Αγίου Νικόλαου Αχρίδος
Το μεγάλο πλήθος που συνόδευε τη χήρα φαίνεται πως τό ‘κανε για χάρη της, λόγω της κοινωνικής της θέσης, αλλά και για το ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε με το θάνατο του μοναχογιού της. Η θλίψη των ανθρώπων γύρω της πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη. Κι αυτό πρέπει να έκανε μεγαλύτερη τη θλίψη της μητέρας και αύξησε τα δάκρυα απόγνωσης και τον οδυρμό της. Αν κι αναζητούμε άλλους για να μοιραστούν τη θλίψη μας, όταν ο θάνατος αποσπά βίαια κάποιον δικό μας άνθρωπο, η συμμετοχή τους συνεισφέρει πολύ λίγο στο να μειώσει τη θλίψη και τον πόνο μας. Όταν η αδυναμία παρηγορεί την αδυναμία, τότε κι η παρηγοριά θά ‘ναι αδύναμη. Όλοι όσοι παραστέκονται σ’ ένα νεκρό σώμα, κυριεύονται από ένα περίεργο συναίσθημα που δύσκολα εξωτερικεύεται. Κι αυτό είναι η ντροπή. Οι άνθρωποι όχι μόνο φοβούνται το θάνατο, αλλά και ντρέπονται γι’ αυτό. Η ντροπή αυτή είναι απόδειξη – πολύ μεγαλύτερη από το φόβο – πως ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας του ανθρώπου. Όπως ο άρρωστος άνθρωπος ντρέπεται ν’ αποκαλύψει στο γιατρό τις κρυφές πληγές του, έτσι κι όσοι έχουν συνείδηση ντρέπονται τη θνητότητά τους. Η ντροπή αυτή για το θάνατο μας οδηγεί στην απόδειξη της αθάνατης καταγωγής μας και του αθάνατου προορισμού μας. Τα ζώα όταν πεθαίνουν κρύβονται μακριά, σα να νιώθουν ντροπή που είναι θνητά. Φανταστείτε πόση είναι η ντροπή εκείνων που είναι πνευματικά καλλιεργημένοι!
Σε τι χρησιμεύουν όλα τα κλάματα και τα μοιρολόγια μας, όλη η ματαιότητά μας, όλες οι τιμές και οι δόξες μας, την ώρα που νιώθουμε ότι κομματιάζεται το επίγειο δοχείο όπου κατοικήσαμε όσο ζούσαμε; Μας κατέχει ντροπή τόσο για το εύθραυστο του δοχείου μας όσο και για την άφρονα ματαιότητα με την οποία γεμίσαμε τη ζωή μας. Σε τι χρησιμεύει να το κρύβουμε; Η ντροπή μας κατέχει λόγω της βρωμιάς που γεμίσαμε το γήινο σαρκίο μας και που εξέρχεται μετά το θάνατό μας, όχι μόνο προς τη γη αλλά και προς τον ουρανό. Η ουσία του πνεύματος δεν αναδίδει ούτε άρωμα ούτε δυσοσμία στο σώμα μας. Ανάλογα με την ποιότητά μας ως ανθρώπων και με τα υλικά που έχουμε σωρεύσει μέσα μας όσο ζούμε, αναδίδουμε το άρωμα του ουρανού ή τη βρωμιά της αμαρτίας.
Ο Κύριος έχει αγάπη και ανοχή γι’ αυτούς που βρίσκονται σε απόγνωση. Αυτό το διαπιστώνουμε συχνά στις αδυναμίες των ανθρώπων. «Ιδών δε τους όχλους εσπλαγχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Όταν τα πρόβατα βλέπουν τον ποιμένα δεν λιποψυχούν, ούτε και σκορπίζονται. Αν οι άνθρωποι είχαν το Θεό πάντα μπροστά στα μάτια τους δε θα λιποψυχούσαν, ούτε και θα σκορπίζονταν. Μερικοί όμως τον βλέπουν, άλλοι τον αναζητούν για να τον δουν, ενώ άλλοι είναι τυφλοί ή εμπαίζουν εκείνους που ψάχνουν για να τον δουν. Έτσι οι άνθρωποι λιποψυχούν, διασκορπίζονται, γίνεται ο καθένας οδηγός στον εαυτό του κι ακολουθεί το δικό του δρόμο.
Αν οι άνθρωποι είχαν έστω και το μισό φόβο για τον πανταχού παρόντα Θεό, απ’ αυτόν που έχουν για το θάνατο, δε θα φοβούνταν τον τελευταίο. Και μάλιστα δε θα γνώριζαν το θάνατο σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην περίπτωσή μας ο Κύριος ένιωσε ιδιαίτερη συμπάθεια για τη θλιμμένη μητέρα και γι’ αυτό της είπε: μη κλαίε. Κοίταξε βαθιά μέσα στην ψυχή της και διάβασε όλα όσα γίνονταν εκεί. Ο σύζυγός της είχε πεθάνει, δεν είχε σύντροφο. Τώρα πέθανε κι ο μοναχογιός της και βρέθηκε ολομόναχη. Πού ήταν ο ζωντανός Θεός; Μπορεί να νιώθει μόνος του κανείς όταν έχει συντροφιά το Θεό; Μπορεί ο αληθινός άνθρωπος να βρει καλλίτερη συντροφιά, πιο εγκάρδια, από τη συντροφιά του Θεού; Δεν είναι πιο κοντά μας ο Θεός ακόμα κι από τον πατέρα και τη μητέρα μας, από τους αδελφούς και τις αδελφές μας, από τους γιους και τις θυγατέρες μας; Μας δίνει παιδιά κι ύστερα μας τα παίρνει, μα δε μας εγκαταλείπει. Το μάτι Του δεν κουράζεται να μας παρακολουθεί, ούτε κι η αγάπη Του για μας έχει αλλοιωθεί. Όλη η δυσοσμία του θανάτου μας βοηθάει να προσκολληθούμε περισσότερο στο Θεό, τον ζώντα Θεό.
Μη κλαίε! Ο Κύριος προσπαθεί να παρηγορήσει την απαρηγόρητη μητέρα. Αυτό το λέει Εκείνος που δε σκέφτεται, όπως πολλοί από μας, πως η ψυχή του νεκρού αγοριού κατεβαίνει στον τάφο, μαζί με το νεκρό σώμα του. Το λέει Εκείνος που γνωρίζει αυτά που αφορούν στην ψυχή του νεκρού αγοριού, που κρατά την ψυχή αυτή στη δική Του εξουσία. Κι εμείς παρηγορούμε αυτούς που θρηνούν με τα ίδια λόγια, αν κι οι καρδιές μας είναι γεμάτες δάκρυα.
Εκτός από τη συμπάθειά μας όμως νιώθουμε αδύναμοι να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο σ’ εκείνους που θρηνούν. Η δύναμη του θανάτου έχει τόσο πολύ ξεπεράσει τη δύναμή μας, ώστε σερνόμαστε σαν έντομα στη σκιά του. Και καθώς γεμίζουμε τον τάφο και σκεπάζουμε το νεκρό με χώμα, νιώθουμε πως ενταφιάζουμε μαζί κι ένα μέρος από τον εαυτό μας μέσα στο νεκρικό σκοτάδι του τάφου.
Ο Κύριος δεν είπε μη κλαίε στη γυναίκα για να δείξει πως δεν πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς. Ο ίδιος δάκρυσε για το Λάζαρο (βλ. Ιωάν. ια’ 35). Θρήνησε προκαταβολικά γι’ αυτούς που θα υπόφεραν με την πτώση της Ιερουσαλήμ (βλ. Λουκ. ιθ’ 41-44). Τέλος μακάρισε αυτούς που πενθούν, «ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Τίποτα δεν ηρεμεί και δεν καθαρίζει τόσο, όσο τα δάκρυα.
Στην ορθόδοξη μεθοδολογία της σωτηρίας, τα δάκρυα είναι ανάμεσα στα πρώτα μέσα κάθαρσης της ψυχής, της καρδιάς και του νου. Όχι μόνο πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς, αλλά και για τους ζωντανούς και ιδιαίτερα για τον εαυτό μας, όπως συνέστησε ο Κύριος στις γυναίκες της Ιερουσαλήμ: «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. κγ’ 28).
Υπάρχει όμως μια διαφορά από δάκρυα σε δάκρυα. Ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τους Θεσσαλονικείς: «ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσσ. δ’ 13). Δεν πρέπει να θλιβόμαστε όπως οι ειδωλολάτρες κι οι άθεοι, που κλαίνε τους νεκρούς τους σα να χάθηκαν εντελώς. Οι χριστιανοί δεν πρέπει να κλαίνε τους νεκρούς σαν χαμένους αλλά σαν αμαρτωλούς. Η θλίψη τους επομένως πρέπει να συνοδεύεται με προσευχές στο Θεό για να συχωρήσει τις αμαρτίες του αποβιώσαντα και να τον ελεήσει, να τον οδηγήσει στην ουράνια βασιλεία Του.
Ο χριστιανός πρέπει να κλαίει και να θρηνεί επίσης για τον εαυτό του, για τις αμαρτίες του. Κι όσο πιο συχνά το κάνει αυτό τόσο καλύτερα. Όχι να συμπεριφέρεται σαν κι’ αυτούς που δεν πιστεύουν στο Θεό και δεν ελπίζουν στο έλεός Του και στην αιώνια ζωή.
Όταν τα δάκρυα έχουν το χριστιανικό αυτό νόημα κι αυτή τη χρήση, τότε γιατί ο Κύριος είπε στη μητέρα του νεκρού αγοριού μη κλαίε; Εδώ είναι άλλη περίπτωση. Η γυναίκα έκλαιγε σαν κι αυτούς που δεν έχουν ελπίδα. Δεν έκλαιγε για τις αμαρτίες του παιδιού της ούτε και για τις δικές της. Έκλαιγε για τη σωματική απώλεια, για το χαμό και την ολοκληρωτική εξαφάνιση του παιδιού, για τον αιώνιο αποχωρισμό της απ’ αυτό. Εκεί όμως βρισκόταν ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ζώντων και νεκρών. Δεν είχε λοιπόν λόγο να κλαίει μπροστά Του, όπως δεν έχει λόγο και να νηστεύει κανείς όταν ο Κύριος είναι παρών. Όταν οι Φαρισσαίοι κατηγόρησαν τον Κύριο πως οι μαθητές Του δε νήστευαν, όπως ο Ιωάννης, τους απάντησε: «Μη δύνασθε τους υιούς του νυμφώνος, εν ω ο νυμφίος μετ’ αυτών εστι, ποιήσαι νηστεύειν;» (Λουκ. ε’ 34). Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν, μπορεί να θρηνεί κάποιος όταν βρίσκεται μαζί του ο Ζωοδότης, που στη βασιλεία Του δεν υπάρχουν νεκροί, αλλ’ όλοι είναι ζωντανοί;
Η θλιμμένη χήρα όμως δε γνώριζε ούτε το Χριστό ούτε τη δύναμη του Θεού. Θρηνούσε το μοναχογιό της χωρίς ελπίδα, όπως όλοι οι Ιουδαίοι τότε, που είτε δεν είχαν ολότελα πίστη στην ανάσταση των νεκρών είτε την είχαν χάσει.
Σ’ αυτήν την ανώφελη λόγω άγνοιας θλίψη της, ο Κύριος ανταποκρίθηκε με τα λόγια: Μη κλαίε! Δεν της είπε να μην κλάψει με την έννοια που το κάνουν πολλοί σήμερα, που εννοούν: «Μην κλαίς! Τα δάκρυά σου δε θα τον φέρουν πίσω. Αυτή είναι η μοίρα. Όλοι τον ίδιο δρόμο θ’ ακολουθήσουμε». Αυτή που δίνουμε εμείς είναι μια απαρηγόρητη παρηγοριά. Δεν παρηγορεί κανέναν, είτε την δίνει κανείς είτε την παίρνει. Άλλο πράγμα σκεφτόταν ο Χριστός όταν έλεγε μη κλαίε. Ήθελε να πει: Μην κλαίς, γιατί Εγώ είμαι εδώ. Είμαι ο ποιμένας όλων των προβάτων. Κανένα πρόβατο δεν μπορεί να κρυφτεί από Εμένα, δε γίνεται να μη γνωρίζω που βρίσκεται. Ο γιος δεν πέθανε με τον τρόπο που νομίζεις εσύ. Μόνο η ψυχή του έφυγε από το σώμα. Εγώ έχω εξουσία στην ψυχή του, όπως και στο σώμα του. Λόγω της θλίψης σου, που προέρχεται από άγνοια και απιστία τόσο τη δική σου όσο κι εκείνων που βρίσκονται γύρω σου, θα ενώσω ξανά την ψυχή του παιδιού με το σώμα του και θα τον ξαναφέρω στη ζωή. Και θα το κάνω αυτό όχι τόσο για δική του χάρη όσο για σένα και για τους δικούς σου, για να πιστέψετε πως ο Θεός είναι ζωντανός και παρακολουθεί όλους τους ανθρώπους. Για να βεβαιωθείτε πως Εγώ είμαι ο Μεσσίας που ήρθε, ο Σωτήρας του κόσμου».
Μ’ αυτήν την έννοια είπε στη μητέρα ο Κύριος μη κλαίε! Και μετά απ’ αυτό προχώρησε στο έργο.