Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ



[1]
     Ο Γέροντας Ιερώνυμος (1883–16/10/1966), ήταν ογδόντα ετών όταν τον γνώρισα το 1963. Ήταν πανύψηλος και είχε μια πολύ επιβλητική μορφή. Αμέσως μόλις με είδε, άρχισε να μου περιγράφει τα μέλη της οικογένειάς μου, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, τ’ αδέρφια μου, με τέτοιο τρόπο, που τότε μόνο αντιλήφθηκα ότι μέχρις εκείνη τη στιγμή πολύ λίγο τους είχα καταλάβει.
     Ήμουν φοιτήτρια όταν τον γνώρισα. Κι αμέσως ένιωσα πολύ μεγάλο ζήλο να βρίσκομαι όσο το δυνατό συχνότερα κοντά στην αγία αυτή μορφή. Έτσι, πήγαινα και τον συναντούσα κάθε δυο–τρεις εβδομάδες. Ό,τι και να σας πω για τον Γέροντα Ιερώνυμο, δεν είναι δυνατό ν’ αποδώσει την πραγματική του εικόνα. Τα λόγια είναι πάμφτωχα, για να μπορέσω να παρουσιάσω αυτόν τον άγιο άνθρωπο.
     Είχε σε πολύ μεγάλο βαθμό όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Είχε αγαπήσει μ’ όλη του τη ψυχή τον Χριστό μας, την Παναγία μας, τους Αγίους μας, την Εκκλησία μας. Είχε διαποτιστεί από το πνεύμα των αγίων ασκητών και των γεροντάδων της Καππαδοκίας και ο ίδιος υπήρξε μια αντάξια συνέχειά τους. Ζούσε συνεχώς στην κατάνυξη και στην προσευχή.
     Δεν μπορούσε να πει «ο Χριστός μας», χωρίς να γεμίσουν τα μάτια του δάκρυα. Κάποια φορά, όταν και πάλι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του, είπε: «Τα μάτια μου είναι μικρά και τα δάκρυα πολλά· δεν χωρούν! Πήγαινε έξω, ν’ αναπαυθώ λίγο».
     Συχνά, ενώ συνομιλούσε με κάποιον ή με κάποιους, αισθανόταν επιτακτική την ανάγκη να μείνει μόνος, όχι φυσικά «για ν’ αναπαυθεί», όπως έλεγε, αλλά για να προσευχηθεί, να διαβάσει το αγαπημένο του Ψαλτήρι ή να πει «Χριστέ μου, Κύριέ μου!» και να χυθούν όλα τα δάκρυα που συγκρατούσε, όση ώρα μιλούσε.
     Το προορατικό του χάρισμα ήταν τόσο έντονο, που τρόμαζες κι ένιωθες δέος, αλλά και ντροπή για τον εαυτό σου και για τις αμαρτίες σου. Δεν χρειαζόταν να του μιλούμε εμείς για τα προβλήματά μας, για τις αδυναμίες, για τις πτώσεις μας. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μιλούσε εκείνος για όλα αυτά, με κεκαλυμμένο τρόπο, ώστε να μην εντυπωσιάσει ή ν’ αποκαλυφθεί.
     Ήταν πάντοτε χαρούμενος και για τη χαρά προέτρεπε τα εξής: «Νά ’στε χαρούμενοι. Τη χαρά να τη δέχεστε, την απελπισία όχι· να της κλείνετε την πόρτα. Δεν είμαστε μόνοι μας. Είναι ο Χριστός μαζί μας, που μας αγαπά και θέλει να μας βοηθήσει. Μη φοβάστε!».

     Γεννήθηκε το 1883 στο Μικρασιατικό Γκέλβερι της Καππαδοκίας. Οι κάτοικοι των αγιασμένων τόπων της Καππαδοκίας, όπως είναι γνωστό, διακρίνονται για τη βαθιά θρησκευτικότητά τους. Το Γκέλβερι λεγόταν παλαιότερα «Κελλίβαρα», λόγω των πολλών κελλιών στα οποία είχε καταφύγει πλήθος ασκητών. Τα κελλιά αυτά ήταν λαξευμένα και κρυμμένα μέσα στους πελώριους βράχους της περιοχής. Σ’ εκείνα τα μέρη, όπως έλεγε ο Γέροντας, ακόμη και οι κοσμικοί ζούσαν όπως οι μοναχοί· με αγρυπνίες, προσευχές, νηστείες και πάρα πολλή ευσέβεια.
     Το όνομά του ήταν Βασίλειος· Βασίλειος Αποστολίδης. Οι ευλογημένοι γονείς του ονομάζονταν Ανέστης και Ελισάβετ. Ήδη, από την κοιλιά της μητέρας του, ήταν κεκλημένος από τον Θεό. Η μητέρα του, η Ελισάβετ, ήταν ένας μυστικός και εσωτερικός άνθρωπος, άνθρωπος κυρίως της προσευχής και των δακρύων, που επηρέασε βαθύτατα τον μικρό Βασίλειο. 
     Μεταφέρω αυτούσια τα λόγια του Γέροντος:

     «Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι τη μητέρα μου που ήταν ώρες, ιδίως τις νύχτες, γονατιστή και σχεδόν έκλαιγε πάντοτε. Προσευχόταν. Όταν ήμουν στο σχολείο και τη θυμόμουν, στα διαλείμματα δεν έβγαινα έξω, αλλά ακουμπούσα το κεφάλι μου στα χέρια μου πάνω στο θρανίο κι έκλαιγα.
     –Τι έχεις; μου έλεγε ο δάσκαλος. Τι σε πονά;
     –Το κεφάλι μου πονά κι η κοιλιά μου, του έλεγα.
     Αυτό, όμως, γινόταν συχνά. Μια μέρα, πήγε ο δάσκαλος και βρήκε τη μητέρα μου και της το είπε. Όταν πήγα στο σπίτι, με πήρε παράμερα η μητέρα μου και με ρώτησε γιατί έκλαιγα.
     –Δεν με πονά τίποτε, μητέρα! Αλλά θυμάμαι εσένα, που όλο κλαις, και δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυά μου και κλαίω. Εσύ, μητέρα, γιατί κλαις; Μήπως για τη φτώχεια μας;
     –Εγώ, παιδί μου, δεν κλαίω για τη φτώχεια μας. Κλαίω και παρακαλώ τον Θεό για όλο τον κόσμο. Αλλά περισσότερο κλαίω για σένα. Βλέπω μερικά σημάδια σε σένα, που δεν τα βλέπω στα άλλα παιδιά. Παρακαλώ, λοιπόν, τον Θεό να σε αξιώσει να γίνεις αυτό που σε έχει προορίσει και να μη σ’ εγκαταλείψει ποτέ. Μη μπεις, παιδί μου, στον κόσμο· ιερέας, να γίνεις! Δεν είναι τίποτε, παιδί μου, ο κόσμος. Εγώ τη γνώρισα τη ζωή και δεν είναι τίποτε. Μου δίνεις τον λόγο σου;
     –Ναι, σου τον δίνω, μητέρα!
     –Τώρα, παιδί μου, εσύ πρέπει πάντα να προσέχεις περισσότερο από τα άλλα παιδιά. Ν’ ακούς ό,τι σου λέω…».
     Κι άρχισε ο μικρός Βασίλειος τη ζωή της αφιέρωσης και της αγάπης του στον Χριστό μας, με ρίζες τα δάκρυα της μητέρας του! Πολλές φορές τον έχαναν και, όταν τον ανακάλυπταν, τον έβρισκαν να κοιμάται ή να προσεύχεται και να κλαίει κάτω από τις Αγίες Τράπεζες, μικρών παλαιών εξωκκλησιών.

     Ο Γέροντας Ιερώνυμος είχε πολύ ωφεληθεί από δύο αγίους Γέροντες, τους οποίους συχνά ανέφερε· τον Γέροντα Μισαήλ και τον Γέροντα Γρηγόριο. Είναι πάμπολλα τα όσα έχει διηγηθεί γι’ αυτούς τους Γέροντες. Αναφέρω μόνο δύο.
     Για τον Γέροντα Γρηγόριο, ο οποίος ήταν παράλυτος, διηγόταν ο Γέροντας Ιερώνυμος ότι, σε κάθε δύσκολη ή σοβαρή υπόθεση, όσες φορές του ζητιόταν η γνώμη του, παρακαλούσε να τον ανεβάσουν με το κρεβάτι του στην κορυφή ενός βουνού. Τον άφηναν εκεί μόνο του, χωρίς κανέναν να τον φροντίζει και επέστρεφαν, όπως άλλωστε τους το ζητούσε ο ίδιος, μετά από οκτώ μέρες, για να τον παραλάβουν. Όταν επέστρεφε, δεν μπορούσαν ν’ ατενίσουν το πρόσωπό του, το οποίο έλαμπε! Οι δε συμβουλές του, ήταν όλες καρποί του Αγίου Πνεύματος.
     Για δε τον, επίσης Γκελβεριώτη, Γέροντα Μισαήλ, ο οποίος είχε το χάρισμα των δακρύων και της αδιάλειπτης προσευχής, αφηγούνταν ότι ανέβαινε στο βουνό πριν από την ανατολή του ηλίου, ύψωνε τα χέρια του στον ουρανό προσευχόμενος και τα κατέβαζε μετά τη δύση του ηλίου.
     Με την πάροδο των ετών, ο πόθος του Βασιλείου αύξανε. Αφιερώθηκε στην Εκκλησία. Χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Αμισού (ή αλλιώς Αμασείας ή και Σαμψούντας στα Τουρκικά) Άνθιμο (Αλεξούδη· 1824–1909) και υπηρέτησε για δέκα περίπου έτη ως διάκονος στην πατρίδα του, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη και στον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.
     Πήγε κι έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα στους Αγίους Τόπους. Έλεγε δε συχνά ο Γέροντας: «Όταν προσεύχομαι, νοερώς βρίσκομαι στον Γολγοθά, όπου σταύρωσαν τον Χριστό μας, στον Πανάγιο Τάφο Του, στο Όρος των Ελαιών, στη Βηθλεέμ». Δηλαδή νοερώς πάντοτε μεταφερόταν στους Αγίους Τόπους και μετά δακρύων «βρισκόταν για ώρες εκεί».
     Στην Ελλάδα μετέβη αρχές του 1922, με πολλούς άλλους Έλληνες από την ευλογημένη Κωνσταντινούπολη. Χειροτονήθηκε ιερέας και πήρε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη από τον Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα (Φωστίνη· 1888–1962). Έκτοτε, ζηλότυπα, μέχρι την κοίμησή του, το έτος 1966, τον κράτησε και τον χάρηκε η νήσος Αίγινα, της οποίας αγίασε τους δρόμους, τα βουνά, τα μονοπάτια και τις παραλίες. Αγαπούσε πολύ την Αίγινα λόγω του ότι εκεί είχε ζήσει ο Άγιος Νεκτάριος. Διετέλεσε πνευματικός πατέρας για ορισμένο χρονικό διάστημα των μοναζουσών της ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος – Αγίου Νεκταρίου, καθώς και των μοναχών της, τότε, ανδρώας ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Χρυσολεοντίσσης». Ήταν ο άγγελος και η ψυχή της Αίγινας. Συχνά πήγαινε στο Άγιον Όρος για προσωπική ωφέλεια και εξομολόγηση.
     Τον πρώτο καιρό υπηρέτησε ως εφημέριος στο νοσοκομείο της Αίγινας, όπου ανήγειρε και τον ναό του νοσοκομείου. Ως ιερέας λειτούργησε πολύ λίγο, διότι σαράντα μέρες μετά τη χειροτονία του, είδε μια φοβερή οπτασία· αντί για το τεμάχιο του πρόσφορου, είδε τον Κύριο Ιησού Χριστό μας ως βρέφος επάνω στην Αγία Τράπεζα και δεν τολμούσε για πολλή ώρα να χρησιμοποιήσει την αγία λαβίδα. Κήρυττε, έψαλλε, συμβούλευε. Κι ύστερα από λίγο καιρό, αποσύρθηκε στο Ησυχαστήριό του «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», το οποίο αυτός ανήγειρε. Σ’ όποιον τον επισκεπτόταν έδειχνε απέραντη αγάπη και σεβασμό· αυτό έκαμνε προς όλους αδιακρίτως. Το Ησυχαστήριό του, όντως, ήταν η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Άλλος άνθρωπος έμπαινες και άλλος έβγαινες. Κι αν ακόμη κάποιος από τους επισκέπτες δεν κατανοούσε τα λόγια του Γέροντος εκείνη τη στιγμή, ερχόταν η ώρα που διαπίστωνε ότι τα λόγια του ήταν αληθινά και θεόπνευστα.
     Τα πρώτα χρόνια, την περίοδο 1935–1940, μετά από άδεια που έδωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο γνωστός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (ο Α΄· 1868–1938· Αρχιερατεία στην Αθήνα: 1923–1938), τ απογεύματα των Κυριακών, πήγαινε ο πατήρ Ιερώνυμος στην Αθήνα και κήρυττε στον Μητροπολιτικό ναό. Το γνώριζαν αυτό πολλοί συμπατριώτες του και πήγαιναν και τον άκουγαν και έκλαιγαν και μιλούσαν κατόπιν μαζί του για τους πόνους και τα προβλήματά τους. Πολλοί απ’ αυτούς, χάρη στη συμπαράσταση, την αγάπη και τη βοήθεια του Γέροντος, γλύτωσαν από βέβαιη αυτοκτονία, ένεκα του μεγάλου πόνου και της πραγματικά δυσβάσταχτης αθλιότητας που έζησαν μετά τον ξεριζωμό τους από την αγιασμένη πατρίδα τους. Κι όσους δεν πήγαιναν στην εκκλησία, πήγαινε και τους ανακάλυπτε εκείνος, χάρη στο διορατικό του χάρισμα, είτε στα χαμόσπιτά τους είτε στα μικρά πρόχειρα μαγαζάκια τους στον Πειραιά και στην Αθήνα. Εκεί που απελπίζονταν, έβλεπαν ξαφνικά το χαρούμενο και ιλαρό, το γεμάτο αγάπη πρόσωπο του Γέροντος. Και, τότε, άλλαζαν όλα...
     Αμέσως μόλις έφευγα από κοντά του, κατέγραφα όσα έλεγε σ’ εμένα και σε άλλους. Συχνά δε, επειδή έμενα δύο, τρεις ή και τέσσερις ώρες εκεί και, συν τω χρόνω, έρχονταν κι άλλοι επισκέπτες, μου έλεγε: «Εσύ κόρη, πήγαινε μέσα και σιώπησε». «Μέσα», εννοούσε το διπλανό κελλί, απ’ όπου όμως όλα όσα λέγονταν, ακούγονταν σαν να ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους, οπότε, απευθείας τα κατέγραφα· όσα απ’ αυτά, εννοείται, δεν ήταν απόρρητα.
     Με μια ματιά έκανε τη διάγνωση και, ανάλογα με τον χρόνο που είχε, μιλούσε για τα κυριότερα προβλήματα ή θέματα και έδινε τις πνευματικές συνταγές που είχε ανάγκη ο καθένας χωριστά. Αν δεν είχε χρόνο, γιατί ήταν πολλά τα άτομα, έλεγε μια κουβέντα, μια φράση, αλλά ήταν εκείνη που κυρίως χρειαζόταν το συγκεκριμένο πρόσωπο.

     Κάποτε, τον επισκέφθηκε ένας γνωστός μου αρχιμανδρίτης. Έγινε αρχικά ο χαιρετισμός της αγάπης, του φίλησε το χέρι ο κληρικός και ο Γέροντας τον ρώτησε ...εάν πίστευε ότι υπάρχει Θεός! Ο αρχιμανδρίτης θύμωσε πάρα πολύ απ’ αυτήν την ερώτηση και του είπε:
     –Σ’ εμένα το λες αυτό, Γέροντα; Εγώ είμαι προϊστάμενος σε ναό, με πέντε ιερείς και δυο διακόνους. Κάνω ομιλίες, κάνω κατηχητικά, έχω τόσα πνευματικοπαίδια…
     Ο Γέρων Ιερώνυμος, δεν απάντησε.
     Τον πήρε μέσα κι εκεί έγινε μεταξύ τους ο εξής διάλογος:
     –Από το «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» μέχρι το «Δι’ εὐχῶν» είσαι μόνος στο ιερό ή έχεις και παρέα;
     –Πολλές φορές έχω και πνευματικά μου τέκνα, Γέροντα.
     –Τους μιλάς καθόλου;
     –Βέβαια. Όταν βρω χρόνο, τους λέω και καμμιά κουβέντα για ωφέλεια.
     –Να, παιδί μου, γιατί δεν πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός! Διότι, εάν πίστευες, μπροστά στα Τίμια Δώρα, μετά τη μετουσίωση, το στόμα σου θα το είχες κλειστό!
     Ο αρχιμανδρίτης, έμεινε άναυδος. Πήρε ένα δυνατό δίδαγμα και ωφελημένος αναχώρησε.
     Μια παρέα πέντε–έξι ατόμων τον είχε κάποτε επισκεφθεί μια μέρα. Την ώρα που έφευγαν και του φιλούσαν το χέρι ένας–ένας, λέει σε μια κοπέλλα, χωρίς να τον ακούσουν οι άλλοι: «Πιασίματα, όχι!». Όπως μου είπε η ίδια η κοπέλλα κατόπιν, έκανε συντροφιά με κάποιο πρόσωπο και δεν πρόσεχε όσο έπρεπε. Σε άλλη πάλι της ίδιας συντροφιάς, είπε: «Τα φυστίκια που είδες, δεν ανήκουν σ’ εμάς· είναι του γείτονα. Αν ήταν δικά μας, θα σου δίναμε πολλά!». Εκείνη έμεινε άναυδη, διότι, πηγαίνοντας προς τον Γέροντα, είχε δει τις φυστικιές έξω από το Ησυχαστήριο και σκέφτηκε μέσα της: «Τι ωραία, να μας έδιναν λίγα φυστίκια!».
     Στους κληρικούς έλεγε:
     «Είσαι βελόνα στα χέρια του Θεού. Να προσέξεις να μην είσαι σκουριασμένη βελόνα, για να μπορεί Αυτός να κάνει καλά το έργο Του».

     Μια γνωστή μου, είχε ένα δεκαπεντάχρονο γιο, πολύ ζωηρό, ο οποίος δημιουργούσε πολλά προβλήματα στο σπίτι. Κλαίγοντας, λοιπόν, μια μέρα είπε στον Γέροντα:
     –Γέροντα, κάντε, σας παρακαλώ, πάρα πολλή προσευχή για το παιδί μου. Είναι πολύ σκληρό για εμάς, διότι, ενώ τον παιδαγωγούμε και τον νουθετούμε χριστιανικά, δυστυχώς δεν γίνεται «καλό» παιδί.
     Ο Γέροντας, τότε, της είπε:
     –Άκουσε να σου πω· έχεις μεγάλη ευθύνη για το παιδί σου και να ξέρεις ότι ο Θεός θα σου ζητήσει στην άλλη ζωή ή το παιδί σου σωσμένο ή πληγές στα γόνατά σου. Θα προσπαθείς μεν με τις νουθεσίες και τις συμβουλές να βοηθήσεις το παιδί σου. Αν, όμως, δεν τα καταφέρνεις, θα γονατίζεις και θα προσεύχεσαι τόσο πολύ, που θα δημιουργηθούν πληγές στα γόνατά σου. Μόνο τότε θα μπορείς να πεις: «Χριστέ μου! Έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά δεν μπόρεσα να σώσω το παιδί μου!».
     Εκτός από τις προσωπικές για τον καθένα παραινέσεις και συμβουλές, τα βασικά θέματα γύρω στα οποία στρέφονταν οι συζητήσεις και οι συμβουλές του, ήταν:
     «Σ’ όλα να έχεις μέτρο· στην αγάπη του Χριστού μας, όχι!».
     «Αν δεν ζήσεις τη σιωπή, δεν μπορείς να κατανοήσεις την αξία της».
     «Να διαβάζετε το Ευαγγέλιο, το Ψαλτήριο, τους “Ασκητικούς Λόγους” του αββά Ισαάκ του Σύρου».
     Για την προσευχή έλεγε:
     «Όπως είπες σ’ εμένα αυτά τα λόγια, έτσι, με παράπονο και πόνο, να τα πεις στον Χριστό μας».
     Για τη μελέτη είπε τα εξής:
     «Όταν, διαβάζοντας, σου έρθει κατάνυξη, άφησε για λίγο το βιβλίο και κλάψε. Ζήσε την κατάνυξη· χαιρέτισε τη Χάρη!».
     Για τα δάκρυα, είπε:
     «Προσευχή χωρίς δάκρυα είναι να χτίζεις δίχως νερό. Όχι δάκρυα για προβλήματα, γι’ ασθένειες και για φτώχεια· αλλά δάκρυα από αγάπη για τον Χριστό μας. Εκείνος γνωρίζει τις ανάγκες σου· εσύ, μόνο να Τον αγαπάς. Πες: Κύριέ μου, Εσένα μόνο έχω. Κύριέ μου, μη μ’ εγκαταλείψεις, γιατί μετά χάνομαι, τίποτε δεν είμαι. Κύριε, βλέπεις, προσευχή δεν κάνω όση πρέπει, δάκρυα δεν έχω, δεν…, δεν…, είμαι αδιόρθωτος! Κύριε, πού θα πάει αυτή η κατάσταση;. Αυτά, να λες με πόνο και θα δεις πώς έρχονται τα δάκρυα!...».
     Ήταν πολύ χαρούμενος και πολύ χαριτωμένος άνθρωπος και όλους τους δεχόταν με πολλή καλοσύνη και χαρά. Έβλεπε κάποιον με συντριβή και φοβισμένο και του έλεγε: «Καλώς ήρθες. Πολύ χαρήκαμε. Να έρχεσαι όποτε μπορείς. Όταν έρχεσαι, άγγελο θεωρούμε ότι βλέπουμε».
     Ό,τι του έδιναν, τα έδινε σ’ όσους είχαν ανάγκη· και, μάλιστα, χωρίς εκείνοι να του έχουν μιλήσει για οποιοδήποτε οικονομικό πρόβλημά τους. Σε μια μοναχή που ήταν στενοχωρημένη γιατί δεν είχε να πληρώσει το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος, χωρίς εκείνη να του πει τίποτε απολύτως, όταν πήγε να τον επισκεφθεί της είπε: «Πάρε αυτόν τον φάκελο, έχει χρήματα. Μη πεις όχι! Θα σου χρειαστούν». Εκείνη αναγκαστικά τα πήρε. Κι όταν πήγε στο σπίτι της, άνοιξε τον φάκελο και διαπίστωσε ότι περιείχε όσα ακριβώς έγραφε η ειδοποίηση – ο λογαριασμός της ΔΕΗ.
     Σε μια άλλη μοναχή, που είχε πάει την ημέρα της εορτής του Αγίου Νεκταρίου να προσκυνήσει στον Άγιο, είπε: «Μη μπερδεύεσαι στον κόσμο· πήγαινε άλλη μέρα στον Άγιο να προσκυνήσεις. Να προσέχεις το ράσο σου. Και να σου πω κάτι, για να με καταλάβεις· πολλές φορές καλώ τον Άγιο Νεκτάριο κι έρχεται εδώ και συνομιλούμε. Μέσα στην ησυχία, πολλά θα καταλάβεις πνευματικά».
Νομικός – Θεολόγος,
Βιογράφος του Γέροντος Ιερωνύμου

[2]
     Στην Αίγινα είχε μια πολύ μεγάλη δοκιμασία. Προτού σας την αφηγηθώ, θα πρέπει να σας πω ότι, ο Γέρων Ιερώνυμος είχε πρακτικές γνώσεις ιατρικής· ήξερε κάποιες αλοιφές, κάποια φάρμακα που έκαναν πολύ καλό, θεράπευε τραύματα κλπ. Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, πήγε στον Γέροντα Ιερώνυμο ένας Γερμανός. Είχε ένα τραύμα στο πόδι κι είχε πάει σε διάφορους γιατρούς, πλην όμως, δεν μπόρεσε να γίνει καλά. Κάποιοι τον συμβούλευσαν να πάει στον Γέροντα Ιερώνυμο. Ο Γέροντας στην αρχή δεν ήθελε. Φοβήθηκε μήπως τον κατηγορήσουν ότι υποκαθιστά τους γιατρούς, κάμνοντας θεραπείες. Αγρίεψε, όμως, ο Γερμανός κι έτσι ο Γέροντας αναγκάστηκε να δεχθεί. Και, πράγματι, θεράπευσε το τραύμα του.
     Φεύγοντας ο Γερμανός, άφησε ένα βλήμα. Ο Γέροντας δεν του καταλόγισε ποτέ δόλο γι’ αυτό. Κανείς δεν ξέρει γιατί το έκανε αυτό. Κάποτε ο Γέροντας, που είχε κατέβει στην πόλη της Αίγινας, είδε έναν αναπτήρα, ο οποίος ήταν φτιαγμένος από ένα βλήμα παρόμοιο σαν κι εκείνο που του άφησε ο Γερμανός. Επειδή ο Γέροντας ήξερε πολλές τέχνες –εργαζόταν σ’ όλη του τη ζωή– πήρε εκείνο το βλήμα (του Γερμανού) κι άρχισε να μαστορεύει πάνω σ’ αυτό, προσπαθώντας να το μετατρέψει σε αναπτήρα.

     Δυστυχώς, όμως, το βλήμα ήταν γεμάτο· έγινε έκρηξη, χτύπησε πολύ άσχημα στο αριστερό του χέρι, έμεινε αναίσθητος, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της Αίγινας πρώτα κι ύστερα στο νοσοκομείο του Πειραιά. Όπως μας έλεγε η Γερόντισσα Ευπραξία, η οποία είχε ζήσει πολλά χρόνια κοντά του, από την ημέρα που χτύπησε έλεγε πάντοτε «Δόξα Σοι, ὁ Θεός! Δόξα Σοι, ὁ Θεός!». Στο νοσοκομείο του Πειραιά του έκοψαν πλέον το χέρι, διότι είχε μολυνθεί. Εξαιτίας δε του ατυχήματος αυτού, έχασε όχι μόνο το χέρι του, αλλά και την ακοή του, την οποία μετά απέκτησε θαυματουργικά μετά από επέμβαση των Αγίων Αναργύρων.
     Ο ίδιος έλεγε: «Έχασα το ένα μου χέρι· ο Θεός επέτρεψε να μου το πάρουν. Δεν το χρειαζόμουν, φαίνεται. Έχω το άλλο μου χέρι. Αν θέλει να μου πάρει και το άλλο, ας μου το πάρει. Και καρκίνο αν θέλει, ας μου δώσει. Αρκεί να το παραχωρήσει ο Θεός κι εγώ να μπορέσω να το αντέξω». Ήταν απόλυτα αφιερωμένος κι απόλυτα δοσμένος στον Θεό. Δεν τον φόβιζαν οι θλίψεις, όσο η τυχόν απομάκρυνσή του από τον Θεό· αυτό πρόσεχε κι αυτό τον ενδιέφερε. Θυμάμαι, με πόση υπομονή αντιμετώπισε την ασθένειά του. Και, ξέρετε, υπέφερε πάρα πολύ. Ο καρκίνος που είχε μετέπειτα, του προκαλούσε φοβερούς πόνους. Ποτέ, όμως, δεν βαρυγκώμησε, ποτέ δεν παραπονέθηκε για ο,τιδήποτε. Πάντοτε έλεγε «Δόξα Σοι, ὁ Θεός!». Δόξαζε συνεχώς τον Θεό· τίποτε άλλο!

     Προείδε την κοίμησή του. Εκοιμήθη στις 16 Οκτωβρίου 1966, ημέρα Κυριακή. Από την προηγούμενη Δευτέρα κάλεσε τα πνευματικά του τέκνα, τους έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες. Ήταν πάρα πολύ συγκινητικό. Δεν μπορώ να σας μεταφέρω την ατμόσφαιρα που επικρατούσε· ήταν μια πραγματική μυσταγωγία. Μας είπε συγκεκριμένα: «Μέχρι την Κυριακή, αν θέλει ο Θεός, θα είμαι εν ζωή. Μετά, θα κοιμηθώ».
     Οποιονδήποτε θελήσει να ρωτήσει σήμερα ένας στην Αίγινα για τον Γέροντα Ιερώνυμο, θ’ ακούσει τα πιο συγκινητικά και τα πιο ζεστά λόγια. Κάνοντας ένα ακόμη ταξίδι στην Αίγινα, προκειμένου να συναντήσω περισσότερους ανθρώπους που τον είχαν γνωρίσει και να μάθω κάποια παραπάνω πράγματα, εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, πέραν των όσων άκουσα για το διορατικό και το προορατικό του χάρισμα, για την ελεημοσύνη του, για την αγάπη του προς όλους, για τη διακριτικότητά του –θα μπορούσαμε να μιλούμε ώρες γι’ αυτά– ήταν ότι όλοι έλεγαν εν κατακλείδι ότι ο Γέρων Ιερώνυμος ήταν ένας άγιος. Δεν βρήκα ούτε έναν άνθρωπο, που ν’ αμφιβάλλει για την αγιότητά του! Γι’ αυτό και θα επιθυμούσα να κλείσω με τα λόγια ενός μεγάλου σύγχρονου θεολόγου και συγγραφέα: «Μόνο όσοι γνώρισαν από κοντά τους αγγέλους και τους αγίους, μπορούν να μιλήσουν για τον Γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας».
ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ
Συγγραφέας,
Βιογράφος του Γέροντος Ιερωνύμου


[Κλείτου Ιωαννίδη:
«Γεροντικό του 20ου αιώνος»,
κεφ. 26ο, σελ. 521–532,
 έκδοσις «Νεκτ. Παναγόπουλος»,
Αθήνα, Οκτώβριος 19991.
Ο πίνακας, του Σπύρου Βασιλείου:
«Καΐκια, Αίγινα», 1953.]


Συνήθιζε να κάνει την εξής ερώτηση:
«Ποιο έχει μεγαλύτερη δύναμη;
Το νερό ή η φωτιά;».
Κάπου μπερδεύονταν οι επισκέπτες του
μ’ αυτήν την ερώτηση.
«Το νερό», απαντούσε ένας.
«Άμα ρίξεις ένα ποτήρι νερό
σε μια μεγάλη φωτιά, θα σβήσει;»,
ρωτούσε τότε ο Γέροντας Ιερώνυμος.
«Η φωτιά έχει μεγαλύτερη δύναμη»,
έλεγε μετά ο επισκέπτης.
«Κι αν ρίξεις ένα μεγάλο τενεκέ νερό
πάνω σε μια μικρή φωτιά, δε θα σβήσει;»,
ξαναρωτούσε ο Γέροντας.
Και, κατέληγε:
«Επομένως, ούτε το ένα ούτε το άλλο·
η ποσότητα, είναι που έχει σημασία!
Γι’ αυτό φροντίστε να έχετε το πνευματικό μέρος περισσότερο αυξημένο,
ώστε να μη σας κατανικήσει το σαρκικό.
Αν η θέληση για την πνευματική ζωή
είναι μεγαλύτερη,
δεν θα σας βλάψει
οποιαδήποτε κοσμική σκέψη
ή προσβολή πειρασμού».
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου