Διηγήθηκε ή γιαγιά Λαμπρινή:
«Ή κόρη μου Σταθούλα είχε περάσει τα δεκαοχτώ της και ήταν καιρός για παντρειά. Άρχισαν τα προξενιά, αλλά δεν με ανέπαυαν οι γαμπροί. Ήταν ευκατάστατοι, καλοί άνθρωποι, αλλά με σεσαλευμένη καθαρότητα.
Εκείνα τα χρόνια δεν είχε τόσο λόγο η νύφη για την επιλογή του γαμπρού και επειδή είχα την μέριμνα του γαμπρού ήθελα πρώτα απ' όλα να είναι καθαρός, αγνός. Ή Σταθούλα δεν είχε κλίση για καλογερική, όπως εγώ, και έπρεπε να βρεθεί γαμπρός.
Μία μέρα το βράδυ που πήγα στο κρεβάτι να κοιμηθώ, πήρα, ως συνήθως, να διαβάσω ένα βιβλίο και ήμουν στενοχωρημένη, γιατί δεν βρισκόταν ό γαμπρός. Ό άνδρας μου κοιμόταν χωριστά για να μην τον ενοχλώ. Μόλις είχε πάρει ό ύπνος τον άνδρα μου, άνοιξε το παράθυρο μόνο του και μπήκε ό φύλακας Άγγελος μου. Πήρε το πνεύμα μου. Στο κρεβάτι μου έμεινε το σώμα μου μισοπεθαμένο. Βαδίζαμε-βαδίζαμε χωρίς να ξέρω πού πάμε. Φθάσαμε στην Πρέβεζα.
Μού λέει:
- Μην σταματάς καθόλου. Θέλουμε να πάμε στη Λευκάδα.
Εγώ δεν ήξερα πού είναι ή Λευκάδα. Φθάσαμε στο νησί, πήγαμε σ' ένα σπίτι στην εξώπορτα.
Μού λέει ό Άγγελος:
- Κάθισε εδώ και εγώ θα ανοίξω την πόρτα. Να κοιτάς μέσα.
Άνοιξε την πόρτα τού σπιτιού και είδα ένα νέο όρθιο, με κουστούμι, με την πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε να κλείσει την πόρτα, γιατί τού φάνηκε ότι άνοιξε μόνη της και τον είδα και από μπροστά.
Ό Άγγελος ήταν πνεύμα και εγώ άυλη και δεν μας έβλεπε.
-Σού αρέσει για γαμπρός στην κόρη σου;
-Καλός είναι, αλλά είμαστε μακριά.
-Άγγελος είναι και αυτός, όπως και εγώ.
-Άγγελο θα πάρει ή κόρη μου; Άνθρωπος είναι, πώς θα πάρει Άγγελο;
ενώ εννοούσε την καθαρότητα του!
-Από τώρα δεν θα κάνεις άλλο συνοικέσιο για την κόρη σου ότι και να σου λένε οι άλλοι. Θα περιμένεις λίγα χρόνια, λόγω κάποιων δυσκολιών, αλλά θα σού τον φέρω τον γαμπρό μόνο του και θα βρει την κόρη σου.
Ξεκινήσαμε την επιστροφή με τον ίδιο τρόπο.
Πέρασαν τρία χρόνια και πήγε ή κόρη μου με το γιό μου σ' ένα ζαχαροπλαστείο. Εκεί ήταν ό γαμπρός. Μόλις την είδε, ήρθε και την ζήτησε σε γάμο. Κατάλαβα ότι ήταν αυτός πού ήθελε ό Θεός. Τον δεχτήκαμε και δόξασα τον Θεό για την μεγαλοσύνη Του.
ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, Τόμος Α, Εκδόσεις
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008.
... πᾶνε σαράντα χρόνια τώρα, -θάταν τὸ '70- ποὺ ὡς νεαρός, ἄκουσα θυμᾶμαι,
ΑπάντησηΔιαγραφήἀπὸ οἰκογενειακό ϕίλο δικαστικό, διορισμένο σὲ μικρή, ἀλλά σημαντική πόλη στὴν κεντρική ὀρεινή Ἑλλάδα,
νὰ λέει... (ὑποκλινόμενος...)
"μὰ τί εἶν' αὐτοί οἱ ἄνθρωποι...
δὲν κλέβουν... δὲν μαλώνουν...
κι ἐμεῖς πηγαίνουμε καὶ καθόμαστε στὰ γραϕεῖα μας
νὰ ξεσκονίζουμε παλιούς ϕακέλλους,
ἀργόσχολοι... ἀμήχανοι...
σὰν ἄχρηστοι ἄνθρωποι... "
οἱ ἄνθρωποι τῆς ὑπαίθρου μας...
μαθημένοι ἀλλιῶς...
σεμνοί... θεοσεβούμενοι... σοβαροί (σχεδόν ντροπαλοί) αλλά κι ὅλο χαρά γεμᾶτοι, μέσα βαθειᾶ...
καὶ... μετά...
ἡ ἐξέλιξις...
ποὺ ἀντιμετωπιζόταν ἀρχικά μὲ ἐπιϕύλαξη,
σκαρϕάλωσε παντοῦ, γεμάτη δῶρα καὶ ειδήσεις γιὰ τὴν μεγάλη πολιτεία
ποὺ τρέχαν τ'ἀγαθά ποτάμι...
καὶ... ϕυσικά...
πρὶν ἁπὸ ὁποιανδήποτε σειρῆνα,
γιὰ νὰ κυλήσει τὸ ποτάμι τῆς... "έξέλιξις"...
πρέπει νὰ μολυνθοῦν τὰ σώματα... "κατάλληλα",
γιατί ἀλλιῶς
τὰ κάστρα στέκουν ἄπαρτα...
καὶ ϕυλάγονται... ἀπό 'πάνω...
καὶ εἶναι θαῦμα μέγα,
τὸ πῶς ἀκόμη σήμερα,
ποὺ ὁ τουρισμός μᾶς ἔϕερε,
δίπλα στὸν πλοῦτο
τὰ χασίσια
(ποὺ γίναν... τοῦ δημοτικοῦ πιά...)
καὶ τ' ἄλλα, ὅλα...
ϕυλάγεται μία μαγιά
ἀπό τὴν περιρρέουσα...
μαγεία... !