[Άγιος Γρηγόριος Νύσσης]: «Τι, λοιπόν, είναι η ψυχή; ρώτησα. Είναι δυνατόν με κάποια λόγια να περιγραφεί η φύση της, ώστε να μπορούμε με τον λεκτικό ορισμό ν’ αντιληφθούμε τι είναι;».
[Αγία Μακρίνα]: Και η δασκάλα απάντησε: «Προσπάθησαν πολλοί, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, σύμφωνα με την αντίληψη τους, να ορίσουν τον ορισμό της· ο δικός μας ορισμός γι’ αυτήν είναι ο εξής: Η ψυχή είναι κτιστή ουσία, ζώσα, νοερή που μεταδίδει από μόνη της στα όργανα και τις αισθήσεις του σώματος δύναμη ζωής και αντίληψη των αισθητών, έως εκεί που φτάνει η συνεκτική φύση τους»......
[Άγιος
Γρηγόριος Νύσσης]: «Τι, είπα εγώ, εάν όπως είναι κοινό στοιχείο στη
φύση των αισθητών η ύλη αλλά και η διαφορά της ύλης σε κάθε είδος είναι
μεγάλη εξαιτίας της ιδιαιτερότητας των χαρακτηριστικών του και η κίνησή
τους παρουσιάζει αντιθέσεις, διότι άλλο πάει προς τα πάνω, άλλο πάλι
πάει προς τα κάτω και το είδος τους δεν είναι το ίδιο και η ποιότητά
τους διαφορετική, θα μπορούσε να πει
κάποιος ότι η δύναμή τους είναι συσσωματωμένη σύμφωνα με το λόγο τους
και ενεργεί τις νοητικές αυτές φαντασίες και κινήσεις από τη φυσική
ιδιότητα και δύναμη των στοιχείων;
»Παραδείγματα τέτοια βλέπουμε πολλά να κάνουν οι μηχανικοί, οι οποίοι με τη τεχνική τους κάνουν την ύλη να μιμείται τη φύση. Δεν δείχνει την ομοιότητα μόνο στο σχήμα αλλά και σε άλλα· διότι και κινείται και παράγει κάποιο φθόγγο, ο οποίος ηχεί στο φωνητικό μέρος του μηχανήματος και πουθενά στα γινόμενα δεν φανταζόμαστε κάποια νοητική δύναμη που στο καθένα να δημιουργεί το σχήμα, το είδος, τον ήχο και την κίνηση.
»Κι αν αυτά λέμε ότι συμβαίνουν στα μηχανικά όργανα της φύσεώς μας, χωρίς να υπάρχει καμιά νοητική ουσία που να είναι συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της· αλλά με το να υπάρχει στη φύση των στοιχείων μας κάποια δύναμη που δίνει κίνηση, και αποτέλεσμα της ενέργειάς της είναι τίποτε άλλο παρά μια κίνηση ορμητική που ενεργεί για να γνωρίσει τα πράγματα που ερευνά· με αυτό τι θα αποδεικνύονταν περισσότερο, ότι η νοητή εκείνη και ασώματη ουσία της ψυχής υπάρχει αφ’ εαυτού της ή ότι δεν υπάρχει καθόλου;».
Εκείνη είπε [Αγία Μακρίνα]: «Το παράδειγμά σου ταιριάζει με τα επιχειρήματά σου, αλλά όλη η επιχειρηματολογία της αντιρρήσεως που παρουσιάζεται, θ’ αποτελέσει μεγάλη επιβεβαίωση των απόψεών μας».
«Πώς ισχυρίζεσαι κάτι τέτοιο;».
«Διότι, απαντά εκείνη, το να γνωρίζεις να χρησιμοποιείς και να διαθέτεις την άψυχη ύλη κάπως έτσι, ώστε η τέχνη που συγκροτεί τα μηχανήματα να έχει σχεδόν τη θέση της ψυχής στην ύλη και να δημιουργεί μ’ αυτά κίνηση, ήχο, σχήματα και τις παρόμοιες απομιμήσεις, αυτό αποτελεί απόδειξη ότι κάτι τέτοιο υπάρχει και στον άνθρωπο. Μ’ αυτό παρουσιάζεται ο άνθρωπος, με τη θεωρητική και εφευρετική δύναμή του, να επινοεί μέσα του και να προκατασκευάζει με τη σκέψη τα μηχανήματα· έπειτα, με την τέχνη, τα θέτει σε ενέργεια και υλοποιεί εκείνο που είχε στο νου του.
»Και πρώτα αντιλήφθηκε ότι είχε ανάγκη από αέρα για να δημιουργήσει την εκφώνηση. Έπειτα, για να παράγει αέρα με το μηχάνημα, εξέτασε πρώτα με τη σκέψη και ερεύνησε τη φύση των στοιχείων· βρήκε ότι δεν υπάρχει κανένα κενό στα όντα, αλλά το ελαφρύτερο θεωρείται κενό μόνο σε σύγκριση με το βαρύτερο. Διότι, και ο ίδιος ο αέρας στην ιδιαίτερη ιδιοσυστασία του είναι γεμάτος και πλήρης. Καταχρηστικά μάλιστα λέμε ότι το δοχείο είναι άδειο. Κι όταν είναι άδειο από το υγρό περιεχόμενό του, ο μορφωμένος άνθρωπος πάλι θα πει ότι είναι γεμάτο, από αέρα.
»Απόδειξη αυτού αποτελεί και το ότι, όταν ρίξουμε έναν αμφορέα στη λίμνη, να μη γεμίζει αμέσως νερό αλλά στην αρχή να επιπλέει· διότι ο περιεχόμενος αέρας συγκρατεί το κοίλο δοχείο προς τα πάνω, έως ότου πιεστεί ο αμφορέας από το χέρι αυτού που αντλεί νερό· έτσι βυθίζεται, και τότε γεμίζει νερό από το στόμιο. Μ’ αυτά αποδεικνύεται ότι το δοχείο δεν είναι κενό πριν γεμίσει με νερό.
Στο στόμιο του δοχείου γίνεται ένα είδος μάχης μεταξύ των δύο στοιχείων· το νερό από τη μια σαν βαρύτερο πιέζεται προς τα κάτω και ρέει μέσα στο δοχείο· κι από την άλλη ο αέρας που βρίσκεται μέσα στο δοχείο, επειδή πιέζεται από το νερό, ανεβαίνει προς το ίδιο στόμιο με ορμή και εμποδίζει την είσοδο του νερού· γι’ αυτό, με τη δύναμή του ο αέρας, κάνει το νερό να φουσκώνει και ν’ αφρίζει.
»Όλα αυτά, λοιπόν, τα κατανόησε ο άνθρωπος. Γι’ αυτό επινόησε τρόπο πώς, με τα στοιχεία της φύσεως, θα εισέρχεται ο αέρας στο μηχάνημα. Κατασκεύασε ένα κοίλωμα από στερεή ύλη και περιόρισε απ’ όλες τις πλευρές τον αέρα, να μην μπορεί να βγει έξω. Έπειτα, έχυσε νερό από το στόμιο στο κοίλωμα, αφού το μέτρησε να είναι στην απαιτούμενη ποσότητα· κατόπιν, δίνει με τον παρακείμενο αυλό διέξοδο στον αέρα από την αντίθετη πλευρά· και ο αέρας με την πίεση του νερού γίνεται δυνατός άνεμος, ο οποίος εξερχόμενος παράγει ήχο με την κατασκευή του αυλού.
»Αποδεικνύεται, λοιπόν, ξεκάθαρα από τα φαινόμενα ότι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο νους, διαφορετικός από τα ορατά· ο νους, με την αόρατη και νοερή φύση του, προκατασκευάζει με την σκέψη του αυτά (τα φαινόμενα) και στη συνέχεια με την ύλη παρουσιάζει προς τα έξω εκείνα που σχεδίασε με το νου του. Έτσι δεν είναι;
»Διότι, εάν, σύμφωνα με όσα λένε οι αντιτιθέμενοι, ήταν δυνατόν αυτά τα θαυμαστά γεγονότα να τ’ αποδώσουμε στη φύση των στοιχείων, τότε από μόνα τους θα δημιουργούνταν τα μηχανήματα. Δεν θα περίμενε ο χαλκός την τέχνη για να σχηματίσει άγαλμα, αλλά ευθύς από τη φύση του θα γινόταν. Ούτε ο αέρας θα χρειαζόταν τον αυλό για να παράγει ήχο, αλλά πάντοτε από μόνος του θα τον παρήγε με την ρέουσα κίνησή του. Ούτε πάλι το νερό, για να τρέξει προς τα πάνω, θα πιέζονταν από σωλήνα με τεχνική πίεση που σπρώχνει το νερό να κινηθεί με τρόπο που ξεπερνά τη φύση του· αλλά, από μόνο του θ’ ανέβαινε το νερό προς το μηχάνημα, γιατί θα το έσπρωχνε προς τα πάνω η ίδια η φύση του.
»Εάν, λοιπόν, τίποτε απ’ αυτά δεν γίνεται αυτόματα και δεν ενεργεί από τα ίδια τα στοιχεία της φύσεως, αλλά το καθένα ενεργείται σύμφωνα με τη θέληση, με τη δύναμη της τέχνης· και τέχνη είναι διάνοια σταθερή που ενεργεί για κάποιο σκοπό μέσω της ύλης, ενώ διάνοια είναι φυσική κίνηση και ενέργεια του νου· επομένως, απέδειξε η εξέταση των αντιθέτων επιχειρημάτων στα δικά μας, ότι ο νους είναι κάτι το διαφορετικό από τα φαινόμενα (ορατά)».
«Κι εγώ παραδέχομαι, είπα, ότι έτσι έχουν τα πράγματα· δηλαδή, το μη φαινόμενο δεν είναι το ίδιο με το φαινόμενο. Όμως δεν βρίσκω στο επιχείρημα αυτό την απάντηση που ζητώ. Διότι δεν μου είναι ακόμη ξεκάθαρο, τι είναι εκείνο που πρέπει να θεωρούμε ως μη φαινόμενο. Ότι δεν είναι ύλη, το έμαθα απ’ όσα λέχθηκαν. Δεν έμαθα όμως ακόμη τι ακριβώς πρέπει να λέω γι’ αυτό. Και θα επιθυμούσα πολύ περισσότερο να μάθω το εξής, τι είναι ακριβώς και όχι τι δεν είναι».
Κι εκείνη απάντησε: «Μαθαίνουμε πολλά για πολλά πράγματα με τον εξής τρόπο· εξηγούμε ότι υπάρχει το ζητούμενο, χωρίς να λέμε ποτέ ότι αυτό ακριβώς είναι η ουσία του ζητουμένου. Όταν π.χ. λέμε κάποιον απόνηρο τον παρουσιάζουμε ως αγαθό· λέγοντας κάποιον άνανδρο τον χαρακτηρίζουμε ως δειλό· και πολλά παρόμοια παραδείγματα μπορούμε ν’ αναφέρουμε. Με αυτά ή παρουσιάζουμε την πιο ορθή έννοια με αποφατικό τρόπο (αναφέρουμε τι δεν είναι) ή πάλι παρουσιάζουμε τις κακές έννοιες και δείχνουμε το κακό με την μη αναφορά των καλών.
»Έτσι, λοιπόν, και στον παρόντα λόγο εάν κανείς κατανοήσει έτσι τα πράγματα, δεν θα πέσει έξω στην ορθή έννοια αυτού που ψάχνει. Και ψάχνει τι πρέπει να πιστεύουμε ότι είναι ο νους στην ουσία του. Εκείνος λοιπόν που δεν αμφιβάλλει ότι υπάρχει αυτός (ο νους) για τον οποίο συζητάμε και το στηρίζει στην ενέργεια που δείχνει σε μας· αλλά επιπλέον να μάθει τι ακριβώς είναι, θα ικανοποιούνταν εάν μάθαινε ότι δεν είναι αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, ότι δεν είναι χρώμα ή σχήμα ή σκληρό ή βάρος ή ποιότητα ή τρισδιάστατο, μήτε καταλαμβάνει χώρο, μήτε γενικά μπορεί να γίνει αντιληπτό με τα χαρακτηριστικά της ύλης ή είναι κάτι άλλο πέρα αυτά».
»Παραδείγματα τέτοια βλέπουμε πολλά να κάνουν οι μηχανικοί, οι οποίοι με τη τεχνική τους κάνουν την ύλη να μιμείται τη φύση. Δεν δείχνει την ομοιότητα μόνο στο σχήμα αλλά και σε άλλα· διότι και κινείται και παράγει κάποιο φθόγγο, ο οποίος ηχεί στο φωνητικό μέρος του μηχανήματος και πουθενά στα γινόμενα δεν φανταζόμαστε κάποια νοητική δύναμη που στο καθένα να δημιουργεί το σχήμα, το είδος, τον ήχο και την κίνηση.
»Κι αν αυτά λέμε ότι συμβαίνουν στα μηχανικά όργανα της φύσεώς μας, χωρίς να υπάρχει καμιά νοητική ουσία που να είναι συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της· αλλά με το να υπάρχει στη φύση των στοιχείων μας κάποια δύναμη που δίνει κίνηση, και αποτέλεσμα της ενέργειάς της είναι τίποτε άλλο παρά μια κίνηση ορμητική που ενεργεί για να γνωρίσει τα πράγματα που ερευνά· με αυτό τι θα αποδεικνύονταν περισσότερο, ότι η νοητή εκείνη και ασώματη ουσία της ψυχής υπάρχει αφ’ εαυτού της ή ότι δεν υπάρχει καθόλου;».
Εκείνη είπε [Αγία Μακρίνα]: «Το παράδειγμά σου ταιριάζει με τα επιχειρήματά σου, αλλά όλη η επιχειρηματολογία της αντιρρήσεως που παρουσιάζεται, θ’ αποτελέσει μεγάλη επιβεβαίωση των απόψεών μας».
«Πώς ισχυρίζεσαι κάτι τέτοιο;».
«Διότι, απαντά εκείνη, το να γνωρίζεις να χρησιμοποιείς και να διαθέτεις την άψυχη ύλη κάπως έτσι, ώστε η τέχνη που συγκροτεί τα μηχανήματα να έχει σχεδόν τη θέση της ψυχής στην ύλη και να δημιουργεί μ’ αυτά κίνηση, ήχο, σχήματα και τις παρόμοιες απομιμήσεις, αυτό αποτελεί απόδειξη ότι κάτι τέτοιο υπάρχει και στον άνθρωπο. Μ’ αυτό παρουσιάζεται ο άνθρωπος, με τη θεωρητική και εφευρετική δύναμή του, να επινοεί μέσα του και να προκατασκευάζει με τη σκέψη τα μηχανήματα· έπειτα, με την τέχνη, τα θέτει σε ενέργεια και υλοποιεί εκείνο που είχε στο νου του.
»Και πρώτα αντιλήφθηκε ότι είχε ανάγκη από αέρα για να δημιουργήσει την εκφώνηση. Έπειτα, για να παράγει αέρα με το μηχάνημα, εξέτασε πρώτα με τη σκέψη και ερεύνησε τη φύση των στοιχείων· βρήκε ότι δεν υπάρχει κανένα κενό στα όντα, αλλά το ελαφρύτερο θεωρείται κενό μόνο σε σύγκριση με το βαρύτερο. Διότι, και ο ίδιος ο αέρας στην ιδιαίτερη ιδιοσυστασία του είναι γεμάτος και πλήρης. Καταχρηστικά μάλιστα λέμε ότι το δοχείο είναι άδειο. Κι όταν είναι άδειο από το υγρό περιεχόμενό του, ο μορφωμένος άνθρωπος πάλι θα πει ότι είναι γεμάτο, από αέρα.
»Απόδειξη αυτού αποτελεί και το ότι, όταν ρίξουμε έναν αμφορέα στη λίμνη, να μη γεμίζει αμέσως νερό αλλά στην αρχή να επιπλέει· διότι ο περιεχόμενος αέρας συγκρατεί το κοίλο δοχείο προς τα πάνω, έως ότου πιεστεί ο αμφορέας από το χέρι αυτού που αντλεί νερό· έτσι βυθίζεται, και τότε γεμίζει νερό από το στόμιο. Μ’ αυτά αποδεικνύεται ότι το δοχείο δεν είναι κενό πριν γεμίσει με νερό.
Στο στόμιο του δοχείου γίνεται ένα είδος μάχης μεταξύ των δύο στοιχείων· το νερό από τη μια σαν βαρύτερο πιέζεται προς τα κάτω και ρέει μέσα στο δοχείο· κι από την άλλη ο αέρας που βρίσκεται μέσα στο δοχείο, επειδή πιέζεται από το νερό, ανεβαίνει προς το ίδιο στόμιο με ορμή και εμποδίζει την είσοδο του νερού· γι’ αυτό, με τη δύναμή του ο αέρας, κάνει το νερό να φουσκώνει και ν’ αφρίζει.
»Όλα αυτά, λοιπόν, τα κατανόησε ο άνθρωπος. Γι’ αυτό επινόησε τρόπο πώς, με τα στοιχεία της φύσεως, θα εισέρχεται ο αέρας στο μηχάνημα. Κατασκεύασε ένα κοίλωμα από στερεή ύλη και περιόρισε απ’ όλες τις πλευρές τον αέρα, να μην μπορεί να βγει έξω. Έπειτα, έχυσε νερό από το στόμιο στο κοίλωμα, αφού το μέτρησε να είναι στην απαιτούμενη ποσότητα· κατόπιν, δίνει με τον παρακείμενο αυλό διέξοδο στον αέρα από την αντίθετη πλευρά· και ο αέρας με την πίεση του νερού γίνεται δυνατός άνεμος, ο οποίος εξερχόμενος παράγει ήχο με την κατασκευή του αυλού.
»Αποδεικνύεται, λοιπόν, ξεκάθαρα από τα φαινόμενα ότι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο νους, διαφορετικός από τα ορατά· ο νους, με την αόρατη και νοερή φύση του, προκατασκευάζει με την σκέψη του αυτά (τα φαινόμενα) και στη συνέχεια με την ύλη παρουσιάζει προς τα έξω εκείνα που σχεδίασε με το νου του. Έτσι δεν είναι;
»Διότι, εάν, σύμφωνα με όσα λένε οι αντιτιθέμενοι, ήταν δυνατόν αυτά τα θαυμαστά γεγονότα να τ’ αποδώσουμε στη φύση των στοιχείων, τότε από μόνα τους θα δημιουργούνταν τα μηχανήματα. Δεν θα περίμενε ο χαλκός την τέχνη για να σχηματίσει άγαλμα, αλλά ευθύς από τη φύση του θα γινόταν. Ούτε ο αέρας θα χρειαζόταν τον αυλό για να παράγει ήχο, αλλά πάντοτε από μόνος του θα τον παρήγε με την ρέουσα κίνησή του. Ούτε πάλι το νερό, για να τρέξει προς τα πάνω, θα πιέζονταν από σωλήνα με τεχνική πίεση που σπρώχνει το νερό να κινηθεί με τρόπο που ξεπερνά τη φύση του· αλλά, από μόνο του θ’ ανέβαινε το νερό προς το μηχάνημα, γιατί θα το έσπρωχνε προς τα πάνω η ίδια η φύση του.
»Εάν, λοιπόν, τίποτε απ’ αυτά δεν γίνεται αυτόματα και δεν ενεργεί από τα ίδια τα στοιχεία της φύσεως, αλλά το καθένα ενεργείται σύμφωνα με τη θέληση, με τη δύναμη της τέχνης· και τέχνη είναι διάνοια σταθερή που ενεργεί για κάποιο σκοπό μέσω της ύλης, ενώ διάνοια είναι φυσική κίνηση και ενέργεια του νου· επομένως, απέδειξε η εξέταση των αντιθέτων επιχειρημάτων στα δικά μας, ότι ο νους είναι κάτι το διαφορετικό από τα φαινόμενα (ορατά)».
«Κι εγώ παραδέχομαι, είπα, ότι έτσι έχουν τα πράγματα· δηλαδή, το μη φαινόμενο δεν είναι το ίδιο με το φαινόμενο. Όμως δεν βρίσκω στο επιχείρημα αυτό την απάντηση που ζητώ. Διότι δεν μου είναι ακόμη ξεκάθαρο, τι είναι εκείνο που πρέπει να θεωρούμε ως μη φαινόμενο. Ότι δεν είναι ύλη, το έμαθα απ’ όσα λέχθηκαν. Δεν έμαθα όμως ακόμη τι ακριβώς πρέπει να λέω γι’ αυτό. Και θα επιθυμούσα πολύ περισσότερο να μάθω το εξής, τι είναι ακριβώς και όχι τι δεν είναι».
Κι εκείνη απάντησε: «Μαθαίνουμε πολλά για πολλά πράγματα με τον εξής τρόπο· εξηγούμε ότι υπάρχει το ζητούμενο, χωρίς να λέμε ποτέ ότι αυτό ακριβώς είναι η ουσία του ζητουμένου. Όταν π.χ. λέμε κάποιον απόνηρο τον παρουσιάζουμε ως αγαθό· λέγοντας κάποιον άνανδρο τον χαρακτηρίζουμε ως δειλό· και πολλά παρόμοια παραδείγματα μπορούμε ν’ αναφέρουμε. Με αυτά ή παρουσιάζουμε την πιο ορθή έννοια με αποφατικό τρόπο (αναφέρουμε τι δεν είναι) ή πάλι παρουσιάζουμε τις κακές έννοιες και δείχνουμε το κακό με την μη αναφορά των καλών.
»Έτσι, λοιπόν, και στον παρόντα λόγο εάν κανείς κατανοήσει έτσι τα πράγματα, δεν θα πέσει έξω στην ορθή έννοια αυτού που ψάχνει. Και ψάχνει τι πρέπει να πιστεύουμε ότι είναι ο νους στην ουσία του. Εκείνος λοιπόν που δεν αμφιβάλλει ότι υπάρχει αυτός (ο νους) για τον οποίο συζητάμε και το στηρίζει στην ενέργεια που δείχνει σε μας· αλλά επιπλέον να μάθει τι ακριβώς είναι, θα ικανοποιούνταν εάν μάθαινε ότι δεν είναι αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, ότι δεν είναι χρώμα ή σχήμα ή σκληρό ή βάρος ή ποιότητα ή τρισδιάστατο, μήτε καταλαμβάνει χώρο, μήτε γενικά μπορεί να γίνει αντιληπτό με τα χαρακτηριστικά της ύλης ή είναι κάτι άλλο πέρα αυτά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου