Τρίτη 11 Απριλίου 2017

ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΒΡΑΔΥ


 Χερσόνησο του Άθω στο Άγιο όρος και βλέπουμε  την θέα από τον εξώστη της Σιμωνόπετρας. Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη τραγουδάει Μίκη Θεοδωράκη και Τάσο Λειβαδίτη: "Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, τη λάμπα κρατώ ψηλά, να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά..." ταξιδεύουμε  στο Άγιο όρος, στο περιβόλι της Παναγίας, μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που το περπάτησαν και έμαθαν ότι ο Χρόνος στο Άγιον Όρος έχει τη δική του λογική. Αγνοεί την αγωνία μας να προλάβουμε, μπερδεύει τους δείκτες των ρολογιών και χάνεται στους αιώνες. 

Τον Νοέμβριο του 1914, δύο φίλοι, νεαροί τότε, 31 και 30 χρόνων αντίστοιχα, και δύο από τους μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός, βρέθηκαν προσκυνητές στο Άγιον Όρος για 40 μέρες. 

Ο Καζαντζάκης αποφάσισε να πραγματοποιήσει το ταξίδι όταν είδε στο σπίτι του Σικελιανού ένα λεύκωμα με φωτογραφίες από τον Άθω. 

Γράφει στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Έκλεισα τα μάτια, φούχτωσα ψαχουλεύοντας ένα βιβλίο. Το άρπαξε ο φίλος από τα χέρια μου, το άνοιξε. Ήταν ένα μεγάλο λεύκωμα με φωτογραφίες: Μοναστήρια, καλόγεροι, καμπαναριά, κυπαρίσσια... κελιά απάνω από τον γκρεμό και κάτω μια θάλασσα άγρια. Το Άγιο Όρος, φώναξα... Είσαι έτοιμος; είπε." Και έτσι ξεκίνησαν. Πάμε να διαβάσουμε τις εντυπώσεις τους και την περιγραφή τους: " «Έβρεχε. Η κορυφή του Άθω, τυλιγμένη σε πυκνήν αντάρα, είχε αφανιστεί. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, πηχτή, λασπωμένη. Ένα μοναστήρι (πρόκειται για τη Μονή Ξηροποτάμου) ανάμεσα στις μαυρισμένες από τη βροχή καστανιές, γυάλιζε κάτασπρο. Έβρεχε σιγά, ποτιστικά κι ο ουρανός είχε κατέβει ως τις κορυφές των δέντρων. Πέντ’ έξι καλόγεροι, όρθιοι στην αποβάθρα, βρέχονταν σαν κυπαρίσσια. Δίπλα μας, στη βάρκα που μας έβγαζε στο λιμανάκι του Αγίου Όρους, τη Δάφνη, δυο καλόγεροι κουβέντιαζαν. Ο ένας, ο πιο νέος, με αριά μαύρα γενάκια, μ’ ένα βαρύ ταγάρι στην αμασκάλη, έλεγε: Να τον ακούσεις να ψέλνει, ξεχνάς τον κόσμο. Πιο γλυκιά και από πατέρα και μάνα η φωνή του... Και ο άλλος απαντούσε: Τι κάθεσαι και μου λες; Εμείς έχουμε έναν κότσυφα στο μοναστήρι που ψέλνει το Χριστός Ανέστη και σαστίζει ο νους σου. Τόνε λένε πάτερ κότσυφα. Κι έρχεται στην εκκλησιά μαζί μας και τη σαρακοστή νηστεύει... Με τα σακίδια στη ράχη, ακουμπώντας στα χοντρά ραβδιά μας, ανηφορίζαμε ανάμεσα από πυκνές, μισογυμνωμένες καστανιές και σκίνα και πλατύφυλλες δάφνες το καλντερίμι που έφερνε στις Καρυές. Ο αέρας, έτσι μας φάνηκε, μύριζε μοσκολίβανο. Σαν να ’χαμε μπει σε τεράστια εκκλησιά με θάλασσα, με δάση καστανιές, με βουνά και αποπάνω αντί για θόλο, ένας ξέσκεπος ουρανός..." 

 Η πρώτη επίσκεψη, μετά τα τυπικά, στο Πρωτάτο είναι στη βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων, στην οποία υπάρχουν μοναδικά χειρόγραφα. Για τον εσπερινό και την αγρυπνία που ακολούθησε ο Σικελιανός γράφει: «Στον εσπερινό, το ξυλοσήμαντρο με το απανωκαλύμαυχο γυρίζει ο καλόγερος τριγύρω από την εκκλησιά. Οι χτύποι πρώτα ρυθμικοί, έπειτα γοργοί, χτυπητοί, τέλος γαλήνιοι, κατανυχτικοί, εσωτερικοί. Και ξαφνικά ένα χτύπημα ισχυρό μονάχα και ο καλόγερος μπαίνει απ’ την πίσω θύρα στο Άγιο Βήμα. Και μετά το κατέβασμα με τις καμπάνες, σαν να μας εβάσταγαν αγγέλοι απ’ τις μασχάλες. Η αυλή στο φεγγάρι... Λιβάνι με ροδόνερο..." Τα τρία θαύματα που αντίκρισαν τις πρώτες μέρες, όπως γράφει ο Σικελιανός, είναι οι τρεις εικόνες: Πορταΐτισσα, Δωδεκαετής Ιησούς, Γλυκοφιλούσα. 

Και συνεχίζει ο Καζαντζάκης: "Την άλλη μέρα, πριν ξημερώσει, κινούμε για την κορφή του Άθω. Δεν είχε ακόμα λαλήσει μέσα στο περιαύλι το σήμαντρο, τα πουλιά ακόμα δεν είχαν ξυπνήσει, κατακάθαρος, γαλαχτωμένος ο ουρανός, και λάμπει πέρα κατά την ανατολή σαν εξαφτέρουγο σεραφείμ ο Αυγερινός. Ο πάτερ Λουκάς μας δείχνει το δρόμο. Πήραμε πάλι τον ανήφορο· πεύκα, έλατα, γκρεμοί φοβεροί και κάτω, στο πρωινό ήρεμο φως, απλώνουνταν, γαληνεμένη σήμερα η θάλασσα. Όσο πληθαίνει το φως, ξεχωρίζουμε πέρα τα θεία νησιά, την Ιμπρο, τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, να πλένε θαρρείς ανάερα, να μην αγγίζουν τη θάλασσα. Μπαίνουμε στα χιόνια· ο πάτερ Λουκάς πατάει αργά, προσεκτικά, γλιστρούμε και πέφτουμε, προχωρούμε με δυσκολία, με κίντυνο, απάνω στα κρουσταλλωμένα χιόνια. Απάνθρωπο, απόγκρεμο βουνό, κι ο φ ίλος μου ξαφνικά, που πήγαινε μπροστά, σταμάτησε· έσκυψε, κοίταξε κάτω· βαθύς, άπατος γκρεμός, τον έπιασε ζάλη. Στράφηκε σε μένα κατάχλωμος. Να γυρίσουμε... μουρμούρισε. Δεν είναι ντροπή; είπα εγώ και τον κοίταξα με παράπονο, πολύ ήθελα ν' ανέβω στην κορφή. Είναι... είναι... μουρμούρισε ντροπιασμένος· πάμε! Κι άρχισε πάλι ν' ανεβαίνει. Ο ήλιος ήταν ψηλά όταν πατήσαμε την κορφή· ξεπνεμένοι κι οι δυο από την κούραση, μα τα πρόσωπα μας έλαμπαν, γιατί φτάσαμε στο σκοπό. Μπήκαμε στο εκκλησάκι το αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Χριστού να προσκυνήσουμε· Ωστόσο ο πάτερ Λουκάς άναψε φωτιά με τα ξυλαράκια που 'χε μαζέψει στο δρόμο, έβγαλε από το ταγάρι του κι έψησε καφέ, στριμωχτήκαμε πίσω από ένα βράχο, γιατί πήρε να φυσάει και κρυώναμε. Κοιτάζαμε μπροστά μας το απέραντο βουβό πέλαγο, τα νησιά που αρμένιζαν κάτασπρα, και πέρα μακριά, άγνωρα βουνά που μολύβωναν τον αέρα. Από την άγια κορφή ετούτη, έχουν να πουν, μπορείς να δεις την Πόλη! είπε ο Λουκάς και γούρλωνε τα μάτια κατά την ανατολή, να ξεκρίνει τη Βασιλεύουσα. Την είδες εσύ ποτέ, πάτερ Λουκά; Ο καλόγερος αναστέναξε. Όχι, δεν το αξιώθηκα. Φαίνεται δε φτάνουν τα μάτια του κορμιού χρειάζουνται και τ' άλλα, της ψυχής και μένα, αλίμονο, η ψυχή μου είναι κοντόφθαλμη. Το θεό όμως τον βλέπεις, είπα εγώ. Ε, αποκρίθηκε ο καλόγερος, αυτό δε χρειάζεται μάτια· ο θεός είναι πιο κοντά μας από το συκώτι μας κι από τα πλεμόνια. Ο φίλος μου ήταν θλιμμένος και δε μιλούσε· σίγουρα δεν καταδέχουνταν να συγχωρέσει το κορμί του που, μια στιγμή, δείλιασε. Άξαφνα δεν κρατήθηκε πια· άπλωσε και μου 'σφίξε το χέρι με δύναμη: Σε παρακαλώ, είπε, ξέχασε, το ορκίζουμαι, δεν το ξανακάνω. Κάθε άρτιος άνθρωπος έχει μέσα του, στην καρδιά της καρδιάς του, ένα κέντρο μυστικό και γύρα του περιστρέφονται τα πάντα· ο μυστικός αυτός στρόβιλος δίνει ενότητα στο στοχασμό και στην πράξη μας, και μας βοηθάει να βρούμε ή να εφεύρουμε την αρμονία του κόσμου. Άλλοι έχουν τον έρωτα, άλλοι τη δίψα της μάθησης, άλλοι την καλοσύνη ή την ομορφιά· ή τη λαχτάρα του χρυσαφιού και της εξουσίας· κι όλα τ' αξιολογούν και τα υποτάζουν στο κεντρικό τους αυτό πάθος. Αλίμονο στον άνθρωπο που μέσα του δε νιώθει να τον κυβερνάει ένας απόλυτος μονάρχης· η ζωή του κατασκορπίζεται ακυβέρνητη κι ασυνάρτητη σε όλους τους ανέμους. Να γιατί όλη μας η ζωή, παππού, ήταν ανήφορος· ανήφορος και γκρεμός κι ερημία· κινήσαμε με πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές, συνοδεία μεγάλη· μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορφή μετατοπίζουνταν κι αλάργαινε, συναγωνιστές κι ιδέες κι ελπίδες μας αποχαιρετούσαν, λαχάνιαζαν, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ν' ανέβουν πιο απάνω· κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην μετατοπιζόμενη κορφή. Δε μας κινούσε η αλαζονεία, μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη φτάσουμε· μήτε κι αν τη φτάναμε, πώς θα βρούμε εκεί απάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον Παράδεισο· ανεβαίναμε, γιατί ευτυχία, σωτηρία και Παράδεισος για μας ήταν η ανάβαση... 



 "Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, τη λάμπα κρατώ ψηλά, να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά. Να βρούνε στρωμένο τραπέζι, σταμνί για να πιει ο καημός κι ανάμεσά μας θα στέκει ο πόνος, του κόσμου αδερφός. Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν, σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός κι εκεί καθώς θα μιλάμε θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός..
τοστειλε το mail
ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΒΡΑΔΥ 
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης 
Τραγούδι: Άλκηστις Πρωτοψάλτη


Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: