Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα παραμύθι θα σας πω


 
Ένα παραμύθι θα σας πω,
δεν ματακούστηκε από χείλη γερασμένα,
ούτε ‘χει τίποτε να πει από τα περασμένα:
Μια φορά και ένα καιρό, ήτανε δυο αδέρφια. Το ‘να ήτανε χοντρό, τεμπέλικο και «τυχοδιώκτικο». Το άλλο ήταν έξυπνο και ανόητο, ψαγμένο και αδιάφορο, καλόκαρδο και ‘παρτάκιας’. Μάλωναν συνέχεια μεταξύ τους, παρόλο αυτά το δεύτερο στήριζε το πρώτο, λόγω ατομικού, ιδιωτικού συμφέροντος ή βλακείας.
Μια γυναίκα όμορφη, περιποιημένη, κυρία απ’ έξω, μα από μέσα σάπια -με χημικά αρώματα κάλυπτε τη δυσοσμία της- βρήκε το χοντρό, τεμπέλικο και «τυχοδιώκτικο» παιδί και του ‘ταξε:
-Θα ‘χεις τον ουρανό με τ’ άστρα!
-Μα ζω στην πόλη. Δεν ξέρω μητ’ άστρα, μήτ’ ουρανό.
-Και του πουλιού το γάλα!
-Θα προτιμούσα κανένα άλλο ποτό… πιο αλκοολούχο ίσως;
-Της Παναγιάς τα μάτια!
-Και ποια είναι αυτή, για να με νοιάξει; Δεν λες καλύτερα της Τζούλιας;
-Βρε παιδί μου δεν καταλαβαίνεις; Θα έχεις ό,τι θέλεις! Τι το ‘θελα κι εγώ η άμυαλη να σου μιλήσω με εκφράσεις του τόπου σου;
-Ποιανού; Τέλος-πάντων! Τι πρέπει να κάνω για να ‘χω ό,τι θέλω;
-Α, τίποτα σπουδαίο. Ούτως ή άλλως,… εσύ ξέρεις πρέπει να κοιτάξεις το συμφέρον σου. Απλά, έβγαλε από την τσάντα της ένα γλειφιτζούρι, του το έδωσε. Αφού άρχισε να γεύεται το γλειφιτζούρι το παιδί, η γυναίκα συνέχισε: Απλά εσύ κι αδερφός σου… θα δεχθείτε να γίνω κηδεμόνας σας!
-Γλμ, τι; Α, ναι μα βέβαια… Έχεις άλλο;
-Τι;
-Γλειφιτζούρι.
-Πάρε δέκα.
Το χοντρό, τεμπέλικο, τυχοδιώκτικο παιδί δέχτηκε. Μετακόμισαν στο σπίτι της. Όμορφο, μοντέρνο, αλλιώτικο έμοιαζε. «Πάμε μπροστά» σκέφτηκαν τα αδέρφια. Η αλήθεια είναι ότι το χοντρό, τεμπέλικο και «τυχοδιώκτικο» παιδί ποτέ δεν ρώτησε τον αδερφό του για να δώσει την συγκατάβαση για την αλλαγή κηδεμονίας, μα ούτε και το έξυπνο και ανόητο, ψαγμένο και αδιάφορο, καλόκαρδο και ‘παρτάκιας’ παιδί έφερε μεγάλη αντίδραση. «Είναι ό,τι πρέπει εδώ. Σπάνια πετυχαίνεις τέτοιες ευκαιρίες! Τα ‘χεις όλα και τζάμπα. Σχεδόν...» έλεγε και ξανάλεγε το χοντρό, τεμπέλικο και τυχοδιώκτικο παιδί.
«Στην κατάψυξη υπάρχουν παγωτά». Έτσι τους είχε πει η νέα τους μητριά κι αυτό δεν μπορούσε να φύγει από το κεφάλι του χοντρού, τεμπέλικου και τυχοδιώκτικου παιδιού. Πήρε ένα κρυφά. Έπειτα κι άλλο, κι άλλο… είπε πώς θα σταματήσει, μην τον καταλάβει εκείνη η καλή γυναίκα, μα ύστερα το σκέφτηκε καλύτερα...
-Θες παγωτό; είπε στον έξυπνο και ανόητο, ψαγμένο και αδιάφορο, καλόκαρδο και ‘παρτάκια’ αδερφό του.
-Εννοείται! Ή μάλλον, έχεις πάρει άδεια;
-Ουχ, τι τις θες τις άδειες; Είπε κανείς να μην πάρουμε; Ούτως ή άλλως είναι τόσα στην κατάψυξη, που κανείς δεν πρόκειται να το καταλάβει. Ορίστε παίρνω κι εγώ ένα.
Το ανόητο, αδιάφορο και ‘παρτάκιας’ παιδί δέχτηκε το παγωτό μονολογώντας: «τι καλός που είναι ο αδερφός μου!». Ο άλλος πήρε φανερά ένα παγωτό κι ένα στην τσέπη.
-Λείπουν είκοσι παγωτά από την κατάψυξη! εμφανίστηκε η μητριά. Τι έγιναν;
-Μαζί τα φάγαμε! βροντοφώναξε το χοντρό, τεμπέλικο και τυχοδιώκτικο παιδί. (Στον αδερφό του δεν δόθηκε άδεια να μιλήσει, μα τέτοια πράγματα δεν λέγονται. Δεν σας το λέω λοιπόν).
-Με λυπήσατε με αυτό που κάνατε. Παρόλο αυτά έχω να σας προτείνω κάτι. Εγώ μόνο να σας βοηθήσω θέλω! Σας υποστηρίζω αυτή τη στιγμή, αν και μου χρωστάτε. Προτείνω λοιπόν, ελεύθερα κι αβίαστα να αποφασίσετε. Μια και εσείς δεν έχετε παγωτά να μου επιστρέψετε ακούστε: έχω ένα φίλο, αυτός μπορεί να σας δανείσει τα είκοσι παγωτά που μου χρωστάτε. Ξεχρεώσατε έτσι απλά και όμορφα και συνεχίζουμε την καλή μας σχέση. Αλλιώς; Σας περιμένει έξωση! Θα φύγετε από το σπίτι μου! Άδικος, τεμπέλης και κλέφτης δεν χωρά εδώ. Θα μείνετε στους πέντε δρόμους. Κακόμοιρα πώς σας σπλαχνίζομαι! Γι’ αυτό σας λέω ακούστε με!
-Δίκιο έχεις ανοιχτόκαρδη, σπλαχνική μητέρα!  βιάζετε να πει  το χοντρό, τεμπέλικο και τυχοδιώκτικο παιδί.
-Ό,τι πεις εσύ αδερφέ. Αρκεί να μην χάσουμε τη βολή μας. το ανόητο, αδιάφορο και ‘παρτάκιας’ παιδί.
(μια διευκρίνιση: το έξυπνο, ψαγμένο, καλόκαρδο παιδί και το ανόητο, αδιάφορο και ‘παρτάκιας’ ήταν δύο αδέρφια σιαμαία.)
-Όχι! Δεν δεχόμαστε. Μας εξαπάτησες. Δεν χρειάζεται να μας διώξεις, θα πάρουμε τα λίγα μπογαλάκια μας και θα φύγουμε από μόνοι μας. Έχουμε μητέρα άλλη, αληθινή! Μοιάζει φτωχή στην όψη, μα είναι πλούσια στην ουσία. Δεν σε έχουμε ανάγκη. Το ένα παγωτό, εκείνο που έφαγα, θα στο επιστρέψω. Και τον τόκο θα ξεπληρώσω, γιατί αυτό το παγωτό θα το ‘χω φτιάξει με τα χεράκια μου και θα ‘ναι καλύτερο απ’ τα δικά σου, τα πολλά, της μηχανής. φώναξε το έξυπνο, ψαγμένο, καλόκαρδο παιδί. (Παρόλο που δεν του επιτρέπεται να μιλήσει.)
-Διαλέγετε και παίρνετε. λέει ο Θεός (να ‘ναι βοηθός)!
Ένα παραμύθι θα σας πω, που δεν ματακούστηκε από χείλη γιαγιάς, γιατί οι σύγχρονοι του δεν πρόλαβαν να γεράσουν.
 Τι  άραγε θα ‘χουν να πουν αυτοί στα ‘γγόνια τους;
Μαρια Χατζακη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου