὰ αὐτιά τους ἄκουαν καὶ τὸν παραμικρὸ ἦχο• ἡ μακριὰ καὶ φουντωτὴ οὐρά τους ἦταν μισοσηκωμένη, γιὰ νὰ μὴν κάνει θόρυβο στὰ κλαριὰ καὶ στὰ χορτάρια. Ὅπως ἦταν σταχτόμαυρη, μακριὰ καὶ πυκνὴ ἡ τρίχα τους, καθένας θὰ τοὺς ἔπαιρνε γιὰ τσοπανόσκυλα. Ἔφτασαν ἔτσι σ’ ἕνα ψήλωμα καὶ στάθηκαν νὰ ἰδοῦν, πρὶν νὰ βγοῦνε στ’ ἀνοιχτά. Ἀποκεῖ πότε κοίταζαν γύρω, πότε κοίταζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σὰν νὰ κρυφομιλούσαν.

Ἡ ἀστροφεγγιὰ φώτιζε τὴ στάνη σὰν ἡμέρα. Ὁ οὐρανὸς ἦταν βαθιὰ γαλανός. Ὁ γαλαξίας τὸν ἐχώριζε τὸν οὐρανὸ στὴ μέση, σὰν ἀπέραντο ἀσημόστρωτο ποτάμι.

Μέσα στὸ μαντρὶ, τὰ πρόβατα πλαγιασμένα καταγής, τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, φαίνονταν, σὰ μεγάλη φλοκάτα ἁπλωμένη στὴν ἀστροφεγγιά. Ἡ πόρτα τοῦ μαντριοῦ ἦταν κλειστή, δεξιὰ κι ἀριστερὰ γυάλιζαν οἱ μεγάλες πέτρες, ποὺ κάθονται οἱ τσοπάνηδες τὴν αὐγὴ καὶ ἀρμέγουν. Ἀπάνω στὰ ξύλα φαίνονταν οἱ ξύλινες καρδάρες ἀνάποδα, σὰν καπέλα στραβοβαλμένα. Παραέξω, σὲ δυὸ διχαλωτὰ ξύλα κρεμόταν τὸ μαῦρο λεβέτι, ποὺ ἔβραζαν τὸ γάλα. Καὶ βαθιὰ μέσα στὸ μαντρὶ ξεχώριζε ἡ καλυβούλα τοῦ τσοπάνη μὲ τὴ στρογγυλὴ μικρὴ πορτούλα της, σὰ μεγάλο μάτι ὀρθάνοιχτο. Φωνή, μιλιά, τίποτα. Μόνο κάπου κάπου ἕνα κουδουνάκι ξυπνοῦσε τὴ νύχτα μὲ τὴ φωνίτσα του: ντίν! ντίν! ντίν!

Τέλος, οἱ δύο λύκοι σηκώθηκαν, ὀσμίσθηκαν τὸ δρόμο, καὶ πλησίασαν πάλι τὰ κεφάλια τους νὰ συνεννοηθοῦν• ἤθελαν νὰ εἰποῦν στὴ γλῶσσα τους, νὰ μὴν ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια τῆς ἀλεποῦς, νὰ ριχτεῖ ὁ ἕνας στὸ μαντρί καὶ, ἂν τύχει νὰ εἶναι σκυλιά, νὰ τὰ βάλει μαζί τους. Ἔτσι, ὁ ἄλλος θὰ κατορθώσει ν’ ἁρπάξει ἕνα πρόβατο, θὰ πάρει τὴ ρεματιὰ καὶ θὰ βγεῖ στὸ Γεροντόβραχο. Ἐκεῖ ν’ ἀνταμώσουν νὰ τὸ φᾶνε. Ἔπεσαν ἔπειτα χάμω κι ἄρχισαν νὰ σέρνονται κατὰ τὸ μαντρί. Τόσο ἁπαλὰ σέρνονταν, ποὺ οὔτε λιθάρι κυλοῦσε, οὔτε ξύλο σάλευε στὸ πέρασμά τους. Μὰ μὲ ὅλη τὴν προφύλαξη, ἀκούστηκε κάποιο τρίξιμο στὸ μαντρί. Ἐκεῖνος ποὺ προχωροῦσε λίγο ἐμπρὸς γύρισε καὶ κοίταξε γιὰ τελευταία φορὰ τὸν σύντροφό του. Ἤθελε νὰ τοῦ εἰπεῖ: «Ψέματα μᾶς εἶπε ἡ ξαδέρφη μας ἡ ἀλεποῦ… Ὅπως εἴπαμε».

Καὶ ἀμέσως τινάχτηκε στὰ λιγνὰ ψηλὰ πόδια του, λύγισε τὸ κορμί του, τέντωσε ἴσα ἐμπρὸς τὸ λαιμό του καὶ τὸ κεφάλι του χώθηκε σὰ σφῆνα στὸ σκοτάδι. Τὴν ἴδια στιγμὴ, δύο στρογγυλοὶ καὶ μαλλιαροὶ ἴσκιοι ὅρμησαν ἀπὸ τὸ μαντρὶ καὶ μὲ φοβερὰ γαβγίσματα ρίχτηκαν ἀπάνω του. Ἐκεῖνος τὸ ἔβαλε στὰ πόδια.

O ἄλλος λύκος πήδησε στὸ μαντρὶ καὶ πρὶν καλὰ νὰ τὸν νιώσουν τὰ πρόβατα, ἄλλου ξέσκισε τὴν κοιλιά, ἄλλου ἔσπασε τὴ ραχοκοκαλιά. Ἐκεῖνα πετάχτηκαν ἀπὸ τὸν ὕπνο τρομαγμένα καὶ στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο. Στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ μαντριοῦ, ὅσα μπόρεσαν πήδησαν τὸ φράχτη καὶ σκόρπισαν στὸ σκοτάδι. Τὰ περισσότερα στάθηκαν ἐκεῖ τρέμοντας, μὲ τὸ κεφάλι κρυμμένο στὰ πόδια το ἕνα τοῦ ἄλλου. Ὁ λύκος, ἅμα χόρτασε ἀπὸ αἷμα, ἅρπαξε ἕνα πρόβατο στὰ δόντια του, πήδησε τὸ μαντρὶ καὶ πῆρε τὴ ρεματιά.

Στὸ μεταξὺ, ξύπνησε ὁ βοσκός, ἅρπαξε τ’ ὅπλο του καὶ ἄρχισε νὰ πυροβολεῖ. Πυροβολοῦσε στὸν ἀέρα καὶ φώναζε δυνατά, γιὰ νὰ δώσει εἴδηση καὶ στ’ ἄλλα μαντριά. Δὲν ἄργησε ν’ ἀκουστοῦν καὶ ἀποκεῖ ἄλλες τουφεκιές, φωνὲς καὶ γαβγίσματα. Τὰ βουνὰ ἀντιλαλοῦσαν γύρω.

Καθὼς ἔτρεχε ὁ λύκος, ἔξαφνα εἶδε μαῦρον ἴσκιο νὰ κατρακυλᾶ ἀπὸ τὸ βουνὸ κι ἔνιωσε τὸ ζεστὸ χνότο ἑνὸς σκύλου νὰ τοῦ καίει τὴν πλάτη. Χωρὶς νὰ θέλει, παράτησε καταγῆς τὸ πρόβατο κι ἐξακολούθησε νὰ τρέχει μὲ πιὸ ἀνοιχτὰ πηδήματα. Ὅσο ὅμως κι ἂν ἔτρεχε, δὲν ἄργησε νὰ αἰσθανθεῖ στὰ πίσω πόδια του ἄγριες δαγκωματιές. Τέλος, ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ, κατόρθωσε νὰ ξεφύγει καὶ νὰ φτάσει στὸ Γεροντόβραχο. Ἔμεινε ἐκεῖ κάμποσες ἡμέρες, ὥσπου νὰ γιάνουν οἱ πληγές του. Ἀναγκάστηκε νὰ τρέφεται μὲ σκουλήκια. Τοῦ κάκου περίμενε τὸν σύντροφό του.

Ἔπειτα, μόλις ἔνιωσε, πὼς μποροῦσε νὰ περπατήσει, βγῆκε πάλι στὸ κυνήγι. Στὶς ρεματιὲς ἔκανε ἀκόμη ζέστη• ἄρχισε κι ἀνέβαινε στὰ ψηλά. Κάτι ὄψιμα λαγουδάκια κι ἕνα κατσικάκι, ποὺ ἔμεινε πίσω ἀπὸ τὴ συντροφιά του, τὸν ἔθρεψαν στὸν δρόμο καὶ τὸν ἐδυνάμωσαν. Καθὼς βγῆκε σὲ μιὰ ράχη, μύρισε ψοφίμι. Τὰ ὄρνια ποὺ εἶδε συναγμένα στὸ ψήλωμα καὶ τὰ ρουθούνια του τὸν ὁδήγησαν γρήγορα σ’ ἕναν κέδρο. Τὰ ὄρνια πέταξαν σκούζοντας, ὅταν εἶδαν νὰ πλησιάζει ὁ λύκος, σὰν νὰ θύμωσαν ποὺ τοὺς χάλασε τὸ φαγί τους. Κοιτάζει καὶ τί βλέπει; Τὸν σύντροφό του ἐλεεινὸ καὶ ἄθλιο πτῶμα• οὔτε ὁ μισὸς δὲν εἶχε μείνει.

Ἔξαφνα βλέπει ἕναν λαγό. Ἔτρεξε νὰ τὸν κυνηγήσει. Τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἔφαγε.

Ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνὸ, βρέθηκε μιὰ βραδιὰ στὸ λιβάδι ποὺ ἔβοσκαν τὰ ζῶα τοῦ χωριοῦ. Τὸ λιβάδι ἀνέβαινε σιγά-σιγά σ’ ἕνα βουνό, σκεπασμένο μ’ ἔλατα, μὲ κέδρα καὶ πουρνάρια. Κάπου κάπου, φούντωναν καὶ μερικὲς γέρικες βελανιδιές.

O λύκος, καθὼς εἶδε τόσα ζῶα νὰ βόσκουν στὴ μοναξιά, στάθηκε• τοῦ κεντήθηκε ἡ ὄρεξη νὰ τὰ βάλει μὲ τὰ μεγάλα ζῶα.

Ἔπεσε χάμω καὶ ἄρχισε νὰ σέρνεται ἀπάνω στὴν ψηλὴ καὶ δροσερὴ χλόη. Σερνόταν ἥσυχα σὰ φίδι, μά, ὅσο προσεχτικὰ κι ἂν πλησίαζε, τὰ ζῶα τὸν ἔνιωσαν. Τ’ ἄλογα χλιμίντρισαν ἀνήσυχα καὶ τὰ βόδια μούγκρισαν. Καὶ στὴ στιγμὴ, ὅλα τ’ ἄλογα μαζεύτηκαν σ’ ἕνα μέρος, ἔσμιξαν τὰ κεφάλια τους, σὰ νὰ ἦταν ὅλα δεμένα σ’ ἕναν στῦλο, καὶ μὲ τὰ κορμιά τους ἔκαμαν κύκλο. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ τὰ βόδια. Συνάχτηκαν, ἔβαλαν στὴ μέση τα μοσχάρια καὶ τὶς ἀδύνατες ἀγελάδες, κι ἐκεῖνα στάθηκαν ὁλόγυρα μὲ τὰ κεφάλια σκυμμένα κάτω καὶ τὰ κέρατα ἕτοιμα. O λύκος σύρθηκε πρῶτα μιὰ δυὸ φορὲς γύρω στ’ ἄλογα καὶ δοκίμασε νὰ πηδήσει στὴ ράχη κανενός. Μὰ τ’ ἄλογα ἄρχισαν τέτοιες κλοτσιὲς μὲ τὰ πίσω πόδια τους, ποὺ γιὰ πολλὴν ὥρα δὲν ἔβλεπες, παρὰ ἀτσαλένιες ὁπλὲς μέσα σὲ οὐρὲς φουντωμένες. Ποῦ νὰ τολμήσει νὰ πλησιάσει ὁ λύκος! Σύρθηκε ἔπειτα γύρω στὰ βόδια καὶ δοκίμασε μ’ ἕνα πήδημα ν’ ἀνοίξει τὸ λαιμὸ κανενός. Μὰ κάθε φορὰ ποὺ δοκίμαζε, ἀντὶ τὸν λαιμὸ ἔβρισκε ἐμπρός του κάτι κέρατα μυτερὰ καὶ δυνατά, ἕτοιμα νὰ τοῦ σκίσουν τὴν κοιλιά.

Μάκρυνε λοιπὸν ἀπὸ κεῖ, γιὰ νὰ συλλογιστεῖ καλύτερα, τί νὰ κάμει. Ἔξαφνα βλέπει τὴ γαϊδουρίτσα τοῦ Τσιρίμπαση μὲ τὸ πουλαράκι της. Ἦταν ξεχασμένη σὲ κάποιο ψήλωμα καὶ τώρα, ποὺ ἔνιωσε τὸν κίνδυνο, ἔτρεξε τὸν κατήφορο γιὰ νὰ χωθεῖ ἀνάμεσα στ’ ἄλογα. Ὁ λύκος ἔτρεξε νὰ τῆς κόψει τὸν δρόμο.

269 Life Greece | Γαϊδουράκια

Ἕνα σκυλάκι βρέθηκε συμμαζεμένο σὲ μιὰ κουφάλα πουρναριοῦ κι ἔτρεμε ἀπὸ τὸν φόβο του. Μὰ ὅταν εἶδε τὸν λύκο νὰ χυθεῖ ἀπάνω στὴ γαϊδουρίτσα, βγῆκε κι ἔτρεξε γιὰ τὸ χωριό.

Ὁ λύκος ἄρχισε νὰ φέρνει γύρους τὴ γαϊδουρίτσα, ὅλο καὶ στενότερους γύρους, νὰ τῆς δείχνει τὰ δόντια του. Ἐκείνη στάθηκε ἀπελπισμένη. Ἔτρεμε ὁλόκληρη• ἀδύνατο νὰ φτάσει στ’ ἄλογα. Ὁ λύκος ἔβαλε σημάδι τὸ πουλαράκι καὶ χύθηκε ἀπάνω του. Μὰ τώρα ἦρθε ἡ σειρὰ τῆς μάνας. Ἡ γαϊδουρίτσα πῆρε θάρρος καὶ μπῆκε ἀνάμεσα στὸν λύκο καὶ τὸ παιδί της. Μὲ τὰ πίσω πόδια της ἄρχισε νὰ κλοτσᾶ καὶ μὲ τὸ στῆθος της νὰ σπρώχνει τὸ πουλαράκι της στὴν κουφάλα ἑνὸς ἔλατου. Μὰ ἐκεῖνο δὲν τὴ βοηθοῦσε καθόλου• ἔτρεμε κι ἔστεκε ἀκίνητο. Πολλὲς φορὲς τέντωνε τὸ κεφάλι του, περίεργο νὰ ἰδεῖ, τί γίνεται πίσω ἀπὸ τὴ μάνα του. Τέλος, ἡ γαϊδουρίτσα κατάφερε νὰ βάλει μέσα τὸ πουλαράκι, ἔκλεισε μὲ τὸ στῆθος της τὴν κουφάλα καὶ μὲ τὰ πίσω πόδια της ἔδινε κλοτσιὲς ἀδιάκοπα.

Ὁ λύκος ἄφρισε ἀπὸ τὴ λύσσα του. Πολλὲς φορὲς κατόρθωσε νὰ μπήξει τὰ δόντια του στ’ ἀφύλαχτα πλευρὰ τῆς γαϊδουρίτσας. Μὰ στὸ τέλος, ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὶς κλοτσιές της. Τὰ αἵματα ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ πλευρὰ τῆς γαϊδουρίτσας• μὰ δὲν ἔτρεχαν λιγότερα ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ λύκου. Ἡ ἄμοιρη μάνα προστάτευε καὶ μὲ τὸ αἷμα της τὸ παιδί της.

Ἔξαφνα ἀκούστηκαν μακριὰ βραχνά γαβγίσματα• ἦταν ὁ Ἀράπης τοῦ γύφτου, ἕνα κατάμαυρο μεγάλο μαντρόσκυλο. Τὸ σκυλάκι, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸ λιβάδι, ἦρθε λαχανιασμένο στὸ σπίτι του Τσιρίμπαση καὶ μὲ τὰ νοήματα ἔδωσε νὰ καταλάβει, πὼς ἡ γαϊδουρίτσα τους κινδύνευε.

Ὁ Τσιρίμπασης κοιμόταν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Ὁ Ἀράπης τὸν τράβηξε ἀπὸ τὰ ροῦχα, τὸν ξύπνησε καὶ τοῦ ἔδειξε, πὼς ἔπρεπε νὰ πάρει τὸ τουφέκι του καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Τὸν τράβηξε ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ ἔτρεξε ἐμπρὸς μαζὶ μὲ τὸ σκυλάκι.

Ἀπὸ τὰ γαβγίσματα τοῦ Ἀράπη, ξύπνησε κι ἡ Σμαράγδα.

«Πάει ἡ γαϊδουρίτσα μου!», εἶπε.

Ὁ λύκος στὸ μεταξὺ εἶχε καιρὸ νὰ φύγει. Κατάλαβε πὼς, καθὼς ἦταν κουρασμένος, δύσκολα θὰ γλίτωνε ἀπὸ τὰ δόντια τοῦ Ἀράπη. Πῆρε λοιπὸν τὸν κατήφορο. Μὰ κι ὁ σκύλος τὸν πῆρε ἀπὸ κοντὰ καὶ τὸν ἔριξε στὸν δρόμο τοῦ χωριοῦ. Σὲ μιὰ στροφή, τὸν ἀντίκρισε ὁ Τσιρίμπασης καὶ μὲ μιὰ τουφεκιὰ τὸν ξάπλωσε κάτω.

O Ἀράπης ἔτρεξε, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ λαιμό, τὸν ἐσήκωσε ψηλά, τὸν τίναξε, κι ἀφοῦ βεβαιώθηκε πὼς ἦταν νεκρός, τὸν πῆρε κι ἔτρεξε μὲ χαρὰ στὸν ἀφέντη του.

Στὸ μεταξὺ ξημέρωσε. Ἀπὸ τὰ γαβγίσματα τῶν σκύλων καὶ τὶς φωνὲς τῶν τσοπάνηδων, οἱ χωρικοὶ ἔμαθαν, πὼς φάνηκε λύκος, κι ἔτρεξαν στὰ χωράφια νὰ ἰδοῦν τὰ ζῶα τους.

Σὲ λίγο, μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸ ἔλατο. Ἡ γαϊδουρίτσα ζοῦσε ἀκόμη, μὰ τὸ αἷμα ἔτρεχε ἀπὸ τὶς πληγές. Ἀγκομαχοῦσε τόσο θλιβερά, ποὺ ράγιζε τοῦ καθενὸς τὴν καρδιά. Μόλις εἶδε τὸν Ἀράπη νὰ σέρνει τὸ λύκο, χάιδεψε μὲ τὸ κεφάλι της τὸ πουλαράκι, ἔριξε μιὰ ματιὰ εὐχαριστημένη στὸν σκύλο καὶ ξεψύχησε. Τὸ πουλαράκι δὲν εἶχε πάθει τίποτα, μὰ δύσκολα κατόρθωσαν νὰ τὸ βγάλουν ἀποκεῖ. Τόσο ἦταν τρομαγμένο.

Κάποιος εἶπε μὲ συγκίνηση:

«Τέτοια μάνα δὲν πρέπει νὰ τὴ φᾶνε τὰ κοράκια κι οἱ ἀλεποῦδες. Λέω νὰ τὴ θάψομε».

Ὅλοι το δέχτηκαν, ἔσκαψαν ἕνα λάκκο καὶ τὴν ἔθαψαν ἐκεῖ. Ἀπὸ τότε, τὸ μέρος ἐκεῖνο ἔμεινε νὰ λέγεται «Τὸ μνῆμα τῆς μάνας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου