Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

Ο Μάρκος Βαμβακάρης με δικά του λόγια…

Ο Μάρκος Βαμβακάρης με δικά του λόγια…Σαν σήμερα…

Στις 10 Μαΐου 1905 γεννήθηκε στην Άνω Σύρα ο Μάρκος Βαμβακάρης….

«Γεια σου Μάρκο από τη Σύρα»

Οι συνεντεύξεις και οι μαρτυρίες του Μάρκου Βαμβακάρη που διασώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων είναι ελάχιστες, σε σχέση τουλάχιστον με το καλλιτεχνικό του ανάστημα. Μέσα από τις συνεντεύξεις αυτές, που πραγματοποιήθηκαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, σταχυολογήσαμε κάποια χαρακτηριστικά σημεία, στα οποία φανερώνονται τα στοιχεία της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του «Πατριάρχη» του λαϊκού δημιουργού, διατηρώντας, όσο είναι εφικτό, χρονολογική σειρά παράθεσης των γεγονότων. Σαν ένα μικρό βιογραφικό…

Τα πρώτα χρόνια και η «Φραγκοσυριανή»

Το πρώτο απόσπασμα σχετίζεται με τα πρώτα χρόνια της ζωής του Μάρκου και προέρχεται από μια συνέντευξη που παραχώρησε στο σπίτι του στην Ελένη Καραΐνδρου το 1968. Εκείνη την εποχή η Καραΐνδρου σπούδαζε Εθνομουσικολογία στο Παρίσι και στο πλαίσιο της εργασίας της πραγματοποίησε μια συνέντευξη με τον Μάρκο και μια με τη Σωτηρία Μπέλλου, τις οποίες παραχώρησε το 1981 στην ΕΡΤ, όταν, επί διεύθυνσης Μάνου Χατζιδάκι, έκανε εκπομπές στο Τρίτο Πρόγραμμα. Η συνέντευξη ανακαλύφθηκε από τον Σιδερή Πρίντεζη στο πλούσιο Αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και μεταδόθηκε από το Δεύτερο Πρόγραμμα στις 8 Φεβρουαρίου 2022, στο πλαίσιο ολοήμερου αφιερώματος με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Μάρκου Βαμβακάρη.

Ε.Κ: Πού έχετε γεννηθεί κύριε Βαμβακάρη;
Μ.Β: Έχω γεννηθεί στη Σύρα. Στην απάνω χώρα της Σύρου.
Ε.Κ: Ποια χρονολογία;
Μ.Β: Το 1905.
Ε.Κ: Πώς ονομάζονταν οι γονείς σας;
Μ.Β: Τον πατέρα μου τον ελέγανε Δομένικο, τη μάνα μου Ελπίδα.
Ε.Κ: Ποιο γένος η μητέρα;
Μ.Β: Η μητέρα είναι το γένος Προβελέγγιου.
Ε.Κ: Ζούνε οι γονείς σας τώρα;
Μ.Β: Όχι.
Ε.Κ: Πότε πέθανε ο πατέρας σας και πότε η μητέρα σας;
Μ.Β: Ο πατέρας μου πέθανε το 1940. Η μητέρα μου πέθανε το 1941.
Ε.Κ: Εσείς γεννηθήκατε εκεί. Πότε φύγατε από τον τόπο της γεννήσεώς σας;
Μ.Β: Έφυγα με τη λήξη του αποκλεισμού, που είχανε κάνει τότες οι σύμμαχοι. Το 1917 με ’18.
Ε.Κ: Και πού πήγατε;
Μ.Β: Ήρθα εδώ στον Πειραιά.
Ε.Κ: Σε ποια διεύθυνση μείνατε τότε;
Μ.Β: Έμεινα σε μια συγγενή, σε μια θειά μου, στα Ταμπούρια.
Ε.Κ: Και μετά από κει; Αλλάξατε σπίτι, που πήγατε;
Μ.Β: Εκεί έκατσα περίπου επτά – οκτώ μήνες. Και κατόπιν ήρθανε από τη Σύρα ο πατέρας μου, η μάνα μου και τ’αδέρφια μου με την οικογένεια κι επήγαμε και κάτσαμε πάλι στα Ταμπούρια.
Ε.Κ: Υπηρετήσατε στον στρατό; Πολεμήσατε;
Μ.Β: Υπηρέτησα στον στρατό, αλλά στον πόλεμο δεν πήγα. Δεν ήμουνα σε θέση, ήμουνα βοηθητικός.
Ε.Κ: Πότε υπηρετήσατε, θυμάστε; Πότε και πού;
Μ.Β: To 1925, στον Πειραιά.
Ε.Κ: Πόσο διάστημα; Δυο χρόνια; Ένα;
Μ.Β: Δεκατέσσερις μήνες.
Ε.Κ: Έχετε άλλα αδέρφια στην οικογένειά σας;
Μ.Β: Βέβαια.
Ε.Κ: Πόσα;
Μ.Β: Τώρα ζούνε τέσσερις. Δυο κορίτσια κι άλλος ένας Αργύρης Βαμβακάρης, ο οποίος ζει στην Αμερική, μπουζούκι άριστο.
Ε.Κ: Αυτός δουλεύει χρόνια εκεί;
Μ.Β: Πέντε – έξι χρόνια…
Από μια συζήτηση με τον Μάρκο Βαμβακάρη δεν θα μπορούσε να λείπει η «Φραγκοσυριανή»:

Ε.Κ: Τη «Φραγκοσυριανή πότε τη γράψατε;
Μ.Β: Το 1936.
Ε.Κ: Και είναι στίχοι και μουσική δική σας, όλα δικά σας. Και τα γυρίσατε σε δίσκο πότε, τότε; Το ’36;
Μ.Β: Ναι το ’36 στην Odeon.
E.K: Εσείς το τραγουδήσατε;
Μ.Β: Εγώ.
Ε.Κ: Αυτό τον δίσκο μπορεί να τον βρει κανείς σήμερα;
Μ.Β: Αμέ! Αλλά όχι από μένανε…
Ε.Κ: Όχι από σας. Έχει εξαντληθεί δηλαδή ο δίσκος… «Φραγκοσυριανή» τι θα πει ακριβώς;
Μ.Β: Καθολικιά.
Ε.Κ: Τι θα πει αυτό;
Μ.Β: Ότι είναι Καθολικιά, Φράγκοι. Δεν σας είπα ότι είμαι Καθολικός; Δεν είμαι Ορθόδοξος.
Ε.Κ: Και πώς πήρατε την ιδέα να γράψετε αυτό το «Φραγκοσυριανή»;
M.B: Αφού σας λέω ότι έχει τόσα χωριά να πούμε εκεί η Σύρα. Είδα μια ωραία και μ’ άρεσε και το’ γραψα. Κι έτσι έχει γίνει δηλαδή… (1)

Αναμνήσεις από τη Σύρα

Οι μνήμες του Μάρκου από τη γενέτειρά του, τη μαγευτική Σύρα, αποτυπώθηκαν ανάγλυφα το 1968, σε μια από τις συνομιλίες του με τον Δημήτρη Βαρθαλίτη, εκπαιδευτικό, ερευνητή, συγγραφέα, εκδότη και πρώην διευθυντή της Ελληνογαλλικής Σχολής Αθηνών «Άγιος Παύλος».

-Στη Σύρα, Μάρκο μου, ποιον μπουζουξή είχες ξεχωρίσει;

-Δημήτρη, ήτανε ένας Βαφέας κουρέας. Μέσα στην Αγορά είχε το κουρείο του. Όταν έπαιζε στο κουρείο του, μικρός που ήμουνα, είτε στου Γαβρίλη την ταβέρνα, όταν επέστρεφα στη Σύρα μεγάλος, δεν χόρταινα να τον ακούω. Με μάγευε. Είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη. Στην Κατοχή – το 1941 – που ήρθα στη Σύρα για να κλάψω μερικούς φίλους μου που είχαν πεθάνει, είδα τον Βαφέα για τελευταία φορά. Τον είχα συναντήσει όσες φορές είχα έρθει στη Σύρα πριν την Κατοχή και κάναμε ωραία παρέα. Μ’αγαπούσε πολύ.

-Τι θυμάσαι από το σχολείο σου στη Σύρα;

-Το κτίριο ήταν παλιό. Μας λέγανε ότι ήταν από τα πρώτα σχολεία που κτίστηκαν στην Ελλάδα. Μάλιστα είχα ακούσει ότι ένας Γερμανός το είχε σχεδιάσει. Δύο δασκάλους είχα. Τον Απανωσυριανό Νικόλα Πρίντεζη και τον Γιώργο Τσαγκούρο. Τα γράμματα τα αγαπούσα πολύ. Τέσσερα χρόνια μόνο πήγα σχολείο.

-Ποια είναι η τελευταία μεγάλη σου ανάμνηση από τη Σύρα;

-Όταν ήρθε η δεξαμενή στη Σύρα το 1955 ήμουνα εκεί. Έπαιζα και τραγουδούσα στου Κοπανακιού. Εκείνες τις ημέρες έβγαλα πιο πολλά λεφτά από όλο τον χρόνο. Ο εργατόκοσμος ήταν χαρούμενος και γλεντούσε. Ήμουνα και εγώ μαζί τους χαρούμενος. Αυτή η χαρά ήταν η αιτία που αργότερα επέτρεψα στον Βασίλη να ταξιδέψει. Τη χρονιά αυτή έμεινα πολλούς μήνες στη Σύρα και τραγούδησα σε πολλά μαγαζιά όλου του νησιού. (2)


Το πρώτο του τραγούδι

Τον Μάρτη του 1971 ο Μάρκος παραχώρησε μια συνέντευξη στην Ελισάβετ και τον Γιάννη Κουνάδη, όπου αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων και στο πρώτο τραγούδι που έγραψε, σε ηλικία 14 – 15 ετών:

Όταν ήμουνα παιδάκι 14-15 ετών καθόμασταν με τ’άλλα παιδάκια μαζί, σε μια συνοικία της Σύρου στο «Σκαλί» και παίζαμε. Βαρούσαμε τους ντενεκέδες με τα ξύλα, πειράζαμε κάνα γέρο, καμιά γριά, παιδάκια να πούμε. Όπου εγώ είχα γράψει το πρώτο μου τραγούδι το οποίο θυμάμαι ακόμα:

Μου λες για τον αγύριστο τον κόσμο τον ντουνιά

Κι αφού σκληρή κατάλαβα ότι δεν μ’αγαπάς

Με τρώει ο έρημος βοριάς κι ο άστατος ντουνιάς.

Μια χειμωνιάτικη βραδιά μέσα σε μαύρη σκοτεινιά

Γυρίζω μοναχός μου με τρώει ο έρημος βοριάς

Που μες στα φύλλα της καρδιάς, κτυπούσε ο παλμός μου.

Και συνεχίζει για τα πρώτα χρόνια της ζωής του στον Πειραιά:

Όταν ήρθα το 1917, ήρθα μοναχός μου κι έμενα στα Ταμπούρια, ενώ ο πατέρας μου, η μάνα μου κι η οικογένειά μου, το σπίτι μου, ήταν στη Σύρο. Κι είχα έρθει μοναχός μου κι έμενα σ’αυτό το σπίτι στην Αγία Σοφία κάνα χρόνο και δούλευα, με συγχωρείς, χαμάλης γαιανθρακεργάτης. Αν θυμάσαι εκείνο τον καιρό που’τανε τα κάρβουνα τα πολλά… Εκεί εδούλευα με καμιά δεκαριά, δώδεκα πατριώτες. Κι είχαμε μια πόστα και είμαστε όλοι Συριανοί και Καθολικοί Φράγκοι, να μιλάμε δηλαδή κανονικά και μέσα σ’αυτή την παρέα, την κομπανία έμενα κι εγώ να πούμε μέχρι που ήρθε ο πατέρας μου, ήτανε φουκαράς κι εδούλευε κι αυτός μαζί μου στο κάρβουνο. Κάθισα αρκετό καιρό και μετά σηκώθηκα κι έφυγα και πήγα στα σφαγεία του Πειραιώς. Έπιασα εκεί δουλειά, έγινα μάστορας καλός και δούλευα σ’αυτή τη δουλειά μέχρι που πήρα κι απολυτήριο από τα σφαγεία των Αθηνών. Από κει πήρα δρόμο κι έφυγα και δεν ξαναπάτησα. Στα σφαγεία εδούλεψα οκτώ χρόνια στα σφαγεία του Πειραιώς και καμιά δεκαριά στα σφαγεία των Αθηνών.

-Στη Σύρο με τι ασχολιόσουνα; Λεμβούχος ήσουνα;

- Αλανιάρης, αλανιάρης στους δρόμους. Για να μιλάμε κανονικά δηλαδή έχω βγει απ’το πανεπιστήμιο του πεζοδρομίου.

-Αυτό είναι το πραγματικό πανεπιστήμιο.

-Λούστρος, εφημεριδοπώλης, μανάβης, μπακάλης. Έχω γράψει κι ένα δίσκο.

-Πώς λέγεται αυτός ο δίσκος;

-Όλες τις τέχνες που’κανα είναι ο τίτλος του… (3)

Η Τετράς του Πειραιώς

Για περισσότερα από είκοσι χρόνια, κοντά στον Μάρκο Βαμβακάρη ήταν ο Γιώργης Χριστοφιλάκης συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Το 1997 επιμελήθηκε ένα ξεχωριστό βιβλίο για τον Μάρκο Βαμβακάρη, με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και αποσπάσματα από συζητήσεις του Μάρκου μαζί του. Σε ένα από αυτά αναφέρονται στην «Τετράδα του Πειραιώς», την ξακουστή, προπολεμική κομπανία, που αποτελούσαν ο Μάρκος, ο Στράτος Παγιουμτζής ή Τεμπέλης, ο Γιώργος Μπάτης και ο Ανέστης Δελιάς ή Αρτέμης.

Μ.Β: Ήτο ένα παιδάκι ο Ανέστος, με κάρβουνο μάτια και ψιλοκομμένο μουστακάκι. Τον έφαγε η Σκουλαρικού. Στον ύπνο του ’ριχνε κόκα. Τον αγαπούσε. Φοβόταν μην την αμολύσει. Έγραψε ωραία τραγούδια. Τα ‘παιξε και τα είπε έμορφα.

Γ.Χ: Ο Στράτος;

Μ.Β: Άκακο αρνί. Όταν τραγούδαγε, σπάγαν τα μικρόφωνα. Αν ξαναγίνει Αϊβαλί θα γεννηθεί άλλος Στράτος…

Γ.Χ: Στο Πέραμα. Πού παγαίνατε…

Μ.Β: Είχε ησυχία εκεί. Σε κάτι σπηλιαράκια. Στη θάλασσα πλησίον. Άμα έφκιανε αμανέ, το αμάν έφτανε Σαλαμίνα. Σταμάταγαν τις μηχανότρατες οι ψαράδες να τον ακούσουν.

Γ.Χ: Μπάτης;

Μ.Β: Μεγάλη καρδιά. Χωρατατζής. Θυμόσοφος. Έγραφε τραγούδια και τα’παιζε ωραία.

Γ.Χ: Να τολμήσω για τον Μάρκο;

Μ.Β: E, αφού είμαι ο Μάρκος…

Σμύρνη… Ιωνία… Αϊβαλί… Κωνσταντινούπολη…

Συζητώντας και πάλι με τον Γιώργη Χριστοφιλάκη, ο Μάρκος θυμάται τους πρόσφυγες που κατέφθασαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με τα σαντουρόβιολα, τους αμανέδες, τη φτώχεια και τους καημούς τους:

Έπαιζαν τα σαντουρόβιολα εκείνοι. Είχαν καλούς αμανετζήδες. Ένας νταλκάς. Εγνώριζαν τα μακάμια. Έπαιζαν και τα σιάζια. Ήτονε καλοί άνθρωποι. Φύλλο δεν πείραζαν. Περάσανε πολλά βάσανα. Τους κυνηγήσανε. Σκόρπισαν δώθε – κείθε. Στα Βούρλα, στο Πέραμα, Δραπετσώνα. Παντού. Σ’όλη την Ελλάδα. Έσβηναν στους δρόμους απ΄την πείνα. Οι γυναίκες τους εκπορνεύονταν για την ανάγκη. Για ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά ποτές, ποτές δεν έχασαν την αξιοπρέπειά τους. Ήταν περήφανοι. Εκεί στα Βούρλα είχε τεκέδες. Και μπορντέλα. Ήτο ο τεκές, ένα δωμάτιο, ένας διάδρομος. Έβγαζε στην άλλη άκρια, στη χέστρα. Επήγαιναν οι χασικλήδες προς νερού τους. Εκεί στο διάδρομο, στη σειρά, ήτανε τετράγωνα παράθυρα συρταρωτά, στο ύψος των γεννητικών οργάνων των αντρώνε… Μέριαζες το συρταρωτό παράθυρο, επλήρωνες ένα τάλιρο και σου φερμάριζε τα πισινά της η κάθε στερημένη προσφυγοπούλα κι έκανες τη δουλειά σου. Και ξαλάφρωνες. Ποτέ δε σου ‘δειχνε το πρόσωπό της. Και τα λέγανε τούτα τα μπορντέλα «Παραθυράτα». Επήγαινα καμιά φορά και φούμερνα. Αλλά μέχρις εκεί. Δε μ ’αρέσανε τ’ άλλα… Ερχότουνε μια Αραπκιλί, έτσι τη λέγανε. Ήταν από κείνες. Κι μ’έβρισκε. Βγαίνοντας από κει μέσα, ήταν απ’όξω μ’ένα μαχαλόμαγκα που την βάρηγε. Του ξηγήθηκα δυο κουβέντες. Με σεβάστηκε και σταμάτησε… Ε, αυτή μου το χρώσταγε και ‘ρχόταν…

Τι τα θυμάμαι…

Ξέρεις… Ο Στράτος… Έχει νταλκά. Η φωνή του είναι Αϊβαλί… (4)

«-Γεια σου Μάρκο με τις πενιές σου!
-Γεια σου Μπιθικώτση!»

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Μάρκος άρρωστος και παραγκωνισμένος τόσο από τις εταιρείες, όσο και από τα μεγάλα νυχτερινά συγκροτήματα, αναγκαζόταν να τραγουδά στις ταβέρνες, βγάζοντας «πιατάκι» για τα φιλοδωρήματα. Κάπου στα τέλη του ’59 αρχές του ‘60 ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, έχοντας την έγκριση του αφεντικού της Columbia Τάκη Λαμπρόπουλου, αλλά και του Βασίλη Τσιτσάνη, που εκείνα τα χρόνια ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής στην εταιρεία, πήγε με ένα ποδήλατο στο σπίτι του Μάρκου στην Κοκκινιά και του ανακοίνωσε πως θα ηχογραφήσουν σε δίσκο, τόσο τα παλιά του, όσο και τα καινούργια του τραγούδια. Από κει και πέρα άλλαξαν όλα, αφού ακολούθησε σειρά ηχογραφήσεων με τις μεγαλύτερες φίρμες της εποχής. Αξίζει να σημειώσω πως η σχέση του Μάρκου με τον Μπιθικώτση στη δισκογραφία ξεκίνησε στα 1949, όταν ο Μάρκος, μαζί με την Σούλα Καλφοπούλου και τον Στελλάκη Περπινιάδη, τραγούδησαν την πρώτη σύνθεση του Μπιθικώτση «Το καντήλι τρεμοσβήνει», σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή Τσάντα.

Στην επιμελημένη από την Αγγελική Βέλλου - Κάιλ αυτοβιογραφία του, ο Μάρκος μιλά για τη συνεργασία του με τον Μπιθικώτση και τις συναυλίες που ακολούθησαν:

… Κι από τότες το λοιπόν αμέσως με φώναξε η Κολούμπια. «Μάρκο φέρε μας τραγούδια». Και πήγα καμιά δεκαριά τραγούδια τα οποία τα είπε ο Μπιθικώτσης (σ.σ.19 Μαΐου 1960). Ξαναπήγα άλλα δέκα, πάλι ξανά τα είπε αυτός. Ύστερα αρχίνησα και έβγαζα κι εγώ εξήντα, εξηνταένα, εξηνταδύο, εξηντατρία, μέχρι τώρα. Κι όχι μόνο στην Κολούμπια αλλά και σε άλλες εταιρείες.

Κι έτσι κι αυτή τη δεκαετία από το εξήντα μέχρι τώρα έχω άλλη μια σοδειά από τραγούδια. Γιατί έβγαζα τα παλιά μου τραγούδια, τα πρώτα τα σουξέ, όμως έγραφα και γράφω συνέχεια νέα τραγούδια. Π.χ.

«Μάνα μ’όταν με γέννησες γιατί δεν μου το είπες

πως έχει ο κόσμος βάσανα, μανούλα μου γλυκιά, πως έχει ο κόσμος λύπες…»

Αυτό καινούργιο είναι. Το τραγούδησε ο Μπιθικώτσης στην Κολούμπια… Ωραίο τραγούδι, της στεναχώριας απ’όλα αυτά που είχα περάσει. Αυτή την εποχή έγραψα πολλά τραγούδια της στεναχώριας, όχι ένα και δυο, πολλά. Όλο τέτοια έγραφα.
«Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου

όλοι να θέλουν τη ζωή και γω το θάνατό μου…»

Και τα μαγαζά, όταν είδαν ότι φώναζαν τα ράδια καθημερινώς Μάρκος Βαμβακάρης και Μάρκος Βαμβακάρης, δεν μπόραγε αν πάω για ένα κομμάτι ψωμί! Επήγα με μιάμιση χιλιάδα μεροκάματο στην Πάτρα π.χ. προ δυο χρόνια. Με πήραν εδώ στον «Ξενύχτη» με 1.350 δραχμές μεροκάματο. Με πήρανε στην Πλάκα, έπαιζα δυο τρία βράδια με χίλιες δραχμές μεροκάματο. Ήταν χιλιάρικα. Άρχισα να παίρνω φωτιά.

Βοήθησαν σ’ αυτό και οι φοιτητές οι οποίοι μου κάνανε μεγάλες εκδηλώσεις. Όχι μόνον εδώ παρά και στη Σαλονίκη που πήγα μαζευόταν ο φοιτητόκοσμος. Και εδώ όπου έπαιζα στην Πλάκα, εμαζεύονταν ο φοιτητόκοσμος. Φαίνεται εγνώριζε την ιστορία μου, έμαθε την ιστορία μου, ήξερε ποιος ήμουνα και ο φοιτητόκοσμος μ’αγάπαγε πολύ, πάρα πολύ. Δηλαδή όπου και να πάω τώρα εγώ έχω τους φοιτητές μαζί μου. Έρχονται.

Αυτή η δουλειά άρχισε όταν εκάναμε με τον Νέαρχο Γεωργιάδη και την Κική Καλαμαριά μια συναυλία σε ένα σπίτι, αλλά μεγάλο σπίτι. Δεν πληρωθήκαμε. Ήτανε φιλική συναυλία. Ο ενθουσιασμός των φοιτητών ήτανε άλλο πράγμα. Πήρα τα παιδιά μου τον Στέλιο και τον Δομίγκο και πήγα. Όπως και στο Κεντρικό που ‘κανα συναυλία, η δεύτερη αυτή για τους φοιτητές, πήγα πάλι με τα παιδιά μου. Την συναυλία αυτή την οργάνωνε ένας φτωχός φουκαράς, επαγγελματίας, που ήθελε να με πάρει τώρα στο Αγρίνιο, ο Τάσος Σχορέλης. Ερχόταν εδώ πέρα, μπάρμπα Μάρκο και μπάρμπα Μάρκο. Και κάναμε τη συναυλία εκεί πέρα. Μεγάλο αυτό. Μαζευτήκανε και πολλοί αθρώποι και πολλοί μουσικοί ν’ακούσουνε και πολύς καλός κόσμος. Με πλήρωσαν κανά δυο χιλιάδες.

Κι έτσι άρχισε τώρα το εξήντα, αυτό που λένε στα περιοδικά, η δεύτερη καριέρα… (5)



«Δεν έχει σημασία αν είσαι δεξιός ή αριστερός»

Τον Αύγουστο του 1965 ο ερευνητής του λαϊκού τραγουδιού, συγγραφέας και σκηνοθέτης Νέαρχος Γεωργιάδης, ο ερευνητής του ρεμπέτικου και συλλέκτης Παναγιώτης Κουνάδης (φοιτητής τότε στο Πολυτεχνείο) και ο φοιτητής της Νομικής Δημήτρης Ριζιώτης συνάντησαν τον Μάρκο στο σπίτι του στα Άσπρα Χώματα στην Κοκκινιά. Συζητώντας μαζί του, ο Νέαρχος ρώτησε τη γνώμη του Μάρκου για τον βασιλιά Κωνσταντίνο:

-Ο Κωνσταντίνος είναι ένας κοπρίτης… Εγώ θαύμαζα τον παππού του, που ήτανε βασιλιάς με αρχίδια σαν κουβάδες!
-Και ποιο το καλύτερο κοινωνικό σύστημα κατά τη γνώμη σου;
-Ο σοσιαλισμός, παιδί μου! Ο σοσιαλισμός!

Όπως αποκαλύπτει ο Νέαρχος Γεωργιάδης, ο Μάρκος αγαπούσε τους ανθρώπους και ήθελε πάντα να κάνει το καλό στους άλλους. Γι’αυτό έγραφε στις σελίδες των τετραδίων το μυθιστόρημα «Κατάδικος ευεργέτης», έχοντας σαν κεντρική ιδέα τον βασικό ήρωα, ο οποίος αν και ήταν κυνηγημένος και κατεστραμμένος, όταν από κάποιο γύρισμα της τύχης έγινε πλούσιος, ευεργετούσε τους φτωχούς και τους αναξιοπαθούντες. Έτσι ξέπλυνε τα κρίματά του και δικαιώθηκε. Όπως έλεγε ο Μάρκος:

-Τον καιρό της Κατοχής ήρθανε κάποιοι να σκοτώσουν έναν εδώ στη γειτονιά μας. Μπήκα στη μέση εγώ και τους είπα: «Είναι φουκαράς, έχει γυναίκα και παιδιά, αφήστε τον να ζήσει!» Με ακούσανε και δεν τον σκοτώσανε!
-Τι ήταν αυτός; ρώτησα. Δεξιός ή αριστερός;
-Δεν ξέρω τι ήτανε, είπε ο Μάρκος και συνέχισε. Λίγο καιρό αργότερα ήρθανε κάποιοι άλλοι να σκοτώσουνε κάποιονε στην παρακάτω γειτονιά. Μπήκα πάλι στη μέση και το λέω: «Βρε παιδιά, αυτός είναι ένας φτωχός βασανισμένος, με οικογένεια. Μην τον σκοτώσετε!» Πάλι με ακούγανε και φύγανε χωρίς να τον πειράξουνε.
-Τι ήτανε; ρώτησα πιο επίμονα. Δεξιός ή αριστερός;
-Δεν ξέρω τι ήτανε… Και μια τρίτη φορά πάλι τα κατάφερα να γλιτώσω κάποιον που θα τον σκοτώνανε.
-Δεξιός ή αριστερός; ξαναρώτησα.
-Δεν έχει σημασία, παιδί μου, αν είσαι δεξιός ή αριστερός, ξέσπασε ο Μάρκος αγανακτισμένος. Αρκεί να είσαι καλός άνθρωπος! (6)

 

Ο Μάρκος στο «Κεντρικόν»

Τη Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 1966 πραγματοποιήθηκε στο θέατρο «Κεντρικόν» η συναυλία του Μάρκου Βαμβακάρη. Τον συνόδευσαν ο Αντώνης Ρεπάνης, η Ελένη Ροδά, η Σούλα Σταύρου, ο Αλέκος Σταματέλης και ο Στέλιος Βαμβακάρης. Ένα απόσπασμα από τα λόγια του Μάρκου στη συνέντευξη τύπου:

Αυτή η συναυλία είναι μεγάλη υπόθεσις. Ο πολύς κόσμος κυρίως εσείς οι νεότεροι, μπορεί να έχετε ακουστά για κάποιο Μάρκο, μπορεί να αγαπάτε τα τραγούδια μου, αλλά δεν με ξέρετε, έτσι δεν είναι;

…Η γνήσια λαϊκή μουσική είμαστε εμείς οι παλιοί. Εγώ, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, τούτος δω ο Μητσάκης… Ξέρετε τι έχω τραβήξει γι’αυτό το μπουζούκι; Εμάς γουστάρει ο κόσμος, δεν βλέπετε τι γίνεται τώρα με τους δίσκους μου; Ο Βαμβακάρης γίνεται της μόδας. Το βλέπω αυτό και αναμεταξύ μας, γελάω, το βρίσκω απίστευτο. Οι άλλοι, οι νεότεροι έχουν ξεφύγει απ’τη γραμμή που αρχίσαμε…

…O Χατζιδάκις ξέρει καλά τι σημαίνει γνήσιο λαϊκό τραγούδι, είναι θαυμάσιο παιδί. Τον αγαπώ. Και ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης έδωσαν πολλά για το λαϊκό τραγούδι… (7)

«40 χρόνια Μάρκος Βαμβακάρης»

Το 1967 ο Μάρκος Βαμβακάρης προσκλήθηκε από τον Μάκη Μάτσα για μια πιο οργανωμένη και ολοκληρωμένη παρουσίαση του έργου του. Επιλέχθηκαν δώδεκα τραγούδια του, που ηχογραφήθηκαν με ενορχήστρωση του Θόδωρου Δερβενιώτη, από τους Βαγγέλη Περπινιάδη, Δημήτρη Ευσταθίου, Πρόδρομο Τσαουσάκη, Μάνο Παπαδάκη και Πόπη Ρίνα και το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς κυκλοφόρησε από την Odeon ο δίσκος «40 χρόνια Μάρκος Βαμβακάρης», γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία.

Σε ένα διάλειμμα της ηχογράφησης ο Μάρκος, ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα, πλησίασε τον Μάκη Μάτσα και του είπε, σχεδόν εμπιστευτικά:

Παιδί μου, θέλω να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη. Θέλω να μ’ αφήσεις να μιλήσω, να πω τον πόνο μου. Θέλω ο δίσκος να ξεκινάει με τη φωνή μου. Να πω το παράπονό μου. (8)

Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε κι έτσι ο δίσκος ξεκινάει με ένα ντοκουμέντο με τη φωνή του Μάρκου:

Σαράντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που τραγούδησα για πρώτη φορά με το γλυκό μπουζούκι μου μπροστά σε χωνί φωνογράφου. Το θυμάμαι καλά. Ήταν ο φωνόγραφος της Odeon. Και ήρθαν όμορφες εποχές και ήρθαν άσχημες, που ο Μάρκος μπήκε παραπονούμενος στο περιθώριο. Εγώ όμως όλο κι έφτιαχνα στιχάκια και μουσικές. Έλεγα: Κάλια Μάρκο να σβήσεις όρθιος, ζωντανός μ’ ένα τραγούδι στο στόμα. Σήμερα μετά από σαράντα χρόνια με φώναξαν να τους δώσω τα τραγούδια μου τα ωραιότερα. Κι εγώ άκουσα το κάλεσμά τους. Ήταν σαν βάλσαμο στην πικραμένη και πονεμένη ψυχή του Μάρκου. (9)

Επέλεξα για φινάλε μια φράση του Μάρκου Βαμβακάρη, μέσα από τη συνέντευξή του στην Ελένη Καραΐνδρου.

Ε.Κ: Δυστυχώς το τραγούδι το λαϊκό πέθανε, κατά τη γνώμη μου…

Μ.Β: Δεν πεθαίνει παιδί μου αυτό το πράμα γιατί είναι στην ψυχή του λαού… (1)

 πηγή

Πηγές:
1) Συνέντευξη του Μάρκου Βαμβακάρη στην Ελένη Καραΐνδρου το 1968, που μεταδόθηκε από το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας στις 8 Φεβρουαρίου 2022.
2) Από τον πρώτο τόμο του δίτομου βιβλίου του Δημήτρη Βαρθαλίτη «Μάρκος Βαμβακάρης – Από τον μύθο στην ιστορία, 1600-2017) (Έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «Άγιος Παύλος», 2017).
3) Απόσπασμα συνέντευξης του Μάρκου στην Ελισάβετ και τον Γιάννη Κουνάδη, από το οπισθόφυλλο του δίσκου «Μάρκος Βαμβακάρης & Στράτος Παγιουμτζής – Ζωντανή ηχογράφηση στου Βρανά την άνοιξη του 1961» (Αδελφοί Φαληρέα, 1982). Ολόκληρη η συνέντευξη υπάρχει στο ηλεκτρονικό Αρχείο Κουνάδη, απ’όπου προέρχεται και η κεντρική φωτογραφία του Μάρκου.
4) Από το βιβλίο του Γιώργη Χριστοφιλάκη «Μάρκος Βαμβακάρης», που κυκλοφόρησε στο πλαίσιο της σειράς «Μύθος ρεμπέτικος» ( «Τεγόπουλος – Μανιατέας», 1997).
5) Από το βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου – Κάιλ «Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία» («Παπαζήσης», 1973)
6) Από το βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη «Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα / Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω» ( «Σύγχρονη εποχή», 2007)
7) Άρθρο του Ανδρέα Δεληγιάννη από τον Τύπο της εποχής που επαναδημοσιεύθηκε στο βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη «Μάρκος Βαμβακάρης 1905 – 1972 / Εγώ μάγκας γεννήθηκα και μάγκας θα πεθάνω» ( «Κατάρτι», 2005).
8) Από το βιβλίο του Μάκη Μάτσα «Πίσω απ’τη Μαρκίζα» ( «Διόπτρα», 2014)
9) Από τον δίσκο «40 χρόνια Μάρκος Βαμβακάρης» (Οdeon, 1967)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου