Του Στέφανου Πελεκούδα
Επισκεφθείς και φέτος το χωριό μου Ηλιοχώρι, πήγα την πρώτη Κυριακή, ταπεινός προσκυνητής, στον Αϊ-Νικόλα και με κατέκλεισαν ξανά τόσες και τόσες αναμνήσεις.
Τί να πρωτοαντικρίσω στην εκκλησία του χωρίου μου και να μη με φούντωσει με νοσταλγίες μιας μακρινής εποχής, ανεπίστρεπτης πια!!
Ατενίζοντας προς την ωραία πύλη, διαγράφησαν στην φαντασία μου η μορφή εκείνου, που ανάλωσε τη ζωή του στην εκκλησία μας και που αποτελούσε το Α και το Ω του χωρίου μας. Επρόβαλε η μορφή του Παπαγιάννη Μπουσδρούκη!!
Να η ευκαιρία να σκιαγραφήσω το πορτραίτο του. Ήταν ένας παπάς αλλιώτικος από τους άλλους. Αν οι παπάδες ακολουθούσαν την καριέρα των Στρατιωτικών, σίγουρα θ’ έφθανε ατό βαθμό του Στρατηγού.
Γεννήθηκε στο Ηλιοχώρι το 1886. Από μικρό παιδί αφοσιώθηκε στη Θρησκεία, κλείνονταν στο δωμάτιο του και μελετούσε θρησκευτικά βιβλία. Χειροτονήθηκε το 1937 στη Μητρόπολη Γρεβενών Ιερωμένος δηλαδή Ιερομόναχος (δεν ήταν παντρεμένος).
Όμως αυτός ο Ιερομόναχος, τελειόφοιτος Δημοτικού ξεπερνούσε και επισκίαζε με τα πραγματικά του προσόντα πολλούς άλλους τιτλούχους με τυπικά προσόντα κατέχοντας θέσεις στα Ιεραρχεία.
Ήταν προικισμένος με πολλά φυσικά και πνευματικά προσόντα και χαρίσματα. Τί να περιγράψω πρώτο – τί δεύτερο. Καλλικέλαδος στη φωνή. Στο θέμα αυτό δεν βρίσκω λέξεις να τον περιγράψω.
Ενθυμούμαι ότι ερχόταν τακτικά από τα γειτονικά χωριά ν’ απολαύσουν τη φωνή του Παπαγιάννη διάφοροι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής εκείνης όπως οι αείμνηστοι διδάσκαλοι τον Ελληνικού Σχολείου της εποχής, Δημήτριος Κουνάβος από το Βρυσοχώρι και Νικόλαος Λεβελέγκας από τη Λάϊστα.
Την μεγαλοβδομάδα ήταν ο ΙΙαπαγιάννης μια μεγάλη απόλαυση για το εκκλησίασμα. Με τη γλυκιά φωνή του, έκανε πιο απολαυστικά αθάνατα τροπάρια, τα εγκώμια του επιταφίου και τ’ αναστάσιμα της Λαμπρής. Ήταν παπάς Νοικοκύρης, πολύ Νοικοκύρης.
Φρόντιζε πολύ τις δύο εκκλησίες του χωριού (Άγιο Νικόλαο και Παναγιά) καθώς και τα τόσα εξωκκλήσια. Επισκεύαζε τακτικά τις μικροφθορές στους τοίχους, γύριζε τις πλάκες. Καταγινόταν ο ίδιος με μικροτεχνικές δουλειές, δεν ήταν ακαμάτης.
Σαν να τον βλέπω ακόμα μ’ ένα παλιό ράσο και με τον σκούφο της δουλειάς, ανεβασμένο στη στέγη τ’ Αϊ-Νικόλα, να γυρίζει τις πλάκες. Μέσα στην εκκλησία είχε ιδιαίτερη τάξη. Από τα άμφια που φορούσε καταλάβαινες, αν η γιορτή ήταν μεγάλη η μικρή.
Φορούσε τριών ειδών άμφια.
Τις άπλες Κυριακές τα καθημερινά του άμφια, Τις μεγαλύτερες γιορτές τα καλύτερα του άμφια (των τριών Ιεραρχών, απόκρεω, των Βαΐων. Αγίου Γεωργίου κ.λ.π.). τις δε μεγάλες γιορτές (πρωτοχρονιά, Φώτων, εθνική Γιορτή, πάσχα πεντηκοστή, Χριστούγεννα) φορούσε μια πάρα πολύ όμορφη στολή.
Το στοιχάρι ήταν από ακριβό ύφασμα, κίτρινου χρώματος. Το φελόνι, το πετραχήλι, η ζώνη και επιμάνικα είχαν χρώμα ασημί, χρυσοποίκιλτες παραστάσεις, όπως του Παντοκράτορα στην πλάτη.
Από το ίδιο ύφασμα ήταν και τα κυλήματα στα δισκοπότηρα. Πλέον τούτου, χρησιμοποιούσε στις μεγάλες γιορτές ξεχωριστό θυμιατήρι με δυνατά κουδουνάκια στο όποιο έκαιγε διαφορετικό λιβάνι.
Επίσης είχε ιδιαίτερο σετ για την λειτουργία στα εξωκκλήσια.
Άμφια, δισκοπότηρα. Ευαγγέλιο, θυμιατήρι, σταυρός κ.λ.π. όλα έτοιμα, δεμένα σ’ ένα μεγάλο μπόγο, όταν πηγαίναμε στα εξωκκλήσια για αναστάσιμη λειτουργία την εβδομάδα της Διακαινησίμου, δεν καθόταν την τελευταία στιγμή να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα.
Αρπάζαμε εμείς τα παιδιά τότε τον έτοιμο μπόγο και το πηγαίναμε στο εξωκκλήσι.
Φάνταζε σαν ένα φωτεινό αστέρι., όταν επρόβαλε ο Παπαγιάννης το Πάσχα στην ωραία πύλη, ντυμένος στην ασημένια του στολή κρατώντας στο ένα χέρι το τρικέρι και στ’ άλλο το θυμιατό και εκφωνούσε το: «Δεύτε λάβετε φως…».
Άστραφτε το παν εκείνη τη στιγμή, στην ανοιξιάτικη νύκτα και μοσχοβολούσε η εκκλησία ως έξω από το ζωτικό εκείνο λιβάνι και τα Βάϊα που ήταν στρωμένα στο δάπεδο.
Ο Παπαγιάννης ήταν για μας ένας μαγνήτης. Μεγαλώσαμε κοντά του και μας εγαλούχησε. Εκείνος μας επιτηρούσε το καλοκαίρι όταν έλειπε ο δάσκαλος. Ζήσαμε στη σκιά του σαν τα κλωσσόπουλα.
Ντυμένοι εμείς οι πιτσιρικάδες με τα παιδικά μας άμφια που βοηθούσαμε στη λειτουργία. Στο τέλος μας συγκέντρωσε στο Ιερό και μας έδιδε να φάμε το αντίδωρο που απέμεινε, τακτικά δε μας έδιδε και από μια ή δύο λειτουργίες.
Μετά το τέλος της εκκλησίας, φορούσε ο Παπαγιάνγης το αστραφτερό καινούργιο του ράσο, το καινούργιο του καλυμμαύχι, με καλοχτενισμένα τα γένια του και με το μπαστουνάκι στο χέρι, σωστός κούκλος ερχόταν στον πλάτανο, όπου η σύναξη των ανδρών και κατελάμβανε την τιμητική θέση, που του παραχωρούσαν με στοργή και σεβασμό οι πάντες.
Η δίνη των γεγονότων του πολέμου – της κατοχής και της ανωμαλοπεριόδου δεν άφησε άθικτον και τον Παπαγιάννη.
Εδεινοπάθησε πολύ, λόγοι δε υγείας τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το αγαπημένο του χωριό και να καταφύγει πλησίον του καλοκάγαθου αδελφόν του Αποστόλη, στην Αγχίαλο Βόλου, όπου και «εξεμέτρησε το ζην».
Πέθανε σε ηλικία 72 ετών, την Μεγάλη Πέμπτη του 1958 από εγκεφαλικό επεισόδιο. Τον παρεκάλεσαν να ψάλει το τελευταίο από τα 12 Ευαγγέλια και προς το τέλος έγειρε το κεφάλι εις το ανά χείρας Ευαγγέλιο και παρέδωκε το πνεύμα του, αφού πρόλαβε να πει: «ήλθε αυτό που περίμενα».
Τον θάψανε την επομένη Μεγάλη Παρασκευή. Η μοίρα του επιφύλαξε για τελευταία εύνοια να πεθάνει και να θάφτει μαζί με τον Χριστό.
Ας είναι το σημείωμα μου τούτο μια μικρή προσφορά στη μνήμη του αξέχαστου Παπαγιάννη τ’ Αι – Νικόλα.
εφημερίδα «το Ζαγόρι μας», τεύχος 46, Οκτώβριος 1981.πηγή
...ὑπῆρχε λέει "ἐκεῖνα" τα χρόνια,
ΑπάντησηΔιαγραφήϕτώχεια ...
μεγάλη ϕτώχεια...
...
τ' ἀκοῦμε κι ἐμεῖς λοιπὸν
οἱ καλομαθημένοι,
με ϕόβο καὶ τρόμο... μεγάλο...
κι ἐπιζώντας... (επιβιώνοντας) ...στενάχωρα... -χωρὶς ἀνάσα-
μέσα στήν... μιζέρια μας τὴν μεταξένια (καλοϕασκιωμένοι)
ἀναλογιζόμαστε τὶ θὰ πάθουμε ἅμα δεν εἴμαστε τὰ καλά παιδιά,
στὰ μάτια τῶν ἑλληνότουρκων
καὶ τῶν ἄλλων μιξοβάρβαρων ἀλλοϕύλλων ποὺ μᾶς κυβερνᾶνε χρόνια τώρα...
(ἀς ἔχει χάρι ἡ συνειδητή ἢ και ἀνεπίγνωστη, μὰ πάντα περήϕανη
ἀ π ο σ τ α σ ί α μας...)
ἀγνοώντας οἱ ταλαίπωροι
αὐτήν τὴν ἀ λ λ η
τὴν ἐ λ έ ῳ _Θ ε ο ῦ πλευρά
ποὺ γιὰ χάρι της χαλάλι ὅλα τ' ἄλλα...!